Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Τα Τέσσερα Στοιχεία (ή...Στοιχειά) του Νεκροταφείου Père Lachaise

Ώρα 11 και 45’ το πρωί. Καθημερινή, Δευτέρα. Ένας δυνατός αέρας σαρώνει τα φύλλα στα πεζοδρόμια της Boulevard de Ménilmontant. Θερμοκρασία λίγο πάνω από το μηδέν. Ο τεράστιος τοίχος της δυτικής όψης του νεκροταφείου Père Lachaise μπροστά από τη λεωφόρο. Η κίνηση είναι υποτονική παρά το ότι είναι ώρα αιχμής. Προσπερνώ την κεντρική μνημειακή πύλη με τις σκαλισμένες φτερωτές κλεψύδρες, σύμβολο του χρόνου που ρέει συνεχώς προς ένα επαναλαμβανόμενο «τέλος». Διαλέγω να μπω από ένα ταπεινό πορτάκι στην άκρη της μάντρας, λίγα σκαλιά σε ένα άνοιγμα του τείχους. Βρίσκομαι μέσα. Σε έναν τόπο ιστορικό όπου μέσα στους αιώνες έχουν ταφεί πάνω από τριακόσιες χιλιάδες ψυχές, ανάμεσα σε αυτές και ο Modigliani, o Chopin, o Moliere, o Marcel Proust, ο Delacroix, η Μαρία Κάλλας, Honoré de Balzac, η Gertrude Stein, ο Oscar Wild, η Édith Piaf. Και φυσικά ο Jim Morrison.
Στρέφω την πλάτη μου στο χάρτη με τη σηματοδότηση των δρόμων και της θέσης των πιο διάσημων τάφων. Μία τουριστική ξενάγηση στο χώρο δεν είναι άλλωστε αυτό που αναζητώ. Είναι τα παιχνίδια της σκιάς και του φωτός, οι ήχοι και οι σιωπές, η ατμόσφαιρα της πόλης των νεκρών, το τραγούδι του ανέμου στις φυλλωσιές. 
Τα Δέντρα είναι οπωσδήποτε το πρώτο από τα Στοιχεία που συνθέτουνε το χώρο.


Πυκνά και ψηλά καλύπτουνε με τα γυμνά κλαδιά τους τον ουρανό. Μέσα τους κρύβονται κοράκια, ακούγονται να κράζουν πένθιμα από μακριά. Πίσω από έναν πέτρινο σταυρό βρίσκει το χώρο ανάμεσα από τις σκιερές φυλλωσιές και τρυπώνει μια αχτίδα φως.

Ανηφορίζω ένα μονοπάτι και είναι σα να βρίσκομαι σε δάσος, ο ήλιος χάνεται πίσω από το πλέγμα των κλαδιών και το κρύο γίνεται ακόμη πιο διαπεραστικό. Και ανάμεσα από τους πανύψηλους κορμούς παντού προβάλλουνε οι Τάφοι, το δεύτερο Στοιχείο του χώρου. Άλλοι ψηλοί σαν κτίρια, άλλοι μικρότεροι σε μέγεθος τηλεφωνικού θαλάμου, κάποιοι πιο ταπεινοί στο επίπεδο του εδάφους. Τάφοι επιφανών οικογενειών, μαυσωλεία, μεμονωμένοι τάφοι διάσημων ανθρώπων της τέχνης, της πολιτικής, της διανόησης.
                 

                  
Το μονοπάτι με οδηγεί πιο κοντά στην καρδιά του Père Lachaise, μπροστά μου ανοίγεται κάτι που θυμίζει λεωφόρο με τις γραμμικές δεντροστοιχίες δεξιά και αριστερά και τις όψεις των ψηλών πέτρινων τάφων να θυμίζουν τα σπίτια μίας πόλης. Είναι οι Δρόμοι, το τρίτο Στοιχείο του χώρου. Μεγάλοι, γραμμικοί και επιβλητικοί συνδέουν σαν δίκτυο το αχανές νεκροταφείο και έχουν ονόματα: Avenue Transversale, Avenue de Saint-Morys, Avenue Circulaire. Νιώθω χαμένος, είχα στο νου μου να προσπαθήσω να βρω στη τύχη κάποιους διάσημους τάφους, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι είναι μάταιο. Αφήνω απλώς τους Δρόμους να με οδηγούν σε άλλες συνοικίες της πόλης των νεκρών.
Βήμα με το βήμα, ώρα με την ώρα, το Père Lachaise σου επιβάλλεται, σε καταπίνει. Αγγίζω με το χέρι μου τις επιφάνειες των αγαλμάτων. Αγάλματα, το τέταρτο Στοιχείο. Βρίσκονται παντού, λαξευμένα στις επιφάνειες των τάφων, ψηλά στις στέψεις τους, ή ανεξάρτητα σε βάθρα εκεί που διασταυρώνονται οι δρόμοι. Δραματικές μορφές, βασανισμένες, μαζί με τους σταυρούς και τα περίτεχνα μεταλλικά κιγκλιδώματα στις πόρτες των μαυσωλείων συνθέτουν το γλυπτικό διάκοσμο του χώρου.
 
Τα τέσσερα Στοιχειά του Père Lachaise έχουν συμπληρωθεί και αναδύονται πανίσχυρα μέσα σε έναν οργασμικό συνδυασμό. Τα Δέντρα σείονται εκεί ψηλά, ενώ οι Δρόμοι γίνονται λαβύρινθοι που με παγιδεύουν όλο και πιο βαθιά, οι Τάφοι βουλιάζουν κάτω από τις αιώνιες σιωπές τους ενώ κάποια από τα Αγάλματα μου γνέφουν ότι έχουν κάτι να μου πουν και με καλούν κοντά τους. Κινούμαι όλο και πιο γρήγορα, βαδίζω προς τα εκεί που ακούγονται φωνές ανθρώπων. Ένα ζευγάρι στρίβει σε ένα από τα στενά μονοπατάκια, εκείνος γύρω στα πενήντα, γκριζομάλλης με γυαλιά, εκείνη αρκετά πιο νέα τυλιγμένη σε ένα γούνινο παλτό. Τους παίρνω από πίσω μέχρι το σημείο όπου σταματούν.

Στέκονται μπροστά σε έναν ταπεινό τάφο, ίσως τον πιο ταπεινό ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, μια απλή πέτρινη στήλη και μια μεταλλική επιγραφή. Κοιτάζουνε με θαυμασμό, ο ένας λέει κάτι στον άλλο δείχνοντας με το χέρι την επιγραφή. Τραβούν φωτογραφίες.  Στο τέλος φεύγουν. Πλησιάζω με τη σειρά μου και ξαφνικά καταλαβαίνω. Τα τέσσερα Στοιχειά με καταδίωξαν για να με οδηγήσουν ως εδώ.
Η στήλη γράφει απλώς: James Douglas Morrison. 1943-1971. Και από κάτω μια φράση στα αρχαία ελληνικά:
KATA TON ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ.
Να ζεις σύμφωνα με το «δαίμονα» σου, σύμφωνα με το δαιμόνιο στοιχείο του εαυτού σου.
Γυρίζω για να φύγω. Πρέπει να αναζητήσω το δικό μου Στοιχειό, τον δικό μου Δαίμονα-Εαυτό και ο χρόνος ρέει συνεχώς προς ένα επαναλαμβανόμενο «τέλος».

(Κείμενο & Φωτογραφίες του Απόστολου Λαγαρία, για το Memory Life Magazine, 2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια: