Οι Έλληνες μέσα στο χρόνο στον οποίο έζησαν δημιούργησαν όχι μόνο τη
δική τους κλασσική εποχή αλλά κυριολεκτικά ένα χρονικό ρήγμα, το οποίο
προκλήθηκε από την φιλοσοφική κατά βάση αποθέωση της παιδείας.
Ο Σωκράτης ήδη στην Πολιτεία μας δίνει το χωρισμό των ανθρώπων σε πεπαιδευμένους και σε μη πεπαιδευμένους. λόγω όλων αυτών των οποίων έχουμε πει αυτοί οι οποίοι είναι απαίδευτοι και δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια, δεν θα πρέπει να κυβερνήσουν ποτέ την πολιτεία.
\Η έννοια του βαρβάρου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του απαίδευτου, του ανθρώπου που δεν μπορεί να υπάγει προς τη χώρα των μακάρων, δεν κατέχει την ιδέα του Αγαθού και την αξιολογία του, τελικά δεν δικαιούται να μείνει και να απολαύσει τα αγαθά της έλλογης πλατωνικής πολιτείας.
Αναφέρεται: « Είναι ανάγκη λοιπόν οι πεπαιδευμένοι να μην αναχωρούν προς τη νήσο των μακάρων, αλλά να μένουν εδώ και να καθοδηγούν παιδευτικά τους λοιπούς ανθρώπους…» είναι ανάγκη λοιπόν.
Γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης μέσα από τους οριστικούς και επαγωγικούς του λόγους ανήγαγε τον ανθρωποκεντρισμό του στην ικανότητα του ανθρώπου να μάθει, να θυμηθεί, να οδηγηθεί σε ανώτερες αξιολογικές ατραπούς. Βαρβαρότητα είναι η εμμονή του ανθρώπου στην ακατέργαστη εγγενή φύση και στις κληρονομηθείσες δυνάμεις.
Ο εξωραϊσμός της ανθρώπινης φύσης επιτυγχάνεται μέσα από την πλατωνική ανάμνηση του αγαθού η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στη μνήμη και μίμηση όλων εκείνων τα οποία καλλωπίζουν τον ανθρώπινο νου, ωραιοποιούν την πράξη, καθιστούν τον άνθρωπο ηθικά και αισθητικά άρτιο.
Οι Έλληνες δεν διατυμπάνισαν τη φράση : «πάς μη Έλλην βάρβαρος» χωρίς να τη στηρίξουν οντολογικά. Βάρβαρος είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει δια της παιδείας συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και των ιδεών και παραμένει δούλος ανθρώπων και των παθών, της αρχέγονης και παθητικής φύσης του.
Χαρακτηριστικά ας αναφέρουμε ότι στον Προτρεπτικό του ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος αναφέρει για το Σωκράτη όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία τον έσωσαν από την κατάσταση της βαρβαρότητας: «αυτός λέγουν, λέγει στο διάλογό του (όταν συζητά) πώς ουδέν γνωρίζω ούτε διδάσκω κάτι , αλλά μόνον απορίες έχω».
Η έξοδος από τη βαρβαρότητα της αγνοίας ακριβώς επιτυγχνάνεται μέσα από την τριπλή εκδίπλωση της γνώσης όπως την κατάφεραν οι Έλληνες. Γνώση του Άλλου, γνώση του Εαυτού μου, γνώση του Κόσμου.
Η απορία και ο θαυμασμός σηματοδοτούν την έξοδο του ανθρώπου από την εγγενή βαρβαρότητα και την αναγωγή του ανθρώπου σε συνδημιοργό και συν-καθοριστή του κόσμου και της πορείας του, διότι μέσα από το Λόγο ο άνθρωπος προσδιορίζεται λογικά και ηθικοπρακτικά.
Βαρβαρότητα είναι η εμμονή σε όσα σου έδωσε η φύση χωρίς εσύ να αυξηθείς πνευματικά ανταποδίδοντας τα φυσικά δώρα προσφέροντας όσα η έλλογη ανεπτυγμένη φύση σου δύναται στην όλη οντολογική πορεία και εξέλιξη.
Επίσης ο Περικλής στον Επιτάφιό του καθόρισε τα όρια της ανθρώπινης ανωτέρας φύσης και της βαρβαρότητας όταν διατυμπάνισε ότι ο Αθηναίος φιλοσοφεί χωρίς μαλθακότητα (η οποία αποτελεί μορφή βαρβαρότητας) και φιλοκαλεί έχοντας το γούστο του ωραίου.
Ο Παρθενώνας, το αιώνιο αυτό μνημείο της ένωσης του ανθρώπου με το θείο, της επαφής της Πόλης με τον κόσμο του Αγαθού, σηματοδότησε την έξοδο του Έλληνος από τη βαρβαρότητα της παθητικότητας, της στείρας ζωής, τη μη αντίληψης της αρχής και του σκοπού όλου αυτού που ζούμε.
Οι Έλληνες ξέφυγαν από τη βαρβαρότητα διότι μέσα από τη φιλοσοφία φαντάσθηκαν πώς όλα γύρω μας θα μπορούσαν να είναι, θυμήθηκαν την αρχή και το τέλος αυτού του κόσμου, τον ανθρώπινο προορισμό προς τη νήσο των μακάρων διά της ηθικοπλαστικής παιδείας.
‘Αρα-ας θυμηθούμε τον σχετικό Κρατύλο του Πλάτωνος –οι Έλληνες είχαν μέσα τους όλο το αξιολογικό υπόβαθρο όσον αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι δεν αναπτύσσονται έλλογα σύμφωνα με την ανωτέρα ανθρώπινη φύση, από εκεί ορμώμενοι εδημιούργησαν και τη λέξη βάρβαρος. Όπως λέγεται από τις κραυγές «βαρ-βάρ» των επιτιθεμένων εκ της Ανατολής εχθρών των.
Ως εκ τούτου η λέξη έρχεται ως συνέχεια όλης της πνευματικής δημιουργίας των Ελλήνων, έχει ως συνώνυμο την υποανάπτυκτη ανθρώπινη φύση η οποία δεν ακολουθεί την πορεία του θεϊκού νοός προς τον Όλυμπο της γνώσης και της καθοσίωσης αλλά παραμένει δέσμια στη γη, στην υποταγή και στα πάθη.
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη βάρβαρος, στους Όρνιθες ο Έποπας καυχιέται ότι δίδαξε στα πουλιά να μιλάνε ενώ πριν ήταν βάρβαρα. Άρα η μη-βαρβαρότητα ταυτίζεται με κάθε πνευματική ανάπτυξη μία εκ της οποίας είναι και η γλώσσα. Οι Έλληνες ξεπέρασαν το επίπεδο της βαρβαρότητας διότι μέσα από τη γλώσσα ήλεγξαν τόσο πολύ τον αέρα στο στόμα τους ώστε μέσα από τη λαλιά τους πέρασαν όλη την οντολογική πορεία.
Οι λέξεις των Ελλήνων ταυτίζονται με αυτή την πορεία του αιωνίου πνεύματος και αυτό έξοδο από τη βαρβαρότητα. Ο Πλατωνικός Κρατύλος συζητεί ότι η Ελληνική γλώσσα περιγράφει όλη τη δράση του Έλληνος προς το Είναι. Στηρίζεται στη λέξη «ύδωρ» στην κίνηση του υγρού στοιχείου, από αυτή τη λέξη εξάγεται η λέξη «δράση» η πράξη η οποία ωθεί τον άνθρωπο προς το Επέκεινα και την Αλήθεια.
Ο Έλληνας συλλαμβάνοντας το Είναι και ως πράξη ξέφυγε από τη βαρβαρότητα της θεωρίας, της απάθειας, της υποταγής σε κάποιο θεό ή αφέντη ο οποίος απλά τον καθοδηγεί θεωρητικά χωρίς προσωπικό πρακτικό και βουλητικό προσανατολισμό. Οι Έλληνες θεωρώντας ότι οι επιτιθέμενοι της Ανατολής απλά υπάκουαν σε κάποιον αφέντη χωρίς περαιτέρω προσωπική επιδίωξη θεώρησαν ότι αυτή η κατάσταση είναι κατάσταση βαρβαρότητας. Το «βαρ-βάρ» απλά βοήθησε στη δημιουργία της λέξης.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η Κασσάνδρα αρχικά παρουσιάζεται ως βουβή, επειδή ομιλεί τη βαρβαρική γλώσσα (βάρβαρον φωνήν κεκτημένη, στιχ.1051) η οποία μάλιστα ακούγεται σαν ενοχλητικό τιτίβισμα χελιδονιού.
Ουσιαστικά οι Έλληνες αγαπούσαν τη γλώσσα εκείνη η οποία εκφράζει ολοκληρωμένα οντολογικά μηνύματα, λέξεις ευήκοες προς φιλοσοφική πρόοδο και όχι απλά λέξεις επικοινωνίας. Αυτό το βάρβαρο επίπεδο θεώρησαν ότι το ξεπέρασαν.
Οι Έλληνες θεώρησαν ότι μέσα από την κατάκτηση της κοινής καταγωγής, κοινής γλώσσας μόρφωσης και ήθους, μέσα από την όμοια θρησκεία κατάφεραν και απέκτησαν κοινό εθνικό προσδιορισμό ο οποίος καθόρισε την κίνηση του μυαλού τους και του ήθους των. Ως Έθνος ατένιζαν με την ίδια λογική το Αγαθό και προσπαθούσαν με την κοινή προσπάθεια δια του Νοός να το εγκαταστήσουν στη Γη μέσα από την Πολιτεία.
Είχαν ίδιες και όμοιες αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη φύση, ως Έθνος από κοινού προσπαθούσαν για την εσωτερική και πολιτική πρόοδο. Όλοι θεώρησαν ως «μητρός τε και πατρός τιμιώτερον εστί η Πατρίς». Η κοινή αξιακή κλίμακα τους έφερε στην όμοια πρακτική και θεωρητική αντιμετώπιση της ζωής και των κινδύνων.
Όπως είπε ο Περικλής επειδή ο κάθε Έλληνας ως ξεχωριστό πρόσωπο ταυτίσθηκε με την Πατρίδα και αυτοβούλως ήθελε να ζήσει και να πεθάνει για τα αγαθά που η Πατρίδα προσφέρει μέσα από την κοινή προσφορά όλων. Βαρβαρότητα επί τω προκειμένω ήταν η άλογη υπακοή σε ένα δυνάστη ο οποίος σε μεταφέρει από την Ανατολή –ενώ δεν είσαι Πέρσης απλά είσαι υποταγμένος στους Πέρσες-χωρίς να έχεις κάποια δική σου βούληση ή λόγο να ακολουθείς.
Οι Αθηναίοι ξεπερνώντας το στάδιο της βαρβαρότητας –όπως διαβάζουμε στον Επιτάφιο- κατέστησαν πάσα γη τάφο διότι έχοντας τον ανώτερο προσδιορισμό της Πατρίδος ζούσαν αυτοβούλως και πέθαιναν γι αυτή. Είχαν φθάσει στον ανώτερο βαθμό αυτοσυνείδησης ο οποίος σηματοδοτεί την έξοδο από την χειροτέρα βαρβαρότητα της παθητικότητας.
Ο Σωκράτης απογείωσε οριστικά αυτή τη βαρβαρότητα όταν ενίκησε και την νοητική φοβία αυτής της ζωής νικώντας και τη βαρβαρότητα του θανάτου. Ανοίγοντας τις πύλες του Άδου,βλέποντας τη νήσο των μακάρων ουσιαστικά ξεπέρασε οριστικά το βάρβαρο στάδιο της εμμονικής φοβίας του θανάτου. Σταδιακά στην Αθήνα η λέξη βάρβαρος έλαβε το νόημα του άξεστου,του ακαλλιέργητου. Στις Νεφέλες ο Αριστοφάνης αναφέρει τον Στρεψιάδη ως άνθρωπο αμαθή ουτοσί και βάρβαρο.
Στην Ομηρική Οδύσσεια οι μνηστήρες παρουσιάζονται να εγκαταβιούν στο έσχατο στάδιο της βαρβαρότητας. Ζουν απρόσκλητοι σε ξένο σπίτι, δαπανούν και ξοδεύουν αλόγιστα ξένο βιός, επιθυμούν γυναίκα άλλου, φέρονται απάνθρωπα σε όποιον τους ενοχλήσει (όπως πέταγαν περιπαικτικά αποφάγια στον Οδυσσέα και τον έβαζαν να μαλώνει με ζητιάνους).
Ο Οδυσσέας, ο άνθρωπος του σκοπού, ο άνθρωπος της οντολογικής σειράς, αυτός ο έλλογος περιπατητής ο ερευνών το δρόμο προς την μεγάλη Πορεία προς το Σκοπό που όλοι πρέπει να κατακτήσουμε, σταματά αυτή τη βαρβαρότητα σκοτώνοντας τους φορείς της. Σε κάθε περίπτωση η βαρβαρότητα έχει σχέση με την εμμονή σε κατώτερα πάθη και συνήθειες οι οποίες δεν αναπτύσσουν τον άνθρωπο σε σχέση με τον εαυτό του, τους Άλλους το Νου.
Η Αριστοτελική φιλοσοφία της έξης και της αυτοσυνείδητης ηθικής αρετής η οποία αποκλειστικά στηρίζεται στο λόγο, καθόρισε αμετάκλητα τα όρια ανάμεσα στη βαρβαρότητα και στην έλλογη εξέλιξη του ανθρώπου. Ήδη ο τριπλός διαχωρισμός της Πλατωνικής Πολιτείας όσον αφορά την ανθρώπινη προσωπικότητα και την ταξιθέτηση την ανάλογη των κοινωνικών τάξεων καθόρισε την ανθρώπινη φύση όχι ως κάτι το εγγενές αλλά ως κάτι το επίκτητο.
Η φύση πλέον μέσα από την Πλατωνική και Αριστοτελική φιλοσοφία ξεφεύγει από την εγγενή βαρβαρότητα, καθίσταται δια της παιδείας επίκτητη και πλήρως καθοριζομένη από τον άνθρωπο. Ήδη ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια και αλλού καθορίζει τη ρύθμιση της ανθρώπινης φύσης ως το εκλεπτυσμένο σύνολο των ανθρωπίνων ιδιοτήτων οι οποίες αποκτώνται μέσα από τη διδαχή, τη μάθηση και την επιμέλεια. Το ότι ο Έλληνας αυτοποιεί τη φύση του ως σύνολο ιδιοτήτων απομακρύνει οριστικά τον άνθρωπο από τη βαρβαρότητα της έτοιμης και εγγενούς φύσης.
Δεν έχει σημασία να γεννάσαι έχοντας τις όποιες φυσικές ιδιότητες. Μπορείς μέσα από την παιδεία της ανάμνησης του Αγαθού και της εμπειρικής γνώσης των αιτίων και των μορφών και της αρετής να διαπλάσεις τη φύση που εσύ επιθυμείς.
Το ηγεμονικό που αντιστοιχεί στους Βασιλείς φιλοσόφους, το θυμοειδές στους πολεμιστές και το επιθυμητικό στους εργάτες καθορίζει και το όριο ανάμεσα στη βαρβαρότητα της αδικίας και της εμμένειας και στην υπέρβαση του δικαίου και της πορείας προς το νοητό Όλυμπο. Το Πλατωνικό Υποκείμενο ενθυμούμενο το Αγαθό , μέσα από τις αρετές το εφαρμόζει ατομικά και μέσα από την Πολιτεία το διασπείρει κοινωνικά.
Ο εσωτερικός προσδιορισμός του ατόμου σε σχέση με το Αγαθό το ανεξαρτητοποιεί έναντι κάθε εξουσίας και το θέτει στην αυτόβουλη πορεία προς τον κόσμο των ιδεών. Κάθε τι άλλο, εμμενές προς τη γη θεωρείται ως βαρβαρότητα. Γι αυτό ο Αισχύλος στους Πέρσες παραδίδει τον Πέρση αγγελιαφόρο να λέει: «στρατός γάς πάς όλωλε βαρβάρων».
Ώστε οι Έλληνες θεώρησαν κάθε τι το άξεστο, το απαίδευτο, το ευτελές, το δουλικό και το εξουσιαστικό, το υπακούον σε πάθη ως βάρβαρο. Κάθε τι το οποίο δεν έχει Εθνικό ή ατομικό προσανατολισμό σε σχέση με κάποια αρχή του ωραίου και του καλού αλλά μόνο σε σχέση με τυράννους και σατράπες και δυνάστες θεώρησαν ότι επειδή δεν εξελίσσει την ανθρώπινη φύση αντίθετα την υποβιβάζει διότι ο άνθρωπος σκοπό έχει την επιστροφή στον κόσμο των ιδεών, αυτό το θεώρησαν ως βαρβαρικό.
Η Αντιγόνη χαράσσει τα τελικά όρια ανάμεσα στον έλλογο άνθρωπο που προχωρεί ως νόηση και αξία και στο βάρβαρο ο οποίος μένει στάσιμος, υποχείριο φυσικών και δυναστικών δυνάμεων. Η Αντιγόνη αντιστέκεται σε κάθε τι το βαρβαρικό, τώρα στο Σοφοκλή το επίθετο βάρβαρος λαμβάνει μία καθαρά νέα σημασία.
Η στείρα υπακοή στον άρχοντα (αυτό δεν έκαναν και οι επιτιθέμενοι κατά τους περσικούς πολέμους Πέρσες;) η μη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο των αγράφων νόμων των θεών, η εσωτερική αδυναμία (όπως παροσιάζεται στην Ισμήνη) συνιστά βαρβαρότητα. Βαρβαρότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και αυτή τη σύνδεση να την επεκτείνει και επί της γης.
Η Αντιγόνη είναι μη-βάρβαρος και αποτελεί ανωτέρα φύση διότι θυμάται τους αγράφους νόμους, καθοδηγείται ως ανεξάρτητο Εγώ από τους θεούς, δεν φοβείται , σκέφτεται και κινείται και πράττει ελεύθερα, έχει κατακτήσει και την επίγεια και την επουράνια ελευθερία.
Εν τέλει φθάνει σε τέτοια ύψη τελειότητας ώστε δια της κηρυσσομένης καθολικής έμφυτης αγάπης να διαλύσει κάθε βαρβαρότητα μίσους και αντεκδίκησης και ανταπόδοσης κακίας και φθόνου. «Δεν γεννήθηκα να μισώ αλλά να αγαπώ» θα βροντοφωνάξει χαράσσοντας συγχρόνως αμετάκλητα τα σύνορα ανάμεσα στην ανθρώπινη βαρβαρότητα και ευγένεια.
Γι αυτό ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι φωνάζει : «είναι φυσικό οι Έλληνες να άρχουν στους βαρβάρους , αλλά όχι οι βάρβαροι στους Έλληνες, οι βάρβαροι είναι δούλοι και οι Έλληνες ελεύθεροι». Η γνώση ελευθερώνει και η ελευθερία ωθεί τον άνθρωπο στον κόσμο του ωραίου και του καλού.
Αυτή η οντολογική σειρά επειδή ακριβώς τόσο πιστά τηρήθηκε από τα τέκνα του Σωκράτους αλλά και από τους προγόνους του οδήγησε στην οριστική κατανίκηση κάθε τι του βαρβαρικού. Αναπτύσσοντας οι Έλληνες το Λόγο τελείωσαν άπαξ δια παντός τη βαρβαρότητα της αγνοίας και των απείρων κακών που αυτή φέρει. Αρνητικά «πάς μη Έλλην βάρβαρος». Θετικά : «πάς Έλλην οφείλει να είναι έλλογος ».
Βασίλειος Μακρυπούλιας, δρ. φιλοσοφίας.
Ο Σωκράτης ήδη στην Πολιτεία μας δίνει το χωρισμό των ανθρώπων σε πεπαιδευμένους και σε μη πεπαιδευμένους. λόγω όλων αυτών των οποίων έχουμε πει αυτοί οι οποίοι είναι απαίδευτοι και δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια, δεν θα πρέπει να κυβερνήσουν ποτέ την πολιτεία.
\Η έννοια του βαρβάρου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του απαίδευτου, του ανθρώπου που δεν μπορεί να υπάγει προς τη χώρα των μακάρων, δεν κατέχει την ιδέα του Αγαθού και την αξιολογία του, τελικά δεν δικαιούται να μείνει και να απολαύσει τα αγαθά της έλλογης πλατωνικής πολιτείας.
Αναφέρεται: « Είναι ανάγκη λοιπόν οι πεπαιδευμένοι να μην αναχωρούν προς τη νήσο των μακάρων, αλλά να μένουν εδώ και να καθοδηγούν παιδευτικά τους λοιπούς ανθρώπους…» είναι ανάγκη λοιπόν.
Γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης μέσα από τους οριστικούς και επαγωγικούς του λόγους ανήγαγε τον ανθρωποκεντρισμό του στην ικανότητα του ανθρώπου να μάθει, να θυμηθεί, να οδηγηθεί σε ανώτερες αξιολογικές ατραπούς. Βαρβαρότητα είναι η εμμονή του ανθρώπου στην ακατέργαστη εγγενή φύση και στις κληρονομηθείσες δυνάμεις.
Ο εξωραϊσμός της ανθρώπινης φύσης επιτυγχάνεται μέσα από την πλατωνική ανάμνηση του αγαθού η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στη μνήμη και μίμηση όλων εκείνων τα οποία καλλωπίζουν τον ανθρώπινο νου, ωραιοποιούν την πράξη, καθιστούν τον άνθρωπο ηθικά και αισθητικά άρτιο.
Οι Έλληνες δεν διατυμπάνισαν τη φράση : «πάς μη Έλλην βάρβαρος» χωρίς να τη στηρίξουν οντολογικά. Βάρβαρος είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει δια της παιδείας συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και των ιδεών και παραμένει δούλος ανθρώπων και των παθών, της αρχέγονης και παθητικής φύσης του.
Χαρακτηριστικά ας αναφέρουμε ότι στον Προτρεπτικό του ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος αναφέρει για το Σωκράτη όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία τον έσωσαν από την κατάσταση της βαρβαρότητας: «αυτός λέγουν, λέγει στο διάλογό του (όταν συζητά) πώς ουδέν γνωρίζω ούτε διδάσκω κάτι , αλλά μόνον απορίες έχω».
Η έξοδος από τη βαρβαρότητα της αγνοίας ακριβώς επιτυγχνάνεται μέσα από την τριπλή εκδίπλωση της γνώσης όπως την κατάφεραν οι Έλληνες. Γνώση του Άλλου, γνώση του Εαυτού μου, γνώση του Κόσμου.
Η απορία και ο θαυμασμός σηματοδοτούν την έξοδο του ανθρώπου από την εγγενή βαρβαρότητα και την αναγωγή του ανθρώπου σε συνδημιοργό και συν-καθοριστή του κόσμου και της πορείας του, διότι μέσα από το Λόγο ο άνθρωπος προσδιορίζεται λογικά και ηθικοπρακτικά.
Βαρβαρότητα είναι η εμμονή σε όσα σου έδωσε η φύση χωρίς εσύ να αυξηθείς πνευματικά ανταποδίδοντας τα φυσικά δώρα προσφέροντας όσα η έλλογη ανεπτυγμένη φύση σου δύναται στην όλη οντολογική πορεία και εξέλιξη.
Επίσης ο Περικλής στον Επιτάφιό του καθόρισε τα όρια της ανθρώπινης ανωτέρας φύσης και της βαρβαρότητας όταν διατυμπάνισε ότι ο Αθηναίος φιλοσοφεί χωρίς μαλθακότητα (η οποία αποτελεί μορφή βαρβαρότητας) και φιλοκαλεί έχοντας το γούστο του ωραίου.
Ο Παρθενώνας, το αιώνιο αυτό μνημείο της ένωσης του ανθρώπου με το θείο, της επαφής της Πόλης με τον κόσμο του Αγαθού, σηματοδότησε την έξοδο του Έλληνος από τη βαρβαρότητα της παθητικότητας, της στείρας ζωής, τη μη αντίληψης της αρχής και του σκοπού όλου αυτού που ζούμε.
Οι Έλληνες ξέφυγαν από τη βαρβαρότητα διότι μέσα από τη φιλοσοφία φαντάσθηκαν πώς όλα γύρω μας θα μπορούσαν να είναι, θυμήθηκαν την αρχή και το τέλος αυτού του κόσμου, τον ανθρώπινο προορισμό προς τη νήσο των μακάρων διά της ηθικοπλαστικής παιδείας.
‘Αρα-ας θυμηθούμε τον σχετικό Κρατύλο του Πλάτωνος –οι Έλληνες είχαν μέσα τους όλο το αξιολογικό υπόβαθρο όσον αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι δεν αναπτύσσονται έλλογα σύμφωνα με την ανωτέρα ανθρώπινη φύση, από εκεί ορμώμενοι εδημιούργησαν και τη λέξη βάρβαρος. Όπως λέγεται από τις κραυγές «βαρ-βάρ» των επιτιθεμένων εκ της Ανατολής εχθρών των.
Ως εκ τούτου η λέξη έρχεται ως συνέχεια όλης της πνευματικής δημιουργίας των Ελλήνων, έχει ως συνώνυμο την υποανάπτυκτη ανθρώπινη φύση η οποία δεν ακολουθεί την πορεία του θεϊκού νοός προς τον Όλυμπο της γνώσης και της καθοσίωσης αλλά παραμένει δέσμια στη γη, στην υποταγή και στα πάθη.
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη βάρβαρος, στους Όρνιθες ο Έποπας καυχιέται ότι δίδαξε στα πουλιά να μιλάνε ενώ πριν ήταν βάρβαρα. Άρα η μη-βαρβαρότητα ταυτίζεται με κάθε πνευματική ανάπτυξη μία εκ της οποίας είναι και η γλώσσα. Οι Έλληνες ξεπέρασαν το επίπεδο της βαρβαρότητας διότι μέσα από τη γλώσσα ήλεγξαν τόσο πολύ τον αέρα στο στόμα τους ώστε μέσα από τη λαλιά τους πέρασαν όλη την οντολογική πορεία.
Οι λέξεις των Ελλήνων ταυτίζονται με αυτή την πορεία του αιωνίου πνεύματος και αυτό έξοδο από τη βαρβαρότητα. Ο Πλατωνικός Κρατύλος συζητεί ότι η Ελληνική γλώσσα περιγράφει όλη τη δράση του Έλληνος προς το Είναι. Στηρίζεται στη λέξη «ύδωρ» στην κίνηση του υγρού στοιχείου, από αυτή τη λέξη εξάγεται η λέξη «δράση» η πράξη η οποία ωθεί τον άνθρωπο προς το Επέκεινα και την Αλήθεια.
Ο Έλληνας συλλαμβάνοντας το Είναι και ως πράξη ξέφυγε από τη βαρβαρότητα της θεωρίας, της απάθειας, της υποταγής σε κάποιο θεό ή αφέντη ο οποίος απλά τον καθοδηγεί θεωρητικά χωρίς προσωπικό πρακτικό και βουλητικό προσανατολισμό. Οι Έλληνες θεωρώντας ότι οι επιτιθέμενοι της Ανατολής απλά υπάκουαν σε κάποιον αφέντη χωρίς περαιτέρω προσωπική επιδίωξη θεώρησαν ότι αυτή η κατάσταση είναι κατάσταση βαρβαρότητας. Το «βαρ-βάρ» απλά βοήθησε στη δημιουργία της λέξης.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η Κασσάνδρα αρχικά παρουσιάζεται ως βουβή, επειδή ομιλεί τη βαρβαρική γλώσσα (βάρβαρον φωνήν κεκτημένη, στιχ.1051) η οποία μάλιστα ακούγεται σαν ενοχλητικό τιτίβισμα χελιδονιού.
Ουσιαστικά οι Έλληνες αγαπούσαν τη γλώσσα εκείνη η οποία εκφράζει ολοκληρωμένα οντολογικά μηνύματα, λέξεις ευήκοες προς φιλοσοφική πρόοδο και όχι απλά λέξεις επικοινωνίας. Αυτό το βάρβαρο επίπεδο θεώρησαν ότι το ξεπέρασαν.
Οι Έλληνες θεώρησαν ότι μέσα από την κατάκτηση της κοινής καταγωγής, κοινής γλώσσας μόρφωσης και ήθους, μέσα από την όμοια θρησκεία κατάφεραν και απέκτησαν κοινό εθνικό προσδιορισμό ο οποίος καθόρισε την κίνηση του μυαλού τους και του ήθους των. Ως Έθνος ατένιζαν με την ίδια λογική το Αγαθό και προσπαθούσαν με την κοινή προσπάθεια δια του Νοός να το εγκαταστήσουν στη Γη μέσα από την Πολιτεία.
Είχαν ίδιες και όμοιες αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη φύση, ως Έθνος από κοινού προσπαθούσαν για την εσωτερική και πολιτική πρόοδο. Όλοι θεώρησαν ως «μητρός τε και πατρός τιμιώτερον εστί η Πατρίς». Η κοινή αξιακή κλίμακα τους έφερε στην όμοια πρακτική και θεωρητική αντιμετώπιση της ζωής και των κινδύνων.
Όπως είπε ο Περικλής επειδή ο κάθε Έλληνας ως ξεχωριστό πρόσωπο ταυτίσθηκε με την Πατρίδα και αυτοβούλως ήθελε να ζήσει και να πεθάνει για τα αγαθά που η Πατρίδα προσφέρει μέσα από την κοινή προσφορά όλων. Βαρβαρότητα επί τω προκειμένω ήταν η άλογη υπακοή σε ένα δυνάστη ο οποίος σε μεταφέρει από την Ανατολή –ενώ δεν είσαι Πέρσης απλά είσαι υποταγμένος στους Πέρσες-χωρίς να έχεις κάποια δική σου βούληση ή λόγο να ακολουθείς.
Οι Αθηναίοι ξεπερνώντας το στάδιο της βαρβαρότητας –όπως διαβάζουμε στον Επιτάφιο- κατέστησαν πάσα γη τάφο διότι έχοντας τον ανώτερο προσδιορισμό της Πατρίδος ζούσαν αυτοβούλως και πέθαιναν γι αυτή. Είχαν φθάσει στον ανώτερο βαθμό αυτοσυνείδησης ο οποίος σηματοδοτεί την έξοδο από την χειροτέρα βαρβαρότητα της παθητικότητας.
Ο Σωκράτης απογείωσε οριστικά αυτή τη βαρβαρότητα όταν ενίκησε και την νοητική φοβία αυτής της ζωής νικώντας και τη βαρβαρότητα του θανάτου. Ανοίγοντας τις πύλες του Άδου,βλέποντας τη νήσο των μακάρων ουσιαστικά ξεπέρασε οριστικά το βάρβαρο στάδιο της εμμονικής φοβίας του θανάτου. Σταδιακά στην Αθήνα η λέξη βάρβαρος έλαβε το νόημα του άξεστου,του ακαλλιέργητου. Στις Νεφέλες ο Αριστοφάνης αναφέρει τον Στρεψιάδη ως άνθρωπο αμαθή ουτοσί και βάρβαρο.
Στην Ομηρική Οδύσσεια οι μνηστήρες παρουσιάζονται να εγκαταβιούν στο έσχατο στάδιο της βαρβαρότητας. Ζουν απρόσκλητοι σε ξένο σπίτι, δαπανούν και ξοδεύουν αλόγιστα ξένο βιός, επιθυμούν γυναίκα άλλου, φέρονται απάνθρωπα σε όποιον τους ενοχλήσει (όπως πέταγαν περιπαικτικά αποφάγια στον Οδυσσέα και τον έβαζαν να μαλώνει με ζητιάνους).
Ο Οδυσσέας, ο άνθρωπος του σκοπού, ο άνθρωπος της οντολογικής σειράς, αυτός ο έλλογος περιπατητής ο ερευνών το δρόμο προς την μεγάλη Πορεία προς το Σκοπό που όλοι πρέπει να κατακτήσουμε, σταματά αυτή τη βαρβαρότητα σκοτώνοντας τους φορείς της. Σε κάθε περίπτωση η βαρβαρότητα έχει σχέση με την εμμονή σε κατώτερα πάθη και συνήθειες οι οποίες δεν αναπτύσσουν τον άνθρωπο σε σχέση με τον εαυτό του, τους Άλλους το Νου.
Η Αριστοτελική φιλοσοφία της έξης και της αυτοσυνείδητης ηθικής αρετής η οποία αποκλειστικά στηρίζεται στο λόγο, καθόρισε αμετάκλητα τα όρια ανάμεσα στη βαρβαρότητα και στην έλλογη εξέλιξη του ανθρώπου. Ήδη ο τριπλός διαχωρισμός της Πλατωνικής Πολιτείας όσον αφορά την ανθρώπινη προσωπικότητα και την ταξιθέτηση την ανάλογη των κοινωνικών τάξεων καθόρισε την ανθρώπινη φύση όχι ως κάτι το εγγενές αλλά ως κάτι το επίκτητο.
Η φύση πλέον μέσα από την Πλατωνική και Αριστοτελική φιλοσοφία ξεφεύγει από την εγγενή βαρβαρότητα, καθίσταται δια της παιδείας επίκτητη και πλήρως καθοριζομένη από τον άνθρωπο. Ήδη ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια και αλλού καθορίζει τη ρύθμιση της ανθρώπινης φύσης ως το εκλεπτυσμένο σύνολο των ανθρωπίνων ιδιοτήτων οι οποίες αποκτώνται μέσα από τη διδαχή, τη μάθηση και την επιμέλεια. Το ότι ο Έλληνας αυτοποιεί τη φύση του ως σύνολο ιδιοτήτων απομακρύνει οριστικά τον άνθρωπο από τη βαρβαρότητα της έτοιμης και εγγενούς φύσης.
Δεν έχει σημασία να γεννάσαι έχοντας τις όποιες φυσικές ιδιότητες. Μπορείς μέσα από την παιδεία της ανάμνησης του Αγαθού και της εμπειρικής γνώσης των αιτίων και των μορφών και της αρετής να διαπλάσεις τη φύση που εσύ επιθυμείς.
Το ηγεμονικό που αντιστοιχεί στους Βασιλείς φιλοσόφους, το θυμοειδές στους πολεμιστές και το επιθυμητικό στους εργάτες καθορίζει και το όριο ανάμεσα στη βαρβαρότητα της αδικίας και της εμμένειας και στην υπέρβαση του δικαίου και της πορείας προς το νοητό Όλυμπο. Το Πλατωνικό Υποκείμενο ενθυμούμενο το Αγαθό , μέσα από τις αρετές το εφαρμόζει ατομικά και μέσα από την Πολιτεία το διασπείρει κοινωνικά.
Ο εσωτερικός προσδιορισμός του ατόμου σε σχέση με το Αγαθό το ανεξαρτητοποιεί έναντι κάθε εξουσίας και το θέτει στην αυτόβουλη πορεία προς τον κόσμο των ιδεών. Κάθε τι άλλο, εμμενές προς τη γη θεωρείται ως βαρβαρότητα. Γι αυτό ο Αισχύλος στους Πέρσες παραδίδει τον Πέρση αγγελιαφόρο να λέει: «στρατός γάς πάς όλωλε βαρβάρων».
Ώστε οι Έλληνες θεώρησαν κάθε τι το άξεστο, το απαίδευτο, το ευτελές, το δουλικό και το εξουσιαστικό, το υπακούον σε πάθη ως βάρβαρο. Κάθε τι το οποίο δεν έχει Εθνικό ή ατομικό προσανατολισμό σε σχέση με κάποια αρχή του ωραίου και του καλού αλλά μόνο σε σχέση με τυράννους και σατράπες και δυνάστες θεώρησαν ότι επειδή δεν εξελίσσει την ανθρώπινη φύση αντίθετα την υποβιβάζει διότι ο άνθρωπος σκοπό έχει την επιστροφή στον κόσμο των ιδεών, αυτό το θεώρησαν ως βαρβαρικό.
Η Αντιγόνη χαράσσει τα τελικά όρια ανάμεσα στον έλλογο άνθρωπο που προχωρεί ως νόηση και αξία και στο βάρβαρο ο οποίος μένει στάσιμος, υποχείριο φυσικών και δυναστικών δυνάμεων. Η Αντιγόνη αντιστέκεται σε κάθε τι το βαρβαρικό, τώρα στο Σοφοκλή το επίθετο βάρβαρος λαμβάνει μία καθαρά νέα σημασία.
Η στείρα υπακοή στον άρχοντα (αυτό δεν έκαναν και οι επιτιθέμενοι κατά τους περσικούς πολέμους Πέρσες;) η μη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο των αγράφων νόμων των θεών, η εσωτερική αδυναμία (όπως παροσιάζεται στην Ισμήνη) συνιστά βαρβαρότητα. Βαρβαρότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και αυτή τη σύνδεση να την επεκτείνει και επί της γης.
Η Αντιγόνη είναι μη-βάρβαρος και αποτελεί ανωτέρα φύση διότι θυμάται τους αγράφους νόμους, καθοδηγείται ως ανεξάρτητο Εγώ από τους θεούς, δεν φοβείται , σκέφτεται και κινείται και πράττει ελεύθερα, έχει κατακτήσει και την επίγεια και την επουράνια ελευθερία.
Εν τέλει φθάνει σε τέτοια ύψη τελειότητας ώστε δια της κηρυσσομένης καθολικής έμφυτης αγάπης να διαλύσει κάθε βαρβαρότητα μίσους και αντεκδίκησης και ανταπόδοσης κακίας και φθόνου. «Δεν γεννήθηκα να μισώ αλλά να αγαπώ» θα βροντοφωνάξει χαράσσοντας συγχρόνως αμετάκλητα τα σύνορα ανάμεσα στην ανθρώπινη βαρβαρότητα και ευγένεια.
Γι αυτό ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι φωνάζει : «είναι φυσικό οι Έλληνες να άρχουν στους βαρβάρους , αλλά όχι οι βάρβαροι στους Έλληνες, οι βάρβαροι είναι δούλοι και οι Έλληνες ελεύθεροι». Η γνώση ελευθερώνει και η ελευθερία ωθεί τον άνθρωπο στον κόσμο του ωραίου και του καλού.
Αυτή η οντολογική σειρά επειδή ακριβώς τόσο πιστά τηρήθηκε από τα τέκνα του Σωκράτους αλλά και από τους προγόνους του οδήγησε στην οριστική κατανίκηση κάθε τι του βαρβαρικού. Αναπτύσσοντας οι Έλληνες το Λόγο τελείωσαν άπαξ δια παντός τη βαρβαρότητα της αγνοίας και των απείρων κακών που αυτή φέρει. Αρνητικά «πάς μη Έλλην βάρβαρος». Θετικά : «πάς Έλλην οφείλει να είναι έλλογος ».
Βασίλειος Μακρυπούλιας, δρ. φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου