Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, βρίθει από κείμενα και αναφορές σε
ζητήματα που αφορούν τις τέχνες της Στρατηγικής, της Διπλωματίας. Το
εξόχως ενδιαφέρον ζήτημα, είναι πως οι εκάστοτε και υπο μελέτη
περιπτώσεις (case studies) αφορούν τόσο το ακαδημαϊκό προσωπικό, όσο και
τους λήπτες αποφάσεων.
Παράλληλα, υπάρχουν και ζητήματα που αφορούν την καθαρά εκπαιδευτική διαδικασία. Κείμενα και έργα μεγάλων διανοητών, ανεξάρτητα το μήνυμα που στην κατακλείδα τους περνούν, έχουν ως στόχο την ανάδειξη του διαχρονικού στοιχείου της διεθνούς πολιτικής. Στόχος του ερευνητή αλλά και του λήπτη απόφασης, είναι να περιορίσει την έκθεσή του στη ζώνη άγνοιας και ταυτόχρονα, να μεταφέρει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων κοντά σε παράθυρο ευκαιρίας που ευνοεί τον ίδιο.
Η ισχύς, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι που ασχολούνται είτε ακαδημαϊκά είτε επαγγελματικά με τις διεθνείς σχέσεις, ναι μεν έχει συντελεστές που μπορούν να την καταστήσουν σε ένα βαθμό μετρήσιμη, όμως έχει και καθαρά ψυχολογική σύλληψη.
Ο Ray S. Cline, στο έργο του World Power Assessment: A Calculus of Strategic Drift έθεσε μια ενδιαφέρουσα (με ροπή στη συμπεριφοριστική αξιολόγηση της ισχύος) εξίσωση για το πώς θα μπορούσε να υπολογίζεται η ισχύς. Έτσι, θέτει τους εξής συντελεστές ως μέλη μιας ισότητας.
Pp = (C+E+M) x (S+W)
Pp = Αντιλαμβανόμενη ισχύς (Power under perception)
C = Πληθυσμός και έδαφος
Ε = Οικονομία
Μ = Στρατιωτική ισχύς
S = Στρατηγικός στόχος
W= βούληση της ηγεσίας να εφαρμόσει την εθνική στρατηγική
Ο στρατηγικός στόχος και η βούληση της ηγεσίας,(Strategy & Strategic Will) γίνεται εύκολα αντιληπτό πως είναι ποιοτικές μεταβλητές. Ανήκουν δηλαδή στη σφαίρα των παραγόντων που δύσκολα (αν όχι αδύνατα) μπορούν να μετρηθούν. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίον διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις, ή/ και οι πόλεμοι μεταξύ ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών.
Ωστόσο, ακόμη και σε έννοιες που συμπορεύονται εκ του σύνεγγυς με τον σχετικισμό, μπορούμε να βρούμε βασικούς παράγοντες και συντελεστές, οι οποίοι διαχρονικά, καθορίζουν την διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων και των οιασδήποτε μορφής, μαχών. Ένα τέτοιο αριστούργημα, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει συζήτηση μεταξύ του Αρχαίου ή/και Ελληνιστικού Κόσμου με τον σύγχρονο κόσμο, είναι αυτό που παραθέτει ο ιστορικός Αρριανός, το γράμμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο, το οποίο εξισώνεται σε αξία με τον περίφημο διάλογο των Μηλίων με τους Αθηναίους.
«Οι πρόγονοί σας, αφού εξεστράτευσαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα μας έβλαψαν, ενώ δεν είχαν αδικηθεί προηγουμένως· εγώ, επειδή αναδείχτηκα ηγεμών των Ελλήνων και επειδή θέλω να τιμωρηθούν οι Πέρσες, πέρασα στην Ασία, αφού εσείς κάνατε την αρχή. Διότι και τους Περίνθιους βοηθήσατε, που αδικούσαν τον πατέρα μου, και στη Θράκη, την οποία εξουσιάζαμε εμείς, έστειλε δύναμη ο ΄Ωχος· και όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου από τους συνωμότες που εσείς υποκινήσατε, όπως οι ίδιοι με επιστολές προς όλους καυχηθήκατε κι όταν εσύ σκότωσες τον Αρσή με τη βοήθεια του Βαγώου και κατέλαβες την εξουσία παράνομα, παραβαίνοντας το νόμο των Περσών, αδικώντας τους Πέρσες και όταν έστειλες εχθρικά γράμματα για μένα στους ΄Ελληνες για να με πολεμήσουν και χρήματα στους Λακεδαιμονίους και σε κάποιους άλλους ΄Ελληνες, που δεν τα δέχτηκε καμιά άλλη πόλη, εκτός από τους Λακεδαιμονίους κι όταν οι απεσταλμένοι σου διέφθειραν τους φίλους μου και την ειρήνη, την οποία εδραίωσα στους ΄Ελληνες, προσπάθησαν να την χαλάσουν, εξεστράτευσα εναντίον σου, γιατί εσύ είχες κάνει την αρχή της έχθρας.
Και εφόσον έχω νικήσει αρχικά τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου και κατέχω τη χώρα σου, που μου χάρισαν οι θεοί, όσοι απ’ αυτούς που παρατάχθηκαν μαζί σου δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, αλλά κατέφυγαν σ’ εμένα, αυτούς τους φροντίζω και είναι μαζί μου όχι χωρίς τη θέλησή τους, αλλά εκούσια συνεκστρατεύουν με το μέρος μου.
Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα με το μέρος μου. Αν όμως φοβάσαι μήπως, αφού έλθεις, πάθεις κάτι άσχημο από μένα, στείλε μερικούς από τους φίλους σου για να πάρουν ένορκες εγγυήσεις. Και αφού έρθεις κοντά μου ζήτησε και θα πάρεις τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά σου και ό,τι άλλο θελήσεις. Θα έχεις ο,τιδήποτε ζητήσεις, αρκεί να με πείσεις. Και στο εξής όταν στέλνεις αγγελιοφόρους σ’ εμένα, να τους στέλνεις στο βασιλιά της Ασίας και μη μου στέλνεις επιστολές σαν ίσος προς ίσον, αλλά να μου απευθύνεσαι ως κύριο όλων των κτήσεών σου. Σε διαφορετική περίπτωση, θα σκεφτώ για σένα ως άδικο. Αν πάλι έχεις διαφορετική γνώμη για τη βασιλεία, μείνε και αγωνίσου γι’ αυτή και μην φεύγεις, διότι θα σε καταδιώξω όπου κι αν πας.»
Με αυτήν την επιστολή του, ο Μέγας Αλέξανδρος (την απέστειλε σφραγισμένη και ο κομιστής της δεν ήξερε καν το περιεχόμενό της) κατέστησε σαφές στον Δαρείο πως η κατάσταση έχει αλλάξει, εις βάρος του. Με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε πως η Περσική Αυτοκρατορία, μέχρι να εκστρατεύσει κατά αυτής ο Μέγας Αλέξανδρος και τελικά να την καταλύσει, υπήρξε η συντηρητική δύναμη του συστήματος συχετισμών ισχύος. Οι ρόλοι αυτοί, σε σχέση με τους πρηγούμενους Περσικούς Πολέμους, είχαν αντιστραφεί. Η αναθεωρητική-επιθετική δύναμη, είναι αυτή του Μεγάλου Βασιλέα.
Οι μέρες μας, βρίθουν από τη χρήση των όρων «θεωρία των παιγνίων» αλλά και της «δημιουργικής ασάφειας». Ως επί το πλείστον, είτε καθαγιάζονται είτε αποδομούνται, κάτι που φαντάζει ίδιον χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας. Οι έννοιες όμως, όπως και κάθετί πνευματικό, δημιουργείται προκειμένου να κατανοηθεί, να γίνει αντιληπτό και όχι να τύχει επικρότησης ή αφορισμού.
Η παρούσα επιστολή, μπορεί να αποδείξει οτι στα Ελληνιστικά χρόνια, όχι μόνο είχαν ασυνείδητη* γνώση σύγχρονων μοντέλων διαπραγμάτευσης, αλλά και ότι γνώριζαν να εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές σε βάθος. Η μελέτη του αρχαίου και ελληνιστικού κόσμου, αποδεικνύει ότι ο στόχος της πολιτικής παιδείας ήταν η εκπαίδευση του εκάστοτε δρώντας στο να γίνει «Βασιλέας». Η έννοια «Βασιλέας», αφορά την τελειότητα (αν μπορεί να υπάρξει σε οτιδήποτε στη ζωή) στην ηγεσία στην οποία ασκεί πάνω σε άλλους και κυρίως, με τους τρόπους. Είναι γνωστή η θέση του Πλάτωνα (δασκάλου του Αριστοτέλη) πως ο πολιτικός ηγέτης, οφείλει να είναι φιλόσοφος. Με σύγχρονο περιφραστικό τρόπο και με πολλή προσοχή, μπορούμε να πούμε πως «Φιλόσοφος», είναι εκείνος που θέτει ερωτήματα, εκείνος δηλαδή που ψάχνει ερωτήσεις και άρα έχει αμφοβολίες και επομένως «σκέπτεται», δηλαδή, αμφιβάλλει.
Βεβαίως, η τάση αυτή για το πρότυπο του ιδανικού λήπτη αποφάσεων, του ανδρός που συγκεντρώνει πάνω του την εμπιστοσύνη των αρχομένων του και παράλληλα απολαμβάνει τον σεβασμό και το δέος των αντιπάλων του, εξυφαίνεται στα Ομηρικά Έπη. Από την Οδύσσεια και μετά, ο «καλό καγαθός ανήρ», είναι εκείνος που είναι όχι μόνο ισχυρός στη μάχη, αλλά και που μηχανεύεται, εφευρίσκει τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Εκείνος που μπορεί να εξομαλύνει έναν γεμάτο εμπόδια δρόμο προς την Ιθάκη, γίνεται το πρότυπο του ηγέτη. Στις μέρες που η ρητορική και η παρρησία, έχει αναμοχλευτεί πλήρως με την αληθινή έννοια που αναφέραμε, (την τέχνη του Βασιλέα) μπορούμε πάλι να ανατρέξουμε σε εννοιολογία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου που το πρότυπο του πολιτικού ανδρός οριζόταν ως «μύθων τε ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ» (Αυτός που ομιλεί-σκέπτεται καλώς και εκείνος που εκτελεί-υλοποιεί όσα σκέπτεται).
Όταν ο Φίλιππος ο Β’, Βασιλιάς της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πήγε να κάνει έναν τυπικό έλεγχο στον Αριστοτέλη που ο ίδιος είχε φέρει στη Μακεδονία ώστε να διαπαιδαγωγήσει τους επόμενους λήπτες αποφάσεων, ρωτούσε τον Αριστοτέλη κάθε φορά αν διδάσκει στους νέους το ένα μάθημα ή το άλλο (π.χ Γεωγραφία, Μαθηματικά κτλ). Αφού ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά στον Φίλιππο, στην ερώτηση που δέχτηκε, «τί τελικά τους διδάσκεις», ο Αριστοτέλης απάντησε: «Να σκέπτονται». Να μάθουν δηλαδή, να θέτουν το ορθό ερώτημα, εκείνοι που αξίζει να ακολουθήσει διαδικασία σκέψης προς απάντηση. Αυτός, είναι και ο θεμέλιος λίθος της πολιτικής τέχνης και αρετής.
Με πολλή προσοχή και με αρκετή αμφιβολία, μπορούμε να υποθέσουμε πως ο πολυγραφότατος Αριστοτέλης, εκτιμούσε περισσότερο από όλα, το έργο του «Το Όργανον», στο οποίο η Λογική αποτελεί τη σάρκα και τα οστά της ίδιας της σκέψης, δηλαδή της τέχνης του να αμφιβάλλεις, με επιχειρήματα. Η αναφορά στα λόγια και στα έργα και στην ορθή διαδοχή του Λόγου από την πράξη, έχει πολλή μεγάλη σημασία για να εξετάσουμε την Επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο. Επίσης, για να μπορέσουμε να αναδείξουμε πως μολονότι η θεωρία των παιγνίων, δεν είχε τη μορφή των equilibria του Nash ή την τεχνική ανάλυση των διαπραγματεύσεων του Thomas Schelling, (The Strategy of Conflict)παρόλα αυτά, διέθετε όλο εκείνο το οφέλιμο φορτίο των κεντρικών τους επιχειρημάτων και βέβαια, της πρακτικής τους εφαρμογής.
Ένα μεγάλο μέρος του κειμένου που απέστειλε ο Μεγάλος Βασιλέας στον Δαρείο, αφιερώνεται σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε, νομιμοποίηση της αναθεωρητικής τάσης. Ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν υπήρξε σίγουρα εκείνος ο νους που διαχώριζε εντός του το όραμα και τον κυνικό ρεαλισμό. Ο θάνατος του πατέρα του, η έντονη οικογενειακή ζωή που έζησε, η θεία προίκα του σε ικανότητες σε συνδυασμό με προβλήματα οικονομικά αλλά και συνοχής που ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει το Μακεδονικό Βασίλειο, οδήγησαν τον Μέγα Αλέξανδρο να επιτεθεί στην Περσική Αυτοκρατορία. Το χωρίο «Οι πρόγονοί σας (…) την αρχή της έχθρας», αποτελεί την αιτιολόγηση της παρουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Εντέχνως, οι λόγοι που αφορούν το ρεαλιστικό κομμάτι, την επέκταση δηλαδή σε περιοχές προκειμένου να αναζητηθούν οικονομικοί πόροι, αποκρύπτονται. Όλο το χωρίο, αφιερώνεται στο να δείξει πως η αιτία της Ελληνικής παρουσίας στην Ασία, είναι η οργή, η ίδια η εκδίκηση για τα όσα οι Πέρσες προκάλεσαν στο παρελθόν στην Μακεδονία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Αλέξανδρος μιλά εξ’ ονόματος όλων των Ελλήνων (πλήν των Λακεδαιμονίων) που δέχτηκαν άμεσες ή έμμεσες (αναμόχλευση στα εσωτερικά πράγματα των πόλεων κρατών) επιθέσεις από τους Πέρσες. Ο Μέγας Αλέξανδρος, θέτει τον εαυτό του ως κληρονόμο μιας προσπάθειας εκδίκησης κατά των Περσών. Στα περισσότερα είδη των αρχαίων λόγων, ήταν σύνηθες για τους Έλληνες να ξεκινούν από την ιστορική αναδρομή και βέβαια, από τους προγόνους. Η νοοτροπία του κληροδοτήματος και της κληρονομιάς, διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο για τον Ελληνικό Κόσμο καθώς η συνέχεια του πολιτισμού, δεν διακόπτεται.
Η επίκληση στο ήθος του αντιπάλου με χρήση παρελθοντικών χρόνων (σκιαγραφεί την περσική πολιτική ως διεφθαρμένη και άδικη) καθώς και η οργή που διαπνέει το εν λόγω χωρίο, στοχεύουν στο να δείξουν στο Δαρείο πως η επιστολή δεν γράφτηκε για να κατευνάσει, αλλά για να καταστήσει σαφή τα τετελεσμένα. Η τελευταία φράση μάλιστα, μας εντυπωσιάζει καθώς θέτει επικοινωνιακά, την εκστρατεία των Ελλήνων στην Ασία, ως «αντεπίθεση» και όχι ως καθαρά, επεκτατική εκστρατεία. Η έννοια κλειδί, είναι το «δίκαιον». Χωρίς να ταυτίσουμε αρχαίες με σύγχρονες εκστρατείες, ειδικά την προκείμενη παρελθούσα, μπορούμε ωστόσο να κάνουμε αναγωγή στην είτε προσχηματική, είτε πραγματική επίκληση στο δίκαιο και στη Νέμεσι, και σε αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν «δούναι αιδώ και δίκην».
H ψυχολογική αίσθηση που συμπορεύεται με το να πιστεύει η μια πλευρά οτι μάχεται υπερ δικαίων, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην έκβαση μαχών και τελικά, στην εξέλιξη της ιστορίας. Το σημαντικό όμως χωρίο, είναι αυτό που ακολουθεί στην επιστολή καθώς υπάρχει χρονική μετάθεση από το παρελθόν, στο παρόν. Ο Μέγας Αλέξανδρος, συνεχίζει στην επιστολή του που απέστειλε στον Δαρείο, χρησιμοποιώντας χρόνο Παρακείμενο. «Και εφόσον έχω νικήσει αρχικά τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου (…)». Το επόμενο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, τίθεται από τον νικητή.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, υπενθυμίζει στον Δαρείο πως έχουν λάβει χώρα τετελεσμένα εναντίον του. Επομένως, υπονοεί άμεσα οτι η όποια διαπραγμάτευση γίνει από εδώ και στο εξής, θα γίνει σε πλαίσιο ευνοϊκό για τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Είναι η πρώτη -καθαρά- ρεαλιστική θέση που παίρνει ο Μακεδόνας Βασιλιάς. Αμέσως μετά, αναφέρει στον Δαρείο πως «οι θεοί χάρισαν τα εδάφη». Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι με το μέρος του, τότε και κάθε μεταφυσική παρέμβαση, λειτουργεί υπέρ των Ελλήνων.
Σαφώς, ο σκοπός της θέσης αυτής της πρότασης, δεν είναι ο συναισθηματικός χρωματισμός της επιστολής, αλλά η συνειδητή προσπάθεια του Αλέξανδρου να δείξει στον Δαρείο πως οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής της υφιστάμενης κατάστασης από την πλευρά του, είναι εντελώς μάταιη. Σε περίπτωση που ο Δαρείος δεν πειστεί από τη μεταφυσική, ο Μέγας Αλέξανδρος του παρουσιάζει ένα γεγονός, πραγματικό και μετρήσιμο. Οι δυνάμεις του Δαρείου που δεν σκοτώθηκαν, ήδη υπηρετούν με τη δική τους θέληση, στα ελληνικά στρατεύματα. Το μήνυμα, αποτελεί ήπια απειλή και έχει ως στόχο να δείξει στον Δαρείο οτι θεωρείται αναξιόπιστος βασιλιάς στην περιοχή και πως ήδη, υπήκοοί του, έχουν δεχθεί «με τη θέλησή τους» τη νέα πραγματικότητα. Τα δύο παραπάνω χωρία, συνιστούν την θέση απειλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς τον Δαρείο.
Ή έννοια της απειλής, αποτελεί την κεντρική έννοια του Νομπελίστα οικονομολόγου Thomas Schelling, βασικού συνδημιουργού της σχολής σκέψης του στρατηγικού ρεαλισμού. Κεντρικοί άξονες της επιχειρηματολογίας του Schelling, στους οποίους ως κορωνίδα στέκεται η χρήση της απειλής, είναι οι εξής: Στις σελίδες 6-7, στο βιβλίο του The Strategy of Conflict, ο Νορβηγός οικονομολόγος, αναφέρει: «Η αποτελεσματικότητα μιας απειλής μπορεί να εξαρτηθεί και από τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν στη διάθεση του πιθανού αντιπάλου, ο οποίος, αν δεν επιθυμούμε να αντιδράσει σαν παγιδευμένο λιοντάρι, πρέπει να έχει μια ανεκτή διέξοδο. Έχουμε πια διαπιστώσει πως η απειλή μιας πλήρους ανταπόδοσης(…) αποκλείει πιο περιορισμένες δράσεις και αναγκάζει τον αντίπαλο να επιλέξει ακραίες λύσεις (…) και μπορεί να τον οδηγήσει να προκαλέσει εκείνος το πρώτο πλήγμα».
Σκοπός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν είναι η επανεκκίνηση σφοδρών εχθροπραξιών. Είδαμε παραπάνω, οτι προσπαθεί να δείξει την ματαιότητα πιθανής αντεπίθεσης του Δαρείου εναντίον του. Παρόλα αυτά, όταν ένας δρώντας χάσει τις επιλογές του, οδηγείται στην απελπισία. Επομένως, ο στόχος είναι η μετατροπή ενός διλήμματος που μπορεί να οδηγήσει εν προκειμένω τον Δαρείο στο να ακολουθήσει αντεπίθεση ή/και πόλεμο φθοράς εναντίον του Αλεξάνδρου, μπορεί να οδηγήσει το ελληνικό επιτελείο στην ακύρωση-αναβολή σχεδίων περαιτέρω επέκτασης. Σε κάθε περίπτωση, το όφελος της νικήτριας πλευράς, είναι να διαπραγματευτεί στα υπέρ της τετελεσμένα, ακόμη και αν δεν είναι τετελεσμένα.
Στην πολιτική, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη στρατηγική, το αληθές, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο αυτό που δίδασκαν οι Ρητοροδιδάσκαλοι του αρχαίου ελληνικού κόσμου, το «εικός», δηλαδή το πιθανόν. Κάτι που είναι πιθανό λοιπόν, βρίσκεται στην ουσία της ίδιας της απειλής. Πιθανότητα και πραγματικότητα, συναντιούνται στο σημείο τομής της αποτελεσματικότητας της απειλής, όπως την εννοεί παραπάνω ο Thomas Schelling. Επομένως, υπάρχει μια σχέση αναλογίας αναφορικά με την απειλή χρήσης βίας (άμεσης ή έμμεσης) με την ικανότητα του δρώντα που την θέτει στο τραπέζι, να την υλοποιήσει. Ανάμεσα σε αυτήν την αναλογία, δημιουργούνται και οι περισσότερες διμερείς κρίσεις. Αν ο δρώντας που δέχεται την απειλή, θεωρεί οτι η απειλή είναι αναξιόπιστη ή ισάξια/μικρότερη των ικανοτήτων ανταπόδοσής της, τότε η χρήση της απειλής, χάνει την αξία της και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, υπέρ του δρώντα που τη δέχτηκε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο, στα 2/3 της, αναφέρει πιθανούς/πραγματικούς λόγους που τον καθιστούν «κυρίαρχο της Ασίας».
Ο λόγος της επιστολής, ακολουθεί επίσης την απαραίτητη κλιμάκωση από την πλευρά εκείνου που επιτίθεται-απειλεί. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο τρίτο χωρίο της επιστολής («Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας (…) θα σε καταδιώξω όπου και αν πας»). Όπως είδαμε παραπάνω, στην κεντρική επιχειρηματολογία του Thomas Schelling, για να είναι αποτελεσματική μια απειλή, δεν πρέπει μόνο να είναι δυνητικά πραγματοποιήσιμη. Χρειάζεται να είναι και «οικονομική». Πρέπει να δοθεί μια διέξοδος στον αντίπαλο η οποία μάλιστα, να μπορεί να θεωρηθεί από αυτόν συμφέρουσα και όχι ταπεινωτική. Αυτό, μας φέρνει στο νου το στρατηγικό πρόταγμα του Σουν Τσου, ο οποίος μεταξύ άλλων, γράφει: «Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο, είναι να υποτάξεις τον εχθρό, χωρίς μάχη».
Επίσης, αναφέρει: «Όταν περικυκλώνεις τον εχθρό, άφηνέ του μια έξοδο φυγής». Συνδυάζοντας τα δύο αυτά σκέλη της σκέψης του Σουν Τσου, αντιλαμβανόμαστε πως ο επιτιθέμενος, ακόμη και αν έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα ισχύος έναντι του αντιπάλου του, τέτοιο ώστε να είναι ικανό να καταστήσει τον αντίπαλο περικυκλωμένο, δεν σπαταλά, δεν πρέπει να σπαταλά, δυνάμεις. Η πρώτη φράση του τρίτου χωρίου της επιστολής, «Επειδή λοιπόν, είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα με το μέρος μου», αποτελέι ταυτόχρονα ένα τρόπον τινά προοίμιο κατακλείδας ολόκληρης της επιστολής που είναι διαπραγματευτική ύλη.
Η άμεση προτροπή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο να προχωρήσει σε αυτό που η Στρατηγική ονομάζει «Πρόσδεση στο άρμα του αντιπάλου», φαντάζει από μόνη της μια ταπεινωτική πρόταση προς τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο της Ασίας. Παρόλα αυτά, ο Μέγας Αλέξανδρος, ακολουθεί πιστά το ευγενές βασιλικό πρωτόκολλο και προσπαθεί να μετριάσει την ταπέινωση που ο Δαρείος μπορεί να νιώσει, όταν λίγο πριν, τον έχει ενημερώσει πως μέρος του στρατού του, έχει ήδη αυτομολήσει. Η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης σε διμερές επίπεδο, αφορά και τις σύγχρονες διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα στη διεθνή πολιτική, το πλαίσιο των «Συμφωνιών Κυρίων» (Gentlemen’s agreements). Η πρώτη διέξοδος για τον Δαρείο, είναι το να είναι αποκλειστικός κύριος της επιλογής του τρόπου που θα λάβει γραπτές εγγυήσεις για την πιθανή παράδοσή του. Γι’ αυτόν και για τους συγγενείς του.
Πίσω από αυτήν την ευφυή τακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βρίσκεται και άλλος ένας –προς επίτευξη- στόχος, στρατηγικού χαρακτήρα. Επιδιώκει να δείξει πως η αλλαγή κυριαρχίας, έχει κάποιον άλλο κώδικα, περισσότερο συμφιλιωτικό, που δε θα στηρίζεται στην αντιμετώπιση των αξιωματούχων και απλών πολιτών, ως σκλάβων. Άλλωστε, η μεγάλη διαφωνία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη, ήταν στο ζήτημα για το αν μπορεί ο Ελληνισμός να συμπορευθεί με άλλες παραδόσεις και πολιτισμικές προτάσεις του γνωστού τότε κόσμου. Αυτή η διαφωνία, φαίνεται πως διαδραμάτισε πυροδοτικό ρόλο για το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Επιπρόσθετα, πιθανή παράδοση του Δαρείου, στηριγμένη σε ένα ευγενές βασιλικό πρωτόκολλο, θα έβαζε τέλος σε κάθε σκέψη αξιωματούχων ή πολιτών για δημιουργία εξεγέρσεων και επαναστάσεων καθώς θα έβλεπαν τον προηγούμενο κυρίαρχο να αποδέχεται τη νέα τάξη πραγμάτων, που ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος αναθεώρησε.Με άλλα λόγια, κάθε φράση της επιστολής, εξυπηρετεί τον στόχο του Μεγάλου Βασιλέα, που δεν είναι άλλος από την εδραίωση και επαύξηση της κυριαρχίας του. Η κλιμάκωση, δεν διέπει μόνο τη θέση των απειλών, ακολουθεί επίσης και την παροχή κινήτρων, ώστε ο Δαρείος να οδηγηθεί με δική του απόφαση (όπως είδαμε στον Schelling) στην «ανεκτή γι’ αυτόν, διέξοδο». «Θα έχεις από μένα, ό,τι θελήσεις (…) αρκεί να με πείσεις». Πολύ σημαντική φράση για το σύνολο του νοηματικού περιεχομένου της επιστολής. Το δίπολο κινήτρων-αντικινήτρων, έντονων φράσεων (όπως «Είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας») και εξευμενισμού, υπενθυμίζει μονίμως στον Δαρείο πως δεν είναι «ταπείνωση», να δεχτεί την υφιστάμενη κατάσταση και πως δεν πρόκειται να περιέχει κάποιον ευτελισμό της προσωπικότητάς του.
Η έμφαση που ο Αλέξανδρος δίνει στην «πειθώ», έχει σκοπό να τονίσει στον Δαρείο πως η ισχύς, δεν είναι με το μέρος του και ως εκ τούτου, η ικανοποίηση των όποιων αιτημάτων διατυπώσει, εξαρτώνται από την απόφαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ταυτόχρονα, η πειθώ που ο Μέγας Αλέξανδρος ζητά από τον Δαρείο, προλογίζει την τελευταία του πρόταση, η οποία κλιμακώνει το δίπολο κινήτρων και αντικινήτρων, στο οποίο είναι στηριγμένη όλη η επιστολή. Τα αιτήματα, τα υποβάλλει ένας χαμηλότερος σε ιεραρχία, προς έναν πιο υψηλόβαθμο. Ξεκάθαρα και χωρίς κάποια κρυψίνοια, ο Μέγας Αλέξανδρος λέει στον Δαρείο πως οι επόμενες επιστολές του και διαπραγματευικές του κινήσεις, οφείλουν να στηριχθούν στην ανισότητα που υπάρχει πλέον μεταξύ τους από άποψη ισχύος.
Ο νικητής και ο ηττημένος, δεν μπορούν πλέον να έχουν ισοδύναμη σχέση. «(…) Αλλά να μου απευθύνεσαι ως κύριο όλων των κτήσεών σου». Πριν θέσει το ολικό δίλημμα στο Δαρείο, ο Μέγας Αλέξανδρος επικαλέιται πάλι τη δικαιοσύνη. Απευθύνεται στο αίσθημα δικαίου του Δαρείου το οποίο θα μπορούσε να τον κάνει να δεχτεί την όποια κατάσταση όχι μόνο από την κυνική και ωμή πλευρά της επικράτησης μέσω ισχύος, αλλά στην πλήρη και ώριμη αποδοχή της νέας κατάστασης. Η άρνηση της πραγματικότητας, θα ήταν όχι μόνο παράλογη αλλά και άδικη.
Η επιστολή, μπορεί να θεωρηθεί με πολλή προσοχή ως «τελεσιγραφική», από την τελευταία φράση του τρίτου χωρίου της επιστολής, που αποτελεί και την κατακλείδα όλων των μέσων που χρησιμοποίησε σε αυτήν ο Μέγας Αλέξανδρος. Υπογραμμίζει για τελευταία φορά στον Δαρείο, πως είναι θέμα δικής του επιλογής (μεταφορά της ευθύνης των όσων θα ακολουθήσουν στην ανίσχυρη πλευρά) το αν θα αποδεχθεί όσα του προτείνει με σαφήνεια αλλά και ασάφεια (το «ό,τι μου ζητήσεις», συνοδεύεται από το «αρκεί να με πείσεις») ή αν θα θεωρήσει άπαντα που γράφτηκαν στην επιστολή ως επονείδιστα και εξευτελιστικά. Αν η ροπή του Δαρείου κλίνει προς τη δεύτερη κατάσταση, τότε ο Μέγας Αλέξανδρος τον προετοιμάζει να δεχτεί το αντίμετρο αυτής της απόφασης, που δεν είναι άλλο από τη συνεχή καταδίωξή του, μέχρι να συλληφθεί.
Όπως συμβαίνει στις διαπραγματεύσεις, η καλύτερη δυνατή πρόταση που τίθεται από το ένα μέλος (όταν η διαπραγμάτευση πλαισιώνεται από μεγάλη ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στα δύο μέλη) αφορά τους συσχετισμούς ισχύος που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Αλέξανδρος τονίζει την διέξοδο του Δαρείου στον ίδιο, δια της αποκαλύψεως της τελικής απειλής. Σε περίπτωση καταδίωξής του, δεν είναι βέβαιο αν ο Αλέξανδρος υποσχεθεί κάτι από τα παραπάνω στον Δαρείο και τα οποία αποτελούν κίνητρα συνθηκολόγησης για εκείνον. Με αρκετή προσοχή, μπορούμε να βρούμε μέσα σε αυτήν την επιστολή, διαχρονικούς άξονες που πλαισιώνουν μια διαπραγμάτευση.
Η νομιμοποίηση, η αλληλουχία επιχειρημάτων ηθικού (και περί δικαίου) χαρακτήρα με απτά και μετρήσιμα επιχειρήματα, η χρήση της ασάφειας όπου αυτή είναι χρήσιμη και αντίστοιχα της συγκεκριμενοποίησης, η ορθή χρήση της απειλής που πλαισιώνεται από άνοιγμα παράθυρου ευκαιρίας για μετατροπή του κλίματος σύγκρουσης σε κλίμα συνεργασίας, (έστω και πρόσδεσης στο άρμα του αντιπάλου της ηττημένης πλευράς) αποτελούν τους βασικούς άξονες διαπραγμάτευσης και στη σημερινή εποχή και θα συνεχίσουν να εξελίσσονται πάνω σε αυτούς. Ειδικά στην Ελλάδα, οφείλουμε να ανατρέξουμε ξανά σε αντίστοιχα κέιμενα με αυτό που παραθέτει ο Αρριανός, προκειμένου να αντιληφθούμε την ουσία των πολιτικών διαπραγματεύσεων.
Αλέξανδρος Θ. Δρίβας
Συντονιστής του Παρατηρητηρίου Ανατολικής Μεσογείου στο ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ –Ι.ΔΙ.Σ
Παράλληλα, υπάρχουν και ζητήματα που αφορούν την καθαρά εκπαιδευτική διαδικασία. Κείμενα και έργα μεγάλων διανοητών, ανεξάρτητα το μήνυμα που στην κατακλείδα τους περνούν, έχουν ως στόχο την ανάδειξη του διαχρονικού στοιχείου της διεθνούς πολιτικής. Στόχος του ερευνητή αλλά και του λήπτη απόφασης, είναι να περιορίσει την έκθεσή του στη ζώνη άγνοιας και ταυτόχρονα, να μεταφέρει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων κοντά σε παράθυρο ευκαιρίας που ευνοεί τον ίδιο.
Η ισχύς, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι που ασχολούνται είτε ακαδημαϊκά είτε επαγγελματικά με τις διεθνείς σχέσεις, ναι μεν έχει συντελεστές που μπορούν να την καταστήσουν σε ένα βαθμό μετρήσιμη, όμως έχει και καθαρά ψυχολογική σύλληψη.
Ο Ray S. Cline, στο έργο του World Power Assessment: A Calculus of Strategic Drift έθεσε μια ενδιαφέρουσα (με ροπή στη συμπεριφοριστική αξιολόγηση της ισχύος) εξίσωση για το πώς θα μπορούσε να υπολογίζεται η ισχύς. Έτσι, θέτει τους εξής συντελεστές ως μέλη μιας ισότητας.
Pp = (C+E+M) x (S+W)
Pp = Αντιλαμβανόμενη ισχύς (Power under perception)
C = Πληθυσμός και έδαφος
Ε = Οικονομία
Μ = Στρατιωτική ισχύς
S = Στρατηγικός στόχος
W= βούληση της ηγεσίας να εφαρμόσει την εθνική στρατηγική
Ο στρατηγικός στόχος και η βούληση της ηγεσίας,(Strategy & Strategic Will) γίνεται εύκολα αντιληπτό πως είναι ποιοτικές μεταβλητές. Ανήκουν δηλαδή στη σφαίρα των παραγόντων που δύσκολα (αν όχι αδύνατα) μπορούν να μετρηθούν. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίον διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις, ή/ και οι πόλεμοι μεταξύ ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών.
Ωστόσο, ακόμη και σε έννοιες που συμπορεύονται εκ του σύνεγγυς με τον σχετικισμό, μπορούμε να βρούμε βασικούς παράγοντες και συντελεστές, οι οποίοι διαχρονικά, καθορίζουν την διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων και των οιασδήποτε μορφής, μαχών. Ένα τέτοιο αριστούργημα, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει συζήτηση μεταξύ του Αρχαίου ή/και Ελληνιστικού Κόσμου με τον σύγχρονο κόσμο, είναι αυτό που παραθέτει ο ιστορικός Αρριανός, το γράμμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο, το οποίο εξισώνεται σε αξία με τον περίφημο διάλογο των Μηλίων με τους Αθηναίους.
«Οι πρόγονοί σας, αφού εξεστράτευσαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα μας έβλαψαν, ενώ δεν είχαν αδικηθεί προηγουμένως· εγώ, επειδή αναδείχτηκα ηγεμών των Ελλήνων και επειδή θέλω να τιμωρηθούν οι Πέρσες, πέρασα στην Ασία, αφού εσείς κάνατε την αρχή. Διότι και τους Περίνθιους βοηθήσατε, που αδικούσαν τον πατέρα μου, και στη Θράκη, την οποία εξουσιάζαμε εμείς, έστειλε δύναμη ο ΄Ωχος· και όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου από τους συνωμότες που εσείς υποκινήσατε, όπως οι ίδιοι με επιστολές προς όλους καυχηθήκατε κι όταν εσύ σκότωσες τον Αρσή με τη βοήθεια του Βαγώου και κατέλαβες την εξουσία παράνομα, παραβαίνοντας το νόμο των Περσών, αδικώντας τους Πέρσες και όταν έστειλες εχθρικά γράμματα για μένα στους ΄Ελληνες για να με πολεμήσουν και χρήματα στους Λακεδαιμονίους και σε κάποιους άλλους ΄Ελληνες, που δεν τα δέχτηκε καμιά άλλη πόλη, εκτός από τους Λακεδαιμονίους κι όταν οι απεσταλμένοι σου διέφθειραν τους φίλους μου και την ειρήνη, την οποία εδραίωσα στους ΄Ελληνες, προσπάθησαν να την χαλάσουν, εξεστράτευσα εναντίον σου, γιατί εσύ είχες κάνει την αρχή της έχθρας.
Και εφόσον έχω νικήσει αρχικά τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου και κατέχω τη χώρα σου, που μου χάρισαν οι θεοί, όσοι απ’ αυτούς που παρατάχθηκαν μαζί σου δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, αλλά κατέφυγαν σ’ εμένα, αυτούς τους φροντίζω και είναι μαζί μου όχι χωρίς τη θέλησή τους, αλλά εκούσια συνεκστρατεύουν με το μέρος μου.
Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα με το μέρος μου. Αν όμως φοβάσαι μήπως, αφού έλθεις, πάθεις κάτι άσχημο από μένα, στείλε μερικούς από τους φίλους σου για να πάρουν ένορκες εγγυήσεις. Και αφού έρθεις κοντά μου ζήτησε και θα πάρεις τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά σου και ό,τι άλλο θελήσεις. Θα έχεις ο,τιδήποτε ζητήσεις, αρκεί να με πείσεις. Και στο εξής όταν στέλνεις αγγελιοφόρους σ’ εμένα, να τους στέλνεις στο βασιλιά της Ασίας και μη μου στέλνεις επιστολές σαν ίσος προς ίσον, αλλά να μου απευθύνεσαι ως κύριο όλων των κτήσεών σου. Σε διαφορετική περίπτωση, θα σκεφτώ για σένα ως άδικο. Αν πάλι έχεις διαφορετική γνώμη για τη βασιλεία, μείνε και αγωνίσου γι’ αυτή και μην φεύγεις, διότι θα σε καταδιώξω όπου κι αν πας.»
Αρριανος ΙΙ-14
(Επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Δαρείο)
Με αυτήν την επιστολή του, ο Μέγας Αλέξανδρος (την απέστειλε σφραγισμένη και ο κομιστής της δεν ήξερε καν το περιεχόμενό της) κατέστησε σαφές στον Δαρείο πως η κατάσταση έχει αλλάξει, εις βάρος του. Με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε πως η Περσική Αυτοκρατορία, μέχρι να εκστρατεύσει κατά αυτής ο Μέγας Αλέξανδρος και τελικά να την καταλύσει, υπήρξε η συντηρητική δύναμη του συστήματος συχετισμών ισχύος. Οι ρόλοι αυτοί, σε σχέση με τους πρηγούμενους Περσικούς Πολέμους, είχαν αντιστραφεί. Η αναθεωρητική-επιθετική δύναμη, είναι αυτή του Μεγάλου Βασιλέα.
Οι μέρες μας, βρίθουν από τη χρήση των όρων «θεωρία των παιγνίων» αλλά και της «δημιουργικής ασάφειας». Ως επί το πλείστον, είτε καθαγιάζονται είτε αποδομούνται, κάτι που φαντάζει ίδιον χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας. Οι έννοιες όμως, όπως και κάθετί πνευματικό, δημιουργείται προκειμένου να κατανοηθεί, να γίνει αντιληπτό και όχι να τύχει επικρότησης ή αφορισμού.
Η παρούσα επιστολή, μπορεί να αποδείξει οτι στα Ελληνιστικά χρόνια, όχι μόνο είχαν ασυνείδητη* γνώση σύγχρονων μοντέλων διαπραγμάτευσης, αλλά και ότι γνώριζαν να εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές σε βάθος. Η μελέτη του αρχαίου και ελληνιστικού κόσμου, αποδεικνύει ότι ο στόχος της πολιτικής παιδείας ήταν η εκπαίδευση του εκάστοτε δρώντας στο να γίνει «Βασιλέας». Η έννοια «Βασιλέας», αφορά την τελειότητα (αν μπορεί να υπάρξει σε οτιδήποτε στη ζωή) στην ηγεσία στην οποία ασκεί πάνω σε άλλους και κυρίως, με τους τρόπους. Είναι γνωστή η θέση του Πλάτωνα (δασκάλου του Αριστοτέλη) πως ο πολιτικός ηγέτης, οφείλει να είναι φιλόσοφος. Με σύγχρονο περιφραστικό τρόπο και με πολλή προσοχή, μπορούμε να πούμε πως «Φιλόσοφος», είναι εκείνος που θέτει ερωτήματα, εκείνος δηλαδή που ψάχνει ερωτήσεις και άρα έχει αμφοβολίες και επομένως «σκέπτεται», δηλαδή, αμφιβάλλει.
Βεβαίως, η τάση αυτή για το πρότυπο του ιδανικού λήπτη αποφάσεων, του ανδρός που συγκεντρώνει πάνω του την εμπιστοσύνη των αρχομένων του και παράλληλα απολαμβάνει τον σεβασμό και το δέος των αντιπάλων του, εξυφαίνεται στα Ομηρικά Έπη. Από την Οδύσσεια και μετά, ο «καλό καγαθός ανήρ», είναι εκείνος που είναι όχι μόνο ισχυρός στη μάχη, αλλά και που μηχανεύεται, εφευρίσκει τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Εκείνος που μπορεί να εξομαλύνει έναν γεμάτο εμπόδια δρόμο προς την Ιθάκη, γίνεται το πρότυπο του ηγέτη. Στις μέρες που η ρητορική και η παρρησία, έχει αναμοχλευτεί πλήρως με την αληθινή έννοια που αναφέραμε, (την τέχνη του Βασιλέα) μπορούμε πάλι να ανατρέξουμε σε εννοιολογία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου που το πρότυπο του πολιτικού ανδρός οριζόταν ως «μύθων τε ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ» (Αυτός που ομιλεί-σκέπτεται καλώς και εκείνος που εκτελεί-υλοποιεί όσα σκέπτεται).
Όταν ο Φίλιππος ο Β’, Βασιλιάς της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πήγε να κάνει έναν τυπικό έλεγχο στον Αριστοτέλη που ο ίδιος είχε φέρει στη Μακεδονία ώστε να διαπαιδαγωγήσει τους επόμενους λήπτες αποφάσεων, ρωτούσε τον Αριστοτέλη κάθε φορά αν διδάσκει στους νέους το ένα μάθημα ή το άλλο (π.χ Γεωγραφία, Μαθηματικά κτλ). Αφού ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά στον Φίλιππο, στην ερώτηση που δέχτηκε, «τί τελικά τους διδάσκεις», ο Αριστοτέλης απάντησε: «Να σκέπτονται». Να μάθουν δηλαδή, να θέτουν το ορθό ερώτημα, εκείνοι που αξίζει να ακολουθήσει διαδικασία σκέψης προς απάντηση. Αυτός, είναι και ο θεμέλιος λίθος της πολιτικής τέχνης και αρετής.
Με πολλή προσοχή και με αρκετή αμφιβολία, μπορούμε να υποθέσουμε πως ο πολυγραφότατος Αριστοτέλης, εκτιμούσε περισσότερο από όλα, το έργο του «Το Όργανον», στο οποίο η Λογική αποτελεί τη σάρκα και τα οστά της ίδιας της σκέψης, δηλαδή της τέχνης του να αμφιβάλλεις, με επιχειρήματα. Η αναφορά στα λόγια και στα έργα και στην ορθή διαδοχή του Λόγου από την πράξη, έχει πολλή μεγάλη σημασία για να εξετάσουμε την Επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο. Επίσης, για να μπορέσουμε να αναδείξουμε πως μολονότι η θεωρία των παιγνίων, δεν είχε τη μορφή των equilibria του Nash ή την τεχνική ανάλυση των διαπραγματεύσεων του Thomas Schelling, (The Strategy of Conflict)παρόλα αυτά, διέθετε όλο εκείνο το οφέλιμο φορτίο των κεντρικών τους επιχειρημάτων και βέβαια, της πρακτικής τους εφαρμογής.
Ένα μεγάλο μέρος του κειμένου που απέστειλε ο Μεγάλος Βασιλέας στον Δαρείο, αφιερώνεται σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε, νομιμοποίηση της αναθεωρητικής τάσης. Ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν υπήρξε σίγουρα εκείνος ο νους που διαχώριζε εντός του το όραμα και τον κυνικό ρεαλισμό. Ο θάνατος του πατέρα του, η έντονη οικογενειακή ζωή που έζησε, η θεία προίκα του σε ικανότητες σε συνδυασμό με προβλήματα οικονομικά αλλά και συνοχής που ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει το Μακεδονικό Βασίλειο, οδήγησαν τον Μέγα Αλέξανδρο να επιτεθεί στην Περσική Αυτοκρατορία. Το χωρίο «Οι πρόγονοί σας (…) την αρχή της έχθρας», αποτελεί την αιτιολόγηση της παρουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Εντέχνως, οι λόγοι που αφορούν το ρεαλιστικό κομμάτι, την επέκταση δηλαδή σε περιοχές προκειμένου να αναζητηθούν οικονομικοί πόροι, αποκρύπτονται. Όλο το χωρίο, αφιερώνεται στο να δείξει πως η αιτία της Ελληνικής παρουσίας στην Ασία, είναι η οργή, η ίδια η εκδίκηση για τα όσα οι Πέρσες προκάλεσαν στο παρελθόν στην Μακεδονία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Αλέξανδρος μιλά εξ’ ονόματος όλων των Ελλήνων (πλήν των Λακεδαιμονίων) που δέχτηκαν άμεσες ή έμμεσες (αναμόχλευση στα εσωτερικά πράγματα των πόλεων κρατών) επιθέσεις από τους Πέρσες. Ο Μέγας Αλέξανδρος, θέτει τον εαυτό του ως κληρονόμο μιας προσπάθειας εκδίκησης κατά των Περσών. Στα περισσότερα είδη των αρχαίων λόγων, ήταν σύνηθες για τους Έλληνες να ξεκινούν από την ιστορική αναδρομή και βέβαια, από τους προγόνους. Η νοοτροπία του κληροδοτήματος και της κληρονομιάς, διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο για τον Ελληνικό Κόσμο καθώς η συνέχεια του πολιτισμού, δεν διακόπτεται.
Η επίκληση στο ήθος του αντιπάλου με χρήση παρελθοντικών χρόνων (σκιαγραφεί την περσική πολιτική ως διεφθαρμένη και άδικη) καθώς και η οργή που διαπνέει το εν λόγω χωρίο, στοχεύουν στο να δείξουν στο Δαρείο πως η επιστολή δεν γράφτηκε για να κατευνάσει, αλλά για να καταστήσει σαφή τα τετελεσμένα. Η τελευταία φράση μάλιστα, μας εντυπωσιάζει καθώς θέτει επικοινωνιακά, την εκστρατεία των Ελλήνων στην Ασία, ως «αντεπίθεση» και όχι ως καθαρά, επεκτατική εκστρατεία. Η έννοια κλειδί, είναι το «δίκαιον». Χωρίς να ταυτίσουμε αρχαίες με σύγχρονες εκστρατείες, ειδικά την προκείμενη παρελθούσα, μπορούμε ωστόσο να κάνουμε αναγωγή στην είτε προσχηματική, είτε πραγματική επίκληση στο δίκαιο και στη Νέμεσι, και σε αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν «δούναι αιδώ και δίκην».
H ψυχολογική αίσθηση που συμπορεύεται με το να πιστεύει η μια πλευρά οτι μάχεται υπερ δικαίων, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην έκβαση μαχών και τελικά, στην εξέλιξη της ιστορίας. Το σημαντικό όμως χωρίο, είναι αυτό που ακολουθεί στην επιστολή καθώς υπάρχει χρονική μετάθεση από το παρελθόν, στο παρόν. Ο Μέγας Αλέξανδρος, συνεχίζει στην επιστολή του που απέστειλε στον Δαρείο, χρησιμοποιώντας χρόνο Παρακείμενο. «Και εφόσον έχω νικήσει αρχικά τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου (…)». Το επόμενο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, τίθεται από τον νικητή.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, υπενθυμίζει στον Δαρείο πως έχουν λάβει χώρα τετελεσμένα εναντίον του. Επομένως, υπονοεί άμεσα οτι η όποια διαπραγμάτευση γίνει από εδώ και στο εξής, θα γίνει σε πλαίσιο ευνοϊκό για τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Είναι η πρώτη -καθαρά- ρεαλιστική θέση που παίρνει ο Μακεδόνας Βασιλιάς. Αμέσως μετά, αναφέρει στον Δαρείο πως «οι θεοί χάρισαν τα εδάφη». Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι με το μέρος του, τότε και κάθε μεταφυσική παρέμβαση, λειτουργεί υπέρ των Ελλήνων.
Σαφώς, ο σκοπός της θέσης αυτής της πρότασης, δεν είναι ο συναισθηματικός χρωματισμός της επιστολής, αλλά η συνειδητή προσπάθεια του Αλέξανδρου να δείξει στον Δαρείο πως οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής της υφιστάμενης κατάστασης από την πλευρά του, είναι εντελώς μάταιη. Σε περίπτωση που ο Δαρείος δεν πειστεί από τη μεταφυσική, ο Μέγας Αλέξανδρος του παρουσιάζει ένα γεγονός, πραγματικό και μετρήσιμο. Οι δυνάμεις του Δαρείου που δεν σκοτώθηκαν, ήδη υπηρετούν με τη δική τους θέληση, στα ελληνικά στρατεύματα. Το μήνυμα, αποτελεί ήπια απειλή και έχει ως στόχο να δείξει στον Δαρείο οτι θεωρείται αναξιόπιστος βασιλιάς στην περιοχή και πως ήδη, υπήκοοί του, έχουν δεχθεί «με τη θέλησή τους» τη νέα πραγματικότητα. Τα δύο παραπάνω χωρία, συνιστούν την θέση απειλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς τον Δαρείο.
Ή έννοια της απειλής, αποτελεί την κεντρική έννοια του Νομπελίστα οικονομολόγου Thomas Schelling, βασικού συνδημιουργού της σχολής σκέψης του στρατηγικού ρεαλισμού. Κεντρικοί άξονες της επιχειρηματολογίας του Schelling, στους οποίους ως κορωνίδα στέκεται η χρήση της απειλής, είναι οι εξής: Στις σελίδες 6-7, στο βιβλίο του The Strategy of Conflict, ο Νορβηγός οικονομολόγος, αναφέρει: «Η αποτελεσματικότητα μιας απειλής μπορεί να εξαρτηθεί και από τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν στη διάθεση του πιθανού αντιπάλου, ο οποίος, αν δεν επιθυμούμε να αντιδράσει σαν παγιδευμένο λιοντάρι, πρέπει να έχει μια ανεκτή διέξοδο. Έχουμε πια διαπιστώσει πως η απειλή μιας πλήρους ανταπόδοσης(…) αποκλείει πιο περιορισμένες δράσεις και αναγκάζει τον αντίπαλο να επιλέξει ακραίες λύσεις (…) και μπορεί να τον οδηγήσει να προκαλέσει εκείνος το πρώτο πλήγμα».
Σκοπός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν είναι η επανεκκίνηση σφοδρών εχθροπραξιών. Είδαμε παραπάνω, οτι προσπαθεί να δείξει την ματαιότητα πιθανής αντεπίθεσης του Δαρείου εναντίον του. Παρόλα αυτά, όταν ένας δρώντας χάσει τις επιλογές του, οδηγείται στην απελπισία. Επομένως, ο στόχος είναι η μετατροπή ενός διλήμματος που μπορεί να οδηγήσει εν προκειμένω τον Δαρείο στο να ακολουθήσει αντεπίθεση ή/και πόλεμο φθοράς εναντίον του Αλεξάνδρου, μπορεί να οδηγήσει το ελληνικό επιτελείο στην ακύρωση-αναβολή σχεδίων περαιτέρω επέκτασης. Σε κάθε περίπτωση, το όφελος της νικήτριας πλευράς, είναι να διαπραγματευτεί στα υπέρ της τετελεσμένα, ακόμη και αν δεν είναι τετελεσμένα.
Στην πολιτική, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη στρατηγική, το αληθές, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο αυτό που δίδασκαν οι Ρητοροδιδάσκαλοι του αρχαίου ελληνικού κόσμου, το «εικός», δηλαδή το πιθανόν. Κάτι που είναι πιθανό λοιπόν, βρίσκεται στην ουσία της ίδιας της απειλής. Πιθανότητα και πραγματικότητα, συναντιούνται στο σημείο τομής της αποτελεσματικότητας της απειλής, όπως την εννοεί παραπάνω ο Thomas Schelling. Επομένως, υπάρχει μια σχέση αναλογίας αναφορικά με την απειλή χρήσης βίας (άμεσης ή έμμεσης) με την ικανότητα του δρώντα που την θέτει στο τραπέζι, να την υλοποιήσει. Ανάμεσα σε αυτήν την αναλογία, δημιουργούνται και οι περισσότερες διμερείς κρίσεις. Αν ο δρώντας που δέχεται την απειλή, θεωρεί οτι η απειλή είναι αναξιόπιστη ή ισάξια/μικρότερη των ικανοτήτων ανταπόδοσής της, τότε η χρήση της απειλής, χάνει την αξία της και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, υπέρ του δρώντα που τη δέχτηκε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο, στα 2/3 της, αναφέρει πιθανούς/πραγματικούς λόγους που τον καθιστούν «κυρίαρχο της Ασίας».
Ο λόγος της επιστολής, ακολουθεί επίσης την απαραίτητη κλιμάκωση από την πλευρά εκείνου που επιτίθεται-απειλεί. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο τρίτο χωρίο της επιστολής («Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας (…) θα σε καταδιώξω όπου και αν πας»). Όπως είδαμε παραπάνω, στην κεντρική επιχειρηματολογία του Thomas Schelling, για να είναι αποτελεσματική μια απειλή, δεν πρέπει μόνο να είναι δυνητικά πραγματοποιήσιμη. Χρειάζεται να είναι και «οικονομική». Πρέπει να δοθεί μια διέξοδος στον αντίπαλο η οποία μάλιστα, να μπορεί να θεωρηθεί από αυτόν συμφέρουσα και όχι ταπεινωτική. Αυτό, μας φέρνει στο νου το στρατηγικό πρόταγμα του Σουν Τσου, ο οποίος μεταξύ άλλων, γράφει: «Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο, είναι να υποτάξεις τον εχθρό, χωρίς μάχη».
Επίσης, αναφέρει: «Όταν περικυκλώνεις τον εχθρό, άφηνέ του μια έξοδο φυγής». Συνδυάζοντας τα δύο αυτά σκέλη της σκέψης του Σουν Τσου, αντιλαμβανόμαστε πως ο επιτιθέμενος, ακόμη και αν έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα ισχύος έναντι του αντιπάλου του, τέτοιο ώστε να είναι ικανό να καταστήσει τον αντίπαλο περικυκλωμένο, δεν σπαταλά, δεν πρέπει να σπαταλά, δυνάμεις. Η πρώτη φράση του τρίτου χωρίου της επιστολής, «Επειδή λοιπόν, είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα με το μέρος μου», αποτελέι ταυτόχρονα ένα τρόπον τινά προοίμιο κατακλείδας ολόκληρης της επιστολής που είναι διαπραγματευτική ύλη.
Η άμεση προτροπή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο να προχωρήσει σε αυτό που η Στρατηγική ονομάζει «Πρόσδεση στο άρμα του αντιπάλου», φαντάζει από μόνη της μια ταπεινωτική πρόταση προς τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο της Ασίας. Παρόλα αυτά, ο Μέγας Αλέξανδρος, ακολουθεί πιστά το ευγενές βασιλικό πρωτόκολλο και προσπαθεί να μετριάσει την ταπέινωση που ο Δαρείος μπορεί να νιώσει, όταν λίγο πριν, τον έχει ενημερώσει πως μέρος του στρατού του, έχει ήδη αυτομολήσει. Η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης σε διμερές επίπεδο, αφορά και τις σύγχρονες διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα στη διεθνή πολιτική, το πλαίσιο των «Συμφωνιών Κυρίων» (Gentlemen’s agreements). Η πρώτη διέξοδος για τον Δαρείο, είναι το να είναι αποκλειστικός κύριος της επιλογής του τρόπου που θα λάβει γραπτές εγγυήσεις για την πιθανή παράδοσή του. Γι’ αυτόν και για τους συγγενείς του.
Πίσω από αυτήν την ευφυή τακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βρίσκεται και άλλος ένας –προς επίτευξη- στόχος, στρατηγικού χαρακτήρα. Επιδιώκει να δείξει πως η αλλαγή κυριαρχίας, έχει κάποιον άλλο κώδικα, περισσότερο συμφιλιωτικό, που δε θα στηρίζεται στην αντιμετώπιση των αξιωματούχων και απλών πολιτών, ως σκλάβων. Άλλωστε, η μεγάλη διαφωνία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη, ήταν στο ζήτημα για το αν μπορεί ο Ελληνισμός να συμπορευθεί με άλλες παραδόσεις και πολιτισμικές προτάσεις του γνωστού τότε κόσμου. Αυτή η διαφωνία, φαίνεται πως διαδραμάτισε πυροδοτικό ρόλο για το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Επιπρόσθετα, πιθανή παράδοση του Δαρείου, στηριγμένη σε ένα ευγενές βασιλικό πρωτόκολλο, θα έβαζε τέλος σε κάθε σκέψη αξιωματούχων ή πολιτών για δημιουργία εξεγέρσεων και επαναστάσεων καθώς θα έβλεπαν τον προηγούμενο κυρίαρχο να αποδέχεται τη νέα τάξη πραγμάτων, που ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος αναθεώρησε.Με άλλα λόγια, κάθε φράση της επιστολής, εξυπηρετεί τον στόχο του Μεγάλου Βασιλέα, που δεν είναι άλλος από την εδραίωση και επαύξηση της κυριαρχίας του. Η κλιμάκωση, δεν διέπει μόνο τη θέση των απειλών, ακολουθεί επίσης και την παροχή κινήτρων, ώστε ο Δαρείος να οδηγηθεί με δική του απόφαση (όπως είδαμε στον Schelling) στην «ανεκτή γι’ αυτόν, διέξοδο». «Θα έχεις από μένα, ό,τι θελήσεις (…) αρκεί να με πείσεις». Πολύ σημαντική φράση για το σύνολο του νοηματικού περιεχομένου της επιστολής. Το δίπολο κινήτρων-αντικινήτρων, έντονων φράσεων (όπως «Είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας») και εξευμενισμού, υπενθυμίζει μονίμως στον Δαρείο πως δεν είναι «ταπείνωση», να δεχτεί την υφιστάμενη κατάσταση και πως δεν πρόκειται να περιέχει κάποιον ευτελισμό της προσωπικότητάς του.
Η έμφαση που ο Αλέξανδρος δίνει στην «πειθώ», έχει σκοπό να τονίσει στον Δαρείο πως η ισχύς, δεν είναι με το μέρος του και ως εκ τούτου, η ικανοποίηση των όποιων αιτημάτων διατυπώσει, εξαρτώνται από την απόφαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ταυτόχρονα, η πειθώ που ο Μέγας Αλέξανδρος ζητά από τον Δαρείο, προλογίζει την τελευταία του πρόταση, η οποία κλιμακώνει το δίπολο κινήτρων και αντικινήτρων, στο οποίο είναι στηριγμένη όλη η επιστολή. Τα αιτήματα, τα υποβάλλει ένας χαμηλότερος σε ιεραρχία, προς έναν πιο υψηλόβαθμο. Ξεκάθαρα και χωρίς κάποια κρυψίνοια, ο Μέγας Αλέξανδρος λέει στον Δαρείο πως οι επόμενες επιστολές του και διαπραγματευικές του κινήσεις, οφείλουν να στηριχθούν στην ανισότητα που υπάρχει πλέον μεταξύ τους από άποψη ισχύος.
Ο νικητής και ο ηττημένος, δεν μπορούν πλέον να έχουν ισοδύναμη σχέση. «(…) Αλλά να μου απευθύνεσαι ως κύριο όλων των κτήσεών σου». Πριν θέσει το ολικό δίλημμα στο Δαρείο, ο Μέγας Αλέξανδρος επικαλέιται πάλι τη δικαιοσύνη. Απευθύνεται στο αίσθημα δικαίου του Δαρείου το οποίο θα μπορούσε να τον κάνει να δεχτεί την όποια κατάσταση όχι μόνο από την κυνική και ωμή πλευρά της επικράτησης μέσω ισχύος, αλλά στην πλήρη και ώριμη αποδοχή της νέας κατάστασης. Η άρνηση της πραγματικότητας, θα ήταν όχι μόνο παράλογη αλλά και άδικη.
Η επιστολή, μπορεί να θεωρηθεί με πολλή προσοχή ως «τελεσιγραφική», από την τελευταία φράση του τρίτου χωρίου της επιστολής, που αποτελεί και την κατακλείδα όλων των μέσων που χρησιμοποίησε σε αυτήν ο Μέγας Αλέξανδρος. Υπογραμμίζει για τελευταία φορά στον Δαρείο, πως είναι θέμα δικής του επιλογής (μεταφορά της ευθύνης των όσων θα ακολουθήσουν στην ανίσχυρη πλευρά) το αν θα αποδεχθεί όσα του προτείνει με σαφήνεια αλλά και ασάφεια (το «ό,τι μου ζητήσεις», συνοδεύεται από το «αρκεί να με πείσεις») ή αν θα θεωρήσει άπαντα που γράφτηκαν στην επιστολή ως επονείδιστα και εξευτελιστικά. Αν η ροπή του Δαρείου κλίνει προς τη δεύτερη κατάσταση, τότε ο Μέγας Αλέξανδρος τον προετοιμάζει να δεχτεί το αντίμετρο αυτής της απόφασης, που δεν είναι άλλο από τη συνεχή καταδίωξή του, μέχρι να συλληφθεί.
Όπως συμβαίνει στις διαπραγματεύσεις, η καλύτερη δυνατή πρόταση που τίθεται από το ένα μέλος (όταν η διαπραγμάτευση πλαισιώνεται από μεγάλη ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στα δύο μέλη) αφορά τους συσχετισμούς ισχύος που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Αλέξανδρος τονίζει την διέξοδο του Δαρείου στον ίδιο, δια της αποκαλύψεως της τελικής απειλής. Σε περίπτωση καταδίωξής του, δεν είναι βέβαιο αν ο Αλέξανδρος υποσχεθεί κάτι από τα παραπάνω στον Δαρείο και τα οποία αποτελούν κίνητρα συνθηκολόγησης για εκείνον. Με αρκετή προσοχή, μπορούμε να βρούμε μέσα σε αυτήν την επιστολή, διαχρονικούς άξονες που πλαισιώνουν μια διαπραγμάτευση.
Η νομιμοποίηση, η αλληλουχία επιχειρημάτων ηθικού (και περί δικαίου) χαρακτήρα με απτά και μετρήσιμα επιχειρήματα, η χρήση της ασάφειας όπου αυτή είναι χρήσιμη και αντίστοιχα της συγκεκριμενοποίησης, η ορθή χρήση της απειλής που πλαισιώνεται από άνοιγμα παράθυρου ευκαιρίας για μετατροπή του κλίματος σύγκρουσης σε κλίμα συνεργασίας, (έστω και πρόσδεσης στο άρμα του αντιπάλου της ηττημένης πλευράς) αποτελούν τους βασικούς άξονες διαπραγμάτευσης και στη σημερινή εποχή και θα συνεχίσουν να εξελίσσονται πάνω σε αυτούς. Ειδικά στην Ελλάδα, οφείλουμε να ανατρέξουμε ξανά σε αντίστοιχα κέιμενα με αυτό που παραθέτει ο Αρριανός, προκειμένου να αντιληφθούμε την ουσία των πολιτικών διαπραγματεύσεων.
Αλέξανδρος Θ. Δρίβας
Συντονιστής του Παρατηρητηρίου Ανατολικής Μεσογείου στο ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ –Ι.ΔΙ.Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου