Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών οι Σταυροφορίες έχουν γίνει μια από τις πιο δυναμικές περιοχές ιστορικής έρευνας.
Για ποιο λόγο ξεκίνησαν; Ποια ήταν τα κίνητρα; Πόσο διήρκεσαν και τι αποτελέσματα είχαν; Τα ερωτήματα είναι πολλά και τα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν αυτή την «ιδιόμορφη»περίοδο ακόμα περισσότερα.
Η καταπάτηση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους Σελτζούκους Τούρκους το 1078, ήταν η αφορμή της πρώτης Σταυροφορίας.
Οι Σελτζούκοι απαγόρευαν την είσοδο στους προσκυνητές των χριστιανικών εθνών της Δύσης, γεγονός που τελικά δεν έμεινε ατιμώρητο. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης των Αγίων Τόπων από τους πιστούς με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η μεγαλύτερη αιματοχυσία στα χρόνια του Μεσαίωνα που διήρκεσε 200 χρόνια.
Το συμβούλιο της Clermont και η άφιξη του πάπα Ουρβανού ΙΙ. Πίνακας από την Bibliothèque Nationale / Bridgeman Images
Το «παρασκήνιο» πριν από την έναρξη των Σταυροφοριών
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε αναδειχθεί ως μια σημαντική δύναμη, αν και υστερούσε από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ισλαμικής αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο όμως, έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγεία του βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α”. Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον πάπα Ουρβανό ΙΙ ζητώντας μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή που η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν.
Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον μουσουλμανικό έλεγχο. Ο πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν την στολή με τον κόκκινο σταυρό.
Η πρώτη Σταυροφορία (1096-1099)
Τέσσερις στρατιές Σταυροφόρων σχηματίστηκαν από τα στρατεύματα διαφόρων περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο του Σαιν Ζιλ,τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον Ούγο του Βερμαντουά και τον Βοϊμόνδο Α” της Αντιόχειας, που είχαν τοποθετηθεί με σκοπό να αναχωρήσουν για το Βυζάντιο, τον Αύγουστο του 1096.
Μια λιγότερο οργανωμένη ομάδα ιπποτών γνωστή ως «Σταυροφορία του Λαού» δημιουργήθηκε ύστερα από εντολή ενός δημοφιλούς ιεροκήρυκα, που έγινε γνωστός ως «Πέτρος ο Ερημίτης». Η Σταυροφόροι του Λαού έδρασαν βίαια περνώντας μέσα από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σκορπώντας το θάνατο και παραβλέποντας τις εντολές του Αλέξιου που ζητούσε να περιμένουν και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους που θα περνούσαν τον Βόσπορο στις αρχές Αυγούστου.
Στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Σταυροφόρων και Μουσουλμάνων, οι τουρκικές δυνάμεις συνθλίβονται από την εισβολή των Ευρωπαίων στην Απάμεια την Κιβωτό. Μια άλλη ομάδα Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον περιβόητο κόμη Emicho, πραγματοποίησε μια σειρά από σφαγές Εβραίων σε διάφορες πόλεις στη Ρηνανία το 1096, προκαλώντας οργή και μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών.
Όταν οι τέσσερις κύριες στρατιές των Σταυροφόρων έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος επέμεινε ότι οι επικεφαλής του έπρεπε δώσουν όρκο πίστης σ “αυτόν και να αναγνωρίσουν την εξουσία του πάνω σε οποιαδήποτε γη ανέκτησε από τους Τούρκους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έδαφος θα μπορούσε να κατακτήσει.
Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο Βοϊμόνδος. Τον Μάιο του 1097, οι Σταυροφόροι και οι βυζαντινοί τους σύμμαχοι επιτέθηκαν στη Νικαία (σημερινό Iznik, Τουρκία), την πρωτεύουσα των Σελτζούκων στην Ανατολία. Η πόλη παραδόθηκε στα τέλη Ιουνίου.
Παρά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των Σταυροφόρων και των Βυζαντινών ηγετών, οι ενωμένες τους δυνάμεις συνέχισαν την επέλαση στην Ανατολία, καταλαμβάνοντας την μεγάλη συριακή πόλη της Αντιόχειας, τον Ιούνιο του 1098.
Μετά από εσωτερικές διαμάχες για τον έλεγχο της Αντιοχείας, οι Σταυροφόροι άρχισαν την πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ, που τότε είχε καταληφθεί από το αιγυπτιακό χαλιφάτο των Φατμιδών. Αυτοί ως Σιίτες μουσουλμάνοι ήταν εχθροί των Σουνιτών Σελτζούκων Τούρκων. Κατασκηνώνοντας έξω από την Ιερουσαλήμ ανάγκασαν τον διοικητή της πολιορκημένης πόλης να παραδοθεί.
Παρά τις διαβεβαιώσεις για ασφάλεια του πρίγκιπα της Γαλιλαίας Τάνγκρεντ οι Σταυροφόροι σφάγιασαν αμέτρητες γυναίκες και παιδιά κατά την είσοδο τους στην πόλη.
Η δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149). Η ήττα των Χριστιανών
Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147 με επικεφαλής τον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ της Γαλλίας και τον βασιλιά Κονράδο ΙΙΙ της Γερμανίας.Το 1144, ο σουλτάνος των Σελτζούκων, στρατηγός Ζενγκί, κυβερνήτης της Μοσούλης, κατέλαβε την Έδεσσα, με αποτέλεσμα την απώλεια του βορειότερου τμήματος του κράτους των Σταυροφόρων
Έχοντας επιτύχει το στόχο τους σε ένα απροσδόκητα σύντομο χρονικό διάστημα, πολλοί από τους Σταυροφόρους αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Θέλοντας όμως να επιτηρούν τις κατακτημένες περιοχές κάποιοι εγκαταστάθηκαν σε τέσσερις μεγάλους δυτικούς οικισμούς ή κράτη των Σταυροφόρων όπως η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ, η Έδεσσα και η Τρίπολη.
Τα κράτη φρουρούνταν από τεράστια κάστρα και έτσι κατάφεραν να κρατήσουν το πάνω χέρι μέχρι το 1130, όταν οι μουσουλμανικές δυνάμεις άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στον δικό τους ιερό πόλεμο κατά των Χριστιανών, τους οποίους ονόμαζαν «Φράγκους».
Τα νέα για την κατάληψη της Έδεσσας κονητοποίησαν την Ευρώπη και σύντομα οι χριστιανικές αρχές στη Δύση πήραν την απόφαση για μια δεύτερη Σταυροφορία. Επικεφαλής ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ της Γαλλίας και ο βασιλιάς Κονράδος Γ” της Γερμανίας. Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147.
Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους οι Τούρκοι συνθλίβονται από τις δυνάμεις του βασιλιά Κονράδου στο Δορύλαιο, μέρος όπου είχε σημειωθεί μια μεγάλη νίκη κατά την πρώτη Σταυροφορία. Έπειτα οι δυο επικεφαλής μάζεψαν τα στρατεύματα τους στην Ιερουσαλήμ και αποφάσισαν να επιτεθούν σε ένα συριακό προπύργιο της Δαμασκού με στρατό 50.000 Σταυροφόρων.
Προηγουμένως, ο θετικά διακείμενος προς τους «Φράγκους» ηγεμόνας της Δαμασκού, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Νουρ Αλ Ντίν διαδόχου του Ζενγκί στη Μοσούλη. Οι ενωμένες μουσουλμανικές δυνάμεις χάρισαν μια συντριπτική ήττα κατά των Σταυροφόρων και έτσι η Δαμασκός προστέθηκε στην αυτοκρατορία του Αλ Ντίν κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη δεύτερη Σταυροφορία.
Ένα λαϊκό κίνημα γνωστό ως «Σταυροφορία των Παιδιών» (1212), από παιδιά, εφήβους,γυναίκες και ηλικιωμένους βάδισε όλη τη διαδρομή από τη Ρηνανία στην Ιταλία πίσω από ένα νεαρό άνδρα που ονομαζόταν Νικόλαος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε λάβει τη θεία Εντολή για την πορεία προς τους Αγίους Τόπους.
Η τρίτη Σταυροφορία (1189-1192). Ο Ριχάρδος τον Λεοντόκαρδος πλησιάζει την Ιερουσαλήμ
Μετά από πολλές προσπάθειες των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ για να καταλάβουν την Αίγυπτο οι δυνάμεις του Νουρ Αλ Ντίν με επικεφαλής τον στρατηγό Σιρκούχ και τον ανιψιό του, Σαλαντίν, κατέλαβαν το Κάιρο το 1169 και ανάγκασαν τον στρατό των Σταυροφόρων να εγκαταλείψει. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Σιρκούχ, ο ανιψιός του, Σαλαντίν, ξεκίνησε μια κατακτητική εκστρατεία που επιταχύνθηκε μετά το θάνατο του Νουρ Αλ Ντίν το 1174. Το 1187, ο Σαλαντίν ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Βασιλείου των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ. Τα στρατεύματά του κατέστρεψαν σχεδόν το χριστιανικό στρατό στη μάχη του Χατίν, λαμβάνοντας την πόλη μαζί με ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας. Η οργή μέσα από αυτές τις ήττες ενέπνευσαν την τρίτη Σταυροφορία. Είχε επικεφαλής τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ο οποίος πνίγηκε στην Ανατολία πριν το στράτευμά του φτάσει στη Συρία, τον βασιλιά Φίλιππο Β της Γαλλίας και τον βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Τον Σεπτέμβριο 1191, οι δυνάμεις του Ριχάρδου νίκησαν τα στρατεύματα του Σαλαντίν στη μάχη της Αρσούφ, όπου ήταν η μόνη αληθινή μάχη της Τρίτης Σταυροφορίας.
Από την ανακατάληψη της πόλης Γιάφα, ο Ριχάρδος απεκατέστησε τον χριστιανικό έλεγχο της περιοχής και πλησίασε την Ιερουσαλήμ, αν και αρνήθηκε να πολιορκήσει την πόλη. Τον Σεπτέμβριο 1192, ο Ριχάρδος και ο Σαλαντίν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που απεκατέστησε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, χωρίς όμως την πόλη της Ιερουσαλήμ. Έτσι έληξε η Τρίτη Σταυροφορία.
Η τέταρτη Σταυροφορία (1198-1229) και η αρχή του τέλους για τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη
Σε απάντηση οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κλείνοντας την τέταρτη Σταυροφορία με την κατάκτηση και τη λεηλασία της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ήταν μια μαύρη σελίδα της ιστορίας και ένα καθοριστικό χτύπημα που αποδυνάμωσε την πόλη-σύμβολο. Το υπόλοιπο του 13ου αιώνα κύλισε με Σταυροφορίες που δεν είχαν σαν σκοπό την ανατροπή των μουσουλμανικών δυνάμεων από τους Άγιους Τόπους.
Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208-1229), έγινε με σκοπό να ξεριζωθούν οι αιρετικοί «Καθαροί» ή Αλβιγηνοί που αποτελούσαν μια χριστιανική αίρεση της Γαλλίας. Στη συνέχεια η Βαλτική Σταυροφορία (1211-1225) έγινε προκειμένου να υποταχθούν οι ειδωλολάτρες στην Τρανσυλβανία. Η πέμπτη Σταυροφορία που έγινε πριν από το θάνατο του πάπα Ιννοκέντιου Γ” το 1216, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αίγυπτο από ξηρά και θάλασσα αλλά τελικά υποτάχθηκαν στους μουσουλμάνους υπερασπιστές με επικεφαλής τον ανιψιό του Σαλαντίν, Αλ Μαλίκ αλ-Καμίλ, στο 1221.
Το 1229 στη μάχη που έμεινε γνωστή ως έκτη Σταυροφορία ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β “πέτυχε την ειρηνική μεταβίβαση της Ιερουσαλήμ στους Σταυροφόρους μέσω διαπραγματεύσεων με τον Αλ-Καμίλ. Η συνθήκη ειρήνης έληξε μια δεκαετία αργότερα και οι Μουσουλμάνοι ανέκτησε ξανά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ.
Το τέλος των Σταυροφοριών
Μετά το τέλος του 130υ αιώνα, οι ομάδες των Σταυροφόρων προσπάθησαν να κερδίσουν έδαφος στους Αγίους Τόπους μέσω βραχύβιων επιδρομών που αποδείχθηκαν κάτι περισσότερο από μια απλή ενόχληση στους μουσουλμάνους ηγεμόνες της περιοχής. Η έβδομη Σταυροφορία (1239-1241), με επικεφαλής τον Θεοβάλδο Δ” της Καμπανίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ αν και το 1244 την έχασε ξανά. Το 1249, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ” της Γαλλίας οδήγησε την έβδομη Σταυροφορία εναντίον της Αιγύπτου, η οποία έληξε με την ήττα στο Μανσούρα το επόμενο έτος.
Καθώς οι Σταυροφόροι αγωνιζόντουσαν ακόμα ενεργά , μια νέα δυναστεία γνωστή ως «Δυναστεία των Μαμελούκων», που καταγόταν από πρώην δούλους του σουλτάνου, ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο. Το 1260 οι Μαμελούκοι κατάφεραν να σταματήσουν την επέλαση των Μογγόλων από την Παλαιστίνη και τις εισβολές ξένων δυνάμεων με αρχηγό τον θρυλικό Τζένγκις Χαν και τους απογόνους του που είχαν προκύψει ως πιθανοί σύμμαχοi για τους χριστιανούς της περιοχής. Κάτω από τον ανελέητο ζυγό του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, οι Μαμελούκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια το 1268 προτρέποντας τον Λουδοβίκο Θ” για μια ακόμα Σταυροφορία η οποία έληξε με τον θάνατο του στην Αφρική.
Ένας νέος σουλτάνος των Μαμελούκων, ο Καλαούμ, κατάφερε να νικήσει τους Μογγόλους μέχρι το τέλος του 1281 και έστρεψε άμεσα την προσοχή του στους Σταυροφόρους, καταλαμβάνοντας την Τρίπολη το 1289. Αυτή που θεωρείται ως τελευταία Σταυροφορία ήταν ουσιαστικά ένας στόλος από τη Βενετία και την Αραγονία όπου κατέφτασε για να υπερασπιστεί ότι κομμάτι γης είχε απομείνει από τις Σταυροφορίες το 1290. Το επόμενο έτος ο διάδοχος του Καλαούμ, βάδισε με ένα τεράστιο στρατό ενάντια στο παράκτιο λιμάνι της Άκρας,που ήταν πρωτεύουσα των Σταυροφόρων από τα τέλη της τρίτης Σταυροφορίας.
Μετά από μόλις εφτά εβδομάδες η Άκρα παραδόθηκε κλείνοντας οριστικά τις Σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους μετά από σχεδόν δύο αιώνες. Αν και η Εκκλησία οργάνωσε μικρότερες Σταυροφορίες με περιορισμένους στόχους το 1291 -κυρίως στρατιωτικές εκστρατείες με στόχο την απομάκρυνση των Μουσουλμάνων από την κατακτημένη περιοχή, οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τον 16ο αιώνα με την άνοδο της Μεταρρύθμισης.
Για ποιο λόγο ξεκίνησαν; Ποια ήταν τα κίνητρα; Πόσο διήρκεσαν και τι αποτελέσματα είχαν; Τα ερωτήματα είναι πολλά και τα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν αυτή την «ιδιόμορφη»περίοδο ακόμα περισσότερα.
Η καταπάτηση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους Σελτζούκους Τούρκους το 1078, ήταν η αφορμή της πρώτης Σταυροφορίας.
Οι Σελτζούκοι απαγόρευαν την είσοδο στους προσκυνητές των χριστιανικών εθνών της Δύσης, γεγονός που τελικά δεν έμεινε ατιμώρητο. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης των Αγίων Τόπων από τους πιστούς με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η μεγαλύτερη αιματοχυσία στα χρόνια του Μεσαίωνα που διήρκεσε 200 χρόνια.
Το συμβούλιο της Clermont και η άφιξη του πάπα Ουρβανού ΙΙ. Πίνακας από την Bibliothèque Nationale / Bridgeman Images
Το «παρασκήνιο» πριν από την έναρξη των Σταυροφοριών
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε αναδειχθεί ως μια σημαντική δύναμη, αν και υστερούσε από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ισλαμικής αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο όμως, έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγεία του βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α”. Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον πάπα Ουρβανό ΙΙ ζητώντας μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή που η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν.
Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον μουσουλμανικό έλεγχο. Ο πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν την στολή με τον κόκκινο σταυρό.
Η πρώτη Σταυροφορία (1096-1099)
Τέσσερις στρατιές Σταυροφόρων σχηματίστηκαν από τα στρατεύματα διαφόρων περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο του Σαιν Ζιλ,τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον Ούγο του Βερμαντουά και τον Βοϊμόνδο Α” της Αντιόχειας, που είχαν τοποθετηθεί με σκοπό να αναχωρήσουν για το Βυζάντιο, τον Αύγουστο του 1096.
Μια λιγότερο οργανωμένη ομάδα ιπποτών γνωστή ως «Σταυροφορία του Λαού» δημιουργήθηκε ύστερα από εντολή ενός δημοφιλούς ιεροκήρυκα, που έγινε γνωστός ως «Πέτρος ο Ερημίτης». Η Σταυροφόροι του Λαού έδρασαν βίαια περνώντας μέσα από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σκορπώντας το θάνατο και παραβλέποντας τις εντολές του Αλέξιου που ζητούσε να περιμένουν και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους που θα περνούσαν τον Βόσπορο στις αρχές Αυγούστου.
Στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Σταυροφόρων και Μουσουλμάνων, οι τουρκικές δυνάμεις συνθλίβονται από την εισβολή των Ευρωπαίων στην Απάμεια την Κιβωτό. Μια άλλη ομάδα Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον περιβόητο κόμη Emicho, πραγματοποίησε μια σειρά από σφαγές Εβραίων σε διάφορες πόλεις στη Ρηνανία το 1096, προκαλώντας οργή και μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών.
Όταν οι τέσσερις κύριες στρατιές των Σταυροφόρων έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος επέμεινε ότι οι επικεφαλής του έπρεπε δώσουν όρκο πίστης σ “αυτόν και να αναγνωρίσουν την εξουσία του πάνω σε οποιαδήποτε γη ανέκτησε από τους Τούρκους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έδαφος θα μπορούσε να κατακτήσει.
Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο Βοϊμόνδος. Τον Μάιο του 1097, οι Σταυροφόροι και οι βυζαντινοί τους σύμμαχοι επιτέθηκαν στη Νικαία (σημερινό Iznik, Τουρκία), την πρωτεύουσα των Σελτζούκων στην Ανατολία. Η πόλη παραδόθηκε στα τέλη Ιουνίου.
Παρά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των Σταυροφόρων και των Βυζαντινών ηγετών, οι ενωμένες τους δυνάμεις συνέχισαν την επέλαση στην Ανατολία, καταλαμβάνοντας την μεγάλη συριακή πόλη της Αντιόχειας, τον Ιούνιο του 1098.
Μετά από εσωτερικές διαμάχες για τον έλεγχο της Αντιοχείας, οι Σταυροφόροι άρχισαν την πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ, που τότε είχε καταληφθεί από το αιγυπτιακό χαλιφάτο των Φατμιδών. Αυτοί ως Σιίτες μουσουλμάνοι ήταν εχθροί των Σουνιτών Σελτζούκων Τούρκων. Κατασκηνώνοντας έξω από την Ιερουσαλήμ ανάγκασαν τον διοικητή της πολιορκημένης πόλης να παραδοθεί.
Παρά τις διαβεβαιώσεις για ασφάλεια του πρίγκιπα της Γαλιλαίας Τάνγκρεντ οι Σταυροφόροι σφάγιασαν αμέτρητες γυναίκες και παιδιά κατά την είσοδο τους στην πόλη.
Η δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149). Η ήττα των Χριστιανών
Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147 με επικεφαλής τον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ της Γαλλίας και τον βασιλιά Κονράδο ΙΙΙ της Γερμανίας.Το 1144, ο σουλτάνος των Σελτζούκων, στρατηγός Ζενγκί, κυβερνήτης της Μοσούλης, κατέλαβε την Έδεσσα, με αποτέλεσμα την απώλεια του βορειότερου τμήματος του κράτους των Σταυροφόρων
Έχοντας επιτύχει το στόχο τους σε ένα απροσδόκητα σύντομο χρονικό διάστημα, πολλοί από τους Σταυροφόρους αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Θέλοντας όμως να επιτηρούν τις κατακτημένες περιοχές κάποιοι εγκαταστάθηκαν σε τέσσερις μεγάλους δυτικούς οικισμούς ή κράτη των Σταυροφόρων όπως η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ, η Έδεσσα και η Τρίπολη.
Τα κράτη φρουρούνταν από τεράστια κάστρα και έτσι κατάφεραν να κρατήσουν το πάνω χέρι μέχρι το 1130, όταν οι μουσουλμανικές δυνάμεις άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στον δικό τους ιερό πόλεμο κατά των Χριστιανών, τους οποίους ονόμαζαν «Φράγκους».
Τα νέα για την κατάληψη της Έδεσσας κονητοποίησαν την Ευρώπη και σύντομα οι χριστιανικές αρχές στη Δύση πήραν την απόφαση για μια δεύτερη Σταυροφορία. Επικεφαλής ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ της Γαλλίας και ο βασιλιάς Κονράδος Γ” της Γερμανίας. Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147.
Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους οι Τούρκοι συνθλίβονται από τις δυνάμεις του βασιλιά Κονράδου στο Δορύλαιο, μέρος όπου είχε σημειωθεί μια μεγάλη νίκη κατά την πρώτη Σταυροφορία. Έπειτα οι δυο επικεφαλής μάζεψαν τα στρατεύματα τους στην Ιερουσαλήμ και αποφάσισαν να επιτεθούν σε ένα συριακό προπύργιο της Δαμασκού με στρατό 50.000 Σταυροφόρων.
Προηγουμένως, ο θετικά διακείμενος προς τους «Φράγκους» ηγεμόνας της Δαμασκού, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Νουρ Αλ Ντίν διαδόχου του Ζενγκί στη Μοσούλη. Οι ενωμένες μουσουλμανικές δυνάμεις χάρισαν μια συντριπτική ήττα κατά των Σταυροφόρων και έτσι η Δαμασκός προστέθηκε στην αυτοκρατορία του Αλ Ντίν κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη δεύτερη Σταυροφορία.
Ένα λαϊκό κίνημα γνωστό ως «Σταυροφορία των Παιδιών» (1212), από παιδιά, εφήβους,γυναίκες και ηλικιωμένους βάδισε όλη τη διαδρομή από τη Ρηνανία στην Ιταλία πίσω από ένα νεαρό άνδρα που ονομαζόταν Νικόλαος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε λάβει τη θεία Εντολή για την πορεία προς τους Αγίους Τόπους.
Η τρίτη Σταυροφορία (1189-1192). Ο Ριχάρδος τον Λεοντόκαρδος πλησιάζει την Ιερουσαλήμ
Μετά από πολλές προσπάθειες των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ για να καταλάβουν την Αίγυπτο οι δυνάμεις του Νουρ Αλ Ντίν με επικεφαλής τον στρατηγό Σιρκούχ και τον ανιψιό του, Σαλαντίν, κατέλαβαν το Κάιρο το 1169 και ανάγκασαν τον στρατό των Σταυροφόρων να εγκαταλείψει. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Σιρκούχ, ο ανιψιός του, Σαλαντίν, ξεκίνησε μια κατακτητική εκστρατεία που επιταχύνθηκε μετά το θάνατο του Νουρ Αλ Ντίν το 1174. Το 1187, ο Σαλαντίν ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Βασιλείου των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ. Τα στρατεύματά του κατέστρεψαν σχεδόν το χριστιανικό στρατό στη μάχη του Χατίν, λαμβάνοντας την πόλη μαζί με ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας. Η οργή μέσα από αυτές τις ήττες ενέπνευσαν την τρίτη Σταυροφορία. Είχε επικεφαλής τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ο οποίος πνίγηκε στην Ανατολία πριν το στράτευμά του φτάσει στη Συρία, τον βασιλιά Φίλιππο Β της Γαλλίας και τον βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Τον Σεπτέμβριο 1191, οι δυνάμεις του Ριχάρδου νίκησαν τα στρατεύματα του Σαλαντίν στη μάχη της Αρσούφ, όπου ήταν η μόνη αληθινή μάχη της Τρίτης Σταυροφορίας.
Από την ανακατάληψη της πόλης Γιάφα, ο Ριχάρδος απεκατέστησε τον χριστιανικό έλεγχο της περιοχής και πλησίασε την Ιερουσαλήμ, αν και αρνήθηκε να πολιορκήσει την πόλη. Τον Σεπτέμβριο 1192, ο Ριχάρδος και ο Σαλαντίν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που απεκατέστησε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, χωρίς όμως την πόλη της Ιερουσαλήμ. Έτσι έληξε η Τρίτη Σταυροφορία.
Η τέταρτη Σταυροφορία (1198-1229) και η αρχή του τέλους για τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη
Σε απάντηση οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κλείνοντας την τέταρτη Σταυροφορία με την κατάκτηση και τη λεηλασία της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ήταν μια μαύρη σελίδα της ιστορίας και ένα καθοριστικό χτύπημα που αποδυνάμωσε την πόλη-σύμβολο. Το υπόλοιπο του 13ου αιώνα κύλισε με Σταυροφορίες που δεν είχαν σαν σκοπό την ανατροπή των μουσουλμανικών δυνάμεων από τους Άγιους Τόπους.
Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208-1229), έγινε με σκοπό να ξεριζωθούν οι αιρετικοί «Καθαροί» ή Αλβιγηνοί που αποτελούσαν μια χριστιανική αίρεση της Γαλλίας. Στη συνέχεια η Βαλτική Σταυροφορία (1211-1225) έγινε προκειμένου να υποταχθούν οι ειδωλολάτρες στην Τρανσυλβανία. Η πέμπτη Σταυροφορία που έγινε πριν από το θάνατο του πάπα Ιννοκέντιου Γ” το 1216, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αίγυπτο από ξηρά και θάλασσα αλλά τελικά υποτάχθηκαν στους μουσουλμάνους υπερασπιστές με επικεφαλής τον ανιψιό του Σαλαντίν, Αλ Μαλίκ αλ-Καμίλ, στο 1221.
Το 1229 στη μάχη που έμεινε γνωστή ως έκτη Σταυροφορία ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β “πέτυχε την ειρηνική μεταβίβαση της Ιερουσαλήμ στους Σταυροφόρους μέσω διαπραγματεύσεων με τον Αλ-Καμίλ. Η συνθήκη ειρήνης έληξε μια δεκαετία αργότερα και οι Μουσουλμάνοι ανέκτησε ξανά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ.
Το τέλος των Σταυροφοριών
Μετά το τέλος του 130υ αιώνα, οι ομάδες των Σταυροφόρων προσπάθησαν να κερδίσουν έδαφος στους Αγίους Τόπους μέσω βραχύβιων επιδρομών που αποδείχθηκαν κάτι περισσότερο από μια απλή ενόχληση στους μουσουλμάνους ηγεμόνες της περιοχής. Η έβδομη Σταυροφορία (1239-1241), με επικεφαλής τον Θεοβάλδο Δ” της Καμπανίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ αν και το 1244 την έχασε ξανά. Το 1249, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ” της Γαλλίας οδήγησε την έβδομη Σταυροφορία εναντίον της Αιγύπτου, η οποία έληξε με την ήττα στο Μανσούρα το επόμενο έτος.
Καθώς οι Σταυροφόροι αγωνιζόντουσαν ακόμα ενεργά , μια νέα δυναστεία γνωστή ως «Δυναστεία των Μαμελούκων», που καταγόταν από πρώην δούλους του σουλτάνου, ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο. Το 1260 οι Μαμελούκοι κατάφεραν να σταματήσουν την επέλαση των Μογγόλων από την Παλαιστίνη και τις εισβολές ξένων δυνάμεων με αρχηγό τον θρυλικό Τζένγκις Χαν και τους απογόνους του που είχαν προκύψει ως πιθανοί σύμμαχοi για τους χριστιανούς της περιοχής. Κάτω από τον ανελέητο ζυγό του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, οι Μαμελούκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια το 1268 προτρέποντας τον Λουδοβίκο Θ” για μια ακόμα Σταυροφορία η οποία έληξε με τον θάνατο του στην Αφρική.
Ένας νέος σουλτάνος των Μαμελούκων, ο Καλαούμ, κατάφερε να νικήσει τους Μογγόλους μέχρι το τέλος του 1281 και έστρεψε άμεσα την προσοχή του στους Σταυροφόρους, καταλαμβάνοντας την Τρίπολη το 1289. Αυτή που θεωρείται ως τελευταία Σταυροφορία ήταν ουσιαστικά ένας στόλος από τη Βενετία και την Αραγονία όπου κατέφτασε για να υπερασπιστεί ότι κομμάτι γης είχε απομείνει από τις Σταυροφορίες το 1290. Το επόμενο έτος ο διάδοχος του Καλαούμ, βάδισε με ένα τεράστιο στρατό ενάντια στο παράκτιο λιμάνι της Άκρας,που ήταν πρωτεύουσα των Σταυροφόρων από τα τέλη της τρίτης Σταυροφορίας.
Μετά από μόλις εφτά εβδομάδες η Άκρα παραδόθηκε κλείνοντας οριστικά τις Σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους μετά από σχεδόν δύο αιώνες. Αν και η Εκκλησία οργάνωσε μικρότερες Σταυροφορίες με περιορισμένους στόχους το 1291 -κυρίως στρατιωτικές εκστρατείες με στόχο την απομάκρυνση των Μουσουλμάνων από την κατακτημένη περιοχή, οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τον 16ο αιώνα με την άνοδο της Μεταρρύθμισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου