Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το τέλος του οίκου των Αργεαδών

Στο παρασκήνιο, που ακολούθησε το θάνατο του Αλεξάνδρου, μόνο ο Κούρτιος αναφέρεται αναλυτικά. Η δημιουργικότητα του Ρωμαίου ιστορικού είναι αποδεδειγμένη και το συγκεκριμένο θέμα πρόσφορο, ωστόσο αφενός δεν δίνει στα γεγονότα τροπή διαφορετική από τη γνωστή και αφετέρου μικρή σημασία έχει αν τα επιχειρήματα που παραθέτει τα αποδίδει στα σωστά πρόσωπα. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι εντελώς αδύνατο να εξακριβωθεί, διότι κατά πάσα πιθανότητα ο κάθε πρωταγωνιστής θα διοχέτευσε στο κοινό τη δική του εκδοχή και η απάντηση στο ερώτημα, ποιος είπε πράγματι τι, χάθηκε πολύ νωρίς στην ομίχλη της προπαγάνδας. Το γεγονός είναι ότι τα επιχειρήματα, που κατέγραψε ο Κούρτιος, και τα αναμενόμενα υπό τις συνθήκες εκείνες είναι και στα καταλληλότερα πρόσωπα φαίνεται να αποδίδονται.


Σύμφωνα λοιπόν με τη διαθέσιμη εικόνα, την επομένη του θανάτου του Αλεξάνδρου, την 14η Ιουνίου 323, ο Περδίκκας αφού εξέθεσε σε δημόσια θέα το θρόνο του νεκρού βασιλιά, όπου βρίσκονταν το στέμμα, η στολή και τα όπλα του, τοποθέτησε και το βασιλικό δαχτυλίδι και προκάλεσε συζήτηση για το δέον γενέσθαι. Η Ρωξάνη ήταν έγκυος στον έκτο μήνα και το παιδί της, αν ήταν αγόρι, ο Περδίκκας θεωρούσε δεδομένο ότι έπρεπε να καταλάβει το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Για το μεταξύ διάστημα πρότεινε να εκλέξουν προσωρινή ηγεσία και ζήτησε τις προτάσεις των σημαντικότερων εταίρων.

Ο Νέαρχος αντέτεινε ότι δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν μέχρι να γεννήσει η Ρωξάνη, προσευχόμενοι το παιδί να είναι αρσενικό, διότι ο Αλέξανδρος είχε ήδη ένα γιο, τον Ηρακλή. Οι επιδιώξεις του Νέαρχου ήταν πολύ προφανείς, διότι μητέρα του Ηρακλή ήταν η Βαρσίνη, που στα Σούσα είχε γίνει πεθερά του, κι έτσι η πρόταση απερρίφθη αμέσως.

Ο Πτολεμαίος απέρριψε το ενδεχόμενο να ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας είτε ο γιος της Βαρσίνης είτε της Ρωξάνης. Υποτίθεται ότι δεν ανεχόταν να τους κυβερνήσει κάποιος μιξοβάρβαρος με ασιατικό αίμα, διότι τότε θα υποτάσσονταν στους απογόνους του Δαρείου και του Ξέρξη και θα ακύρωναν τις «λαμπρές νίκες τους επ’ αυτών».

Όμως η Μακεδονία είχε υποταχθεί αμαχητί, ενσωματώθηκε στην ευρωπαϊκή σατραπεία των Αχαιμενιδών και μετά την κατάρρευση της περσικής κυριαρχίας στην Ευρώπη οι Μακεδόνες δεν έκαναν καμία επιχείρηση εναντίον των Περσών. Φυσικά είναι αδύνατο να μην το γνώριζε αυτό ο Κούρτιος, συνεπώς εδώ δεν διαφοροποιεί τους Μακεδόνες από τους υπόλοιπους Έλληνες λόγω της κοινής καταγωγής τους.[αφαίρεση ανακριβούς σχολίου]
Η παραπάνω αντίρρηση του Πτολεμαίου (ή όποιου τυχόν την εξέφερε) πήγαζε  από τον  έντονο τοπικισμό.

Τώρα, που ο διάδοχος θα ήταν μιγάς από Έλληνα πατέρα και βάρβαρη μητέρα, δεν επρόκειτο να απλώς πετάξουν οργισμένοι τον σκύφο ο ένας στον άλλο, αλλά να πάρουν τις σάρισσες για να αποτρέψουν την προσβολή. Η αντιπρόταση του Πτολεμαίου ήταν να συγκροτηθεί ένα σώμα από τους συμβούλους του Αλεξάνδρου, το οποίο θα κυβερνούσε συλλογικά και θα αποφάσιζε πλειοψηφικά. Είναι προφανές ότι ο Πτολεμαίος (ή όποιος έκανε αυτήν την πρόταση) δεν ήθελε να μείνει έξω από το κέντρο λήψης των αποφάσεων.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Μελέαγρος και είπε ότι ο Περδίκκας πρότεινε τον αγέννητο ακόμη γιο της Ρωξάνης, διότι προφανής επιδίωξή του ήταν να χειραγωγήσει τον βασιλιά. Κατά τη γνώμη του, κληρονόμοι του Αλεξάνδρου ήταν όλοι οι Μακεδόνες και πρότεινε να λεηλατήσουν αμέσως το θησαυροφυλάκιο.

Ενώ ο όχλος των στρατιωτών ήταν έτοιμος να σπεύσει για τη λεηλασία, κάποιος άσημος Μακεδόνας υπενθύμισε ότι υπήρχε κι ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου. Ο Αρριδαίος ήταν νόθος γιος του Φιλίππου και μιάς «ασήμαντης και κοινής» γυναίκας, της Φιλίννης κατά τον Πλούταρχο ή μίας χορεύτριας από τη Λάρισα κατά τον Ιουστίνο. Όταν ήταν μικρός, φαινόταν ότι ήταν ευγενικός και προικισμένος, αλλά η Ολυμπιάς υποτίθεται ότι του έδωσε δηλητήρια και του προξένησε σωματικές και νοητικές βλάβες.

Μετά τον Μελέαγρο μίλησε ο Πίθων, που είπε ότι θεωρούσε ακατάλληλο τον Αρριδαίο για διάδοχο του Αλεξάνδρου και πρότεινε τον Περδίκκα και το Λεοννάτο ως επιτρόπους του αγέννητου γιου της Ρωξάνης.Η φάλαγγα, δηλαδή η κατώτερη κοινωνικά τάξη των Μακεδόνων, οι χωριάτες όπως –ούτε λίγο ούτε πολύ- τους είχε αποκαλέσει ο Αλέξανδρος στην Ώπη, παρέμενε προσκολλημένη στα ήθη και τις παραδόσεις, γι’ αυτό αρνήθηκε να παραχωρήσει τον μακεδονικό θρόνο σε έναν αγέννητο μιγάδα.
Προτιμούσε τον Αρριδαίο παρά τη νοητική του βλάβη, διότι ανήκε στον Οίκο των Αργεαδών. Απ’ την άλλη πλευρά η αριστοκρατία γνώριζε να υποτάσσει τα συναισθήματα στις σκοπιμότητες και προτιμούσε έναν ισχυρό ηγέτη και ένα εργαλείο διοίκησης των υποταγμένων βαρβάρων.

Οι εταίροι και οι σωματοφύλακες επέλεξαν να ακολουθήσουν την μέθοδο του ίδιου του Αλεξάνδρου, την «κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς», δηλαδή την κατ’ επίφαση συνδιοίκηση της αυτοκρατορίας με τους βαρβάρους, μία συνδιοίκηση που θα προσωποποιούσε ο γιος του από τη Ρωξάνη.
Ο θάνατος του βασιλιά έδινε στην μακεδονική αριστοκρατία τη δυνατότητα να ξανακερδίσει τα δικαιώματα, που είχε χάσει λόγω της ισχύος του Αλεξάνδρου ως Βασιλέως Βασιλέων, και να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη εξουσία, απ’ όση είχε φεύγοντας από τη Μακεδονία. Αντί να ελέγχει τον βασιλιά, της δινόταν η ευκαιρία να τον χειραγωγεί πλήρως.

Έτσι οι εταίροι και οι σωματοφύλακες διαφώνησαν με τους απλούς Μακεδόνες και απειλήθηκε ένοπλη ταξική σύγκρουση των ιππέων με τους πεζούς. Με διαδικασίες, που παραδίδονται διαφορετικά από κάθε πηγή, αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος και επιτεύχθηκε συμβιβασμός των ευγενών με τους απλούς Μακεδόνες: ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς με το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ΄, το τυχόν άρρεν παιδί της Ρωξάνης θα είχε ίσα δικαιώματα στο θρόνο και ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Οι πιο σημαντικοί, πιο φιλόδοξοι και ως εκ τούτου πιο επικίνδυνοι εταίροι και σωματοφύλακες κατευνάσθηκαν αναλαμβάνοντας τη διοίκηση σατραπειών και την υποχρέωση να υπακούουν στον Αρριδαίο, δηλαδή … στον Περδίκκα!

Κατά το Διόδωρο η αρχική κατανομή των σατραπειών είχε ως εξής: ο Πτολεμαίος του Λάγου πήρε την Αίγυπτο, ο Λαομέδων ο Μυτιληναίος (αδελφός του Εριγύιου) την Συρία, ο Φιλώτας την Κιλικία, ο Πίθων τη Μηδία, ο Ευμένης την Παφλαγονία, την Καππαδοκία και τις όμορες περιοχές, που δεν πρόλαβε να καταλάβει ο Αλέξανδρος.

Ο Αντίγονος την Παμφυλία, τη Λυκία και τη Μεγάλη Φρυγία, ο Κάσσανδρος την Καρία, ο Μελέαγρος την Λυδία και ο Λεοννάτος την Ελλησποντική Φρυγία. Ο Λυσίμαχος τη Θράκη και τα όμορα έθνη προς τον Εύξεινο, ο Αντίπατρος τη Μακεδονία και τους όμορους λαούς. Φαίνεται ότι οι υποψήφιοι θεωρούσαν την Ινδία και τις άνω σατραπείες ως πολύ απομακρυσμένες, ίσως και ως δυσμενείς τοποθετήσεις, διότι εκεί άφησαν τα πράγματα ως είχαν: ο Ταξίλης και ο Πώρος διατήρησαν τα βασίλειά τους, ενώ την μεταξύ τους περιοχή ανέλαβε ο Ταξίλης.

Ο Παροπάμισος δόθηκε στον Βάκτριο Οξυάρτη (πατέρα της Ρωξάνης), η Αραχωσία κι η Γεδρωσία στον Σιβύρτιο, η Αρία και η Δραγγιανή στον Στασάνορα από τους Σόλους της Κύπρου, η Βακτριανή και η Σογδιανή στον Φίλιππο, η Παρθυαία και η Υρκανία στον Φραταφέρνη, η Περσίς στον Πευκέστα, η Καρμανία στον Τληπόλεμο, η Μηδία στον Ατροπάτη, η Βαβυλωνία στον Άρχοντα κι η Μεσοποταμία στον Αρκεσίλαο. Ο Σέλευκος έγινε ίππαρχος των εταίρων, ο τρίτος κατά σειρά μετά τον Ηφαιστίωνα και τον Περδίκκα, προφανώς σε αντικατάσταση το νεκρού Ηφαιστίωνα, τους ιππείς του οποίου είχε αφήσει ακέφαλους ο Αλέξανδρος σε ένδειξη πένθους.


Ο Κρατερός βρισκόταν στην Κιλικία, καθ’ οδόν προς τη Μακεδονία επικεφαλής των απομάχων και αποκλείσθηκε από τον καταμερισμό της εξουσίας. Έτσι, η πρώτη φάση του αγώνα των Διαδόχων για επικράτηση έληξε αναίμακτα και οι τρεις σημαντικότεροι βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων, ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος κι ο Λυσίμαχος, βρέθηκαν σε πολύ καλές θέσεις στην αφετηρία για τις επόμενες φάσεις της αναμέτρήσης.

Κατά τον Κούρτιο, το πολιτικό κενό, που δημιούργησε ο θάνατος του Αλεξάνδρου καλύφθηκε σε 6 ημέρες και στις 19 Ιουνίου του 323 οι Διάδοχοι μπόρεσαν να ασχοληθούν με το νεκρό σώμα του βασιλιά τους. Το παρέδωσαν σε Αιγυπτίους και Χαλδαίους ειδικούς, για να το ταριχεύσουν, και κατά το Διόδωρο ο Αρριδαίος ανέλαβε την κατασκευή της αρμάμαξας, που θα μετέφερε τη σορό του Αλεξάνδρου στο Αμμώνειο σύμφωνα με την επιθυμία του.

Στη συνέχεια ο Περδίκκας επιδιώκοντας τη στενότερη δυνατή επαφή με το θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας, προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη. Η αβέβαιης καταγωγής βασίλισσα μπορούσε να ελπίζει σε διατήρηση της θέσης της, μόνο αν το παιδί της ήταν άρρεν, αλλά και πάλι θα ήταν επιτροπευόμενος συμβασιλέας και όχι κοσμοκράτορας. Επιπλέον δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την κόρη του Δαρείου εξίσου χήρα και δυνητικά έγκυο από τον Αλέξανδρο. Για να εξαλείψει λοιπόν κάθε απαίτηση της οικογένειας των Αχαιμενιδών, μεθόδευσε την εξόντωση της Στάτειρας και της αδελφής της, χήρας του Ηφαιστίωνα. Κατά τον Πλούταρχο, με τη συνέργεια του Περδίκκα και με πλαστή επιστολή παρέσυρε τις δύο κόρες του Δαρείου, τις δολοφόνησε, έρριξε τα σώματά τους σ’ ένα πηγάδι και τα έθαψε. Έτσι ρυθμίσθηκαν τα της βασιλικής οικογενείας των Αργεαδών.

Σύμφωνα με τον Αρριανό, στον Ύφασι ο Κοίνος είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο για την έντονη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων, τους οποίους είχαν εποικήσει στις άνω σατραπείες παρά τη θέλησή τους. Σύμφωνα με τον Κούρτιο η εξέγερση έγινε στα Βάκτρα και υπό συνθήκες, που δεν διευκρινίζει, οι Έλληνες μισθοφόροι επέστρεψαν τελικά στην Ελλάδα.

Ο Διόδωρος στο ΙΖ΄ βιβλίο λέει ότι μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών στις αρχές του 325 και θωρώντας τον νεκρό, άρχισαν την κάθοδό τους προς τη θάλασσα. Όμως στο ΙΗ΄ βιβλίο ο Διόδωρος αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή του και λέει ότι οι μισθοφόροι ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου κι ότι ο Περδίκκας έστειλε τον Πίθωνα επικεφαλής 3.000 πεζών και 800 ιππέων Μακεδόνων και 10.000 πεζών και 8.000 ιππέων βαρβάρων εναντίον των πάνω από 20.000 πεζών και 3.000 εμπειροπόλεμων μισθοφόρων. Ο Πίθων ήθελε να προσεταιριστεί τους Έλληνες μισθοφόρους, για να τον βοηθήσουν στα πολιτικά του σχέδια, και ήρθε σε συνεννόηση με τον Λητόδωρο, που διοικούσε 3.000 απ’ αυτούς.

 Κατά την αμφίρροπη μάχη η δύναμη του Λητόδωρου υποχώρησε αιφνιδίως, οδηγώντας το μέτωπο των μισθοφόρων σε κατάρρευση. Τότε ο Πίθων διακήρυξε ότι αν παρέδιδαν τα όπλα, θα μπορούσαν να επιστρέψουν ελεύθεροι στις πατρίδες τους. Δόθηκαν οι αμοιβαίοι όρκοι και οι μισθοφόροι αναμίχθηκαν άφοβα με τους Μακεδόνες. Όμως οι τελευταίοι είχαν λάβει μυστικές διαταγές από τον Περδίκκα, αγνόησαν τις συμφωνίες, που είχε κάνει ο διοικητής τους, επιτέθηκαν κατά των μισθοφόρων και τους κατέκοψαν.

Αυτό το σημείο στην περιγραφή του Διόδωρου μας θυμίζει πολύ έντονα το περιστατικό, που περιγράφει ο ίδιος, με τη σφαγή των Ινδών μισθοφόρων στα Μάσσαγα, ενώ οι υποτιθέμενες μυστικές διαταγές του Περδίκκα δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά κι εκτός του ότι δεν πείθει η χρονική στιγμή, που τοποθετείται το όλο περιστατικό, δεν προσδιορίζεται ούτε χονδρικά το πεδίο της υποτιθέμενης μάχης.

Ο Διόδωρος μας δίνει κι έναν κατάλογο «των σημαντικότερων και πιο αξιομνημόνευτων» σχεδίων, την υλοποίηση των οποίων θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος είχε αναθέσει εγγράφως στον Κρατερό.

Μεταξύ αυτών προβλεπόταν η ναυπήγηση 1.000 πλοίων «μεγαλυτέρων από τριήρεις» στη Φοινίκη, Συρία, Κιλικία, και Κύπρο για μία εκστρατεία, που θα υπέτασσε τα παράλια της Μεσογείου από την Καρχηδόνα μέχρι τη Σικελία. Για την υποστήριξη αυτής της εκστρατείας προβλεπόταν η κατασκευή στρατιωτικής οδού σε όλο το μήκος της λιβυκής (βορειοαφρικανικής) ακτής κατά τα πρότυπα των περσικών Βασιλικών Οδών καθώς κι η κατασκευή λιμανιών και νεωρίων, ώστε να διατηρείται η κυριαρχία στις κατακτώμενες περιοχές.

Για να συνεχισθεί δε η τακτική των μικτών γάμων, ώστε να δημιουργηθεί νέο έθνος κατοίκων της αυτοκρατορίας, προβλεπόταν η ίδρυση πόλεων καθώς και η μεταφορά πληθυσμών από την Ασία στην Ευρώπη και αντίστροφα. Για να ευχαριστήσει τους θεούς, ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει την κατασκευή 7 πολυτελών ναών κόστους 1.500 ταλάντων έκαστος στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Δωδώνη, στο Δίον, στην Αμφίπολη της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, στην Κύρνο της Αθηνάς και στο Ίλιον πάλι της Αθηνάς, που έπρεπε να είναι ο λαμπρότερος όλων και ανυπέρβλητος σε κάλλος. Τέλος, για τον Φίλιππο θα κατασκεύαζε τάφο παραπλήσιο της μεγάλης πυραμίδας της Αιγύπτου. Όταν ο Κρατερός τα έθεσε υπόψιν των άλλων εταίρων, αποφασίσθηκε να μην εκτελεσθεί κανένα, λόγω του υψηλού τους κόστους.

Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τη γεωπολιτική ή επικοινωνιακή σημασία αυτών των σχεδίων, αλλά σημαντικότερο είναι το ερώτημα αν είναι αυθεντικά. Ο Κρατερός μετέβαινε στη Μακεδονία, για να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο και συνεπώς ανήκαν στη δικαιοδοσία του ο τάφος του Φιλίππου και όλοι οι ναοί πλην εκείνου της Αθηνάς στην Τροία, που υπαγόταν στο Λεοννάτο, σατράπη της Ελλησποντικής Φρυγίας.

Όλα τα υπόλοιπα σχέδια κανονικά θα έπρεπε να υλοποιηθούν από τους κατά τόπους σατράπες με εντολή της κεντρικής διοίκησης και ο Κρατερός φυσικά δεν είχε καμία αρμοδιότητα να αναμιχθεί. Η διατύπωση του Διόδωρου ότι ο Κρατερός τα έθεσε υπόψιν των άλλων εταίρων ίσως σημαίνει ότι δεν βρέθηκαν τέτοια σχέδια στα κεντρικά αρχεία και ότι τα σχέδια είναι επινοήσεις κάποιων, που τα απέδωσαν στον Κρατερό για να δικαιολογήσουν την ανυπαρξία τεκμηρίων στα κεντρικά αρχεία.

(Διόδωρος ΙΖ.99.6, ΙΗ.1-4, 7.1-9, Πλούταρχος Αλέξανδρος 77.6-κ.ε, Κούρτιος 9.7.1-11, 110.6-10, Ιουστίνος 9.8.2, 13.2.5-8)


Νέα Δεδομένα στην Ελλάδα – Ο Λαμιακός Πόλεμος (Διόδωρος ΙΗ.8-10)


Παρά την ταχεία και αναίμακτη διευθέτηση του ζητήματος της διαδοχής ήταν προφανές ότι οι φιλοδοξίες των διαφόρων εταίρων δεν θα αργούσαν πολύ να οδηγήσουν στην πρώτη ένοπλη σύγκρουση. Όσοι Έλληνες είχαν λοιπόν λόγους και την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ, έσπευσαν να κινηθούν στρατιωτικά πιστεύοντας ότι θα εξασφάλιζαν συμμάχους ανάμεσα στους εταίρους και ότι θα βελτίωναν τη στρατηγική τους θέση στις διαφαινόμενες αλλαγές. Οι Ρόδιοι, οι τελευταίοι Έλληνες που συμμάχησαν με τον Αλέξανδρο, έγιναν οι πρώτοι που έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά απ’ το νησί τους και ακύρωσαν τη συμμαχία.

Οι Αθηναίοι, που δεν άντεχαν το κόστος της νομιμότητας, βρήκαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν την Ηγεμονία της Ελλάδος και τη συνυφασμένη μ’ αυτήν λύση του οικονομικού τους προβλήματος. Λίγο μετά και το διάταγμα του Αλεξάνδρου για τους εξόριστους είχαν στείλει τον Λεωσθένη στο ακρωτήριο Ταίναρο με διαταγές να στρατολογήσει μισθοφόρους δήθεν για ιδιωτικούς σκοπούς, ώστε να μην αντιληφθεί τις κινήσεις τους ο Αντίπατρος.
Αμέσως μόλις οι Αθηναίοι βεβαιώθηκαν ότι ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός, έστειλαν στον Λεωσθένη μέρος των δωρεών του Άρπαλου, πολλές πανοπλίες και τον διέταξαν να πάψει την προσποίηση και να προχωρήσει ανοιχτά σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την εδραίωση των κρατικών συμφερόντων τους. Εκείνος προσέλαβε αμέσως και τους 8.000 μισθοφόρους και συνέπραξε με τους Αιτωλούς, που πολύ πρόθυμα του έδωσαν 7.000 στρατιώτες.

Η εκκλησία των Αθηναίων αποφάσισε «να αναλάβει αγώνα υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων» όπως είχε κάνει και στο παρελθόν, για να κερδίσει την Ηγεμονία της Ελλάδος. Προχώρησε σε γενική επιστράτευση όλων των Αθηναίων ηλικίας κάτω των 40 ετών και από τις 10 φυλές, έβγαλαν από τους νεώσοικους και τις οπλοθήκες και επάνδρωσαν μέρος του ανενεργού τους στόλου, έστειλαν πρέσβεις σ’ όλη την Ελλάδα, για να πείσουν έθνη και πόλεις σε συστράτευση, και ενίσχυσαν τις δυνάμεις του Λεωσθένη με 5.000 πεζούς και 500 ιππείς επιστρατευμένους Αθηναίους και άλλες 2.000 μισθοφόρους. Αμέσως μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Αντίπατρος είχε ζητήσει ενισχύσεις από τον Κρατερό, που παρέμενε στην Κιλικία με τους 10.000 παλαίμαχους Μακεδόνες, κι από τον Λεοννάτο, τον σατράπη της Ελλησποντικής Φρυγίας.

Μόλις οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν φανερά 22.000 πεζούς, 500 ιππείς, επάνδρωσαν 40 τετρήρεις και 200 τριήρεις και το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά κράτη και οι ενώσει κρατών άρχισαν να συστρατεύονται στις ηγεμονικές επιδιώξεις των Αθηναίων, ο Αντίπατρος υποχρεώθηκε να αντιδράσει. Άφησε το στρατηγό Σίππα στη Μακεδονία με διαταγές να στρατολογήσει όσους περισσότερους γινόταν, αν και δεν περίμενε σπουδαία αποτελέσματα, διότι οι πολυετείς επιχειρήσεις του Αλεξάνδρου στην Ασία είχαν προκαλέσει λειψανδρία στη Μακεδονία. Έτσι, προέλασε νότια επικεφαλής μόλις 13.000 πεζών, 600 ιππέων και 110 τριήρων, βασιζόμενος κυρίως στον αριθμό και στην ποιότητα του θεσσαλικού ιππικού. Όμως οι Θεσσαλοί βρήκαν τις αθηναϊκές προσφορές δελεαστικότερες από τις μακεδονικές και εγκατέλειψαν τον Αντίπατρο την τελευταία στιγμή.

Οι μακεδονικές δυνάμεις ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης κοντά στην Ηράκλεια και μη δυνάμενες να διασχίσουν την εχθρική πλέον Θεσσαλία για να υποχωρήσουν στη Μακεδονία, κατέφυγαν στη Λαμία. Η κατάληψη της Λαμίας αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη και ο Λεωσθένης επέβαλε αποκλεισμό, προκειμένου να λυγίσει τις δυνάμεις του Αντίπατρου με την πείνα, αλλά σε κάποια φάση της πολιορκίας οι Αιτωλοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι Μακεδόνες βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν έξοδο. Στη σύγκρουση εκείνη σκοτώθηκε ο Λεωσθένης και εν συνεχεία χαλάρωσε ο αποκλεισμός της Λαμίας.

Ο Λεωσθένης κηδεύθηκε με τιμές ήρωα και η εκκλησία των Αθηναίων ανέθεσε στον Υπερείδη, το δεινότερο και πιο αντιμακεδόνα ρήτορα, να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ο Δημοσθένης είχε χάσει την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στα πράγματα, διότι ήταν ακόμη δραπέτης, καταζητούμενος από την αθηναϊκή δικαιοσύνη.

Χρειάσθηκε να φτάσουν ενισχύσεις από τον Κρατερό και τον Λεοννάτο και να σκοτωθεί ο ίδιος ο Λεοννάτος, πριν καμφθούν οι δυνάμεις της αθηναϊκής συμμαχίας. Τότε, για να διασπάσουν το Κοινό των Θεσσαλών που τους είχε φερθεί εχθρικά, ο Αντίπατρος κι ο Κρατερός άρχισαν να πολιορκούν τις θεσσαλικές πόλεις υποχρεώνοντας τις να στέλνουν πρέσβεις η κάθε μία ξεχωριστά. Όσες πόλεις παραδόθηκαν, δεν υπέστησαν κυρώσεις και έτσι πείστηκαν όλοι οι εξεγερμένοι ότι η ειρήνη δεν κόστιζε περισσότερο από τον πόλεμο.

Πολύ σύντομα η αντιμακεδονική συμμαχία περιορίστηκε στους Αθηναίους και στους Αιτωλούς, τους μόνους που έβλαπτε οικονομικά η επάνοδος των εξορίστων. Ο Αντίπατρος μπόρεσε πλέον να προελάσει με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της Αθήνας και οι Αθηναίοι τρομοκρατημένοι ζήτησαν από το ρήτορα Δημάδη να πάει ως πρέσβης στον Αντίπατρο και να διαπραγματευθεί ειρήνη. Για τον Δημάδη η αγωνία των Αθηναίων αποτέλεσε την ευκαιρία να λύσει ένα προσωπικό πρόβλημα: είχε παρανομήσει τρεις φορές κι η Εκκλησία του είχε επιβάλει στέρηση πολιτικών και συμβουλευτικών δικαιωμάτων. Αν και σ’ όλη του τη ζωή παρίστανε τον υπερπατριώτη και αντιμακεδόνα, σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή αρνήθηκε να προσφέρει στην πατρίδα του υπηρεσίες άνευ όρων και οι πανικόβλητοι Αθηναίοι υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Ανακάλεσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις, τον αποκατέστησαν στα πολιτικά του δικαιώματα και αμέσως τον έστειλαν μαζί με άλλους ως πρέσβη.

Ο Αντίπατρος τους άκουσε προσεκτικά και τους έδωσε την ίδια ακριβώς απάντηση, που είχαν δώσει οι Αθηναίοι στους δικούς του πρέσβεις, όταν βρισκόταν πολιορκούμενος στη Λαμία και ζητούσε τερματισμό των εχθροπραξιών. Εκείνος είχε αρνηθεί τότε τους ταπεινωτικούς όρους, αλλά οι Αθηναίοι τώρα τους δέχθηκαν, ίσως μετανοιώνοντας για την ιδέα που του είχαν δώσει. Η ποινή που τους επεβλήθη ήταν να καταργήσουν τη δημοκρατία και να δεχθούν τιμοκρατικό πολίτευμα, όπου πολιτικά δικαιώματα θα διατηρούσαν μόνο όσοι είχαν περιουσία άνω των 2.000 δραχμών. Όλοι οι άλλοι θεωρήθηκε ότι λόγω χαμηλού εισοδήματος ήταν επιρρεπείς σε ταραχές και τους αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα.

Επειδή αυτή η λύση αναπόφευκτα θα όξυνε τη συμπεριφορά όσων θα έχαναν τα πολιτικά τους δικαιωμάτων, ο Αντίπατρος πρότεινε την εθελοντική εγκατάστασή τους σε κάποια περιοχή της Θράκης. Περί τις 12.000 ή 22.000 Αθηναίοι πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα και αξιόλογη περιουσία δέχθηκαν να αποκτήσουν περιουσία εκτός Αττικής κι έφυγαν απ’ την Αθήνα. Στη Θράκη θα αποκτούσαν γη, θα αύξαναν την περιουσία τους κι έτσι, αν κάποτε επέστρεφαν στην Αθήνα, θα ήταν περισσότερο προσεκτικοί στις πολιτικές τους επιλογές. Για την επιβολή των συμφωνημένων όρων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μακεδονική φρουρά υπό τον Μένυλλο, ενώ η διοίκηση της Αθήνας παραδόθηκε στους πολίτες, που διέθεταν την απαιτούμενη περιουσία για να διοικήσουν με βάση την παλιά νομοθεσία του Σόλωνα.

Η κατοχή και νομή της Σάμου από τους Αθηναίους, η οποία πρακτικά είχε πυροδοτήσει το Λαμιακό πόλεμο, παραπέμφθηκε «στους βασιλείς» και ο Περδίκκας αποφάσισε οριστικά την αποκατάσταση των Σαμίων, που ανέκτησαν την ελευθερία και τις περιουσίες τους μετά από 43 ολόκληρα χρόνια. Οι Αθηναίοι προκάλεσαν το Λαμιακό πόλεμο, διότι δεν εννοούσαν να σταματήσουν τη στυγνή αποικιοκρατική εκμετάλλευση ενός ελληνικού νησιού, και τελικά έχασαν τη Σάμο, την ελευθερία, το πολίτευμα και την υπερηφάνειά τους.

Τους επετράπη μόνο να διατηρήσουν τις περιουσίες τους και να δραστηριοποιούνται στον τεράστιο οικονομικό χώρο, που δημιούργησε ο Αλέξανδρος.
Οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Αθήνας ενταφιάσθηκαν οριστικά με την ήττα της στο Λαμιακό πόλεμο. Η απώλεια της Ηγεμονίας της Ελλάδος δεν της επέτρεπε να απομυζά πόρους από τα ελληνικά κράτη, που «απελευθέρωνε», και την υποχρέωνε να περιοριστεί στον ταπεινό ρόλο, που προσδιόριζαν οι ανεπαρκείς πόροι της Αττικής.

Η ήττα στο Λαμιακό πόλεμο μπορεί να θεωρηθεί ως η επίσημη έναρξη της πολιτισμικής και στρατηγικής έκπτωσης της Αθήνας, η οποία έληξε μόλις το 1834 μ.Χ. με τον ορισμό της ως πρωτεύουσας του σημερινού ελληνικού κράτους. Φυσικά ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν τέτοιος, που δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι οι Αθηναίοι πράγματι ήλπιζαν να κατακτήσουν την Ηγεμονία της Ελλάδος.

Απλώς, αν συνεχίζονταν οι αρχικές επιτυχίες επί του Αντιπάτρου, θα αποκτούσαν το απαραίτητο διαπραγματευτικό έρεισμα, ώστε να μην επιστρέψουν τη Σάμο στους Σαμίους και ίσως να εξασφαλίσουν πρόσθετα προνόμια.

Όπως περιγράφεται ο Λαμιακός πόλεμος, βγαίνει το συμπέρασμα ότι για την ήττα φταίει το επιστρατευτικό σύστημα των αρχαίων ελληνικών κρατών. Από τους 22.000 πεζούς οι 7.000 ήταν επιστρατευμένοι Αιτωλοί πολίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, για να φροντίσουν «κάποιες εθνικές ανάγκες».

Μετά την αποχώρησή τους χαλάρωσε η πίεση προς τους πολιορκούμενους Μακεδόνες τόσο ώστε να κάνουν έξοδο, που αρχικά κόστισε τη ζωή στο Λεωσθένη και τελικά κατέστησε ατελέσφορο τον αποκλεισμό της Λαμίας. Αυτή η εγγενής αδυναμία των στρατευμάτων από επιστρατευμένους πολίτες να πραγματοποιούν παρατεταμένες χρονικά επιθετικές επιχειρήσεις, ήταν ασφαλώς ένας από τους λόγους, για τους οποίους ο Αντίπατρος απέρριψε τους ταπεινωτικούς όρους ειρήνης των Αθηναίων.

Προτίμησε να διακινδυνεύσει μία παράταση του αποκλεισμού του και την αρνητική γι’ αυτόν ψυχολογική επίδρασή της στους συμμάχους του, καιροφυλακτώντας την ευκαιρία που αναπόδραστα θα του προσέφερε το επιστρατευτικό σύστημα των πόλεων-κρατών.
Το χειμώνα του 323-322, αφού εξουδετέρωσαν τους Αθηναίους, ο Αντίπατρος κι ο Κρατερός εισέβαλαν στην Αιτωλία. Οι Αιτωλοί ήταν πολεμικότατο έθνος και αποσύρθηκαν στα πιο δυσπρόσιτα μέρη της χώρας τους, αφήνοντας τον δριμύ χειμώνα να καταβάλει τους Μακεδόνες. Αλλά ο Αντίπατρος κι ο Κρατερός κατασκεύασαν στεγανά καταλύματα, για να προστατέψουν τα στρατεύματά τους από τη βαρυχειμωνιά, κι εγκλώβισαν τους Αιτωλούς στα ορεινά, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους στις καιρικές συνθήκες και την έλλειψη εφοδίων.

Η μοίρα των Αιτωλών θα ήταν εξαιρετικά σκληρή, αν οι Μακεδόνες δεν υποχρεώνονταν από τις ζυμώσεις στην Ασία να τερματίσουν τις εχθροπραξίες στην Αιτωλία αιφνιδίως και όπως – όπως.

Ο Αντίγονος, που πρόσφατα είχε γίνει στόχος του Περδίκκα, κατόρθωσε να φτάσει με ασφάλεια στο μακεδονικό στρατόπεδο στην Αιτωλία και να πληροφορήσει τον Αντίπατρο και τον Κρατερό για τα σχέδια του Περδίκκα.

Μόλις είχε παντρευτεί την από καιρού μνηστή του και κόρη του Αντίπατρου, Νίκαια, αλλά το έκανε αποκλειστικά και μόνο για να μη γίνουν αντιληπτές οι μηχανορραφίες του. Προκειμένου να εξουδετερώσει τους ισχυρούς εταίρους και να γίνει ο ίδιος Μέγας Βασιλεύς, αφού ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν» και πριν παντρευτεί την ήδη μνηστή του, είχε προτείνει στην γνήσια αδελφή του Αλεξάνδρου και χήρα πλέον του Αλεξάνδρου των Μολοσσών να τον παντρευτεί. Η Κλεοπάτρα είχε φτάσει στην Ασία σχεδόν ταυτόχρονα με τη Νίκαια και αν ο Περδίκκας προλάβαινε να την παντρευτεί, ως Μέγας Βασιλεύς θα αποσπούσε τη Μακεδονία από τον Αντίπατρο ως εξ αγχιστείας μέλος του Οίκου των Αργεαδών.

Οι τρεις Μακεδόνες εταίροι (Αντίπατρος, Κρατερός και Αντίγονος) γνώριζαν ότι οι Αιτωλοί ήταν λαός ημιληστρικός, αναξιόπιστος πολιτικά και ότι σύντομα θα μετατρέπονταν σε επικίνδυνους συμμάχους του Περδίκκα. Γι’ αυτό συναποφάσισαν, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, να εξορίσουν ολόκληρο το αιτωλικό έθνος στην πιο απομακρυσμένη και φτωχή χώρα της Ασίας. Εν συνεχεία πρότειναν σύμπραξη στον Πτολεμαίο, που ήταν φίλος δικός τους και εχθρός του Περδίκκα. Στο άλλο στρατόπεδο ο Περδίκκας αποφάσισε πρώτα να αφαιρέσει την Αίγυπτο από τον Πτολεμαίο και μετά τη Μακεδονία απ’ τον Αντίπατρο. Προκειμένου δε να εμποδίσει τις μακεδονικές δυνάμεις να αποβιβασθούν στην Ασία, έστειλε τον Ευμένη, για λογαριασμό του οποίου είχε προηγουμένως υποτάξει την Καππαδοκία του Αριαράθη, να επιτηρεί τον Ελλήσποντο με αξιόλογες δυνάμεις.

Από το βιβλίο του Κούρτιου «Ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» Σε μία έκδοση περί το 1614 .Ο Μ.Αλεξανδρος ώς κοσμοκράτωρας


ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ 


1-O Κόιντος Κούρτιος Ρούφος (Quintus Curtius Rufus) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, που έζησε την εποχή του Κλαύδιου ή του Βεσπασιανού.
Το μόνο σωζόμενο έργο του Κόιντου Κούρτιου Ρούφου, είναι το κείμενο «Ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (λατινικά: Historiae Alexandri Magni), το οποίο είναι μια βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα λατινικά, που αποτελούνταν συνολικά από δέκα βιβλία, εκ των οποίων έχουν χαθεί τα δύο πρώτα και τα υπόλοιπα οκτώ είναι ελλιπή.

Το έργο του Κόιντου Κούρτιου Ρούφου διακρίνεται για την «ρευστότητα» της γραφής, και ενώ η επιφανειακή μελέτη του μπορεί να αποκαλύπτει τα διάφορα λάθη του συγγραφέα τα σχετικά με την γεωγραφία, τις χρονολογίες και τις τεχνικές γνώσεις περί των στρατιωτικών θεμάτων, μια πιο λεπτομερής μελέτη αποκαλύπτει ότι στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του και οι διαμαρτυρίες κατά των αυτοκρατόρων της εποχής του, τους οποίους θεωρούσε τυράννους.

Ο Βρετανός καθηγητής και συγγραφέας Ουίλιαμ Γούντθορπ Ταρν (William Woodthorpe Tarn ή W. W. Tarn, 26 Φεβρουαρίου 1869 – 7 Νοεμβρίου 1957), που ασχολήθηκε συστηματικά με τον Ελληνιστικό Κόσμο και τον Μέγα Αλέξανδρο επικρίνει τον Κόιντο Κούρτιο Ρούφο για «παντελή έλλειψη ιστορικών αρχών» και αναξιοπιστία, μια άποψη για την οποία ο Τζον Γιάρντλεϋ (John Yardley) προτείνει ότι έχει σχέση, με το πώς και το εάν, ο Κόιντος Κούρτιος Ρούφος δυσφημίζει τον Μέγα Αλέξανδρο.[1]

Η Αγγλίδα συγγραφέας και μυθιστοριογράφος ιστορικών νουβελών, Μαίρη Ρενώ (Mary Renault, 4 Σεπτεμβρίου 1905 -13 Δεκεμβρίου 1983), στην εισαγωγή της μυθιστορηματικής βιογραφίας για τον Μέγα Αλέξανδρο, με τίτλο Φωτιά από τον Ουρανό (Fire from Heaven), ασχολούμενη με τις διάφορες πηγές που μελέτησε στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την εργασία της αυτή, εκφράζει την μεγάλη της αγανάκτηση σχετικά με τον Κόιντο Κούρτιο Ρούφο ο οποίος κατά τη γνώμη της, «είχε πρόσβαση σε πολύτιμες πρωτογενείς πηγές, που πλέον έχουν χαθεί, τις οποίες παρεξήγησε και αλλοίωσε».

2-Ο ιστορικός Αρριανός, από την Νικομήδεια, έγραψε το έργο Αλεξάνδρου Ανάβασις.
3-Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης, από το Αγύριο της Σικελίας έγραψε το έργο «Ιστορική Βιβλιοθήκη», του οποίου το 17ο βιβλίο αναφέρεται στις κατακτήσεις που έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος.
4-Ο ιστορικός και βιογράφος Πλούταρχος, από την Χαιρώνεια, έγραψε στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος (και Καίσαρ)» και το υπαγόμενο στα "Ηθικά" έργο «Περί της Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής».



Πηγή
http://ellinondiktyo.blogspot.gr/2017/07/blog-post_30.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: