Ο Θεόδωρος Καΐρης υπήρξε δικηγόρος στη Μεσαριά της Άνδρου, όπου και
πέθανε το 1957. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στην
εκπόνηση της χειρόγραφης μελέτης του για την “αθανασία της ψυχής”.
Κατά τις τελευταίες του στιγμές, καθώς ψυχορραγούσε, ζήτησε από τους οικείους του μολύβι και χαρτί, όπου έγραψε τη στερνή του επιθυμία. Εξηγούσε ότι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το πνευματικό του έργο, γι’ αυτό ήθελε τα παιδιά του να συνεχίσουν την εργασία του και να τη φέρουν εις πέρας.
Όταν απεβίωσε ο Θεόδωρος Καΐρης, κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Μεσαριάς. Το δωμάτιό του όμως σφραγίστηκε από ειρηνοδίκη, επειδή ο γιος του έλειπε στην Αθήνα. Μετά την κηδεία, στο σπίτι είχε απομείνει η σύζυγός του αποθανόντος, Μόσχω Καΐρη, μαζί με την εγγονή της και μια ηλικιωμένη υπηρέτρια.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, περίπου κατά τις 10:30, άρχισαν να ακούγονται από το διπλανό σφραγισμένο δωμάτιο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή ο γηραιός Θεόδωρος Καΐρης, κρότοι από βήματα. Βήματα βαριά ,γεροντικά, που έμοιαζαν με τον τρόπο που συνήθιζε να περπατάει ο νεκρός.
Επίσης, ακούγονταν ήχοι από βιβλία που αποσύρονταν και επανατοποθετούνταν στη βιβλιοθήκη, όπως κι ένα διαρκές ξεφύλλισμα βιβλίων.
Ακόμη, ισχυροί κρότοι ταρακουνούσαν την κλειδωμένη πόρτα, σαν να προσπαθούσε κάποιος αγωνιωδώς να βγει από εκεί μέσα. Οι ισχυροί αυτοί κρότοι συνοδεύονταν συχνά από ήχους πριονίσματος.
Κάποιες στιγμές, μάλιστα, ακούγονταν βήματα κι έξω από το δωμάτιο του παππού, στην τραπεζαρία, όπου έκαιγε το καντηλάκι στη μνήμη του εκλιπόντος. Τα βήματα συχνά έφταναν και μέχρι έξω από το δωμάτιο της γιαγιάς, που εκείνες τις μέρες το μοιραζόταν με την εγγονή της.
Ενίοτε, το καντήλι έβγαζε έναν δυνατό κρότο, σαν να έσπαγε με σφοδρότητα το γυαλί του, αλλά όταν έσπευδαν οι γυναίκες, για να διαπιστώσουν τη ζημιά, δεν έβλεπαν τίποτα ασυνήθιστο.
Η μικρούλα εγγονή είχε ήδη αρχίσει να φοβάται με τα όσα συνέβαιναν στο σπίτι. Η γιαγιά της, για να την καθησυχάσει, της είπε αρχικά ότι τα ποντίκια έκαναν όλη αυτή τη φασαρία.
Η μικρή όμως παρέμενε τρομοκρατημένη. Έτσι η γιαγιά της ζήτησε να μη φοβάται κι αναγκάστηκε να της πει πως ο παππούς της ήταν αυτός που ευθυνόταν για τα όσα παράξενα συνέβαιναν στο σπίτι τους. Της εξήγησε πως το πνεύμα του δεν ήταν έτοιμο και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπιτικό τους.
Υπήρξαν φορές που η θλιμμένη χήρα του, όταν ξεκινούσαν η φασαρία και ο πανικός, απευθυνόταν στον νεκρό σύζυγό της, λέγοντάς του: “Θόδωρε, σε ακούμε που περπατάς. Έλα μπροστά μου να σε δω!”.
Ο Θεόδωρος Καΐρης είχε μυήσει τη γυναίκα του στις ιδέες του, ώστε εκείνη να μη φοβάται καθόλου τον θάνατο. Πολλά βράδια, μάλιστα, πήγαινε ολομόναχη στο νεκροταφείο, με την ελπίδα ότι θα τον δει μπροστά της.
Τα φαινόμενα αυτά διήρκησαν ακριβώς για σαράντα ημέρες και μετά, δεν ξανασυνέβη τίποτα που να σχετιζόταν με το υπερφυσικό, προς μεγάλη απογοήτευση της Μόσχως Καΐρη, που έβρισκε παρηγοριά στις… επισκέψεις του συζύγου της.
Το άρθρο συντάχθηκε από τον Κ. Λόντο, Αντιπρόεδρο του Συνδέσμου των “Φίλων της Μεταψυχικής” και δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 09/03/1963…
Κατά τις τελευταίες του στιγμές, καθώς ψυχορραγούσε, ζήτησε από τους οικείους του μολύβι και χαρτί, όπου έγραψε τη στερνή του επιθυμία. Εξηγούσε ότι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το πνευματικό του έργο, γι’ αυτό ήθελε τα παιδιά του να συνεχίσουν την εργασία του και να τη φέρουν εις πέρας.
Όταν απεβίωσε ο Θεόδωρος Καΐρης, κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Μεσαριάς. Το δωμάτιό του όμως σφραγίστηκε από ειρηνοδίκη, επειδή ο γιος του έλειπε στην Αθήνα. Μετά την κηδεία, στο σπίτι είχε απομείνει η σύζυγός του αποθανόντος, Μόσχω Καΐρη, μαζί με την εγγονή της και μια ηλικιωμένη υπηρέτρια.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, περίπου κατά τις 10:30, άρχισαν να ακούγονται από το διπλανό σφραγισμένο δωμάτιο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή ο γηραιός Θεόδωρος Καΐρης, κρότοι από βήματα. Βήματα βαριά ,γεροντικά, που έμοιαζαν με τον τρόπο που συνήθιζε να περπατάει ο νεκρός.
Επίσης, ακούγονταν ήχοι από βιβλία που αποσύρονταν και επανατοποθετούνταν στη βιβλιοθήκη, όπως κι ένα διαρκές ξεφύλλισμα βιβλίων.
Ακόμη, ισχυροί κρότοι ταρακουνούσαν την κλειδωμένη πόρτα, σαν να προσπαθούσε κάποιος αγωνιωδώς να βγει από εκεί μέσα. Οι ισχυροί αυτοί κρότοι συνοδεύονταν συχνά από ήχους πριονίσματος.
Κάποιες στιγμές, μάλιστα, ακούγονταν βήματα κι έξω από το δωμάτιο του παππού, στην τραπεζαρία, όπου έκαιγε το καντηλάκι στη μνήμη του εκλιπόντος. Τα βήματα συχνά έφταναν και μέχρι έξω από το δωμάτιο της γιαγιάς, που εκείνες τις μέρες το μοιραζόταν με την εγγονή της.
Ενίοτε, το καντήλι έβγαζε έναν δυνατό κρότο, σαν να έσπαγε με σφοδρότητα το γυαλί του, αλλά όταν έσπευδαν οι γυναίκες, για να διαπιστώσουν τη ζημιά, δεν έβλεπαν τίποτα ασυνήθιστο.
Η μικρούλα εγγονή είχε ήδη αρχίσει να φοβάται με τα όσα συνέβαιναν στο σπίτι. Η γιαγιά της, για να την καθησυχάσει, της είπε αρχικά ότι τα ποντίκια έκαναν όλη αυτή τη φασαρία.
Η μικρή όμως παρέμενε τρομοκρατημένη. Έτσι η γιαγιά της ζήτησε να μη φοβάται κι αναγκάστηκε να της πει πως ο παππούς της ήταν αυτός που ευθυνόταν για τα όσα παράξενα συνέβαιναν στο σπίτι τους. Της εξήγησε πως το πνεύμα του δεν ήταν έτοιμο και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπιτικό τους.
Υπήρξαν φορές που η θλιμμένη χήρα του, όταν ξεκινούσαν η φασαρία και ο πανικός, απευθυνόταν στον νεκρό σύζυγό της, λέγοντάς του: “Θόδωρε, σε ακούμε που περπατάς. Έλα μπροστά μου να σε δω!”.
Ο Θεόδωρος Καΐρης είχε μυήσει τη γυναίκα του στις ιδέες του, ώστε εκείνη να μη φοβάται καθόλου τον θάνατο. Πολλά βράδια, μάλιστα, πήγαινε ολομόναχη στο νεκροταφείο, με την ελπίδα ότι θα τον δει μπροστά της.
Τα φαινόμενα αυτά διήρκησαν ακριβώς για σαράντα ημέρες και μετά, δεν ξανασυνέβη τίποτα που να σχετιζόταν με το υπερφυσικό, προς μεγάλη απογοήτευση της Μόσχως Καΐρη, που έβρισκε παρηγοριά στις… επισκέψεις του συζύγου της.
Το άρθρο συντάχθηκε από τον Κ. Λόντο, Αντιπρόεδρο του Συνδέσμου των “Φίλων της Μεταψυχικής” και δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 09/03/1963…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου