Του Δημοσθένη Κούκουνα,
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρις ότου – κατά ένα μέρος – λυθεί το μυστήριο, πώς οι Εβραίοι της Ζακύνθου κυκλοφορούσαν ακαταδίωκτοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Είμαστε στα τέλη του 1943 και οι κατακτητές στην Ελλάδα έχουν επεκτείνει τις διώξεις των Εβραίων σε ολόκληρη την Ελλάδα, μετά τις διώξεις στη Θεσσαλονίκη που έγιναν στις αρχές του χρόνου. Και πράγματι, εξ αιτίας του τότε μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου, προκλήθηκε μία σπάνια ευεργετική διαταγή που ελήφθη σε ανώτατο επίπεδο στο Βερολίνο και έτσι ο εβραϊκός πληθυσμός του νησιού δεν διώχθηκε «υπ’ ευθύνη του τοπικού μητροπολίτη». Ίσως είναι το μοναδικό μέρος σε ολόκληρη την Ελλάδα που κέρδισαν οι Εβραίοι μια τέτοιας μορφής ασυλία εν σχέσει με τα τόσα και τόσα τραγικά που υπέστησαν οι ομόθρηκοι και ομόφυλοί τους παντού αλλού. Θα αναρωτηθεί φυσικά κανείς γιατί κανείς άλλος Έλληνας μητροπολίτης στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ενήργησε αντίστοιχα.
Η απάντηση είναι ότι κανείς άλλος δεν είχε γνωριμία με τον ίδιο τον Χίτλερ όπως ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Χίτλερ από εικοσαετίας, πριν καν γίνει γνωστός και παντοδύναμος ο τελευταίος, από το Μόναχο. Εκεί είχε υπηρετήσει επί χρόνια ο Χρυσόστομος ως εφημέριος της ελληνικής εκκλησίας των Αγίων Πάντων και είχε δημιουργήσει φιλίες με διάφορους Γερμανούς πλην του Χίτλερ, όπως ο Τουρκογερμανός Μουράτ Φέριντ Μπέη (γεννηθείς το 1908 στη Θεσσαλονίκη, γιος Τούρκου αξιωματικού και Γερμανίδας). Ο τελευταίος αυτός έδρασε ως αρχηγός της Άμπβερ στην Ελλάδα επί Κατοχής.
Σε τοπικό επίπεδο από εβραϊκής πλευράς η ευγνωμοσύνη προς τον τόσο αποτελεσματικό ως προς το θέμα της μη δίωξης των Εβραίων της Ζακύνθου Έλληνα ιεράρχη, εκδηλώθηκε με διάφορους απλούς τρόπους μετακατοχικά. Τα γνωρίζουν καλύτερα οι Ζακυνθινοί, όσοι τυχόν επιζούν από εκείνα τα χρόνια και διατηρούν μνήμες. Βέβαια από επίσημης πλευράς του Ισραήλ χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τριάντα χρόνια μέχρις ότου τιμηθεί ανάλογα με το τι προσέφερε. Τέτοιου είδους τιμές όμως δεν είναι αξιοπερίεργο να αποδίδονται καθυστερημένα, αρκεί να αποδίδονται. Και ίσως το Ισραήλ, άλλωστε, να είχε τους λόγους του. Οπωσδήποτε όμως θα είχε επιπρόσθετη βαρύτητα αν αναγνωριζόταν η προσφορά του όταν ακόμη βρισκόταν εν ζωή (ο Χρυσόστομος πέθανε το 1958, αφού ένα χρόνο νωρίτερα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το νησί για άλλους λόγους άσχετους με το θέμα μας).
Σύμφωνα με την πιο έγκυρη εβραϊκή εκδοχή, που όμως είναι και η πιο απλοϊκή, ο μητροπολίτης Ζακύνθου, καθώς και ο δήμαρχος της πόλης Λουκάς Καρρέρ, έδωσαν γροθιά στο μαχαίρι:
«Ενώ σε όλη την υπόλοιπη χώρα οι διώξεις και εκτοπίσεις Εβραίων διεξάγονταν από τους Γερμανούς αποτελεσματικά, η Ζάκυνθος αποτέλεσε μια μοναδική εξαίρεση. Δύο θαρραλέοι άνθρωποι, ο Μητροπολίτης του νησιού Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, πέτυχαν κάτι πρωτοφανές: θέτοντας την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο, κατόρθωσαν να προστατέψουν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ζακύνθου από την τύχη των ομοθρήσκων τους σε άλλες περιοχές. Στα τέλη του 1943 ο Γερμανός Διοικητής της Ζακύνθου, Μπέρενς, κάλεσε τον Δήμαρχο στο γραφείο του και απαίτησε, υπό την απειλή όπλου, κατάλογο με τα ονόματα όλων των Εβραίων του νησιού. Ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης, αντιλαμβανόμενοι το τι σήμαινε η εντολή αυτή, προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο, αλλά ο Διοικητής ήταν αμετακίνητος, καθώς είχε διαταγές από το Γενικό Αρχηγείο. Μετά από πολλή σκέψη, καθώς βρίσκονταν και οι ίδιοι σε θανάσιμο κίνδυνο, οι δύο άνδρες πήραν τη γενναία απόφαση να περιλάβουν στον κατάλογο μόνο τα εξής δύο ονόματα: Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος και Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ. Ο Γερμανός Διοικητής έμεινε άναυδος. Μαζί με ένα γράμμα του Μητροπολίτη προς τον ίδιο τον Χίτλερ, στο οποίο αναλάμβανε ακέραια την ευθύνη για τη διαγωγή των Εβραίων του νησιού, τα δύο έγγραφα αποστάλθηκαν στο Γενικό Αρχηγείο, όπου πρέπει να έκαναν έντονη εντύπωση, γιατί η διαταγή της σύλληψης όλων των Εβραίων ακυρώθηκε. Παρ’όλα αυτά, για κάθε ενδεχόμενο, όλοι οι Εβραίοι της Ζακύνθου διασκορπίστηκαν στα χωριά του νησιού, όπου χριστιανικές οικογένειες τους έκρυψαν και ανέλαβαν τη διατροφή τους. Χάρη στην επιρροή, το θάρρος και την αποφασιστικότητα των δύο ηγετών του νησιού, καθώς και του ντόπιου πληθυσμού, οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν χωρίς ούτε μία απώλεια, από έναν πόλεμο που εξολόθρευσε το σύνολο των ομοθρήσκων τους σε πολλές άλλες περιοχές». [Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, 1941-1944. Εγχειρίδιο Μελέτης, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα 2005, σ. 26-27].
Ωστόσο αυτή η εκδοχή δεν είναι απόλυτα ακριβής, διότι αγνοεί τη βασική παράμετρο, που ήταν η προσωπική γνωριμία του Χρυσόστομου με τον Χίτλερ από τα χρόνια του Μονάχου. Ως προς δε το δεύτερο πρόσωπο, τον δήμαρχο, αυτός είναι δευτεραγωνιστής, διότι από μόνος του δεν θα επετύγχανε τίποτε – όπως δεν το κατόρθωσαν πολύ ισχυρότερα δημόσια πρόσωπα στην Ελλάδα, από τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μέχρι τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Κ. Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη, που επιχείρησαν να υψώσουν τη φωνή τους για τις εβραϊκές διώξεις στην Ελλάδα γενικότερα. Ο εν λόγω δήμαρχος Ζακύνθου ήταν πρωτίστως άνθρωπος εμπιστοσύνης των Ιταλών και όχι των Γερμανών (ως γνωστόν μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου 1943 η Ζάκυνθος, όπως και τα λοιπά Επτάνησα, τελούσαν υπό καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης). Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε με τον τοπικό μητροπολίτη, τον Χρυσόστομο Δημητρίου. Αυτός ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης των Γερμανών, κάθε άλλο δε των Ιταλών, οι οποίοι και τον είχαν απελάσει από το νησί στις αρχές του 1943.
Τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εννέα χρόνια μετά την εκλογή του σε μητροπολίτη Ζακύνθου. Μεταξύ άλλων επαφών και γνωριμιών του, ξανασυναντήθηκε μετά από πολλά χρόνια με τον Μουράτ Φέριντ Μπέη, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1942 είχε αναλάβει σταθμάρχης της Άμπβερ στην Αθήνα. Ο Φέριντ οργάνωσε στην Αθήνα διάφορα κατασκοπευτικά δίκτυα για λογαριασμό των Γερμανών, μισθώνοντας Έλληνες συνεργάτες. Στις μακρές ανακριτικές καταθέσεις, που έδωσε μετά τον πόλεμο στις συμμαχικές αρχές, αποκαλύπτει πολλά στοιχεία και μεταξύ άλλων ότι ήταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής συνεργασίας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο Δημητρίου, «που τον είχαν εξορίσει από το νησί οι Ιταλοί». Η συνεργασία δεν προχώρησε, πρόσθετε, διότι αρνήθηκε ο τότε ανώτατος διοικητής Ν. Ελλάδος στρατηγός Σπάιντελ να τον δεχθεί, επειδή για λόγους σκοπιμότητας ο γερμανικός στρατός δεν θα έπρεπε να αναμίξει στις δραστηριότητές του την ελληνική εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθεί ο Χρυσόστομος και να μην συστήσει πράκτορες στη γερμανική αντικατασκοπία! Ιδού ένα απόσπασμα από συμμαχικό έγγραφο σχετικό με τις ανακρίσεις του Φέριντ ως προς τους Έλληνες συνεργάτες του κατά την Κατοχή, με εμπλεκόμενο τον μητροπολίτη:
Η μετάφραση: «Δημητρίου Χρυσόστομος. Αρχιεπίσκοπος της Νήσου Ζακύνθου. Ο σταθμός [της Άμπβερ] στην Αθήνα ήρθε σε επαφή μαζί του για να προμηθεύσει πράκτορες. Ζει στην Αθήνα. Γεννήθηκε το 1875. Ύψος 1,65 μ. Λεπτός, γκριζομάλλης. Διάφορα: Ομιλεί γαλλικά. Καριέρα: Ποτέ δεν πρόσφερε πράκτορες. Δυσαρεστήθηκε επειδή δεν έγινε δεκτός από τον στρατηγό Σπάιντελ».
Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τη Ζάκυνθο, αίρεται αυτόματα το καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης και βεβαίως αναπετάσσεται η ελληνική σημαία. Επανέρχονται οι ελληνικές αρχές και δημόσιες υπηρεσίες που είχαν απομακρυνθεί και μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ταυτόχρονα όσοι Έλληνες είχαν εκτεθεί για τη συνεργσία τους με τους Ιταλούς βρίσκουν τώρα καταφύγιο στις γερμανικές αρχές και προθυμοποιούνται ανάλογα να προσφέρουν υπηρεσίες στον άλλο κατακτητή (σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και ο περιβόητος Φραγκίσκος Μερκάτης, που μετά την Κατοχή είχε τη γνωστή περιπέτεια).
Και όταν αιφνιδίως εμφανίστηκαν οι Γερμανοί να ζητούν απογραφή των Εβραίων προέκυψε – έπειτα από κάποιες δύσκολες μέρες αγωνίας και δυστοκίας – η αντίδραση του Χρυσόστομου, όταν ενημερώθηκε από τον δήμαρχο Καρρέρ. Ο Χρυσόστομος που φέρεται να είχε σύνδεσμο με τον Χίτλερ από εντελώς «ανύποπτα» χρόνια και με τον οποίο φέρεται να είχε ιδεολογικές συζητήσεις μαζί του ως προς τα εθνικοσοσιαλιστικά οράματα κλπ., αφού ανέφερε στον έκπληκτο Γερμανό αξιωματικό τα περί του συνδέσμου του με τον τελευταίο (όπως και με τον επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπίας στην Αθήνα Φέριντ), ασφαλώς θα πρόσθεσε και ένα άλλο επιχείρημα που έπαιξε ρόλο: Τόνισε ότι οι Εβραίοι της Ζακύνθου είναι φιλήσυχοι, ανήκουν στους λεγόμενους «αφομοιωτές» και ότι δεν είναι σαν τους εξ Ισπανίας σιωνιστές, αλλά βρίσκονται επί χίλια σχεδόν χρόνια στην Ελλάδα και διαβιούν ήσυχα με τον εντόπιο πληθυσμό.
Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασε από το Βερολίνο η διαταγή «ασυλίας των Εβραίων της Ζακύνθου» και έτριβαν τα μάτια τους από έκπληξη οι τοπικοί Γερμανοί αξιωματούχοι. Ο Χίτλερ από το Βερολίνο είχε αντιδράσει θετικά! Ακριβώς όπως είχε προβλέψει ότι θα αντιδρούσε όταν ο Χρυσόστομος αναλάμβανε την πρωτοβουλία του…
ΠΗΓΗ aera2012.blogspot.gr
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρις ότου – κατά ένα μέρος – λυθεί το μυστήριο, πώς οι Εβραίοι της Ζακύνθου κυκλοφορούσαν ακαταδίωκτοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Είμαστε στα τέλη του 1943 και οι κατακτητές στην Ελλάδα έχουν επεκτείνει τις διώξεις των Εβραίων σε ολόκληρη την Ελλάδα, μετά τις διώξεις στη Θεσσαλονίκη που έγιναν στις αρχές του χρόνου. Και πράγματι, εξ αιτίας του τότε μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου, προκλήθηκε μία σπάνια ευεργετική διαταγή που ελήφθη σε ανώτατο επίπεδο στο Βερολίνο και έτσι ο εβραϊκός πληθυσμός του νησιού δεν διώχθηκε «υπ’ ευθύνη του τοπικού μητροπολίτη». Ίσως είναι το μοναδικό μέρος σε ολόκληρη την Ελλάδα που κέρδισαν οι Εβραίοι μια τέτοιας μορφής ασυλία εν σχέσει με τα τόσα και τόσα τραγικά που υπέστησαν οι ομόθρηκοι και ομόφυλοί τους παντού αλλού. Θα αναρωτηθεί φυσικά κανείς γιατί κανείς άλλος Έλληνας μητροπολίτης στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ενήργησε αντίστοιχα.
Η απάντηση είναι ότι κανείς άλλος δεν είχε γνωριμία με τον ίδιο τον Χίτλερ όπως ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Χίτλερ από εικοσαετίας, πριν καν γίνει γνωστός και παντοδύναμος ο τελευταίος, από το Μόναχο. Εκεί είχε υπηρετήσει επί χρόνια ο Χρυσόστομος ως εφημέριος της ελληνικής εκκλησίας των Αγίων Πάντων και είχε δημιουργήσει φιλίες με διάφορους Γερμανούς πλην του Χίτλερ, όπως ο Τουρκογερμανός Μουράτ Φέριντ Μπέη (γεννηθείς το 1908 στη Θεσσαλονίκη, γιος Τούρκου αξιωματικού και Γερμανίδας). Ο τελευταίος αυτός έδρασε ως αρχηγός της Άμπβερ στην Ελλάδα επί Κατοχής.
Σε τοπικό επίπεδο από εβραϊκής πλευράς η ευγνωμοσύνη προς τον τόσο αποτελεσματικό ως προς το θέμα της μη δίωξης των Εβραίων της Ζακύνθου Έλληνα ιεράρχη, εκδηλώθηκε με διάφορους απλούς τρόπους μετακατοχικά. Τα γνωρίζουν καλύτερα οι Ζακυνθινοί, όσοι τυχόν επιζούν από εκείνα τα χρόνια και διατηρούν μνήμες. Βέβαια από επίσημης πλευράς του Ισραήλ χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τριάντα χρόνια μέχρις ότου τιμηθεί ανάλογα με το τι προσέφερε. Τέτοιου είδους τιμές όμως δεν είναι αξιοπερίεργο να αποδίδονται καθυστερημένα, αρκεί να αποδίδονται. Και ίσως το Ισραήλ, άλλωστε, να είχε τους λόγους του. Οπωσδήποτε όμως θα είχε επιπρόσθετη βαρύτητα αν αναγνωριζόταν η προσφορά του όταν ακόμη βρισκόταν εν ζωή (ο Χρυσόστομος πέθανε το 1958, αφού ένα χρόνο νωρίτερα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το νησί για άλλους λόγους άσχετους με το θέμα μας).
Σύμφωνα με την πιο έγκυρη εβραϊκή εκδοχή, που όμως είναι και η πιο απλοϊκή, ο μητροπολίτης Ζακύνθου, καθώς και ο δήμαρχος της πόλης Λουκάς Καρρέρ, έδωσαν γροθιά στο μαχαίρι:
«Ενώ σε όλη την υπόλοιπη χώρα οι διώξεις και εκτοπίσεις Εβραίων διεξάγονταν από τους Γερμανούς αποτελεσματικά, η Ζάκυνθος αποτέλεσε μια μοναδική εξαίρεση. Δύο θαρραλέοι άνθρωποι, ο Μητροπολίτης του νησιού Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, πέτυχαν κάτι πρωτοφανές: θέτοντας την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο, κατόρθωσαν να προστατέψουν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ζακύνθου από την τύχη των ομοθρήσκων τους σε άλλες περιοχές. Στα τέλη του 1943 ο Γερμανός Διοικητής της Ζακύνθου, Μπέρενς, κάλεσε τον Δήμαρχο στο γραφείο του και απαίτησε, υπό την απειλή όπλου, κατάλογο με τα ονόματα όλων των Εβραίων του νησιού. Ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης, αντιλαμβανόμενοι το τι σήμαινε η εντολή αυτή, προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο, αλλά ο Διοικητής ήταν αμετακίνητος, καθώς είχε διαταγές από το Γενικό Αρχηγείο. Μετά από πολλή σκέψη, καθώς βρίσκονταν και οι ίδιοι σε θανάσιμο κίνδυνο, οι δύο άνδρες πήραν τη γενναία απόφαση να περιλάβουν στον κατάλογο μόνο τα εξής δύο ονόματα: Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος και Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ. Ο Γερμανός Διοικητής έμεινε άναυδος. Μαζί με ένα γράμμα του Μητροπολίτη προς τον ίδιο τον Χίτλερ, στο οποίο αναλάμβανε ακέραια την ευθύνη για τη διαγωγή των Εβραίων του νησιού, τα δύο έγγραφα αποστάλθηκαν στο Γενικό Αρχηγείο, όπου πρέπει να έκαναν έντονη εντύπωση, γιατί η διαταγή της σύλληψης όλων των Εβραίων ακυρώθηκε. Παρ’όλα αυτά, για κάθε ενδεχόμενο, όλοι οι Εβραίοι της Ζακύνθου διασκορπίστηκαν στα χωριά του νησιού, όπου χριστιανικές οικογένειες τους έκρυψαν και ανέλαβαν τη διατροφή τους. Χάρη στην επιρροή, το θάρρος και την αποφασιστικότητα των δύο ηγετών του νησιού, καθώς και του ντόπιου πληθυσμού, οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν χωρίς ούτε μία απώλεια, από έναν πόλεμο που εξολόθρευσε το σύνολο των ομοθρήσκων τους σε πολλές άλλες περιοχές». [Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, 1941-1944. Εγχειρίδιο Μελέτης, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα 2005, σ. 26-27].
Ωστόσο αυτή η εκδοχή δεν είναι απόλυτα ακριβής, διότι αγνοεί τη βασική παράμετρο, που ήταν η προσωπική γνωριμία του Χρυσόστομου με τον Χίτλερ από τα χρόνια του Μονάχου. Ως προς δε το δεύτερο πρόσωπο, τον δήμαρχο, αυτός είναι δευτεραγωνιστής, διότι από μόνος του δεν θα επετύγχανε τίποτε – όπως δεν το κατόρθωσαν πολύ ισχυρότερα δημόσια πρόσωπα στην Ελλάδα, από τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μέχρι τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Κ. Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη, που επιχείρησαν να υψώσουν τη φωνή τους για τις εβραϊκές διώξεις στην Ελλάδα γενικότερα. Ο εν λόγω δήμαρχος Ζακύνθου ήταν πρωτίστως άνθρωπος εμπιστοσύνης των Ιταλών και όχι των Γερμανών (ως γνωστόν μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου 1943 η Ζάκυνθος, όπως και τα λοιπά Επτάνησα, τελούσαν υπό καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης). Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε με τον τοπικό μητροπολίτη, τον Χρυσόστομο Δημητρίου. Αυτός ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης των Γερμανών, κάθε άλλο δε των Ιταλών, οι οποίοι και τον είχαν απελάσει από το νησί στις αρχές του 1943.
Τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εννέα χρόνια μετά την εκλογή του σε μητροπολίτη Ζακύνθου. Μεταξύ άλλων επαφών και γνωριμιών του, ξανασυναντήθηκε μετά από πολλά χρόνια με τον Μουράτ Φέριντ Μπέη, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1942 είχε αναλάβει σταθμάρχης της Άμπβερ στην Αθήνα. Ο Φέριντ οργάνωσε στην Αθήνα διάφορα κατασκοπευτικά δίκτυα για λογαριασμό των Γερμανών, μισθώνοντας Έλληνες συνεργάτες. Στις μακρές ανακριτικές καταθέσεις, που έδωσε μετά τον πόλεμο στις συμμαχικές αρχές, αποκαλύπτει πολλά στοιχεία και μεταξύ άλλων ότι ήταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής συνεργασίας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο Δημητρίου, «που τον είχαν εξορίσει από το νησί οι Ιταλοί». Η συνεργασία δεν προχώρησε, πρόσθετε, διότι αρνήθηκε ο τότε ανώτατος διοικητής Ν. Ελλάδος στρατηγός Σπάιντελ να τον δεχθεί, επειδή για λόγους σκοπιμότητας ο γερμανικός στρατός δεν θα έπρεπε να αναμίξει στις δραστηριότητές του την ελληνική εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθεί ο Χρυσόστομος και να μην συστήσει πράκτορες στη γερμανική αντικατασκοπία! Ιδού ένα απόσπασμα από συμμαχικό έγγραφο σχετικό με τις ανακρίσεις του Φέριντ ως προς τους Έλληνες συνεργάτες του κατά την Κατοχή, με εμπλεκόμενο τον μητροπολίτη:
Η μετάφραση: «Δημητρίου Χρυσόστομος. Αρχιεπίσκοπος της Νήσου Ζακύνθου. Ο σταθμός [της Άμπβερ] στην Αθήνα ήρθε σε επαφή μαζί του για να προμηθεύσει πράκτορες. Ζει στην Αθήνα. Γεννήθηκε το 1875. Ύψος 1,65 μ. Λεπτός, γκριζομάλλης. Διάφορα: Ομιλεί γαλλικά. Καριέρα: Ποτέ δεν πρόσφερε πράκτορες. Δυσαρεστήθηκε επειδή δεν έγινε δεκτός από τον στρατηγό Σπάιντελ».
Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τη Ζάκυνθο, αίρεται αυτόματα το καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης και βεβαίως αναπετάσσεται η ελληνική σημαία. Επανέρχονται οι ελληνικές αρχές και δημόσιες υπηρεσίες που είχαν απομακρυνθεί και μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ταυτόχρονα όσοι Έλληνες είχαν εκτεθεί για τη συνεργσία τους με τους Ιταλούς βρίσκουν τώρα καταφύγιο στις γερμανικές αρχές και προθυμοποιούνται ανάλογα να προσφέρουν υπηρεσίες στον άλλο κατακτητή (σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και ο περιβόητος Φραγκίσκος Μερκάτης, που μετά την Κατοχή είχε τη γνωστή περιπέτεια).
Και όταν αιφνιδίως εμφανίστηκαν οι Γερμανοί να ζητούν απογραφή των Εβραίων προέκυψε – έπειτα από κάποιες δύσκολες μέρες αγωνίας και δυστοκίας – η αντίδραση του Χρυσόστομου, όταν ενημερώθηκε από τον δήμαρχο Καρρέρ. Ο Χρυσόστομος που φέρεται να είχε σύνδεσμο με τον Χίτλερ από εντελώς «ανύποπτα» χρόνια και με τον οποίο φέρεται να είχε ιδεολογικές συζητήσεις μαζί του ως προς τα εθνικοσοσιαλιστικά οράματα κλπ., αφού ανέφερε στον έκπληκτο Γερμανό αξιωματικό τα περί του συνδέσμου του με τον τελευταίο (όπως και με τον επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπίας στην Αθήνα Φέριντ), ασφαλώς θα πρόσθεσε και ένα άλλο επιχείρημα που έπαιξε ρόλο: Τόνισε ότι οι Εβραίοι της Ζακύνθου είναι φιλήσυχοι, ανήκουν στους λεγόμενους «αφομοιωτές» και ότι δεν είναι σαν τους εξ Ισπανίας σιωνιστές, αλλά βρίσκονται επί χίλια σχεδόν χρόνια στην Ελλάδα και διαβιούν ήσυχα με τον εντόπιο πληθυσμό.
Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασε από το Βερολίνο η διαταγή «ασυλίας των Εβραίων της Ζακύνθου» και έτριβαν τα μάτια τους από έκπληξη οι τοπικοί Γερμανοί αξιωματούχοι. Ο Χίτλερ από το Βερολίνο είχε αντιδράσει θετικά! Ακριβώς όπως είχε προβλέψει ότι θα αντιδρούσε όταν ο Χρυσόστομος αναλάμβανε την πρωτοβουλία του…
ΠΗΓΗ aera2012.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου