Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

HEMPAS: Μία ελληνική πρόταση για παθητικό ραντάρ – και τα όρια του ελληνικού αμυντικού μηχανισμού

Μία από τις βασικότερες αδυναμίες του μηχανισμού ασφαλείας της χώρας και βασικός λόγος της πολιτικής της καχεξίας αποτελεί η αποτυχία της να αναπτύξει στοιχειώδη αμυντική βιομηχανία για να υποστηρίξει την αμυντική ισχύ που η θέση της και η πολιτική της απαιτεί. Η αποτυχία αυτή αποτελεί ειδικότερη περίπτωση της γενικής αδυναμίας της χώρας να ασκήσει βιομηχανική πολιτική, για λόγους που έχουν σχέση αφ΄ενός με την οργανωτική ανεπάρκεια αφ΄ετέρου με την έλλειψη πολιτικής βούλησης για κάτι τέτοιο.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση της αδυναμίας αυτής αποτέλεσε η υπόθεση του συστήματος HEMPAS/CCIAS που απασχόλησε τον χώρο της άμυνας τα τελευταία έτη. Η υπόθεση αφορά την υποβολή μιας πρότασης προς τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εκ μέρους μιας ολιγομελούς ομάδας πανεπιστημιακών, προερχόμενων από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αντικείμενο της πρότασης είναι η εγχώρια ανάπτυξη και παραγωγή ενός συστήματος παθητικών αισθητήρων που θα ενταχθεί στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου της ΠΑ και θα ενισχύσει σημαντικά τόσο την επιβιωσιμότητά του όσο και την δυνατότητά του να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά υφιστάμενες και επικείμενες απειλές που αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
Η πρόταση αυτή δεν είναι θεωρητική αλλά, τουλάχιστον σύμφωνα με την ομάδα των πανεπιστημιακών – αποκαλούμενων «Ομάδα Θεσσαλονίκης», είναι ώριμη και η φάση της ανάπτυξης του συστήματος έχει ήδη προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό.
Μετά από περισσότερο από επτά έτη παλινωδιών και μπουφονικής διαδικαστικής ασυναρτησίας, στις αρχές του φθινοπώρου του 2013 το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ενημέρωσε επισήμως τους πανεπιστημιακούς που είχαν υποβάλει την πρόταση ότι δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτήν.
Εν τω μεταξύ, εμφανίστηκε στον τύπο, ημερήσιο και ειδικό, έντυπο και ηλεκτρονικό, ένας μικρός αλλά όχι ευκαταφρόνητος αριθμός αναφορών στην υπόθεση αυτή. Οι βασικότερες αναφορές στον γραπτό τύπο υπήρξαν δύο αναφανδόν θετικές για το σύστημα τοποθετήσεις, καθώς και μία αρνητική. Οι θετικές ήταν μία αναφορά του αμυντικού συντάκτη Πάρη Καρβουνόπουλου στην εφημερίδα «Real News» με τίτλο «Το υπερόπλο μένει στα χαρτιά», της 14ης Αυγούστου 2011, και μία του αμυντικού συντάκτη Μάνου Ηλιάδη στην εφημερίδα «Δημοκρατία» με τίτλο «Μία απόφαση στα όρια της Εθνικής προδοσίας», της 22ας Σεπτεμβρίου 2013. Αρνητική αναφορά υπήρξε η εμμέσως αρνητική τοποθέτηση του αμυντικού συντάκτη Βαγγέλη Παγώτση (περιοδικό «Ελληνική Άμυνα και Τεχνολογία», τ.27, Απρίλιος 2012, άρθρο με θέμα «Αντιμετωπίζοντας τα τουρκικά F-35A, Μέρος Β’: Παθητικά Συστήματα και Συνολική Αποτίμηση»), Οι παρουσιάσεις στο διαδίκτυο φαίνεται να έχουν ως βασική πηγή τα έντυπα άρθρα καθώς και την απάντηση του τότε Αναπληρωτή Υπουργό Αμύνης Ραγκούση σε επερώτηση που έγινε σχετικά με το θέμα από τον βουλευτή των ΑΝΕΛ Σπύρο Γαληνό (επερώτηση υπ. Αριθμ. 6763 της 15ης Μαρτίου του 2012). Η τελευταία αυτή απάντηση αποτελεί και την πλέον επίσημη και αναλυτική δημόσια (και συνεπώς αδιαβάθμητη) αναφορά στο θέμα. Την αναφορά αυτή επικαλέστηκε άλλωστε και το περιοδικό «Ελληνική Άμυνα και Τεχνολογία» στον διαδικτυακό του τόπο, στις 10 Απριλίου 2012 προκειμένου να επιβεβαιώσει την προηγούμενη του θέση (Επιβεβαίωση ανάλυσης της «ΕΑ&Τ» για τα συστήματα PBR από το ΥΠΕΘΑ).
Θα ήταν αφελές να σχηματίσει κανείς γνώμη σχετικά με την αξία και την σκοπιμότητα ανάπτυξης του συγκεκριμένου συστήματος από τα δημοσίως διαθέσιμα στοιχεία. Η διατύπωση γνώμης σχετικά με ένα τέτοιο ζήτημα απαιτεί αφ΄ενός αναλυτικά τεχνικά στοιχεία του συστήματος, αφ΄ετέρου τεχνικές γνώσεις και εμπειρία εξαιρετικά εκτενή, την ποιότητα και τη φύση της οποίας μάλλον δεν αντιλαμβάνονται όσοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν ή να αναθεματίσουν.
Αυτό για το οποίο μπορεί κανείς, όμως, να διατυπώσει σαφή άποψη από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ο χειρισμός του θέματος εκ μέρους του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και των πολιτικών και στρατιωτικών του υπηρεσιών. Και η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι καταθλιπτική – κι αυτό, ανεξαρτήτως της αξίας και της τελικής τύχης του συγκεκριμένου συστήματος. Η απογοήτευση, για να μην πούμε η απελπισία – που βεβαίως δεν ήρθε ως έκπληξη – αφορά τη δυνατότητα υλοποίησης οποιουδήποτε εθνικού εξοπλιστικού προγράμματος εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους και των υπηρεσιών του.
Για να το πούμε απλά: ο ένας βασικός λόγος που η ελληνική άμυνα στερείται οποιασδήποτε πραγματικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης είναι η αδυναμία της να σχεδιάσει και να διαχειριστεί βιομηχανική πολιτική ή ακόμη και μεμονωμένα προγράμματα ανάπτυξης και παραγωγής αμυντικών συστημάτων. Και ταυτόχρονα, το ελληνικό αμυντικό σύστημα φαίνεται να έχει αποδεχτεί την κατάσταση αυτή ως απολύτως φυσική και χωρίς κάποια σημασία για τη συνολική στρατιωτική ισχύ της χώρας.

Συνοπτική Παρουσίαση της πρότασης προγράμματος HEMPAS

Το σύστημα HEMPAS (Hellenic Early-warning, Multi-target PΑthetic System) – στο βαθμό που μπορεί κανείς να συνάγει από τα γνωστά, αδιαβάθμητα δεδομένα της πρότασης – αποτελεί ένα υβριδικό, παθητικής λειτουργίας (δηλαδή χωρίς ίδιες εκπομπές) σύστημα εντοπισμού εναερίων στόχων.
Το σύστημα βασίζεται στον συνδυασμό δύο κατ΄αρχήν ανεξάρτητων υποσυστημάτων παθητικής λειτουργίας που όμως συνεργάζονται με την ανταλλαγή και τη σύγκριση δεδομένων προκειμένου να διευκρινίζεται η εικόνα ιχνών που διαμορφώνεται.
Το πρώτο από τα δύο υποσυστήματα είναι ένα παθητικό πολυστατικό ραντάρ. Πρόκειται για ένα ραντάρ που χρησιμοποιεί ελαφρώς διαφορετική αρχή λειτουργίας από τα κλασικά ενεργά μονοστατικά ραντάρ που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες στη στρατιωτική τεχνολογία. Για να εξηγηθεί όσο πιο απλά γίνεται: τα κλασικά ενεργά «μονοστατικά» ραντάρ έχουν μία κεραία που λειτουργεί εναλλάξ ως εκπομπός και ως δέκτης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Το όλο σύστημα εκπέμπει διαμορφωμένες κυματομορφές ΗΜ ακτινοβολίας και τις συγκρίνει με αυτές που λαμβάνει από την αντανάκλασή τους πάνω σε στόχους. Η συσχέτιση των δύο κυματομορφών με τη χρήση διαφόρων μαθηματικών εργαλείων και προγραμματιστικών τεχνικών αποδίδει πληροφορίες σχετικά με τους στόχους. Σε αντίθεση με τα συστήματα του τύπου αυτού, τα πολυστατικά ραντάρ βασίζονται στη συλλογή της ΗΜ ακτινοβολίας που αντανακλάται στο στόχο αλλά που έχει εκπεμφθεί από ανεξάρτητες πηγές που δεν ανήκουν στο ίδιο το σύστημα, με κυριότερες αυτές που προέρχονται από την κινητή τηλεφωνία, τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση. Οι πηγές αυτές αναφέρονται ως «μη συνεργατικές», καθώς δεν ελέγχονται από το ίδιο το σύστημα. Η λήψη των κυματομορφών γίνεται από περισσότερους του ενός σταθμούς λήψης (εξ ου ο χαρακτηρισμός «πολυστατικά») και για τη διαμόρφωση της εικόνας συγκρίνονται οι κυματομορφές που λαμβάνονται από την απ΄ευθείας εκπομπή όσο και εξ αντανακλάσεως, ενώ συσχετίζονται και οι εκπομπές που λαμβάνουν οι διαφορετικοί μεταξύ τους σταθμοί λήψης του συστήματος.
Το γεγονός ότι η λειτουργία του συστήματος είναι παθητική σημαίνει ότι για την κατασκευή του δεν απαιτείται η εξαιρετικά προηγμένη τεχνολογία κατασκευής της διάταξης εκπομπής . Η τεχνολογία αυτή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τεχνικής δυσκολίας των συγχρόνων συστημάτων ενεργητικών ραντάρ, ειδικά με τη σταδιακή μετατόπιση των συστημάτων προς τις τεχνολογίες AESA, που πολλαπλασιάζουν την κατασκευαστική δυσκολία των συστημάτων αυτών, την απαιτούμενη τεχνογνωσία για τη διαμόρφωση των εκπομπών και, φυσικά, το κόστος. Αντίθετα, η παθητική λειτουργία με τη συσχέτιση αντανακλάσεων μη συνεργατικών πηγών σημαίνει ότι το σημαντικότερο μέρος της δυσκολίας του εγχειρήματος μετατοπίζεται προς τις περιοχές ψηφιακής επεξεργασίας σήματος, μιας περιοχής που είναι εν πολλοίς μαθηματική και προγραμματιστική. Στην περιοχή αυτή τεχνογνωσίας, οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες έναντι των (ούτως ή άλλως εξαιρετικά υψηλών) απαιτήσεων των συμβατικών ραντάρ. Από την άλλη, η έμφαση στον τομέα αυτό σημαίνει ότι ένα συγκεκριμένο σύστημα έχει μεγαλύτερη δυνατότητα εξέλιξης και βελτίωσης (όσο, δηλαδή, ο κατασκευαστής του συνεχίζει να ασχολείται με αυτό), μιας και η βελτίωση του λογισμικού είναι σημαντικά πιο «ελαφριά» τροποποίηση και επένδυση από ότι η μεταβολή κατασκευαστικών χαρακτηριστικών. Από την άλλη, η διαφορετική αρχή λειτουργίας θέτει νέες τεχνικές προκλήσεις όπως αυτή της άμεσης συσχέτισης σημάτων που λαμβάνονται από διαφορετικούς, απομακρυσμένους γεωγραφικά δέκτες καθώς και τη διαχείριση της δικτυακής υπολογιστικής πολυπλοκότητας που θέτει ένα τέτοιο σύστημα. Τέλος, επισημαίνεται ότι το γεγονός πως δεν υπάρχει ανάγκη για κατασκευή κεραίας και πηγής ακτινοβολίας δε σημαίνει ότι το εγχείρημα δεν παραμένει δύσκολο από τεχνικής και κατασκευαστικής απόψεως.
Θεωρητικά τουλάχιστον, από επιχειρησιακής απόψεως η αρχή λειτουργίας ενός τέτοιου είδους ραντάρ παρέχει σημαντικά μεγαλύτερες δυνατότητες αποκαλύψεως στόχων χαμηλού ίχνους («stealth» στα ελληνικά…) από ότι τα αντίστοιχα «μονοστατικά», εξ αιτίας των μηκών κύματος που οι μη συνεργατικές πηγές εκπέμπουν (και για τα οποία δεν είναι προσαρμοσμένη καμία από τις τεχνικές απόκρυψης του αεροσκάφους), των γωνιών υπό τις οποίες ακτινοβολείται ο στόχος (και οι οποίες δεν είναι αυτές για τις οποίες είναι βελτιστοποιημένη η σχεδίαση του στόχου ως «χαμηλού ίχνους»), και τέλος εξ αιτίας της δυνατότητας συσχετίσεως πολλών διαφορετικών αντανακλάσεων από τον στόχο. Γενικώς, στη βιβλιογραφία τα ραντάρ του τύπου αυτού αναφέρονται ως μία από τις κατευθύνσεις προς την οποία κινείται η προσπάθεια για την ανίχνευση στόχων χαμηλού ίχνους.
Πέραν των δυνατοτήτων που τα ραντάρ της κατηγορίας αυτής παρέχουν έναντι στόχων χαμηλού ίχνους, η αρχή λειτουργίας τους παρέχει στα δίκτυα αεροπορικού ελέγχου ένα κρίσιμο πλεονέκτημα, άσχετο με την τεχνολογία χαμηλού ίχνους. Στον αεροπορικό πόλεμο, για όλους τις δυνάμεις που ακολουθούν, λίγο ή πολύ, το δυτικό δόγμα μάχης, η μάχη αρχίζει με μια συστηματική απόπειρα εξαρθρώσεως του αντιπάλου συστήματος αεροπορικού ελέγχου, με στόχους απόλυτης προτεραιότητας τα ραντάρ επιτήρησης. Το βασικό όπλο για τις επιχειρήσεις αυτές είναι οι πύραυλοι «αντι-ραντάρ», πύραυλοι που ακολουθούν την εκπεμπόμενη από τα ραντάρ του αντιπάλου ακτινοβολία προκειμένου να τα πλήξουν. Η παθητική λειτουργία ενός συστήματος εξουδετερώνει τη δυνατότητα αυτή των όπλων, μετατρέποντας την εξουδετέρωση των συστημάτων σε μια κλασική αποστολή καταστροφής χερσαίου (και μάλλον μικρού) στόχου. Επιπλέον, η παθητική λειτουργία σημαίνει ότι, εν απουσία εκπομπών, ο αντίπαλος δε μπορεί να χρησιμοποιήσει Μέτρα Υποστήριξης Ηλεκτρονικού Πολέμου (ΜΥΗΠ – «ESM») προκειμένου να εντοπίσει τις θέσεις των ραντάρ, να τα ταυτοποιήσει και να μελετήσει τις δυνατότητές τους, τόσο για σκοπούς καταστροφής όσο και αποφυγής τους.
Το δεύτερο υποσύστημα του συστήματος HEMPAS, κατ΄ουσίαν λειτουργικά ανεξάρτητο έναντι του παθητικού πολυστατικού ραντάρ που προαναφέρθηκε, είναι ένα σύστημα Μέτρων Υποστήριξης Ηλεκτρονικού Πολέμου, δηλαδή συλλογής, επεξεργασίας και ταυτοποίησης ηλεκτρονικών εκπομπών, προσανατολισμένο προς τις ηλεκτρονικές εκπομπές αεροπορικών μέσων. Για το υποσύστημα αυτό ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά εκτός του γενικής λειτουργικής επιδίωξης να υποβοηθά το πολυστατικό ραντάρ παρέχοντάς του αρχικές ενδείξεις στόχων μεγαλύτερου βεληνεκούς. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η σύνδεση των δύο υποσυστημάτων γίνεται σε υψηλό επίπεδο της αρχιτεκτονικής του συστήματος, δηλαδή το ένα λειτουργεί ανεξάρτητα από το άλλο και απλώς το ΜΗΥΠ σύστημα υποβοηθά το παθητικό ραντάρ, παρέχοντάς του στοιχεία.
Συνολικά, και από τα ελάχιστα στοιχεία που είναι γνωστά, συνάγεται ότι το προτεινόμενο σύστημα προβάλει δύο βασικά στοιχεία που έχουν σημασία για ένα Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου (ΣΑΕ): είναι παθητικής λειτουργίας – δηλαδή δεν έχει ίδιες εκπομπές, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά πιο ασφαλές και μεγαλύτερης επιβιωσιμότητας από τα σταθερά ενεργά μονοστατικά ραντάρ που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του ελληνικού ΣΑΕ και τα οποία θα αποτελέσουν τους στόχους απόλυτης προτεραιότητας ενός αντιπάλου, χωρίς μέχρι σήμερα το πρόβλημα της προστασίας τους να έχει αντιμετωπιστεί (και ο νοών νοείτω). Παράλληλα παρέχει σε ένα ΣΑΕ σημαντική ενίσχυση της ικανότητας ανίχνευσης στόχων χαμηλού ίχνους. Με δεδομένο ότι ο βασικός αντίπαλος της Πολεμικής Αεροπορίας πρόκειται στο άμεσο μέλλον να εξοπλιστεί με αεροσκάφη τεχνολογίας χαμηλού ίχνους, η ικανότητα αυτή είναι προφανώς κορυφαία για τις εξοπλιστικές επενδύσεις της ΠΑ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω περιγράφουν αρχές λειτουργίας συστημάτων, ήδη γνωστές (και υλοποιημένες) στο εξωτερικό, χωρίς να προσφέρουν κάποια «επαναστατική επινόηση», εν είδει «υπερόπλου». Τα «μυστικά υπερόπλα» ανήκουν στην καλπάζουσα φαντασία των αφελών και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Τούτων δοθέντων, το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με την εξοπλιστική πρόταση της λεγόμενης «Ομάδας Θεσσαλονίκης» δεν αφορά την αρχή λειτουργίας των συστημάτων που αυτή προτείνει ή το ζήτημα της χρησιμότητάς τους. Αυτά αποτελούν δεδομένα του προβλήματος – και μάλιστα τετριμμένα – και όχι ζητούμενο. Ό,τι μέχρι τώρα αναφέρθηκε δεν είναι τίποτα που δεν αναπτύσσεται με ευκολία στο πλαίσιο διπλωματικών εργασιών πολυτεχνικών σχολών, ως θεωρητικές προτάσεις.
Το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το προτεινόμενο από την Ομάδα Θεσσαλονίκης σύστημα αφορά το κατά πόσον η προτεινόμενη λύση ήταν τεχνολογικά και κατασκευαστικά ώριμη για να αναληφθεί μια προσπάθεια ανάπτυξης του προτεινομένου συστήματος, δηλαδή, αν και κατά πόσο μπορεί να επιτύχει με οικονομικό τρόπο και εντός του υπολογιζόμενου χρονικού ορίου τις επιδόσεις που ευαγγελίζεται.

Η διαδικασία απόκτησης εξοπλισμών του ΥΕΘΑ

Για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο αντιμετώπισης της πρότασης HEMPAS από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, πρέπει να έχει κάποια αντίληψη δύο βασικών διαδικασιών που εμπλέκονται στο ζήτημα: αφ’ ενός, πρέπει κανείς να γνωρίζει πως προγραμματίζει ένας στρατός τις αγορές εξοπλισμού, ειδικά αν οι αγορές αυτές δεν αφορούν την απόκτηση ετοίμων συστημάτων αλλά την ανάπτυξη συστημάτων ειδικά για τις ανάγκες του. Αφ΄ετέρου, πρέπει να έχει κανείς μια αντίληψη των βασικών διαδικασιών που ακολουθούνται για την αξιολόγηση, την ανάπτυξη και την παραγωγή οπλικών συστημάτων. Εν αγνοία αυτών των στοιχείων, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς και να αξιολογήσει τη στάση του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επειδή τα στοιχεία αυτά έχουν κάποια έκταση, παρατίθενται σε δυο χωριστά παραρτήματα, στο τέλος του άρθρου. Όποιος επιθυμεί να έχει μια καλύτερη αντίληψη των διαδικασιών, όχι για λόγους τυπικούς αλλά για λόγους ουσίας, προτρέπεται να τα αναγνώσει.
Σε πολύ γενικές γραμμές, τα επιτελεία (δηλαδή, οι στρατιωτικοί-επιχειρησιακοί φορείς του Υπουργείου Αμύνης) μαζεύουν τις διαφορετικές εξοπλιστικές απαιτήσεις που έχουν, τις κοστολογούν και τις προτεραιοποιούν, δηλαδή αποφασίζουν τη σειρά σημασίας που έχει η εκπλήρωσή τους. Οι απαιτήσεις των κλάδων εξετάζονται από κοινού σε διακλαδικό υπηρεσιακό όργανο που ονομάζεται Συμβούλιο Αμυντικής Σχεδιάσεως και Προγραμματισμού όπου λαμβάνουν την τελική τους προτεραιοποίηση.
Εν συνεχεία, ο κατάλογος αυτός – πάντοτε υπό την έγκριση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας – διαβιβάζεται στη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων για υλοποίηση. Δηλαδή, ο «κατάλογος με τα ψώνια» φεύγει από αυτούς που τον συνέταξαν (τα επιτελεία) και πηγαίνει σε «πολιτική» υπηρεσία του Υπουργείου, η οποία και θα «κάνει τα ψώνια», δηλαδή θα εκτελέσει τις διαδικασίες απόκτησης από το εξωτερικό (στη συνηθέστερη περίπτωση) ή εγχώριας παραγωγής του ζητούμενου εξοπλισμού. Θεωρητικώς τουλάχιστον, η ΓΔΑΕΕ είναι υπηρεσία που διαθέτει την τεχνογνωσία της οικονομικής διαχείρισης και της τεχνολογικής αξιολόγησης των προγραμμάτων – ενώ κατά τη διαδικασία απόκτησης τα επιτελεία εμπλέκονται και πάλι κατά τη διαδικασία κατάρτισης των τεχνικών προδιαγραφών και επιχειρησιακής αξιολόγησης των προς απόκτηση συστημάτων – και μόνον κατά το μέρος αυτό.
Η παραπάνω μικρή εισαγωγή παρατέθηκε με ένα συγκεκριμένο σκοπό κατά νου: να δοθεί το υπόβαθρο που πρέπει να έχει κανείς προκειμένου να αξιολογήσει την υπόθεση του συστήματος HEMPAS όχι στο τεχνικό της μέρος – πράγμα αδύνατον χωρίς διαβαθμισμένα τεχνικά στοιχεία και μεγάλη τεχνική εμπειρία – αλλά στον τρόπο χειρισμού της από το Υπουργείο Αμύνης.
Το σύστημα HEMPAS μπορεί να είναι ένα καλό ή ακόμη και εξαιρετικό σύστημα για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Μπορεί, επίσης, να είναι ένα απολύτως ανεπαρκές και χωρίς χρησιμότητα σύστημα ή με μηδενική πρακτικά δυνατότητα επιτυχούς ανάπτυξης. Και τα δύο είναι, κατ΄αρχήν, εξ ίσου πιθανά, όπως άλλωστε είναι πιθανό κι ένα μεγάλο φάσμα ενδιαμέσων αξιολογήσεων.
Όμως τόσο οι απαντήσεις που δόθηκαν δημοσίως από τους δύο υπουργούς αμύνης όσο και τα στοιχεία που έδωσαν οι ίδιοι οι συντελεστές του HEMPAS στου συντάκτες σχετικά με την αντιμετώπιση του συστήματος – και που επιβεβαιώνονται από πηγές ανεξάρτητες – εγείρουν περισσότερα ερωτήματα απ΄ όσα απαντούν.

Η διαχείριση της υπόθεσης HEMPAS από το ΥΕΘΑ

Με όλα αυτά τα δεδομένα υπ΄όψιν, καθώς και με τα όσα είναι γνωστά σε σχέση με την πρόταση προγράμματος HEMPAS, προκύπτουν σοβαρότατα ερωτήματα σε σχέση με τη διαχείρισή της εκ μέρους του ΥΕΘΑ και την τελική της έκβαση.

Σημείο 1ο : Ποιος φορέας διαχειρίστηκε την Πρόταση Προγράμματος;

Το πρώτο μείζον ερώτημα αφορά τη βασική διαδικασία χειρισμού του θέματος: απόλυτη αμηχανία. Όπως είπαμε, σύμφωνα με τη βασική διαδικασία που ακολουθείται, τα επιτελεία διαπιστώνουν (κατά κλάδο) τις ανάγκες τους, αυτές προτεραιοποιούνται μέσω ενός διακλαδικού μηχανισμού (το Συμβούλιο Αμυντικού Σχεδιασμού και Προγραμματισμού), επικυρώνονται από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων, κι εν συνεχεία ο «κατάλογος» δίδεται στη ΓΔΑΕΤΕ που αποφασίζει αν τα απαιτούμενα προγράμματα μπορούν να αναπτυχθούν εγχωρίως ή πρόκειται να αποκτηθούν έτοιμα από το εξωτερικό. Στην περίπτωση του HEMPAS η λογική υπαγορεύει ότι η πρόταση θα πρέπει να αξιολογηθεί ως προς τα λειτουργικά/επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, που εν προκειμένω αφορούν τον τρόπο λειτουργίας του αισθητήρα και τις επιδόσεις του, από τις Ένοπλες Δυνάμεις, κι εφ΄όσον αυτά εκτιμηθούν ως κατ΄αρχήν ενδιαφέροντα, να ανατεθεί στην ΓΔΑΕΕ και συγκεκριμένα στη ΔΑΕΤΕ η αξιολόγηση του συστήματος από πλευράς τεχνολογικής ικανότητας, δηλ. αν μπορεί να επιτευχθεί η πλήρης τεχνική και παραγωγή ανάπτυξη του συστήματος που προτείνεται. Ο διαχωρισμός είναι σαφής σε όποιον έχει στοιχειώδεις τεχνικές γνώσεις: το μεν επιτελείο εξετάζει το στρατιωτικό κομμάτι του συστήματος (του τεχνικού συμπεριλαμβανομένου), η δε Γενική Διεύθυνση εξετάζει την πρόταση ως τεχνικό σύστημα: την ωριμότητα και το εφικτό των επιδόσεών του από πλευράς κόστους, πόρων και χρόνου. Η διάκριση αυτή δεν είναι τυπική αλλά ουσιαστική: η μεν Γενική Διεύθυνση είναι φύσει αδύνατο να αξιολογήσει το σύστημα επιχειρησιακά, τα δε Επιτελεία δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το σύστημα ως τεχνολογικό πρόγραμμα.
Αντί γι΄ αυτό, εξ αρχής η διαχείριση της πρότασης έγινε από το ΓΕΕΘΑ και με τη συμβολή των υπολοίπων Γενικών Επιτελείων. Τα επιτελεία αυτά κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν όχι μόνον επί των επιχειρησιακών (λειτουργικών) χαρακτηριστικών, αλλά και επί της τεχνολογικής ωριμότητας της πρότασης. Ασχέτως ενδεχομένων ειδικών λόγων για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμο να μην παραπεμφθεί το θέμα στη ΓΔΑΕΕ, όπως θα ήταν η κανονική οδός, εγείρεται το εξής απλό ερώτημα: πως ήταν δυνατόν το ΓΕΕΘΑ να γνωμοδοτήσει με επάρκεια σε ένα τεχνικό θέμα όπως η τεχνολογική ωριμότητα μίας πρότασης, επί του οποίου δεν έχει ούτε την τυπική αρμοδιότητα, αλλά, κυρίως, ούτε και την τεχνική επάρκεια να πράξει;
Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί το εξής βασικό ζήτημα, προκειμένου να απαντηθεί μια εύλογη ένσταση: οι τρεις κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων έχουν ένα σημαντικό βαθμό αξιωματικών με τεχνική μόρφωση. Ιδιαίτερα η Π.Α. έχει ειδικότητα αξιωματικών, τους Μηχανικούς, οι οποίοι είναι κατ΄ουσίαν, απόφοιτοι πολυτεχνικής σχολής και μάλιστα υψηλού επιπέδου, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς έχει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Σε κάπως πιο περιορισμένο βαθμό, αυτό ισχύει και για το Π.Ν., ενώ σε μικρότερο – αλλά όχι αμελητέο βαθμό – ισχύει και για τον Ε.Σ. Για ποιόν λόγο δε μπορούσαν τα επιτελεία με τους αξιωματικούς αυτούς να γνωμοδοτήσουν επί της τεχνικής πρότασης του HEMPAS?
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να αναφερθούν τα βασικά στοιχεία για την αξιολόγηση μίας πρότασης ανάπτυξης ενός συστήματος (σε αντιδιαστολή με την τεχνική αξιολόγηση ενός ετοίμου συστήματος): Μετά τη διαπίστωση και τη διατύπωση επιχειρησιακών (λειτουργικών) απαιτήσεων εκ μέρους των επιχειρησιακά υπευθύνων, και μιλώντας κάπως απλουστευτικά, μία πρόταση για την ικανοποίηση της απαίτησης εξετάζεται κατά το αν (α) πληροί τις βασικές λειτουργικές (επιχειρησιακές) απαιτήσεις (β) είναι τεχνικά ώριμη για την ανάπτυξή της. Είναι απολύτως βέβαιο ότι το τεχνικό δυναμικό των επιτελείων είναι παραπάνω από ικανό και εξειδικευμένο να προβεί με επάρκεια στην αξιολόγηση του σημείου (α). Όμως το δεύτερο είδος αξιολόγησης, αυτό της τεχνικής ωριμότητας της πρότασης, είναι όχι απλώς «δύσκολο» αλλά διαφορετικό, εξαιρετικά ειδικό και απαιτητικό θέμα. Δεν απαιτεί απλώς «γνώσεις» επί τεχνικών ζητημάτων αλλά – πέραν μίας ορισμένης μεθοδολογίας – απαιτεί βαθύτατη γνώση των ορίων της υφιστάμενης τεχνογνωσίας και/ή εμπειρία στην ανάπτυξη συστημάτων, δηλαδή εκτίμηση της υφιστάμενης τεχνογνωσίας και εκτίμηση της δυνατότητας για διεύρυνσή της με τους διαθέσιμους πόρους. Μια τέτοια εκτίμηση απαιτεί, πρακτικά, την πολύ υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου εμπειρία ή/και πραγματική, πρακτική εμπειρία σε ανάπτυξη συστημάτων. Η τελευταία αυτή εμπειρία είναι, άλλωστε, και η μόνη που παρέχει κάποια εχέγγυα ορθής εκτίμησης των προβλημάτων ανάπτυξης. Πιο απλά: απαιτείται απάντηση στο ερώτημα: «μπορεί να φτιαχτεί αυτό;». Απάντηση σε τέτοια ερώτηση μπορούν να δώσουν μόνον όσοι έχουν εμπειρία στο «φτιάξιμο» πραγμάτων, ή (λιγότερο καλά) όσοι παρακολουθούν στενά την τεχνολογία «κατασκευής».
Οι στρατιωτικοί μηχανικοί, όσο καλοί και αν είναι, εκ των πραγμάτων δεν έχουν ούτε εμπειρία στην ανάπτυξη συστημάτων, ούτε επαρκώς βαθιά γνώση των ορίων της τρέχουσας τεχνογνωσίας. Για να επανέλθουμε στο προηγούμενο παράδειγμα με το αυτοκίνητο: Είναι άλλο να αξιολογεί ένας οδηγός ( αξιωματικός αεράμυνας ή παρεμφερής ρόλος) τις επιχειρησιακές δυνατότητες ενός αυτοκινήτου, είναι άλλο μηχανικοί υποστήριξης να αξιολογούν το τεχνικό επίπεδο ενός δεδομένου αυτοκινήτου ( στρατιωτικοί μηχανικοί), κι είναι άλλο πράγμα για κάποιους μηχανικούς να αξιολογούν αν ένα σχέδιο αυτοκινήτου είναι επαρκώς ώριμο για να κατασκευαστεί – χωρίς να έχουν καμία παρεμφερή εμπειρία.
Έτσι, στην περίπτωση του HEMPAS, η εξ αρχής ανάθεση της τεχνικής αξιολόγησης της πρότασης στα επιτελεία οδηγούσε σε αδιέξοδο, γιατί αυτά αδυνατούσαν να αξιολογήσουν την πρόταση ως προς το αναπτυξιακό της μέρος (είτε θετικά, είτε αρνητικά).

Σημείο 2ο: Ποιο Επιτελείο;

Εφ΄ όσον, για κάποιους λόγους, η αξιολόγηση και παρακολούθηση του προγράμματος δεν ανατέθηκε στην ΓΔΑΕΕ αλλά στις Ένοπλες Δυνάμεις, τίθεται εύλογα ένα δεύτερο μείζον ερώτημα: σε ποιόν ακριβώς, στις Ένοπλες Δυνάμεις;
Είναι σαφές ότι ένα σύστημα όπως το HEMAS αποτελεί ένα εργαλείο για την ενίσχυση του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου της Πολεμικής Αεροπορίας. Επιπλέον, και παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις κάποιων, η Π.Α. είναι ο κλάδος με τη μεγαλύτερη εμπλοκή σε προγράμματα εντάσεως κεφαλαίου και με το πιο εξειδικευμένο τεχνολογικά ανθρώπινο δυναμικό. Θα περίμενε κανείς ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση του προγράμματος θα ανετίθετο στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας.
Αντί γι΄ αυτό, παρατηρείται η εξής εικόνα: με την εισαγωγή της προτάσεως στο ΥΕΘΑ, το χειρισμό του συνολικά αναλαμβάνει το ΓΕΕΘΑ και όχι το ΓΕΑ. Το ΓΕΑ δεν καλείται να γνωμοδοτήσει – αν όχι κατ΄ αποκλειστικότητα, ούτε έστω κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα – αλλά αντ΄ αυτού καλείται το ΓΕΕΘΑ να διαχειριστεί την πρόταση, με τα άλλα Γενικά Επιτελεία σε ρόλο παρατηρητή. Η σύγχυση αυτή προκύπτει προφανώς από τη λειτουργία της Διεύθυνσης Α4 (Αεράμυνας) του ΓΕΕΘΑ, καθώς και το γεγονός ότι τόσο το Π.Ν. όσο και ο Ε.Σ. έχουν αξιωματικούς με εμπειρία και αντικείμενο τα αντιαεροπορικά όπλα. Η επιλογή αυτή υπήρξε τουλάχιστον ατυχής και προφανώς λανθασμένη. Οι κατ΄ εξοχήν αρμόδιοι για να αξιολογήσουν ένα σύστημα υποψήφιο για ένταξη στο ΣΑΕ είναι οι ίδιοι οι χειριστές του ΣΑΕ. Το βασικό αποτέλεσμα που είχε η επιλογή αυτή διαχείρισης ήταν το ΓΕΑ να αρχίσει να «πετροβολάει» το προτεινόμενο σύστημα που άλλοι πήγαιναν να του επιβάλουν – ή πάντως, να έχει ένα πρόσχημα για να τηρήσει την εξαιρετικά αρνητική στάση που τήρησε.

Σημείο 3ο: Η «δυσπιστία του ΓΕΑ έναντι των εγχώριων αναπτυξιακών προγραμμάτων

Το επόμενο σημείο που προβλήθηκε ως λόγος απόρριψης της πρότασης προγράμματος HEMPAS είναι η «δυσπιστία» του ΓΕΑ έναντι ελληνικών αναπτυξιακών προγραμμάτων του παρελθόντος, αφού κανένα από αυτά δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, με αποτέλεσμα τη κατασπατάληση πόρων. Η στάση αυτή επιστρατεύεται για να εξηγήσει το γιατί το ΓΕΑ αντιδρούσε στο ενδεχόμενο χρηματοδότησης ενός τέτοιου προγράμματος, και αντί γι΄ αυτό προέκρινε την αγορά ετοίμων συστημάτων από το εξωτερικό.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν είναι απλώς λανθασμένο και μάλιστα σε βαθμό θράσους, αλλά είναι βαθύτατα τραγικό, κατά τρόπο που αυτοί που το επικαλούνται μάλλον δεν αντιλαμβάνονται.
Ο κατ΄ εξοχήν αρμόδιος για να αξιολογήσει και να εγκρίνει ένα επενδυτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι πάντοτε η αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Εάν τα προηγούμενα προγράμματα απέτυχαν, τότε το βέβαιο είναι ότι η αποτυχία και η αδυναμία είναι πρώτα και κύρια του Υπουργείου Αμύνης που δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει επιτυχώς και να κατευθύνει με επάρκεια τα προγράμματα αυτά. Πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι στις περιπτώσεις συμβάσεων ανάπτυξης συστημάτων, την ευθύνη για την αξιολόγηση του αναδόχου, της επάρκειας της πρότασής του, καθώς και την παρακολούθηση και τον έλεγχο της υλοποίησης του έργου έχει πάντοτε η Αναθέτουσα Αρχή, εν προκειμένω το ΥΕΘΑ. Επιπλέον, το να καταδικάζεται κάθε μελλοντική τεχνολογική προσπάθεια εξ αιτίας παλαιοτέρων αποτυχιών, δεν είναι μόνον αξιοθρήνητη στάση μίας κρατικής αρχής που πάει να ρίξει τις ευθύνες της δικής της ανεπάρκειας συνολικά, γενικά και αόριστα στους «έλληνες κατασκευαστές» (ή μηχανικούς, ή οτιδήποτε). Πολύ περισσότερο, είναι μια ιστορική παραίτηση: μία χώρα αποφασίζει ότι είναι άχρηστη, ότι δεν είναι ικανή για τίποτα, κι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καλλιεργεί πατάτες, να σερβίρει μουσακάδες και να καταναλώνει…
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ο εξής χειρισμός του ΓΕΑ. Επανειλημμένως, και προκειμένου να αποφύγει την εμπλοκή με το HEMPAS όπως, για διαφόρους λόγους, επιθυμεί, επικαλείται τη μη αναφορά σε ανάγκη αισθητήρων εντοπισμού στόχων χαμηλού ίχνους στο εξοπλιστικό πρόγραμμα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, κι ενώ είναι γνωστή και προγραμματισμένη η προμήθεια μαχητικών χαμηλού ίχνους στην τουρκική αεροπορία. Η τακτική αυτή δεν είναι κατ΄αρχήν, παράλογη: εφ΄ όσον η γενική ιδέα του ΓΕΑ είναι να αντιμετωπίσει τα F-35 με ριζική βελτίωση του ΣΑΕ, όπως άλλωστε είναι το σωστό, και εφ΄ όσον αυτό πρόκειται να γίνει με προμήθεια ετοίμων συστημάτων από το εξωτερικό, είναι λογικό να περιμένει όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να προμηθευτεί όσο το δυνατόν πιο εξελιγμένους αισθητήρες, που μάλιστα είναι στη φάση της ανάπτυξης αυτή τη στιγμή και με την απειλή των stealth αεροσκαφών υπ’ όψιν. Φυσικά, η τακτική αυτή θα είναι λιγότερο αθώα αν δούμε το ΥΕΘΑ να προβαίνει σε αγορές αισθητήρων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος μόλις γίνουν οι πρώτες πτήσεις των F-35, γιατί αυτό απλούστατα θα σημαίνει ότι κάποιοι κωλυσιεργούν σκόπιμα για να αποσπάσουν μεγαλύτερες μίζες.
Η τακτική αυτή, όμως, της ΠΑ καθίσταται παντελώς ακατανόητη όταν της δίνεται η ευκαιρία να εμπλακεί η ίδια σε ανάπτυξη εγχωρίου συστήματος. Στην περίπτωση που η προοπτική αυτή είναι ρεαλιστική, τότε ο χρόνος λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα. Η εξέλιξη και η ωρίμανση τεχνολογικού συστήματος είναι μια διαδικασία χρονοβόρα και μάλιστα, στην πράξη δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού γίνεται συνεχώς εκμετάλλευση της δυνατότητας περαιτέρω εξέλιξης του συστήματος.
Φυσικά, μετά τις αποκαλύψεις και τις διώξεις κατά των κ.κ. Τσοχατζόπουλου, Σμπώκου, Κάντα, και όλου του υπολοίπου θιάσου, εγείρονται υποψίες για άλλες διαστάσεις της υπόθεσης. Από την άλλη, είναι απολύτως βέβαιο ότι μετά την απομάκρυνση των ατόμων αυτών από τις θέσεις τους εκλείπουν πλήρως και οι υποψίες για αθέμιτη διαχείριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων των ΕΔ.

Σημείο 4ο: Η αδυναμία αξιολόγησης του συστήματος

Το κεντρικό στοιχείο της υπόθεσης της πρότασης προγράμματος HEMPAS είναι η αδυναμία ή απροθυμία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης να αξιολογήσει το πρόγραμμα.
Επισημαίνεται και πάλι ότι ως αξιολόγηση του προγράμματος εννοούνται δύο διαφορετικά είδη αξιολόγησης. Το πρώτο αφορά τις αναμενόμενες επιχειρησιακές/λειτουργικές ικανότητες του συστήματος και το δεύτερο αφορά την τεχνική του ωριμότητα. Πιο απλά, το πρώτο αφορά την αξιολόγηση από την οπτική γωνία του υποψηφίου χρήστη, ενώ το δεύτερο αφορά την οπτική γωνία από την πλευρά του κατασκευαστή/παραγωγού (ή αυτού που θα χρηματοδοτήσει την κατασκευή/παραγωγή). Επαναλαμβάνεται και πάλι ότι πρόκειται για δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που απαιτούν, αντιστοίχως, ριζικά διαφορετικές δεξιότητες.
Ό,τι φαίνεται να έλαβε μέχρι σήμερα χώρα σε σχέση με την αξιολόγηση του HEMPAS είναι η απροθυμία επιχειρησιακής αξιολόγησης και η αδυναμία της τεχνικής αξιολόγησης. Ενώ η πρώτη είναι κατανοητή (αν και λανθασμένη) εξ αιτίας της δυσπιστίας (και μάλιστα της δυσπιστίας που γεννά η αδυναμία τεχνικής αξιολόγησης), είναι σαφές ότι το βασικό πρόβλημα είναι η αδυναμία τεχνικής αξιολόγησης. Κι αυτό, γιατί η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη, απαιτεί τεχνογωσία που δεν είναι διαθέσιμη (τουλάχιστον ευρέως), εξαρτάται ουσιωδώς από εμπειρία που δεν υπάρχει στους μηχανισμούς του Υπουργείου (με βεβαιότητα όχι στα επιτελεία και πιθανότατα όχι στη ΓΔΑΕΕ), ενώ ενέχει πολλά ερωτήματα κρίσεως για τα οποία οι αποφασίζοντες επιφορτίζονται και την ανάλογη ευθύνη.
Έτσι, χαρακτηριστικά, σε κανένα στάδιο της τεχνικής «αξιολόγησης» του προγράμματος δεν υπεδείχθη από τους αξιολογούντες σε ποια συγκεκριμένα σημεία εντοπίζουν πρόβλημα, δηλαδή σε ποια συγκεκριμένα υποσυστήματα ή τεχνολογικά στοιχεία εύρισκαν ανώριμη την πρόταση και ανέφικτη την απαιτούμενη εξέλιξη/ωρίμανση του συστήματος εντός των χρονικών ορίων που τίθενται. Μία ενδεχόμενη αρνητική αξιολόγηση που θα στηριζόταν σε συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, θα ήταν, μεν, κατ΄αρχήν αποδεκτή, θα παρέμενε, όμως, αντικείμενο συγκεκριμένης κριτικής. Αντί αυτού, η «αξιολόγηση» βασίστηκε στο επιχείρημα της γενικής «ανωριμότητας» αυτής της κατηγορίας συστημάτων, όπως αυτή είναι γνωστή από τη βιβλιογραφία.
Μία τέτοια απόφανση δεν είναι αποδεκτή για σύστημα που κατ΄ουσίαν, έχει ολοκληρώσει τη Φάση Ανάπτυξης της Τεχνολογίας και είναι διαθέσιμο για μερικές επιχειρησιακές δοκιμές επί μέρους υποσυστημάτων. Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση υποβολής πρότασης για την Ανάπτυξη της Τεχνολογίας, όμως η πρόταση HEMPAS υποβλήθηκε στο Υπουργείο ως ώριμη τεχνολογική πρόταση, με συγκεκριμένα και ώριμα αποτελέσματα για τα επί μέρους προβλήματα. Οι λύσεις αυτές όφειλαν να αξιολογηθούν τεχνολογικά – πλην όμως μια τέτοια αξιολόγηση απαιτεί εμπειρία και γνώση ανάπτυξης συστημάτων, η οποία δεν υπήρχε. Και πάλι, η θέση αυτή δεν προεξοφλεί το θετικό αποτέλεσμα στην περίπτωση που λάμβανε χώρα τέτοια αξιολόγηση, όμως στην περίπτωσή μας, δε φτάσαμε καν τόσο κοντά. Χαρακτηριστικό της αδυναμίας στο σημείο αυτό είναι η απάντηση που δόθηκε από τον υπουργό αμύνης Ραγκούση. Η απάντηση αυτή, που για να είμαστε δίκαιοι, αφορούσε αντικείμενο το οποίο ο υπουργός αδυνατούσε ούτως ή άλλως να κατανοήσει. Ο υπουργός ήταν αναγκασμένος απλώς να μεταφέρει ό,τι οι (δικής του επιλογής, φυσικά) συνεργάτες του μετέφεραν, αλλά αυτοί απλώς τον εξέθεταν. Η επίκληση του ισχυρισμού της «αόριστης παρουσίασης που κυμάνθηκε σε γενικό επίπεδο», τη στιγμή που είχαν προσκομιστεί λειτουργικά σχέδια, υπήρχαν επιτυχείς αρχικές δοκιμές και προτάσεις για άμεση διεξαγωγή πλήρων δοκιμών, ενώ ήταν διαθέσιμο για εξέταση σχεδόν το σύνολο του απαιτουμένου κώδικα που είχε ήδη αναπτυχθεί, δείχνει απλώς ότι ο μηχανισμός του υπουργείου απλώς… παρίστανε τον χαζό (κάνοντας όμως τον υπουργό να φαίνεται ο χαζός της υπόθεσης). Η δε επίκληση συγκεκριμένης νατοϊκής μελέτης σε σχέση με το θέμα, εκθέτει το υπουργείο έτι περαιτέρω: Η συγκεκριμένη νατοϊκή μελέτη γίνεται βάση των βιβλιογραφικών αναφορών καθώς και της εξέτασης αντιστοίχων συστημάτων που της ήταν διαθέσιμα. Όμως αυτό δεν αποτελεί λόγο απόρριψης άλλου συστήματος, όταν αυτό υποστηρίζεται ότι έχει λύσει τα αντίστοιχα προβλήματα, και προκαλεί για έλεγχο. Αν η εν λόγω έκθεση τεκμηρίωνε, όντως, λόγο απόρριψης, τότε όποιος τη χρησιμοποίησε δεν είχε παρά να καταγράψει τους λόγους που αυτή επικαλείται (σε τεχνικό επίπεδο) και να αποφανθεί για το αν η πρόταση HEMPAS είχε επιλύσει ό,τι κατά την έκθεση ήταν ανεπίλυτο ή όχι.
Χαρακτηριστικό της αδυναμίας προς τεχνική αξιολόγηση είναι το γεγονός ότι τα υπηρεσιακά όργανα όχι μόνον δεν αξιολογούσαν την πρόταση επί της ουσίας, αλλά απέφευγαν να καθορίσουν σημεία, στοιχεία ή περιοχές στις οποίες είτε θα απαιτούσαν επιχειρησιακούς (πρακτικούς) ελέγχους, είτε θα απαιτούσαν περαιτέρω εξέλιξη πριν αποφασίσουν οριστικώς. Και πάλι, μία τέτοια αντίδραση θα έδειχνε (κατ΄αρχήν) ότι η ελέγχουσα αρχή ήταν σε θέση να αξιολογήσει (και να απορρίψει ή να εγκρίνει) την πρόταση επί της ουσίας της. Αλλά, προφανώς, αυτό δεν ίσχυε έτσι κι αλλιώς.

Σημείο 5ο: Οι παλινωδίες 7 (επτά) ετών

Πέραν του ειδικότερου προβλήματος της τεχνικής αξιολόγησης του συστήματος, η παρακολούθηση της πορείας του αποκαλύπτει εξ αρχής ένα – τουλάχιστον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό: Η αρχική πρόταση για το σύστημα υποβλήθηκε επίσημα στο Υπουργείο Αμύνης το καλοκαίρι του 2006. Το σύστημα ετέθη σε μια διαδικασία αξιολογήσεως που απέδωσε τελική απάντηση το φθινόπωρο του 2013. Ασχέτως της απόφασης καθ΄ εαυτής, η διαδικασία αξιολόγησης μιας πρότασης ανάπτυξης διήρκεσε επτά (7) έτη. Με περίοδο αξιολόγησης (επαναλαμβάνουμε: αξιολόγησης – όχι ανάπτυξης) μιας πρότασης προγράμματος, και μάλιστα όχι ιδιαίτερα πολύπλοκου, επτά ετών, όχι απλώς υποσκάπτει κανείς την ίδια την πρόταση, ακόμη κι αν αυτή είναι αξιόλογη, αλλά απειλεί να καταστήσει παρωχημένη ακόμη και την πιο εύστοχη και επιτυχή πρόταση προγράμματος που μπορεί να υποβληθεί.
Όποιος έχει εμπειρία από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς γνωρίζει ότι καθυστερήσεις τέτοιας διαρκείας σπανίως είναι προϊόν δυστοκίας του συστήματος – ειδικά σε περιπτώσεις που δεν τίθενται δικαστικά θέματα αλλά μόνον διαδικαστικά. Η αντιμετώπιση αυτή είναι ο τρόπος των εχόντων ισχύ εντός του συστήματος να «σκοτώσουν» ευσχήμως διαδικασίες με τις οποίες δε συμφωνούν – για οποιονδήποτε λόγο. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τη συγκεκριμένη διαδρομή του προγράμματος στις «διαδικασίες» του Υπουργείου Αμύνης, όπου μεταξύ των διαφόρων «σταδίων» μεσολαβούσαν μήνες και έτη, ανεξήγητα, χωρίς καμία εξήγηση, εύλογη ή μη.
Στο σημείο αυτό πρέπει κανείς να έχει υπ΄όψιν το εξής: αν οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο με τη λειτουργία της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, αυτό δεν ίσχυσε ποτέ με τις διαδικασίες των ΕΔ και του Υπουργείου Αμύνης. Εκεί, λόγω στρατιωτικής παράδοσης, οι υποθέσεις διεκπεραιώνονται γρήγορα (αν και όχι πάντα αποτελεσματικά). Το «λίμνασμα» φακέλλων σε διάφορα επίπεδα δεν ανήκει σε κάποια γενικότερη προβληματική παράδοση των υπηρεσιών του υπουργείου, αλλά σε σκόπιμη πολιτική που ασκήθηκε στην περίπτωση αυτή.

Σημείο 6ο: Οι προσχηματικές δικαιολογίες

ή

Ο Υπουργός που αγόρευε αμέριμνος…

Το τελευταίο σημείο που καταδεικνύει την «ακατανόητα» ανεπαρκή αντιμετώπιση της πρότασης HEMPAS από το Υπουργείο Αμύνης, είναι ακριβώς η αδυναμία των υπηρεσιών του να δώσουν μια επαρκή απάντηση σε ό,τι αφορά την απόρριψη της προτάσεως. Θα επαναληφθεί για μία ακόμη φορά ότι δε γνωρίζουμε την πρόταση στην τεχνική της ουσία και αδυνατούμε, ως εκ τούτου, να την αξιολογήσουμε. Η πρόταση μπορεί να είναι από ιδιοφυής έως παιδική – και δεν εκφέρουμε γνώμη επ΄αυτού. Είναι όμως εντυπωσιακή η αδυναμία του Υπουργείου να εξηγήσει γιατί την απορρίπτει. Ειδικότερα, όταν το Υπουργείο προβάλλει κάποιον συγκεκριμένο ισχυρισμό, αυτός είναι τόσο εξώφθαλμα ανακριβής και προσχηματικός, που απλώς δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι απλώς «πετάει τη μπάλα έξω από το γήπεδο» και μάλιστα πανικόβλητος.
Οι πλέον επίσημες θέσεις σχετικά με την απόρριψη της προτάσεως είναι οι εξής:
«δεν υπάρχει καταγεγραμμένη απαίτηση για την απόκτηση αισθητήρων εντοπισμού στόχων χαμηλού ίχνους»
Η δικαιολογία αυτή είναι εξόφθαλμα προσχηματική, δεδομένου του ότι: α) είναι γνωστή και προγραμματισμένη η έλευση στόχων χαμηλού ίχνους και β) η πρόταση δεν αφορά αποκλειστικά τον εντοπισμό στόχων χαμηλού ίχνους αλλά και την ενίσχυση του ΣΑΕ με παθητικά μέσα εντοπισμού στόχων – πλεονέκτημα αυτονόητα κρίσιμο. Θα ήταν, ίσως, κατανοητό να μην υπάρχει άμεση και επείγουσα ανάγκη για την απόκτηση αισθητήρων που αντιμετωπίζουν στόχους χαμηλού ίχνους, δεδομένου ότι λογικά η ΠΑ θα θελήσει να αποκτήσει τους πλέον εξελιγμένους αισθητήρες – άρα να έχει δώσει σε κατασκευαστές τον μέγιστο δυνατό χρόνο για την εξέλιξή τους. Αυτό ισχύει στην περίπτωση που είναι αυτονόητο ότι οι αισθητήρες θα αποκτηθούν από το εξωτερικό ως έτοιμα συστήματα. Τη στιγμή, όμως, που εμφανίζεται η ρεαλιστική δυνατότητα να εξελιχθούν εγχωρίως σημαντικοί αισθητήρες, η διάσταση του χρόνου λαμβάνει αντίθετη προτεραιότητα: απαιτείται όσο το δυνατόν περισσότερος χρόνος για εξέλιξη του συστήματος.
«Η παρουσίαση κυμάνθηκε σε πολύ γενικό επίπεδο»
Για μία πρόταση η οποία παραδίδεται στο τέλος της φάσης ανάπτυξης τεχνολογίας, που μπορεί να εμφανίσει έτοιμο το μεγαλύτερο μέρος του κώδικα προς έλεγχο, που υφίσταται (επιτυχείς) αρχικές δοκιμές και που ζητά χρηματοδότηση δοκιμών (και ΟΧΙ ανάπτυξης) για να αποδείξει την ωριμότητά της, η απάντηση αυτή είναι μάλλον αστεία.
«Τα ραντάρ αυτής της κατηγορίας είναι ακριβά»
Το αποκορύφωμα της προσχηματικής απάντησης: Πέραν της προφανούς οικονομίας που εξασφαλίζει η εγχώρια ανάπτυξη οποιουδήποτε συστήματος, ένα βασικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κατηγορίας παθητικών συστημάτων είναι το χαμηλότερο συγκριτικά κόστος τους, καθώς δε χρησιμοποιούν τις πανάκριβες και τεχνολογικά απαιτητικές διατάξεις ακτινοβολίας. Αντιθέτως, τα συστήματα αυτά θέτουν μεγαλύτερες απαιτήσεις υπολογιστικής ικανότητας, αλλά αυτή είναι πάντοτε πολύ πιο φτηνή (και διαθέσιμη εμπορικά) από τις πανάκριβες και εξειδικευμένες διατάξεις ακτινοβολίας (κεραίες και μικροκυματική τροφοδοσία) των ραντάρ.
«Τα ραντάρ της τεχνολογίας αυτής δεν είναι αξιόπιστα»
Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία (EADS) έχουν αναπτύξει επιχειρησιακά συστήματα τεχνολογίας PCL, ενώ δεν αντιμετωπίζουν τις απειλές που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, το σχόλιο αυτό είναι μάλλον παράδοξο. Οι τέσσερεις κατασκευαστές γνωρίζουν την τεχνική έκθεση του ΝΑΤΟ; Και αν ναι… πως έχουν το «θράσος» να την αγνοούν;
Το αποκορύφωμα της αναξιοπρεπώς προσχηματικής απάντησης δόθηκε, όμως, με την επίκληση του πλέον «εντυπωσιακού» επιχειρήματος. Προκειμένου ο Υπουργός (ή οι προφανώς έμπιστοι σύμβουλοί του) να μας πείσουν περί της βαρύγδουπης επιστημοσύνης τους, ερωτώμενος θεσμικά, έδωσε από του βήματος της Βουλής την εξής απάντηση:
«[…] η εμπειρία από ανάλογα ερευνητικά προγράμματα του παρελθόντος καθώς και η εμπειρία από το Ερευνητικό Πρόγραμμα του οργανισμού έρευνας – τεχνολογίας RTO (Research and Technology Organization) του ΝΑΤΟ, με αντικείμενο “Deployable multi-band passive/ active radar for air defence”, έχει δείξει ότι η ανάπτυξη των συστημάτων αυτών, παρότι οι βασικές αρχές λειτουργίας τους είναι γνωστές από δεκαετίες, είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και δαπανηρή, ενώ τα αποτελέσματά τους είναι αμφίβολα και τις περισσότερες φορές οι προδιαγραφές τους υπολείπονται σημαντικά των αναμενόμενων.»
Προκειμένου, λοιπόν, ο υπουργός να πείσει ότι τα παθητικά ραντάρ έχουν ανάπτυξη «εξαιρετικά χρονοβόρα και δαπανηρή», και με «αποτελέσματα αμφίβολα», επικαλείται το «ερευνητικό πρόγραμμα» DMPAR του Οργανισμού Έρευνας και Τεχνολογίας του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μελέτη που ανατέθηκε στην Τεχνική Ομάδα SET152 (SET: Sensor and Electronics Technology) (και στην οποία η ελληνική πλευρά εκπροσωπήθηκε από τον Αντισμήναρχο Ιωάννη Κασσωτάκη) και η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2008 και τελείωσε τον Ιούνιο του 2012. Η μελέτη αυτή, η επισκόπιση της οποίας είναι αδιαβάθμητη και έχει δημοσιοποιηθεί στον τεχνικό τύπο (βλ. περιοδική έκδοση Aerospace and Electronic Systems Magazine της ΙΕΕΕ (Ίδρυμα Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών), τόμος 28, τεύχος 9, Σεπτ. 2013, σελ. 37-45) αναφέρει πράγματι ότι «ο ορίζων υλοποίησης για τα DMPAR είναι της τάξεως των 15 με 20 έτη», ενώ η ίδια έκθεση έθετε ως πλησιέστερη μια ενδιάμεση λύση σε ορίζοντα πενταετίας.
Το μικρό πρόβλημα με την έκθεσή αυτή είναι το… αντικείμενό της. Η έκθεση αυτή, όπως και το σύνολο της μελέτης, δεν αφορά την ανάπτυξη παθητικών ραντάρ αλλά την ανάπτυξη «πολυζωνικών ενεργών/παθητικών ραντάρ αεράμυνας». Με απλά λόγια, η μελέτη αφορά τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός είδους ραντάρ που θα συνδυάζει λειτουργικά (σε ένα, μοναδικό σύστημα) τη λειτουργία τεσσάρων διαφορετικών ειδών ραντάρ: ενεργού ραντάρ υψηλών συχνοτήτων, ενός ενεργού ραντάρ χαμηλών συχνοτήτων, ενός παθητικού ραντάρ υψηλών συχνοτήτων (δηλαδή ενός ραντάρ που θα χρησιμοποιεί ως μη συνεργατικές πηγές τις εκπομπές υψίσυχνων ραντάρ), και τέλος ένα παθητικό ραντάρ χαμηλών συχνοτήτων που χρησιμοποιεί ως μη συνεργατικές πηγές τις εκπομπές FM/DAB/DVB-T. Η όλη δυσκολία του εγχειρήματος αφορά τον συνδυασμό τεσσάρων διαφορετικών ειδών λειτουργίας σε ένα και μοναδικό ραντάρ. Χαρακτηριστικά, ως κρισιμότερο στοιχείο (και βασική απαίτηση αναπτύξεως) για ένα τέτοιο σύστημα αναφέρεται «ο σχεδιασμός μιας ενεργού/παθητικής ευρυζωνικής κεραίας», δηλαδή μιας διάταξης άσχετης με αυτήν που χρησιμοποιούν τα παθητικά ραντάρ – που όπως αναφέραμε, είναι χαμηλών απαιτήσεων ως προς αυτό το στοιχείο.
Ενώ, δηλαδή, στη Βουλή συζητείται η πρόταση για την ανάπτυξη ενός δικτύου παθητικών ραντάρ, ο αγορητής (υπουργός αμύνης) επικαλείται μελέτη που αφορά… άλλη κατηγορία ραντάρ, δηλαδή αυτόνομων (και όχι δικτυακών) παθητικών ραντάρ (και όχι συστημάτων που συνδυάζουν τέσσερα είδη ραντάρ). Πρόκειται για εξωφρενική απόπειρα παραπλάνησης που προφανώς υπολόγιζε στην τεχνική άγνοια αυτών που έθεσαν το ερώτημα. Και ναι μεν αυτοί που έθεσαν το ερώτημα δεν κατάλαβαν τι τους ειπώθηκε, αλλά η απάντηση δόθηκε από του βήματος της Βουλής των Ελλήνων, και τα διαμειφθέντα είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά της. (Σημείωση: τώρα, για περιοδικά του «ειδικού τύπου» που… πανηγύρισαν για τη δικαίωσή τους εξ αιτίας της απάντησης Ραγκούση… ουδέν σχόλιον.)
Και για να μην επανέλθει κανείς με νέα δικολαβία, επισημαίνεται ότι όλη η μελέτη DMPAR αφορούσε την ανάπτυξη μοναδικού αυτόνομου αισθητήρα ο οποίος θα συνδυάζει διαφορετικές μεθόδους και τεχνολογίες αποκάλυψης, και όχι κατανεμημένου δικτύου από παθητικά ραντάρ που αποτελούσε την πρόταση του HEMPAS.
Το… χαριτωμένο της υπόθεσης είναι το σχόλιο που κάνει η ίδια η έκθεση για τα παθητικά ραντάρ: «[…] παθητικά ραντάρ, που έχουν πλέον φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο τεχνολογικής ετοιμότητας».

Κατακλείδα

Η υπόθεση HEMPAS έχει διττή σημασία για τα ελληνικά αμυντικά πράγματα:
Αφ΄ενός, οδηγεί στην απώλεια μιας ευκαιρίας για ανάπτυξη βασικών τεχνολογικών δυνατοτήτων σε έναν κρίσιμο τομέα, και τη συνακόλουθη αδυναμία της Π.Α.
Αφ΄ετέρου, φωτίζει – στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν χωρίς να γνωρίζει κανείς με ακρίβεια τις εσωτερικές διαδικασίες – τις τακτικές που μετέρχονται όσοι επιθυμούν να αποτρέψουν την ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων στην Ελλάδα, αλλά και τις εγγενείς αδυναμίες των μηχανισμών του ΥΕΘΑ να επιδιώξει μια τέτοια προσπάθεια.
Η απλή κατακλείδα θα ήταν ότι «το HEMPAS θα πρέπει να επανεξεταστεί».
Η ακριβέστερη θα ήταν ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης – ως θεσμός.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ : Δύο λόγια για τις διαδικασίες και τον μηχανισμό προμηθειών του ΥΕΘΑ

Για να κατανοήσει κανείς το πλαίσιο χειρισμού της πρότασης της Ο.Θ. από τη στιγμή που υποβλήθηκε (το 2006) μέχρι τη στιγμή που απορρίφθηκε (το 2013) πρέπει να έχει μια πρόχειρη, τουλάχιστον, εικόνα της διαδικασίας μέσω της οποίας οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις προμηθεύονται αμυντικά συστήματα. Η κατανόηση αυτή δεν έχει σκοπό να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει την εξαετή πορεία της πρότασης της Ο.Θ. στις ατραπούς του συστήματος. Ο σκοπός είναι απλώς να εξηγηθούν απλά τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για να στηθεί το περίεργο σκηνικό της υπόθεσης.
Το σύστημα προμηθειών του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Αμύνης αποτελεί μια απλουστευμένη εκδοχή των συστημάτων αμυντικών προμηθειών άλλων, (λιγότερο ή περισσότερο) προηγμένων χωρών του κόσμου. Τα συστήματα αυτά είναι απαραίτητα γιατί οι προμήθειες αμυντικών συστημάτων εκ μέρους των συγχρόνων ενόπλων δυνάμεων είναι οι πλέον πολύπλοκες διαδικασίες προμηθειών έναντι οποιουδήποτε άλλου οργανισμού. Η πολυπλοκότητα αυτή οφείλεται στο ότι οι σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις, που σταδιακά γίνονται όλο και περισσότερο οργανισμοί εντάσεως κεφαλαίου, απαιτούν έναν τεράστιο αριθμό πολύπλοκων τεχνικά και ακριβών συστημάτων, και μάλιστα συχνά εξαιρετικά πολύπλοκων τεχνικά και εξαιρετικά ακριβών συστημάτων.
Η απαιτούμενη διαχείριση έγκειται στα εξής, γενικά, στάδια:
i. η κάθε μικρή «οντότητα» του συνολικού οργανισμού θα πρέπει να διατυπώσει τις ανάγκες της σε εξοπλισμό, περιγράφοντας τα συστήματα που κρίνει ότι χρειάζεται και θέτοντας «λειτουργικές», όπως λέγεται, προδιαγραφές, δηλαδή ζητώντας κατ΄ουσίαν επιχειρησιακά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικό (αλλά όχι αποκλειστικό) παράδειγμα τέτοιας «οντότητας» είναι για τον στρατό ξηράς τα Όπλα ή τα Σώματα που μέσω των διευθύνσεών τους διατυπώνουν τις ανάγκες τους.
ii. οι ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί συλλέγονται σε ανώτερο επίπεδο, κοστολογούνται και καθορίζεται η συνολική προτεραιότητά τους. Ένα όργανο που έχει α) συνολική αντίληψη των επιχειρησιακών αναγκών των υφισταμένων κλιμακίων β) αντίληψη για το οικονομικό πλαίσιο της αμυντικής πολιτικής και γ) μια εκτίμηση για το κόστος των αιτημάτων που έχει συλλέξει, είναι επιφορτισμένο με το να τα εγκρίνει ή να τα απορρίπτει ή να τα προσαρμόζει ποσοτικά και να καθορίζει χρηματοδοτικές και χρονικές προτεραιότητες. Ενδεικτικά, ένα τέτοιο όργανο για τον Ε.Σ. είναι η «Διεύθυνση Αμυντικής Σχεδίασης και Προγραμματισμού» του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται σε διάφορα επίπεδα (τελώντας υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής ηγεσίας) μέχρι να φτάσει στο Συμβούλιο Αμυντικής Σχεδιάσεως και Προγραμματισμού, ώστε να διαμορφωθούν τα λεγόμενα «εξοπλιστικά προγράμματα», μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα. Με απλά λόγια, το σύστημα αυτό διαμορφώνει τον «κατάλογο με ψώνια» για τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα δύο παραπάνω στάδια με τα όργανα και τις διαδικασίες τους συγκροτούν το λεγόμενο «Σύστημα Αμυντικού Σχεδιασμού, Προγραμματισμού και Προϋπολογισμού»
iii. Ο διαμορφωμένος «κατάλογος» μεταβιβάζεται σε ένα διαφορετικό «σύστημα», το Σύστημα Προμήθειας Αμυντικού Υλικού για υλοποίηση. Ουσιαστικά, ο βασικός φορέας από εκεί και μετά είναι η – γνωστή και μη εξαιρετέα – Γενική Διεύθυνση Αμυντικού Εξοπλισμού και Επενδύσεων. Θεωρητικά, η ΓΔΑΕΕ αναλαμβάνει να αποφασίσει το πώς θα προμηθευτεί τα απαιτούμενα συστήματα. Ακόμη πιο θεωρητικά, εξετάζει το ενδεχόμενο να μπορεί κάποιο σύστημα να παραχθεί (ή να αναπτυχθεί) εγχωρίως. Στην περίπτωση που κρίνεται ότι ένα σύστημα δε μπορεί να παραχθεί (ή να αναπτυχθεί) εγχωρίως – περίπτωση που αφορά το 100% των απαιτουμένων συστημάτων, η υπόθεση δίδεται στην Διεύθυνση Αμυντικών Προγραμμάτων & Κυρίων Συμβάσεων. Θεωρητικώς και πάλι, αν κριθεί ότι υπάρχει δυνατότητα εγχώριας ανάπτυξης του συστήματος, τότε αναλαμβάνει το χειρισμό του η Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων & Τεχνολογικών Ερευνών. Η Διεύθυνση αυτή είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση και παρακολούθηση ερευνητικών προγραμμάτων καθώς και την παρακολούθηση εγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων…
Πολύ συνοπτικά και κάπως απλουστευτικά, αυτός είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου προμηθεύεται εξοπλισμούς το Υπουργείο Αμύνης. Ο μηχανισμός αυτός εκτέθηκε γιατί έχει κάποια σημασία κατά την εξέταση της υπόθεσης του αμφιλεγόμενου συστήματος HEMPASS.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’ : Η διαχείριση και αξιολόγηση τεχνολογικών προγραμμάτων

Για να αποτιμηθεί πληρέστερα η υπόθεση του συστήματος HEMPAS πρέπει ο ενδιαφερόμενος να είναι εξοικειωμένος με μερικά ακόμη στοιχεία που άπτονται της διαχείρισης (management) και της αξιολόγησης (evaluation) τεχνικών προγραμμάτων, στοιχεία όχι τόσο προφανή ή αυτονόητα.
Τονίζεται ότι για να κατανοήσει κανείς τη φύση των τεχνικών εγχειρημάτων θα πρέπει να έχει μονίμως κατά νου ότι αυτά διαφέρουν ουσιωδώς από τα επιστημονικά εγχειρήματα ή την επιστημονική έρευνα. Η τεχνολογική (και κατά μείζονα λόγο η βιομηχανική) πρόοδος έχει μικρή σχέση με την επιστημονική δεξιότητα ή την τεχνική επινοητικότητα κάποιων μηχανικών ή και επιστημόνων. Αυτά αποτελούν μέρος μόνον της τεχνολογικής ικανότητας, κι όχι πάντα το πλέον κρίσιμο – αν και, προφανώς, σημαντικό.
Τα τεχνικά εγχειρήματα είναι από τη φύση τους ένας συνδυασμός διαχειριστικού και τεχνολογικού προβλήματος. Οι υπεύθυνοι ενός τεχνικού εγχειρήματος καλούνται όχι μόνον να επιλύσουν τα επί μέρους τεχνολογικά προβλήματα αλλά και να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα του τεχνικού εγχειρήματος. Ο έλεγχος της πολυπλοκότητας αυτής είναι από τα πιο κεντρικά και δύσκολα στοιχεία του. Αυτό σημαίνει ότι, επειδή από τη φύση τους τα τεχνικά εγχειρήματα έχουμε ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών, ετερογενών υποπροβλημάτων, διαφορετικής φύσης και διαφορετικού τεχνικής «υποπεριοχής» το καθένα, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι το καθένα από αυτά μπορεί να επιλυθεί (τεχνολογικά), μπορεί να επιλυθεί εγκαίρως (σε ότι αφορά τον χρόνο), μπορεί να επιλυθεί με τους διαθέσιμους πόρους (χρηματικούς, υλικούς και ανθρώπινους), και μπορεί να επιλυθεί ικανοποιητικά ως προς τη χρονική και λειτουργική αλληλουχία με τα άλλα υπο-προβλήματα (που συχνά αλλά όχι αποκλειστικά, είναι άλλα υποσυστήματα – και η ανάλυση σε υποσυστήματα μπορεί να κατέλθει σε μεγάλο βάθος).
Μία ακόμη πιο δύσκολη πτυχή των (μειζόνων) τεχνικών εγχειρημάτων είναι η αξιολόγησή τους. Η αξιολόγηση τεχνικών εγχειρημάτων, που είναι μια ούτως ή άλλως εξαιρετικά απαιτητική τεχνικά διαδικασία, είναι ακόμη πιο δύσκολη σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι καλούμενοι φορείς δεν έχουν εμπειρία αξιολόγησης τεχνικών μειζόνων τεχνικών εγχειρημάτων (τουλάχιστον σε αντικείμενα πέρνα του πολιτικού μηχανικού). Εδώ έχουμε απλώς συνηθίσει όταν διατυπώνεται μία επιχειρησιακή ανάγκη, απλώς να αναζητούνται έτοιμες λύσεις από το εξωτερικό, να αξιολογούνται ως έτοιμες λύσεις (δηλαδή, κατά τη λειτουργικότητά τους και το κόστος τους) και να συγκρίνονται με βάση αυτά. Σε χώρες με ισχυρή τεχνολογική και βιομηχανική βάση, όπως οι ΗΠΑ, κάθε επιχειρησιακή απαίτηση μεταφράζεται συνήθως σε απόφαση για την ανάπτυξη συστήματος από την τεχνολογική και παραγωγική βάση της χώρας. Για το λόγο αυτό, οι βιομηχανικά και τεχνολογικά προηγμένες χώρες έχουν την αντίστοιχη εμπειρία στην αξιολόγηση προγραμμάτων Όμως, ακόμη και σε τέτοιες χώρες, η αξιολόγηση προγραμμάτων είναι από τις πλέον απαιτητικές αποστολές των αμυντικών μηχανισμών τους. Για το λόγο αυτό, όχι μόνον έχουν αναπτύξει σχετική εμπειρία, αλλά έχουν οργανώσει σύνθετες μεθοδολογίες για να χρησιμεύουν ως οδηγός στην αξιολόγηση, αφού σε αυτές ενσωματώνονται οι προηγούμενες εμπειρίες των οργανισμών.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει αποφασίσει να μην έχει αμυντική βιομηχανία (κι αυτό είναι μια συνειδητή απόφαση των πολιτικών ηγεσιών εδώ και δεκαετίες), ο ελληνικός αμυντικός μηχανισμός έχει προσανατολιστεί στην αξιολόγηση έτοιμων οπλικών συστημάτων. Η διαδικασία αυτή αφορά την εξέταση και σύγκριση των λειτουργικών χαρακτηριστικών των αγοραζόμενων συστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι εξετάζονται έτοιμα, λειτουργικά συστήματα, και αναλύονται και συγκρίνονται μεταξύ τους διάφορα χαρακτηριστικά της λειτουργίας τους. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε (για λόγους κατανόησης) να συγκριθεί με μία πολύ ενδελεχή εξέταση και σύγκριση αυτοκινήτων. Αν κληθεί ένα οδηγός να εξετάσει ένα αυτοκίνητο, ή να συγκρίνει μεταξύ τους αυτοκίνητα, η σύγκριση θα αφορά, εκ των πραγμάτων, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά (τις «επιδόσεις») του αυτοκινήτου. Ανάλογα με την εμπειρία, την ικανότητα και την κατάρτιση του οδηγού, η αξιολόγηση αυτή μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βάθος, λαμβάνοντας υπ΄όψιν πολλούς και σημαντικούς παράγοντες που ένας άπειρος ή λιγότερο καταρτισμένος οδηγός δε θα μπορούσε να αξιολογήσει. Αν, τυχόν, στην αξιολόγηση λαμβάνει μέρος και κάποιος μηχανικός, ή ο οδηγός είναι περισσότερο καταρτισμένος τεχνικά, είναι βέβαιο ότι θα εξεταστούν ακόμη περισσότεροι παράγοντες και η αξιολόγηση θα είναι πληρέστερη. Αν, όμως, τεθεί θέμα για την απόφαση παραγωγής ενός αυτοκινήτου, τότε είναι προφανές ότι η αξιολόγηση αφορά άλλους παράγοντες, άλλα κριτήρια, ενώ απαιτεί αξιολογητές πολύ διαφορετικούς από την προηγούμενη περίσταση. Είναι άλλες οι απαιτήσεις και τα αντικείμενα και τα κριτήρια αξιολόγησης των επιδόσεων και της ποιότητας ενός αυτοκινήτου, και τελείως διαφορετικές οι απαιτήσεις τα αντικείμενα και τα κριτήρια αξιολόγησης της δυνατότητας παραγωγής ενός αυτοκινήτου. Πολύ περισσότερο, είναι διαφορετικά τα κριτήρια που εξετάζει κανείς αν αξιολογεί τη δυνατότητα ανάπτυξης και υλοποίησης της πρότασης για ένα αυτοκίνητο. Το παραπάνω, απλουστευτικό, κάπως, παράδειγμα, δόθηκε για να εξηγηθούν τα διαφορετικά είδη αξιολόγησης που υπάρχουν, καθώς και οι διαφορετικές απαιτήσεις εκ μέρους των αξιολογητών που η καθεμία θέτει.
Σε τι έγκειται η αξιολόγηση ενός προγράμματος; Σε γενικές γραμμές, το ερώτημα είναι το εάν είναι τεχνικά εφικτό η πρόταση να εξελιχθεί σε ένα λειτουργικό προϊόν με τις επιδόσεις που απαιτούνται, και αυτό να γίνει μέσα στο πλαίσιο χρόνου και κόστους που κρίνονται εύλογα για το προϊόν αυτό – και φυσικά με τους διαθέσιμους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους. Η αξιολόγηση αυτή απαιτεί δύο πράγματα: κατ΄αρχάς, απαιτεί μέθοδο αξιολόγησης, δηλαδή έναν αρθρωμένο και οργανωμένο τρόπο για το ποια θέματα εξετάζονται, ποια κριτήρια τίθενται και με ποια σειρά αυτά εξετάζονται. Η μέθοδος αξιολόγησης δεν είναι, όμως, κάποιος αυτόματος αλγόριθμος που δίνει από μόνος του αποτελέσματα: εκτός από τους ελέγχους κατά στάδια, η μέθοδος δεν είναι άλλο από μία σειρά ερωτημάτων που τίθενται με έναν οργανωμένο τρόπο. Τα ερωτήματα αυτά είναι όλα δύσκολα ερωτήματα κρίσεως. Αυτό που ζητείται είναι η εκτίμηση μηχανικών για το κατά πόσον είναι εφικτό το επόμενο, κάθε φορά, βήμα της διαδικασίας ανάπτυξης του συστήματος – υπό τους περιορισμούς κόστους και χρόνου που έχουν τεθεί. Είναι προφανές ότι για να απαντήσει κανείς σε τέτοιου είδους κρίσιμα ερωτήματα εκτιμήσεων, πρέπει να έχει και ο ίδιος βαθιά γνώση του αντικειμένου για το οποίο καλείται να γνωμοδοτήσει.
Ποια είναι τα στάδια της αξιολόγησης; Κατ΄αρχάς, είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι δεν υπάρχει μία εφ’ άπαξ αξιολόγηση ενός προγράμματος βάσει μίας αρχικής παρουσίαση της σχετικής πρότασης πρότασης και εν συνεχεία δέσμευση για την απόφαση ανάπτυξης του προγράμματος και «προμήθειάς» του. Η αξιολόγηση των συστημάτων γίνεται πάντοτε σε διαδοχικά στάδια, αν και είναι προφανές ότι τα οι αξιολογήσεις των πιο πρώιμων σταδίων είναι πιο κρίσιμες από τις επόμενες. Σε γενικές γραμμές, οι κύριες φάσεις ανάπτυξης που αξιολογούνται είναι τρεις:
Η πρώτη φάση είναι η Φάση Ανάπτυξης Τεχνολογίας. Σκοπός της φάσης αυτής είναι να μειώσει τον τεχνολογικό κίνδυνο, να καθορίσει και να ωριμάσει το σύνολο των τεχνολογιών που θα ενσωματωθούν στο πλήρες σύστημα, και να επιδείξει τα κρίσιμα τεχνολογικά στοιχεία σε πρωτότυπα. Η τεχνολογική ανάπτυξη είναι μια συνεχής διαδικασία τεχνολογικής ανακάλυψης και προόδου που προέρχεται από τη στενή συνεργασία μεταξύ της ερευνητικής κοινότητας, του χρήστη και του υλοποιητή του συστήματος. Πρόκειται για μία επαναληπτική διαδικασία, σχεδιασμένη να αποτιμήσει τη βιωσιμότητα και την επάρκεια των τεχνολογικών λύσεων, εξειδικεύοντας, ταυτόχρονα, τις απαιτήσεις του χρήστη. Η φάση αυτή είναι συνήθως αυτοτελής – δηλαδή η υλοποίησή της δεν προδικάζει τη συνέχιση του προγράμματος, ενώ το τέλος της αποτελεί σημείο αποφάσεως για τη συνέχισή του ή μη. Επιπλέον, συχνά, η φάση αυτή είναι, όπως λέγεται, ανταγωνιστική: καλούνται οι οικονομικές και τεχνικές οντότητες (όχι κατ΄ανάγκην εταιρείες) να υλοποιήσουν τη φάση αυτή ανταγωνιστικά, χρηματοδοτούμενες, και προκειμένου στο τέλος να επιλεγεί το καλύτερο αποτέλεσμα, χωρίς αυτό να προεξοφλεί ότι ο νικητής της φάσης αυτής θα είναι κι αυτός που θα συνεχίσει την υλοποίηση του συστήματος, εάν αυτή αποφασιστεί.
Στην ουσία, για κάθε πρόγραμμα, το προτεινόμενο σύστημα αναλύεται σε υποσυστήματα (και, ανάλογα με την πολυπλοκότητα, διαδοχικά, τα υποσυστήματα σε άλλα υποσυστήματα) μέχρι η ανάλυση να φτάσει σε σχετικά χαμηλό επίπεδο, όπου είναι σαφές το ακριβές και σχετικά «αμιγές» τεχνικό «περιεχόμενο» του υποσυστήματος. Με την ανάλυση αυτή, εξετάζεται αν για τα υποσυστήματα είναι εύλογα ως προς το εφικτό επί της αρχής λειτουργίας τους, και αν αυτή μπορεί, μέσα στο πλαίσιο των περιορισμών του προγράμματος, να ωριμάσει για να αποδώσει τα απαιτούμενα, και να διασυνδεθεί ικανοποιητικά με τα υπόλοιπα.
Επόμενη φάση είναι η Φάση Τεχνικής και Παραγωγικής Ανάπτυξης του συστήματος. Σκοπός της φάσης είναι να αναπτύξει ένα σύστημα ή μία συγκεκριμένη ικανότητα ενός συστήματος. Τα αντικείμενα είναι η πλήρης ενοποίηση των υποσυστημάτων και των διαφορετικών τεχνολογιών του συστήματος (η διερεύνηση των τεχνολογιών και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της επάρκειάς τους έχει γίνει στην προηγούμενη φάση), η ανάπτυξη μιας πλήρους (και οικονομικής) κατασκευαστικής διαδικασίας (η «βιομηχανοποίηση» του προϊόντος), η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χειρισμού του συστήματος από τους χρήστες του, η διαλειτουργικότητα, η ασφάλεια κλπ. Πρόκειται δηλαδή για τη μετάβαση από έναν βασικό αλλά αξιόπιστο αρχικό σχεδιασμό, σε ένα πλήρες σύστημα. Το τέλος της Φάσης Τεχνικής και Παραγωγικής Ανάπτυξης οδηγεί σε απόφαση για τη συνέχιση ή μη στην τελευταία φάση της Βιομηχανικής Παραγωγής – με μάλλον προφανές αντικείμενο.
Μια κρίσιμη τελευταία διευκρίνιση σχετικά με τα μεθοδολογικά θέματα αξιολόγησης προτάσεων ανάπτυξης συστημάτων. Η ανεπτυγμένη μεθοδολογία, στις διάφορες παραλλαγές της, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την οργάνωση της διαδικασίας, αλλά δεν είναι κάτι παραπάνω από αυτό: εργαλείο οργάνωσης. Στην ουσία της, η αξιολόγηση, τελικώς, ανάγεται στην απάντηση (για την ακρίβεια: στη διατύπωση εκτίμησης) σχετικά με λεπτά τεχνικο-οικονομικά ερωτήματα. Οι απαντήσεις αυτές είναι πάντοτε ζήτημα κρίσης, που εξαρτώνται από την προσωπική εμπειρία, οξυδέρκεια, αντίληψη και ευθυκρισία του αξιολογητή. Δεν πρόκειται για την επίλυση «αιτιοκρατικών» προβλημάτων. Για το λόγο αυτό, από τις κρισιμότερες παραμέτρους στη διαδικασία είναι η επάρκεια των αξιολογητών. Όπως προαναφέρθηκε, δεδομένου ότι τα θέματα επί των οποίων εκφέρουν γνώμη είναι «ανοικτά» προβλήματα, μόνον μηχανικοί με βαθύ ακαδημαϊκό υπόβαθρο και/ή σημαντική εμπειρία στην ανάπτυξη συστημάτων (και όχι στην ανάλυση ή υποστήριξη λειτουργίας τους) μπορούν να ανταποκριθούν.
ΠΗΓΗ https://belisarius21.wordpress.com
Το παρόν κείμενο συντάχθηκε με βάση πληροφορίες που αντλήθηκαν από ανοικτές πηγές καθώς και από πληροφορίες που παρέσχε στον HBS ο εκπρόσωπος της «Ομάδας Θεσσαλονίκης» κ. Αθανάσιος Κωνσταντινίδης, στο πλαίσιο δύο συνεντεύξεων.
Το σύνολο των πληροφοριών και των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη σύνταξη του άρθρου αυτού είναι αδιαβάθμητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: