Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Ποιος χρηματοδοτούσε τον Αδόλφο Χίτλερ;

Η χρηματοδότηση του Χίτλερ και του NSDAP δεν έχει ακόμη ερευνηθεί εις βάθος. Παραδείγματος χάριν, η μόνη δημοσιευμένη έρευνα για τα προσωπικά οικονομικά του Χίτλερ είναι ένα άρθρο του Όρον Τζέιμς Χέιλ (Oron James Hale), «Adolph Hitler: Taxpayer»,1 όπου καταγράφονται οι προστριβές του Αδόλφου Χίτλερ με τις γερμανικές φορολογικές υπηρεσίες, προτού αυτός γίνει καγκελάριος.Στην δεκαετία του 1920 ο Χίτλερ παρουσιαζόταν στους γερμανούς εφοριακούς ως ένας απλός φτωχοποιημένος συγγραφέας που ζούσε με τραπεζικά δάνεια, με ένα αυτοκίνητο που αγόρασε με πίστωση. Δυστυχώς, τα πρωτότυπα έγγραφα που μελέτησε ο Χέιλ δεν έδωσαν τις πηγές εισοδήματος, τα δάνεια ή τις πιστώσεις του Χίτλερ, και ο γερμανικός νόμος «δεν απαιτούσε από αυτο-απασχολούμενους ή επαγγελματίες να αποκαλύπτουν λεπτομερώς τις πηγές των εισοδημάτων τους ή την φύση των υπηρεσιών που παρείχαν2
Προφανώς τα κεφάλαια για τα αυτοκίνητα, τον προσωπικό γραμματέα Ρούντολφ Ες, έναν ακόμη βοηθό, έναν οδηγό, και έξοδα για την πολική δραστηριότητα, από κάπου καλύπτονταν. Αλλά, όπως στην περίπτωση της διαμονής του Λεόν Τρότσκι το 1917 στην Νέα Υόρκη, είναι δύσκολο να ισοσκελίσουμε τα γνωστά έξοδα του Χίτλερ με την ακριβή πηγή των εσόδων του.
      1. Ορισμένοι πρώιμοι υποστηρικτές του Χίτλερ

Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ευρωπαίοι και αμερικανοί βιομήχανοι χρηματοδοτούσαν με κάθε τρόπο ολοκληρωτικές πολιτικές ομάδες εκείνη την εποχή, περιλαμβανομένων των κομμουνιστών και ποικίλων ναζιστικών ομάδων. Στις ΗΠΑ η επιτροπή Κίλγκορ (Kilgore) αναφέρει ότι :
Ως το 1919 ο Κρουπ (Krupp) έδινε ήδη χρηματική βοήθεια σε μια από τις αντιδραστικές πολιτικές ομάδες που έσπειραν τον σπόρο για την παρούσα ναζιστική ιδεολογία. Ο Ούγκο Στίνες (Hugo Stinnes) ήταν από τους πρώτους χρηματοδότες του ναζιστικού κόμματος (NSDAP, National Socialistische Deutsche Arbeiter Partei). Ως το 1924 άλλοι επιφανείς βιομήχανοι και τραπεζίτες, μεταξύ τους ο Φριτς Τίσεν (Fritz Thyssen), ο Άλμπερτ Φόγκλερ (Albert Voegler), ο Άντολφ [sic] Κίρντορφ (Adolph [sic] Kirdorf), και ο Κουρτ φον Σρόντερ (Kurt von Schroder), έδιναν μυστικά μεγάλα ποσά στους ναζί. Το 1931 μέλη της ένωσης ιδιοκτητών ανθρακωρυχείων, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κίρντορφ, δεσμεύτηκαν να προσφέρουν ένα πφένιχ για κάθε τόνο άνθρακα που θα πωλούσαν στην οργάνωση που ήδη δημιουργούσε ο Χίτλερ.)3
Η δίκη του Χίτλερ στο Μόναχο το 1924 έφερε στην δημοσιότητα την πληροφορία ότι το ναζιστικό κόμμα είχε πάρει από βιομηχάνους της Νυρεμβέργης 20.000 δολάρια. Το πιο ενδιαφέρον όνομα αυτής της περιόδου είναι του Εμίλ Κίρντορφ, που είχε δράση προηγουμένως ως μεσαζόντων για την χρηματοδότηση της γερμανικής ανάμιξης στην Επανάσταση των Μπολσεβίκων.4 Ο ρόλος του Κίρντορφ στην χρηματοδότηση του Χίτλερ περιγράφεται με λόγια του ιδίου:
Για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα το 1923… πρωτάκουσα τον φύρερ στο εκθεσιακό μέγαρο της Έσσης. Η σαφής έκθεσή τους με έπεισε πλήρως και με συγκίνησε. Το 1927 συνάντησα προσωπικά τον φύρερ για πρώτη φορά. Ταξίδεψα στο Μόναχο και εκεί είχα μια συνομιλία με τον φύρερ στο σπίτι του Μπρούκμαν (Bruckmann). Για τεσσεράμισι ώρες ο Αδόλφος Χίτλερ μου εξήγησε το πρόγραμμά του με κάθε λεπτομέρεια. Τότε παρακάλεσα τον φύρερ να γράψει την διάλεξη που έδωσε σ’εμένα σε ένα φυλλάδιο. Στην συνέχεια μοίρασα αυτό το φυλλάδιο επ’ονόματί μου στους επιχειρηματικούς και κατασκευαστικούς κύκλους.
Από τότε έθεσα τον εαυτό μου πλήρως στην διάθεση του κινήματός του. Λίγο μετά από την συζήτησή μας στο Μόναχο, και ως αποτέλεσμα του φυλλαδίου το οποίο συνέταξε ο φύρερ και μοίρασα εγώ, έλαβαν χώρα αρκετές συναντήσεις, μεταξύ του φύρερ και ηγετικών φυσιογνωμιών στον τομέα της βιομηχανίας. Οι ηγέτες της βιομηχανίας συναντήθηκαν με τον φύρερ, τον Ρούντολφ Ες, τον Χέρμαν Γκέρινγκ και άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες του κόμματος για τελευταία φορά πριν από την ανάληψη της εξουσίας στην κατοικία μου.5
Το 1925 η οικογένεια του Ούγκο Στίνες συνεισέφερε μέρος των κεφαλαίων για την μετατροπή της εβδομαδιαίας έκδοσης των ναζί Φόλκισερ Μπεομπάχτερ (Volkischer Beobachter) σε ημερήσια έκδοση. Ο Πούτζι Χανφστένγκλ (Putzi Hanfstaengl), ο φίλος και προστατευόμενος του Φρανκλίνο Ντ. Ρούζβελτ (Franklin D. Roosevelt), προσέφερε τα υπολειπόμενο κεφάλαιο.6 Στον πίνακα 7-1 παρουσιάζονται περιληπτικά οι γνωστές οικονομικές συνεισφορές και οι επιχειρηματικές διασυνδέσεις των συνεισφερόντων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Πούτζι δεν αναγράφεται στον Πίνακα 7-1, καθώς δεν ήταν ούτε βιομήχανος ούτε τραπεζίτης.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 η οικονομική βοήθεια προς τον Χίτλερ άρχισε να ρέει με μεγαλύτερη ευκολία. Στην Γερμανία έλαβαν χώρα ορισμένες συναντήσεις, που τεκμηριώνονται πέραν από κάθε αμφισβήτηση σε πολλές πηγές, ανάμεσα σε γερμανούς βιομηχάνους με τον ίδιο τον Χίτλερ, και συχνότερα με τους αντιπροσώπους του Γιάλμαρ Σέετ (Hjalmar Sehaeht) και Ρούντολφ Ες. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι οι γερμανοί βιομήχανοι διηύθυναν σε μεγάλο ποσοστό καρτέλ με αμερικανικούς δεσμού, ιδιοκτησία, συμμετοχή, ή κάποιου τύπου χρηματοδοτική σύνδεση. Οι υποστηρικτές του Χίτλερ δεν ήσαν – κάθε άλλο – επιχειρήσεις καθαρώς γερμανικές ή αντιπροσωπευτικές γερμανικών οικογενειακών επιχειρήσεων. Εκτός από τον Τίσεν (Thyssen) και τον Κίρντορφ, ήσαν ως επί το πλείστον γερμανικές πολυεθνικές εταιρείες — όπως, π.χ., η I.G. Farben, η A.E.G., η DAPAG, κλπ. Αυτές οι πολυεθνικές είχαν συγκροτηθεί με δάνεια από τις ΗΠΑ στην δεκαετία του 1920, και στην αρχή της δεκαετίας του 1930 είχαν αμερικανούς διευθυντές και σοβαρή αμερικανική κεφαλαιακή συμμετοχή.
Μια ροή πολιτικού χρήματος που δεν εξετάζεται εδώ είναι εκείνη που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή Ρόγιαλ Ντατς Σελ (Royal Dutch Shell), την σημαντικότερη ανταγωνίστρια της Στάνταρντ Όιλ (Standard Oil) στις δεκαετίες του 1920 και 1930, και πνευματικό τέκνο του αγγλο-ολλανδού επιχειρηματία σερ Χένρι Ντέτερντινγκ (Henri Deterding). Έχει επιβεβαιωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Χένρι Ντέτερντινγκ χρηματοδοτούσε προσωπικά τον Χίτλερ. Αυτό υποστηρίχτηκε, λόγου χάριν, από τον βιογράφο του Γκλιν Ρόμπερτς (Glyn Roberts) στο Ο ισχυρότερος άνδρας του κόσμου (The Most Powerful Man in the World). Ο Ρόμπερτς σημειώνει ότι ο Ντέτερντινγκ κ εντυπωσιάστηκε από τον Χίτλερ ήδη από το 1921:
…και ο ολλανδικός τύπος ανέφερε ότι, διά του πράκτορα Γκέοργκ Μπελ (Georg Bell), αυτός [ο Ντέτερντινγκ] έθεσε στην διάθεση του Χίτλερ, ενόσω το κόμμα ήταν ακόμη «στα σπάργανα», τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια φιορίνια.7
Ο Ρόμπερτς αναφέρει ακόμη ότι, το 1931) ο Γκέοργκ Μπελ, πράκτορας του Ντέτερντινγκ, συμμετείχε σε συγκεντρώσεις των Ουκρανών Πατριωτών στο Παρίσι «ως κοινός εντεταλμένος του Χίτλερ και του Ντέτερντινγκ)8 . Ο Ρόμπερτς, επίσης, αναφέρει ότι:
Ο Ντέτερντινγκ κατηγορήθηκε, όπως μαρτυρεί ο Έντγκαρ Άνσελ Μάουρερ (Edgar Ansell Mowrer) στο έργο του Η Γερμανία γυρίζει πίσω το ρολόι (Germany Puts the Clock Back), ότι η παροχή ενός μεγάλου χρηματικού ποσού στους ναζί, επειδή κατανοούσε ότι η επιτυχία τους θα του έδινε μια πιο ευνοϊκή θέση στην πετρελαϊκή αγορά της Γερμανίας. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αριθμοί ανεβαίνουν στα πενήντα πέντε εκατομμύρια στερλίνες.9
Ο βιογράφος του Ντέτερντινγκ βρήκε τον ισχυρό αντι-μπολσεβικισμό του ειδεχθή, και μάλλον, αντί να παρουσιάζει αδιάσειστα στοιχεία για την χρηματοδότηση των ναζί, τείνει να συμπεραίνει και όχι να αποδεικνύει ότι ο Ντέτερντινγκ ήταν υπέρ του Χίτλερ. Αλλά, ο φιλο-χιτλερισμός δεν είναι απαραίτητη συνέπεια του αντι-μπολσεβικισμού· εν πάση περιπτώσει ο Ρόμπερτς δεν προσφέρει αποδείξεις για την χρηματοδότηση ούτε εντόπισε αδιάσειστα στοιχεία για την ανάμειξη του Ντέτερντινγκ.
Το βιβλίο του Μάουρερ δεν περιέχει ούτε κατάλογο παραπομπών ούτε υποσημειώσεις με τις πηγές της πληροφόρησής του, και ο Ρόμπερτς δεν καταθέτει συγκεκριμένα τεκμήρια για τις κατηγορίες τους. Υπάρχουν μόνον ενδείξεις για το ότι ο Ντέτερντινγκ υπήρξε φιλοναζιστής. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην χιτλερική Γερμανία, και αύξησε την συμμετοχή του στην πετρελαϊκή αγορά της χώρας. Συνεπώς, ενδέχεται να συνεισέφερε χρηματικά ποσά, αλλά τίποτε δεν έχει αποδειχτεί με αδιάσειστα στοιχεία.
Κατά παρόμοιο τρόπο, στην Γαλλία (στις 11 Ιανουαρίου 1932), ο Πωλ Φορέ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων κατηγόρησε την γαλλική βιομηχανία του Σνάιντερ-Κρεζό (Schneider-Creuzot) ότι χρηματοδότησε τον Χίτλερ — και σ’αυτό το πλαίσιο κατηγόρησε την Γουολ Στριτ για σχετικούς χρηματοδοτικούς διαύλους.10
Ο όμιλος Σνάιντερ ήταν μια σπουδαία επιχείρηση γάλλων κατασκευαστών οπλικών συστημάτων. Αφού θύμισε την επιρροή των Σνάιντερ στην εγκαθίδρυση του φασισμού στην Ουγγαρία και τις μεγάλες διεθνείς πωλήσεις όπλων, ο Πολ Φορέ (Paul Fauré) αναφέρθηκε στον Χίτλερ, και διάβασε στην γαλλική εφημερίδα Λε Ζουρνάλ (Le Journal), «ότι ο Χίτλερ εισέπραξε 300.000 ελβετικά χρυσά φράγκα» από συνδρομές που κατατέθηκαν στην Ολλανδία από συλλογή που έκανε ο καθηγητής πανεπιστημίου φον Μπίσινγκ (von Bissing). Το εργοστάσιο της Σκόντα (Skoda) στην Πίλσεν (Pilsen), είπε ο Πολ Φορέ (Paul Fauré), ήταν υπό τον έλεγχο της οικογένειας Σνάιντερ, και ήταν οι διευθυντές της Σκόντα φον Ντούσνιτζ (von Duschnitz) και φον Αρτχάμπερ (von Arthaber) που κατέβαλε τις συνδρομές στον Χίτλερ. Ο Φορέ κατέληξε:
. . . Νιώθω ενοχλημένος που βλέπω του διευθυντές της Σκόντα, που ελέγχεται από τους Σνάιντερ, να επιχορηγούν την εκλογική εκστρατεία του κου Χίτλερ· νιώθω ενοχλημένος που βλέπω τις επιχειρήσεις σας, τους τραπεζίτες σας, τα βιομηχανικά καρτέλ να ενώνονται με τους πιο εθνικιστές απ’όλους τους Γερμανούς ….
Και πάλι, δεν βλέπουμε αδιάσειστα στοιχεία για αυτή την καταγγελλόμενη ροή χρημάτων προς τον Χίτλερ.

Ο Φριτς Τίσεν και η Εταιρεία W.A. Harriman της Νέας Υόρκης

Άλλη μια αόριστη υπόθεση χρηματοδότησης του Χίτλερ είναι εκείνη του Φριτς Τίσεν, του μεγιστάνα γερμανού χαλυβουργού που συνδέθηκε με το ναζιστικό κίνημα στην αρχή της δεκαετίας του1920. Όταν ανακρίθηκε το 1945 στο πλαίσιο του Σχεδίου Ντάμπστιν (Project Dustbin),11 ο Τίσεν θυμήθηκε ότι το 1923 τον πλησίασε ο στρατηγός Λούντεντορφ (Ludendorf) την εποχή της γαλλικής εκκένωσης της Ρουρ. Λίγο μετά από αυτήν την συνάντηση ο Τίσεν συνάντησε τον Χίτλερ, και παρείχε χρήματα στους ναζί διά του στρατηγού Λούντεντορφ. Το 1930-1931 ο Εμίλ Κίρντορφ πλησίασε τον Τίσεν και στην συνέχεια του έστειλε τον Ρούντολφ Ες, για να διαπραγματευθεί την χρηματοδότηση του ναζιστικού κόμματος. Αυτή την περίοδο ο Τίσεν παρείχε πίστωση 250.000 μάρκα στην Τράπεζα Φόορ Χάντελ εν Σεεπφάαρτ (Voor Handel en Scheepvaart N.V.) στην οδό Ζαϊμπλάακ 18 (Zuidblaak) στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, που ιδρύθηκε το 1918 με τον Χ.Γ Καουβενχόβεν (H.J. Kouwenhoven) και τον Ντ.Σ. Σούτε (D.C. Schutte) ως συνεταίρους και διαχειριστές.12 Αυτή η τράπεζα ήταν θυγατρική της Άουγκουστ Τίσεν Τράπεζας της Γερμανίας (πρώην Τράπεζα φον ντερ Χέιντ (von der Heydt A.G.)). Ήταν μια προσωπική τραπεζική πράξη του Τίσεν, και συνδεδεμένη με τα οικονομικά συμφέροντα Γ.Α. Χάριμαν (W.A. Harriman) της Νέας Υόρκης. Ο Τίσεν ανέφερε στους ανακριτές-του του Σχεδίου Ντάμπστιν ότι:
Επέλεξα μια ολλανδική τράπεζα, επειδή δεν ήθελα να ανακατευτώ με τις γερμανικές τράπεζες δεδομένης της θέσης μου, και επειδή θεώρησα ότι αν χρησιμοποιούσα μια ολλανδική τράπεζα αυτό ήταν καλύτερο, και θεώρησα ότι δεν θα είχα τους ναζί στα πόδια μου.13
Το βιβλίο Πλήρωσα τον Χίτλερ, που τυπώθηκε το 1941, θεωρήθηκε ότι γράφτηκε από τον ίδιο τον Φριτς Τίσεν μολονότι ο ίδιος το αρνήθηκε. Στο βιβλίο διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι ποσά υπέρ του Χίτλερ — περί το ένα εκατομμύριο μάρκα — προήλθαν κυρίως από τον ίδιο τον Τίσεν. Στο Πλήρωσα τον Χίτλερ υπάρχουν και άλλες αδιασταύρωτες διαβεβαιώσεις, παραδείγματος χάριν ότι ο Χίτλερ ήταν στην πραγματικότητα απόγονος ενός νόθου παιδιού της οικογένειας Ροθτσάιλντ (Rothschild). Υποτίθεται ότι η γιαγιά του Χίτλερ, η κυρία Σικελγκρούμπερ (Schickelgruber), υπήρξε υπηρέτρια στο σπίτι των Ροθτσάιλντ, και εκεί έμεινε έγκυος:
… έρευνα που παρήγγειλε κάποτε ο αυστριακός καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuss), απέδωσε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, χάριν του γεγονότος ότι τα αρχεία της αστυνομίας του μονάρχη της Αυστρο-ουγγαρίας ήταν εξαιρετικά πλήρη.14
Αυτή η διαβεβαίωση που αφορά την καταγωγή του Χίτλερ απορρίπτεται εντελώς από ένα πιο τεκμηριωμένο βιβλίο του Γιουτζίν Ντέιβιντσον (Eugene Davidson), στο οποίο εμπλέκεται η οικογένεια Φρανκενμπέργκερ (Frankenberger), και όχι η οικογένεια Ροθτσάιλντ (Rothschild). Όπως και να έχει το ζήτημα, την αποκαλυπτικότερη πληροφορία από την δική μας οπτική γωνία, για την τράπεζα του Άουγκουστ φον Τίσεν στην Ολλανδία, — δηλαδή, την Τράπεζα φόορ Χάντελ εν Σεεπβάαρτ — που ελεγχόταν από την Οργανισμός Τραπεζικής Ένωσης της Νέας Υόρκης. Οι Χάριμαν είχαν ένα χρηματιστικό ενδιαφέρον για, και ο Ε. Ρόλαντ Χάριμαν (αδελφός του Άβερελ) ήταν διευθυντής του Οργανισμού Τραπεζικής Ένωσης. Ο Οργανισμός Τραπεζικής Ένωσης της πόλης της Νέας Υόρκης ήταν μια κοινή επιχείρηση των Τίσεν-Χάριμαν με τους εξής διευθυντές:15
E. Roland HARRIMAN
Αντιπρόεδρος της W. A. Harriman & Co., Νέα Υόρκη
H.J. KOUWENHOVEN 
Ναζιστής τραπεζίτης, διευθύνων συνεταίρος της August Thyssen Bank και της Bank voor Handel Scheepvaart N.V. (την τράπεζα όπου στέλονταν τα κεφάλαια του Τίσεν)
J. G. GROENINGEN
Vereinigte Stahlwerke (το χαλυβουργικό καρτέλ που επίσης χρηματοδότησε τον Χίτλερ)
C. LIEVENSE
Πρόεδρος, Union Banking Corp., Νέα Υόρκη
E. S. JAMES
Πρόεδρος Brown Brothers, και αργότερα Brown Brothers, Harriman & Co. 


ΠΙΝΑΚΑΣ 7-1: ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΩΝ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ


Ο Τίσεν κανόνισε μια πίστωση 250.000 μάρκων για τον Χίτλερ, διά αυτής της ολλανδικής τράπεζας που συνδεόταν με τους Χάριμαν. Στο αργότερα αποκηρυγμένο βιβλίο του Τίσεν αναφέρεται ότι ένα εκατομμύρια μάρκα προήλθαν από τον Τίσεν.

Οι συνεταίροι του Τίσεν, φυσικά, ήταν επιφανή μέλη του κατεστημένου της Γουόλ Στριτ. Ο Έντουαρντ Χένρι Χάριμαν, ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων του 19ου αι., είχε δύο γιους, τον Γ. Άβερελ Χάριμαν (γέννηση το 1891), και τον Ε. Ρόλαντ Χάριμαν (γέννηση το 1895). Το 1917 ο Γ. Άβερελ Χάριμαν ήταν διευθυντής της Guaranty Trust Company, και αναμείχθηκε στην Επανάσταση των Μπολσεβίκων.16 Σύμφωνα με τον βιογράφο του, ο Άβερελ άρχισε από το τελευταίο σκαλί την σταδιοδρομία του ως υπάλληλος και βοηθός τμήματος, αφού άφησε το Γέιλ το 1913, και τότε «αυτός κινήθηκε σταθερά κατευθείαν σε θέσεις αυξανόμενης ευθύνης στους τομείς των μεταφορών και της χρηματιστικής.17 Εκτός από την διευθυντική θέση του στην Guaranty Trust, π Χάριμαν συγκρότησε την Merchant Shipbuilding Corporation το 1917, η οποία σύντομα απέκτησε τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο υπό αμερικανική σημαία. Αυτός το στόλος ο στόλος αυτός εκποιήθηκε στο 1924, και ο Χάριμαν μπήκε στην επικερδή ρωσική αγορά.18
Ρευστοποιώντας αυτές τις ρωσικές επενδύσεις το 1929, ο Άβερελ Χάριμαν κέρδισε απροσδόκητα 1 εκατομμύριο δολάρια από τους Σοβιετικούς που είχαν την φήμη του ξεροκέφαλου, και δεν χάριζαν τίποτε χωρίς κάποιο άμεσο ή μελλοντικό αντάλλαγμα. Παράλληλα με αυτές τις κινήσεις στην διεθνή χρηματαγορά, ο Άβερελ Χάριμαν εξακολούθησε να προσελκύεται από τις λεγόμενες δημόσιες υπηρεσίες. Το 1913 η «δημόσια» υπηρεσία του Χάριμαν άρχισε με μια συμφωνία με την επιτροπή Palisades Park. Το 1933 ο Χάριμαν διορίστηκε πρόεδρος της Επιτροπής Εργασίας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, και το 1934 έγινε Διοικητικός Αξιωματούχος της NRA του Ρούζβελτ — το πνευματικό τέκνο σε στιλ Μουσολίνι του Τζέραρντ Σουόπ (Gerard Swope) της Τζένεραλ Ελέκτρικ (General Electric).19 Ακολούθησε ένας ποταμός «δημοσίων» αξιωμάτων, πρώτα το πρόγραμμα Lend Lease, ύστερα η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Σοβιετική Ένωση, τέλος στο Υπουργείο Εμπορίου.
Σε αντίθεση, ο Ε. Ρόλαντ Χάριμαν (E. Roland Harriman) περιόρισε τις δραστηριότητές του σε ιδιωτικές επιχειρήσεις στις διεθνείς χρηματαγορές, χωρίς περιπέτειες σε «δημόσιες» υπηρεσίες, όπως ο αδελφός του Άβερελ. Το 1922 ο Ρόλαντ και ο Άβερελ συγκρότησαν την W. A. Harriman & Company. Αργότερα ακόμη ο Ρόλαντ έγινε πρόεδρος του Συμβουλίου της Union Pacific Railroad και διευθυντής του περιοδικού Newsweek, της Mutual Life Insurance Company της Νέας Υόρκης, μέλος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του αμερικανικού Ερυθρού Στρατού, και μέλος του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας.
Ο ναζιστής χρηματιστής Χέντρικ Γιόζεφ Καουβενχόβεν (Hendrik Jozef Kouwenhoven), συνδιευθυντής με τον Ρόλαντ Χάριμαν στην Union Banking Corporation της Νέας Υόρκης, ήταν ο διαχειριστικός διευθυντής της Τράπεζαν voor Handel en Scheepvaart N.V. (BHS) του Ρότερνταμ. Το 1940 η BHS κατείχε περί τα 2,2 εκατομμύρια περιουσιακά στοιχεία στην Union Banking Corporation, που με τη σειρά της είχε ως κύριο συνεργάτη την BHS.20 Στην δεκαετία του 1930, ο Καουβενχόβεν ήταν επίσης διευθυντής της Vereinigte Stahlwerke A.G., το χαλυβουργικό καρτέλ που ιδρύθηκε με κεφάλαια της Γουόλ Στριτ στο μέσον της δεκαετίας του 1920. Όπως ο βαρόνος Σρόντερ (Schroder), υπήρξε επιφανής υποστηρικτής του Χίτλερ.
Άλλος ένας διευθυντής της Union Banking Corporation της Νέας Υόρκης ήταν ο Γιόχαν Γκρένινγκερ, γερμανός υπήκοος με πολυάριθμες βιομηχανικές και χρηματιστηριακές σχέσεις με την Vereinigte Stahlwerke, τον όμιλο Άουγκουστ Τίσεν, και για μια περίοδο διευθυντής της August Thyssen Hutte A.G.21
Οι σχέσεις και τα αμοιβαία επιχειρηματικά ενδιαφέροντα μεταξύ Χάριμαν και Τίσενδεν φανερώνει ότι οι Χάριμαν χρηματοδότησαν τον Χίτλερ. Από την άλλη πλευρά, δεν φανερώνει ότι οι Χάριμαν ήσαν στενά συνδεδεμένοι με τους επιφανείς ναζιστές Καουβενχόβεν και Γκρένινγκερ και μια ναζιστική τράπεζα, την τράπεζα voor Handel en Scheepvaart. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι οι Χάριμαν γνώριζαν για την υποστήριξη των ναζί από τον Τίσεν. Στην περίπτωση των Χάριμαν, είναι σημαντκό να κρατήσουμε τις μακροχρόνιες και στενές σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση και την θέση του Χάριμαν στο κέντρο του Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ και του Δημοκρατικού Κόμματος. Τα στοιχεία δείχνουν ότι κάποια μέλη της ελίτ της Γουόλ Στριτ συνδέονται με, και είχαν επιρροή σε όλες τις σημαντικές πολιτικές ομάδες του τότε σοσιαλιστικού φάσματος — τον σοβιετικό σοσιαλισμό, τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ, και τον σοσιαλισμό του Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ.

Χρηματοδότηση του Χίτλερ στις γενικές εκλογές του Μαρτίου 1933

Αφήνοντας στην άκρη τις περιπτώσεις των Γκέοργκ Μπελ-Ντετέρντινγ και Τίσεν-Χάριμαν, ας εξετάσουμε τον πυρήνα της υποστήριξης προς τον Χίτλερ. Τον Μάιο του 1932 έγινε η λεγόμενη «Συνάντηση στο Κάιζερχοφ (Kaiserhof)» ανάμεσα στον Σμιτζ της I.G. Farben, τον Μαξ Ίλγκνερ (Max Ilgner) της αμερικανικής I.G. Farben, τον Κιπ (Kiep) της Hamburg-America Line, και του Ντιμ (Diem) του German Potash Trust. Συγκεντρώθηκαν περισσότερα από 500.000 μάρκα σ’ αυτή την συνάντηση, και πιστώθηκαν στον ρούντολφ Ες στην Deutsche Bank. Αξίζει να σημειωθεί, υπό το φως του «μύθου του Warburg» περιέγραψε στο κεφάλαιο 13 ότι ο Μαξ Ίλγκνερ της αμερικανικής I.G. Farben συνεισέφερε 100.000 μάρκα, ή, το ένα πέμπτο του συνολικού ποσού. Στο βιβλίο Sidney Warburg διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι υπήρξε ανάμειξη Βάρμπουργκ στην χρηματοδότηση του Χίτλερ, και ο Πολ Βάρμπουργκ ήταν διευθυντής της αμερικανικής I.G. Farben22 ενόσω ο Μαξ Βάρμπουργκ ήταν διευθυντής της I.G. Farben.
Υπάρχουν αδιάσειστα τεκμήρια για έναν περαιτέρω ρόλο των διεθνών τραπεζιτών και βιομηχάνων στην χρηματοδότηση του ναζιστικού κόμματος και του Volkspartie για τις γερμανικές εκλογές του Μαρτίου 1933. Από επιφανείς εταιρείες και επιχειρηματίες καταβλήθηκαν συνολικά 3 εκατομμύρια μάρκα, που πρώτα «ξεπλύθηκαν» κατάλληλα μέσω λογαριασμού στην τράπεζα Delbruck Schickler, και ύστερα πέρασαν στα χέρια του Ρούντολφ Ες, για να χρησιμοποιηθούν από τον Χίτλερ και το NSDAP. Αυτή την μεταφορά κεφαλαίων ακολούθησε η πυρκαγιά στο Ράιχσταγ (Reichstag), η κατάργηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, και η εδραίωση της ναζιστικής εξουσίας. Οι εμπρηστές του Ράιχσταγ μπήκαν από στοά που άρχιζε από το σπίτι του Πούτζι Χανφστένγκελ· ο ίδιος ο εμπρησμός του Ράιχσταγ χρησιμοποιήθηκε από τον Χίτλερ ως πρόσχημα για την κατάργηση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Εν συντομία, μέσα σε λίγες εβδομάδες από την σημαντική χρηματοδότηση του Χίτλερ, υπήρξε μια αλληλουχία σημαντικών γεγονότων: χρηματική συνεισφορά από επιφανείς τραπεζίτες και βιομηχάνους στην προεκλογική εκστρατεία του 1933, ο εμπρησμός του Ράιχσταγ, η κατάργηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, και η συνακόλουθη αρπαγή της εξουσίας από το ναζιστικό κόμμα.
Η πρώτη συνάντηση για την συλλογή δωρεών έγινε στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στο σπίτι του Γκέρινγκ, που ήταν τότε πρόεδρος του Ράισταγ, Με τον Χγιάλμαρ Χόρας Γκρίλι Σλαχτ (Hjalmar Horace Greeley Schacht) ως οικοδεσπότη. Μεταξύ των παρόντων, σύμφωνα με τον φον Σνίτζλερ (von Schnitzler) της I.G. Farben, ήταν:
ο Κρουπ φον Μπόλεν (Krupp von Bohlen), ο οποίος, στην αρχή του 1933 ήταν πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών (Reichsverband der Deutschen Industrie)· ο δόκτρο Άλμπερτ Φέγκλερ, ηγετική μορφή των ΕνωμένωνΧαλυβουργείων (Vereinigte Stahlwerke)· ο φον Λέβενφελντ (Von Loewenfeld)· ο δόκτορ Στάιν, επικεφαλής της Gewerkschaft Auguste-Victoria, ορυχείο που ανήκει στην IG.23
ο Χίτλερ ανέπτυξε τις πολιτικές απόψεις του στους συγκεντρωμένους επιχειρηματίες με έναν μακροσκελή λόγο μιάμιση ώρας, επισείοντας αποτελεσματικά την απειλή του κομμουνισμού και ενός κομουνιστικού ξεσηκωμού:
Είναι περιττό να τονίσουμε ότι δεν θέλουμε κομμουνισμό στην οικονομία μας. Αν εξακολουθήσουμε την παλαιά πολιτική πορεία μας, τότε θα χαθούμε […] Είναι το ευγενέστερο έργο για έναν ηγέτη το να βρει ιδανικά που είναι ισχυρότερα από τους παράγοντες που ενώνουν τους ανθρώπους. Αναγνώρισα ήδη από όταν ήμουν στο νοσοκομείο ότι θα έπρεπε κάποιος να αναζητήσει νέα ιδανικά που να οδηγούν στην ανόρθωση. Τα βρήκα στον εθνικισμό, στην αξία της προσωπικότητα, και στην άρνηση συμφιλίωσης μεταξύ των εθνών […]
Τώρα βρισκόμαστε εμπρός στην τελευταία εκλογή. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, δεν θα υπάρξει υποχώρηση, ακόμη κι αν η επικείμενη εκλογή δεν οδηγήσει στην απόφαση, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Αν η εκλογή δεν είναι αποφασιστική, η απόφαση πρέπει να ληφθεί με άλλα μέσα. Έχω κάνει παρεμβάσεις, για να δώσω στους ανθρώπους άλλη μια ευκαιρία να αποφασίσουν οι ίδιοι για την τύχη τους […]
Υπάρχουν μόνον δύο πιθανότητες, είτε να απωθήσουμε τον αντίπαλο με συνταγματικά μέσα, και γι’ αυτό άλλη μία εκλογή· ή, η μάχη θα διεξαχθεί με άλλα όπλα, που ενδέχεται να απαιτήσουν μεγαλύτερες θυσίες. Ελπίζω ότι ο γερμανικός λαός θα αναγνωρίσει το μεγαλείο της στιγμής.24
Αφού μίλησε ο Χίτλερ, ο Κρουπ φον Μπόλεν (Krupp von Bohlen) εξέφρασε την υποστήριξη των συγκεντρωμένων βιομηχάνων και τραπεζιτών με την συγκεκριμένη χειρονομία πολιτικής επιδότησης με 3 εκατομμύρια μάρκα. Αυτά τα χρήματα αποδείχτηκαν υπεραρκετά για την κατάληψη της εξουσίας, καθώς 600.000 μάρκα περίσσεψαν μετά την διεξαγωγή των εκλογών.
Ο Γιάλμαρ Σλαχτ οργάνωσε αυτή την ιστορική συνάντηση. Περιγράψαμε πρωτύτερα τους δεσμούς του Σλαχτ με τις ΗΠΑ: ο πατέρας του υπήρξε ταμίας στο κατάστημα Βεροίνου της Equitable Assurance, και ο Γιάλμαρ είχε στενές επαφές με την Γουόλ Στριτ σε μηνιαία βάση.
Το μεγαλύτερο ποσό συνεισέφερε η I.G. Farben, που κάλυψε το 80% (δηλαδή, 500.000 μάρκα) συνολικά. Ο Διευθυντής Α. Στάινκε (A. Steinke), της BUBIAG (Braunkohlen-u. Brikett-Industrie A.G.), μια θυγατρική της I.G. Farben, συνεισέφερε άλλα 200.000 μάρκα. Εντέλει, 45% των κεφαλαίων για την εκλογική αναμέτρηση του 1933 προήλθε από την I.G. Farben. Αν εξετάσουμε τους διευθυντές της αμερικανικής I.G. Farben — την αμερικανική θυγατρική της I.G. Farben —, φθάνουμε στην ρίζα της σχέσης της Γουόλ Στριτ με τον Χίτλερ. Το Συμβούλιο της αμερικανικής I.G. Farben την περίοδο εκείνη περιλάμβανε ορισμένα από τα λαμπρότερα ονόματα των αμερικανών βιομηχάνων: ο Έντσελς Μπ. Φορντ (Edsel B. Ford) της Ford Motor Company, ο Σ. Ε. Μίτσελ (C.E. Mitchell) της Τράπεζας Federal Reserve της Νέας Υόρκης, και ο Γουόλτερ Τιγκλ (Walter Teagle), διευθυντής της Τράπεζας Federal Reserve της Νέας Υόρκης, της Εταιρείας Standard Oil του Νιου Τζέρσι, και του Ιδρύματος Georgia Warm Springs του προέδρου Φραγκλίνου Ντ. Ρούζβελτ, ο Πολ Μ. Βάρμπουργκ, πρώτος διευθυντής της Τράπεζας Federal Reserve της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της Τράπεζας του Μανχάταν, ήταν εκ των διευθυντών της Farben και ο αδελφός του Μαξ Βάρμπουργκ (Max Warburg) ήταν επίσης διευθυντής της I.G, Farben. Ο Χ. Α. Μερτζ (H. A. Metz) της I.G. Farben ήταν επίσης διευθυντής της Τράπεζας του Βάρμπουργκ στο Μανχάταν. Τέλος, ο Καρλ Μπος (Carl Bosch) της αμερικανικής I.G. Farben ήταν επίσης διευθυντής της Ford Motor στην Γερμανία.
Τρία μέλη του Συμβουλίου της αμερικανικής I.G. Farben κρίθηκαν ένοχα στις Δίκες Εγκλημάτων Πολέμου της Νυρεμβέργης: ο Μαξ Ίλγκνερ (Max Ilgner), ο Φ. Τερ Μέερ (F. Ter Meer), και ο Χέρμαν Σμιτζ (Hermann Schmitz). Όπως σημειώσαμε, τα μέλη του αμερικανικού Συμβουλίου — Έντσελ Φορντ (Edsel Ford), Σ. Ε. Μίτσελ (C. E. Mitchell), Γουόλτερ Τιγκλ (Walter Teagle), και Πολ Βάρμπουγκ (Paul Warburg) — δεν οδηγήθηκαν σε δίκη στην Νυρεμβέργη, και σε ότι αφορά τα αρχεία, φαίνεται ότι ούτε καν ανακρίθηκαν για την χρηματοδότηση του Χίτλερ το 1933.

Οι πολιτικές συνεισφορές του 1933

Ποιοι ήσαν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που χρηματοδότησαν την προεκλογική εκστρατεία του ναζιστικού κόμματος το 1933; Ο κατάλογος όσων συνεισέφεραν και το ποσό της συνεισφοράς τους έχει ως εξής:
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ:
23 Φεβ.-13 Μαρ. 1933:
(ο λογαριασμός του Γιάλμαρ Σαχτ στην Τράπεζα Delbruck, Schickler)
Πολιτικές εισφορές από εταιρείες (με επιλεγμένους διευθυντές) 
Ποσόν
% στο συνολικό ποσό της εταιρείας
Verein fuer die Bergbaulichen Interessen (Kitdorf)
600.000 δολ.  
45,8
I.G. Farbenindustrie (Edsel  Ford, C.E. Mitchell, Walter Teagle, Paul Warburg)
400.000 δολ.
30,5
Automobile Exhibition, Berlin (Reichsverbund der Automobilindustrie S.V.)
100.000 δολ.
7,6
A.E.G., Γερμανική General Electric (Gerard Swope, Owen Young, C.H. Minor, Arthur Baldwin)
60.000 δολ.
4,6
Demag
50.000 δολ.
3,8
Osram G.m.b.H. (Owen Young)
40.000 δολ.
3,0
Telefunken Gesellsehaft ruer
drahtlose Telegraphic
85,000
2,7
Accumulatoren-Fabrik A.G.
(Quandt της A.E.G.)
25,000
1,9

_____________
_____________
Σύνολο από βιομηχανίες
1.310.000
99,9

Πολιτικές εισφορές από ιδιώτες επιχειρηματίες:
Karl Hermann
300.000
Διευθυντής A. Steinke (BUBIAG-
Braunkohlen—u. Brikett —
Industrie A.G.)
200.000
Διευθυντής Karl Lange (Geschaftsfuhrendes
Vostandsmitglied des Vereins Deutsches Maschinenbau—Anstalten)
50.000
Dr. F. Springorum (Chairman: Eisen-und Stahlwerke Hoesch A.G.)
36.000
 
Πηγή: Βλ. Παράρτημα για μετάφραση αυθεντικού εγγράφου
.
Πώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι αυτές που πολτικές εισφορές όντως καταβλήθηκαν;
Οι πληρωμές προς τον Χίτλερ σ’ αυτό το τελευταίο στάδιο πρτος την δικτατορία έγιναν διά της ιδιωτικής τράπεζας Delbruck Schickler. Η Delbruck Schickler ήταν θυγατρική της Metallgesellschaft A.G. (στο εξής “Metall«), έναν βιομηχανικό γίγαντα, την μεγαλύτερη μη σιδηρουργική μεταλλοβιομηχανία στην Γερμανί, και τον κύριο παίκτη στο διεθνές εμπόριο μη σιδηρούχων μετάλλων. Οι σημαντικότεροι μέτοχοι της «Metall» ήταν η I.G. Farben και η βρετανική British Metal Corporation. Ας σημειώσουμε εν παρόδω ότι οι βρετανοί διευθυντές της «Metall» Aufsichsrat ήταν ο Γουόλτερ Γκάρντνερ (Walter Gardner) (Amalgamated Metal Corporation) και ο λοχαγός Όλιβερ Λίτελτον (Oliver Lyttelton) (επίσης στο Συμβούλιο της Amalgamated Metal και παραδόξως αργότερα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο Υπουργός Παραγωγής).
Ανάμεσα στα έγγραφα της Δίκης της Νυρεμβέργης (βρίσκεται στην σελίδα 110) υπάρχει το αυθεντικό έγγραφο της εντολής από την θυγατρική τράπεζα της I.G. Farben και άλλες εταιρείες στο κατάστημα Βερολίνου της Τράπεζας Delbruck Schickler Bank, Πληροφορείται η Τράπεζα ότι μεταφορές κεφαλαίων από την Dresdner Bank, και άλλες τράπεζες, στον λογαριασμό τους με τον τίτλο Nationale Treuhand (Εθνικό Πληρεξούσιο). Σε αυτόν τον λογαριασμό χρέωνε ο Ρούντολφ Ες τις δαπάνες για την προεκλογική εκστρατεία του 1933. Η μετάφραση του δελτίου μεταφοράς από την I.G. Farben, που επιλέγεται ως παράδειγμα, έχει ως εξής:25
Μετάφραση της επιστολής της I.G, Farben της 27ης Φεβρουαρίου 1933, με την εντολή μεταφοράς 400.000 μάρκων στον λογαριασμό της Nationale Treuhand:
I.G. FARBENINDUSTRIE AKTIENGESELLSCHAFT
Τραπεζικό Τμήμα

Εταιρεία: Delbruck Schickler & Co.,
BERLIN W.8
Mauerstrasse 63/65, Frankfurt (Main) 20
Αναφ.: (μνημον
εύσατε στην απάντηση)                                            27 Φεβρουαρίου 1933
B./Goe.

Διά της παρούσης σας πληροφορούμε ότι εντελλόμεθα την Dresdner Bank στην Φραγκφούρτη του Μάιν, να σας καταβάλει αύριο το πρωί: 400.000 μάρκων, τα οποία θα χρησιμοποιήσετε υπέρ του λογαριασμού «NATIONALE TREUHAND».
Με εκτίμηση,
I.G. Farbenindustrie Aktiengesellschaft
με εντολή:

(υπογραφή) SELCK (υπογραφή) BANGERT
Ειδική παράδοση.26

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να αποσπαστεί η προσοχή μας από τους αμερικανούς χρηματιστές (και τους γερμανούς χρηματιστές που συνδέονταν με εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων) που ήσαν αναμεμειγμένοι με την χρηματοδότηση του Χίτλερ. Συνήθως η κατηγορία για την χρηματοδότηση του Χίτλερ βαρύνει τον Φριτζ Τίσεν ή τον Εμίλ Κίρντορφ. Στην περίπτωση του Τίσεν η κατηγορία κυκλοφόρησε ευρέως χάρη σε βιβλίο που αποοδίδεται στον Τίσεν στο μέσον του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, και το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε αργότερα.
27 Εξακολουθεί να είναι ανεξήγητο για ποιον λόγο ο Τίσεν ήθελε να καταγράψει αυτή την ενέργειά του πριν από την ήττα του ναζισμού.
Ο Εμίλ Κίρντορφ, που πέθανε το 1937, υπήρξε πάντοτε υπερήφανος για την σχέση του με την άνοδο του ναζισμού. Η προσπάθεια να περιοριστεί η χρηματοδότηση του Χίτλερ στον Τίσεν και τον Κίρντορφ υπήρξε σταθερή κατά την διάρκεια των Δικών της Νυρεμβέργης το 1946, και επισημάνθηκε αναλυτικά μόνον από τον σοβιετικό αντιπρόσωπο. Ακόμη και ο σοβιετικός αντιπρόσωπος δεν ήθελε να δώσει στην δημοσιότητα τεκμήρια για τις αμερικανικές διασυνδέσεις· κάτι τέτοιο δεν προκαλεί έκπληξη, επειδή η Σοβιετική Ένωση εξαρτάται από την καλή προαίρεση της ίδιας κατηγορίας χρηματιστών για την μεταφορά της τόσο αναγκαίας, πιο προχωρημένης δυτικής τεχνολογίας στην ΕΣΣΔ.
Στην Νυρεμβέργη, έγιναν δηλώσεις και επιτράπηκε να γίνουν χωρίς κριτκή σε ανιθεση με τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Για παράδειγμα, ο Μπίχερ (Buecher), Γενικός Διευθυντής της γερμανικής General Electric, απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες συμπαθούντος τον Χίτλερ:
Ο Τίσεν ομολόγησε το σφάλμα του σαν άντρας και πλήρωσε με θάρρος μια βαριά ποινή γι’ αυτό το λάθος του. Από την άλλη πλευρά στέκονται άνδρες όπως ο Ρόις (Reusch) της Gutehoffnungshuette, ο Καρλ Μπος, τελευταίος πρόεδρος της I.G. Farben Aufsichtsrat, που πολύ πιθανώς θα είχε βρει ένα πολύ θλιβερό τέλος, αν δεν είχε πεθάνει εγκαίρως. Τα αισθήματά τους διακατείχαν και τον αναπληρωτή πρόεδρο της Aufsichtsrat της Kalle. Οι εταιρείες Siemens και AEG ήσαν, μετά από την I.G. Farben, οι ισχυρότερες γερμανικές εταιρείες, και ήσαν αποφασισμένοι αντίπαλοι του εθνικοσοσιαλισμού.
Γνωρίζω ότι αυτή η μη φιλική στάση της εταιρείας Siemens έναντι των ναζιστών, είχε ως αποτέλεσμα την σκληρή μεταχείριση της εταιρείας από τους ναζί. Ο Γενικός Διευθυντής της AEG (Allgemeine Elektrizitats Gesellschaft), Γκεχάιμρατ Μπίχερ (Geheimrat Buecher), τον οποίο γνώριζα από την κοινή παραμονή μας στις αποικίες, ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ναζί. Μπορώ να διαβεβαιώσω τον Στρατηγό Τέιλος (Taylor) ότι είναι ασφαλώς λανθασμένο το να υποστηρίζει ότι οι κορυφαίοι βιομήχανοι, με αυτή την ιδιότητά τους, έδειξαν εύνοια στον Χίτλερ πριν από την αναρρίχησή του στην εξουσία.28
Ωστόσο, στην σελίδα 56 αυτού του βιβλίου αναπαράγουμε ένα έγγραφο που εκδόθηκε από την General Electric, με το οποίο μεταβιβάζονται κεφάλαια της General Electric σε λογαριασμό τηςNationale Treuhand που ήλεγχε ο Ρούντολφ Ες για λογαριασμό του Χίτλερ, και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τις εκλογές του 1933.
Κατά παρόμοιο τρόπο, ο φον Σνίτζλερ, που ήταν παρών στην συνάντηση του Φεβρουαρίου του 1933 εκπροσωπώντας την I.G. Farben, αρνήθηκε ότι η I.G. Farben συνεισέφερε το 1933 στην Nationale Treuhand:
Δεν άκουσα ποτέ ξανά για το όλο θέμα [την χρηματοδότηση του Χίτλερ], αλλά πιστεύω ότι είτε το γραφείο του Γκέρινγκ (Goering) είτε ο Σαχτ είτε η Reichsverband der Deutschen Industrie ζήτησαν από το γραφείο του Μπος ή του Σμιτζ την πληρωμή του μεριδίου της I.G. Farben στο εκλογικό ταμείο. Καθώς δεν καταπιάστηκα άλλο με το θέμα, δεν γνώριζα καν εκείνη την εποχή το κατά πόσον ή ποιο ποσό πληρώθηκε από την I.G., θα εκτιμούσα ότι το μερίδιο της IG στο εκλογικό ταμείο θα ήταν κάτι σαν 10%, αλλά, όσο γνωρίζω, δεν υπάρχουν τεκμήρια ότι η I.G. Farben συμμετείσε σ’ αυτές τις πληρωμές.29
Όπως είδαμε, η απόδειξη για το πολιτικό χρήμα προς τον Χίτλερ είναι αδιάσειστη κατά το κρίσιμο σημείο της ανόδου του στην εξουσία της Γερμανίας — και ο προγενέστερος λόγος του Χίτλερ στους βιομηχάνους σαφώς αποκαλύπτει ότι η βίαιη κατάληψη της εξουσίας ήταν προμελετημένη και επί σκοπώ.
Γνωρίζουμε με ακρίβεια ποιος εισέφερε, πόσα, και μέσω ποιων. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες — I.G. Farben, γερμανική General Electric (και η συναφής εταιρεία Osram), και Thyssen — είχαν δεσμούς με τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ. Αυτοί οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ ήσαν στην καρδιά της χρηματιστικής ελίτ και επιφανείς στην αμερικανική πολιτική της εποχής. Ο Τζέραρντ Σουόπ της General Electric ήταν ο συντάκτης του New Deal του Ρούζβελτ, ο Τιγκλ ήταν ένας από τους κορυφαίους διοικητές της NRA, ο Πολ Βάρμπουργκ και οι συνεργάτες τους στην αμερικανική I.G. Farben ήσαν σύμβουλοι του Ρούζβελτ. Ίσως, δεν είναι χωρίς σημασία ότι το New Deal του Ρούζβελτ — που χαρακτηρίστηκε ως “φασιστικό μέτρο¨ από τον Χέρμπερτ Χούβερ (Herbert Hoover) — είχε τόσες ομοιότητες με το πρόγραμμα του Χίτλερ για την Γερμανία, και ότι ο Χίτλερ και ο Ρούζβελτ ανέλαβαν την εξουσία τον ίδιο μήνα του ίδιου χρόνου — τον Μάρτιο του 1933.

Σημειώσεις:
1The American Historical Review, τ. LC, NO. 4, Ιούλιος. 1955. σ, 830.
2Στο ίδ., σημ. (2).
3Elimination of German Resources, σ. 648. Ο Albert Voegler που μνημονεύται στον κατάλογο της Επιτροπής Kilgore Committee των παιλαιότερων υποστηρικτών του Χίτλερ ήταν ο γερμανός εκπρόσωπος στην Επιτροπή του Σχεδίου Dawes. Ο Owen Young της General Electric (βλ. Κεφάλαιο Τρίτο) ήταν ο αμερικανός αντιπρόσωπος στο Σχέδιο Dawes και έδωσε το όνομά του στο επόμενο σχέδιο, το Σχέδιο Young.
4Antony C. Sutton, Wall Street and the Bolshevik Revolution, όπ. παραπ.
5Preussiche Zettung, 3 Ιανουαρίου 1937.
6Βλ. σ. 116.
7Glyn Roberts, The Most Powerful Man in the World, (Νέα Υόρκη: Covicl, Friede, 1938), σ. 305.
8Όπ. παραπ., σ. 313.
9Όπ. παραπ., σ. 322.
10Βλ. Chambre des Deputes — Debats, 11 Φεβρουαρίου 1932 Nationale Treuhand, σσ.. 496-500.
11Η Ομάδα του Συμβουλίου Ελέγχου (Γερμανία. Γραφείο του Διευθυντή Πληροφοριών, Field Information Agency, Technical). Intelligence Report No. EF/ME/1,4 Σεπτέμβριος 1945. «Εξέταση του δρ. Φριτζ Τίσεν,» σ, 13, στο εξής: Εξέταση του δρ. Φριτζ Τίσεν.
12Η Τράπεζα ήταν γνωστή στην Γερμανία ως Bank fur Handel und Schiff.
13Εξέταση του δρ. Φριτζ Τίσεν.
14Fritz Thyssen, I Paid Hitler, (Νέα Υόρκη Farrar & Rinehart, Inc., 1941). σ. 159.
1Από το Bankers Directory, !932 εκδ., σ. 2557 και Poors, Directory of Directors. ΟJ.L. Guinter και ο Knight Woolley ήταν επίσης διευθυντές.
16Βλ. Antony C. Sutton, Wall Street and the Bolshevik Revolution, όπ. παραπ.
17National Cyclopaedia, τ. G, σ. 16.
18Για μια περιγραφή αυτών των περιπετειών, βασισμένη στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, βλ., Antony C. Sutton, Western Technology and Soviet Economic Development, τ. 1, όπ. παραπ.
19Βλ., Antony C. Sutton, Wall Street and FDR. Κεφάλαιο Εννέα, «Swope’s Plan,» όπ. παραπ.
20Βλ., Elimination of German Resources, σσ. 728-30.
21Για άλλες διασυνδέσεις της Union Banking Corp, και τις γερμανικές επιχειρήσεις, βλ., στο ίδ., σσ. 728-730.
22Βλ. κεφάλαιο Δέκα.
23NMT, τ. VII, σ. 555.
24Josiah E. Dubois, Jr., Generals in Grey Suits όπ. παραπ., σ. 323.
25Το πρωτότυπο στην σελίδα 64.
26NMT, τ. VII, p. 565. βλ. σ. 64 για φωτογραφία του πρωτότυπου εγγράφου.
27Fritz Thyssen, I Paid Hitler, (Νέα Υόρκη: Τορόντο: Farrat & Rinehart, Inc., 1941).
28NMT, τ. VI, σσ. 1169-1170.
29NMT, τ. VII, σ. 565.
Απόδοση στα ελληνικά του 7ου κεφαλαίου του: Antony C. Sutton: Wall Street and the Rise of Hitler, 2000  https://kokkonis.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: