Χρυσά ταινιωτά ενώτια, µε συρµατερή δαντελωτή διακόσμηση, γνωστά ήδη από τους τάφους της Χαλκιδικής, χρυσά περιδέραια και επιστήθια κοσμήματα, ραβδόσχημα ελάσματα που κάλυπταν το στόμα του νεκρού µε έκτυπη φυτική διακόσμηση, ξαφνιάζουν µε τη λεπτότητα της εργασίας τους.
Στη Βόρεια Ελλάδα η άνοδος του Φιλίππου Β’ το 359 Π.Χ. στον θρόνο, σηματοδότησε µια νέα εποχή στην κοσµηµατοτεχνία, καθώς µε την αναδιοργάνωση του μακεδονικού κράτους και µε την προσάρτηση των περιοχών του όρους Παγγαίου και της πόλης Κρηνίδων, µε τα πλούσια ορυχεία χρυσού, δραστηριοποιήθηκαν πάλι τα μεταλλεία αυτής της περιοχής και έτσι η Μακεδονία ηγείται σαφώς πλέον της κοσµηµατοτεχνίας στον ελλαδικό χώρο. Από τον τάφο του Φιλίππου Β’ στην Βεργίνα, προέρχονται τα ωραιότερα δείγματα της κοσµηµατοτεχνίας αυτών των χρόνων.
Φυσιοκρατικά και µε ευαισθησία αποδίδονται όλα τα θέματα, φυτικά τα πιο πολλά, τα οποία συνθέτουν πλούσιες, περίτεχνες δημιουργίες, όπως το χρυσό στεφάνι µμυρτιάς, ή το διάδημα µε τις βλαστόσπειρες και το ηράκλειον άµµα, θέμα πρωτοεμφανιζόμενο στην κοσμηματοτεχνία που θα επικρατήσει μαζί µε τα άλλα θέματα, όπως της Νίκης και του έρωτα, και στην επόμενη περίοδο, την Ελληνιστική. Το Ηράκλειον άµµα είναι ο κόμπος που συχνά συναντάται στο κόσμημα και δηλώνει το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο Ηρακλής ανάμεσα στους δύο κόσμους και βέβαια τον διττό χαρακτήρα του ήρωα (ημίθεος).
Πράγματι έναν ασυνήθιστο τύπο χρυσών στεφανιών, μοναδικό στον κόσμο, δημιούργησαν τα εργαστήρια χρυσοχοΐας της αρχαίας Μακεδονίας. Φτιαγμένα συνήθως με μεγάλα κλαδιά και πλούσια φυτικά στοιχεία, αποτελούν αληθινά κομψοτεχνήματα, δείγματα της ακμής του βασιλείου των Μακεδόνων, τα οποία κανείς τεχνίτης πουθενά αλλού δεν κατάφερε ποτέ να μιμηθεί.
Λεπτοδουλεμένα, με μίσχους που κάποιες φορές δεν ξεπερνούν σε πάχος το ένα χιλιοστό, είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι αυτά το εύθραυστα αντικείμενα, έργα κυρίως του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., επιβίωσαν ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα στεφάνια διασώζονται διότι είναι φτιαγμένα από χρυσό, ένα υλικό που δε διαβρώνεται, ενώ επιπλέον δεν τσαλακώνονται, καθώς εντοπίζονται κατά κανόνα μέσα σε τάφους, οι οποίοι δε γεμίζουν με χώμα
Τα μακεδονικά εργαστήρια που επεξεργάζονταν το χρυσό έφτασαν κάποιες εποχές σε εντυπωσιακά επίπεδα ανάπτυξης της τεχνικής τους. Δείγματά της, εκτός από τα στεφάνια, αποτελούν τα κοσμήματα (περιδέραια, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια). Δυστυχώς δε γνωρίζουμε τα ονόματα των ανθρώπων που τα έφτιαξαν. Δεν υπέγραφαν ποτέ τη δουλειά τους διότι δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες, αλλά τεχνίτες.
Καλλιτέχνης ήταν στην αρχαιότητα μόνο ο ζωγράφος και κάποιες φορές ο γλύπτης. Κι όμως, τι άλλο παρά καλλιτέχνης θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος από τα χέρια του οποίου βγήκε ένα στεφάνι όπως αυτό του 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε σε κιβωτιόσχημο τάφο στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης: η αρωματική μυρτιά, ιερό φυτό της θεάς Αφροδίτης και σύμβολο αθανασίας, υπήρξε η έμπνευση για το χρυσό αυτό στεφάνι, το οποίο υπήρξε προσωπικό αντικείμενο ενός λόγιου και πολεμιστή.
Μέσα στο πλούσιο φύλλωμα, λεπτοί συρμάτινοι μίσχοι στηρίζουν δύο ειδών άνθη με σέπαλα και πέταλα, καθώς κι ένα πλήθος από στήμονες. Στο κέντρο του στεφανιού, ένας σύνθετος κόμβος στηρίζει ένα κεντρικό κλαδί με οδοντωτά φύλλα, καθώς κι ένα διαφορετικό άνθος έξι πετάλων, τα οποία ακόμη σώζουν κυανό σμάλτο! Τα διαδήματα που είναι πλατιές ταινίες που φοριούνταν στο μέτωπο, μιμούνται πραγματικά φυτά, όπως η δρυς, η μυρτιά, η δάφνη, η ελιά και ο κισσός.
Είναι λαλούντα σύμβολα των θεοτήτων με τους οποίους συνδέονταν. Η δρυς ήταν το ιερό φυτό του Διός, η μυρτιά της Αφροδίτης, ο κισσός του Διόνυσου. Τα στεφάνια φοριόνταν σε θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Μετά θάνατον, αποτελούσαν προσωπικό αντικείμενο του νεκρού και θάβονταν μαζί του.
Η βασιλεία του Φιλίππου Β’ στη Μακεδονία συμπίπτει µε το τέλος της κλασικής εποχής, ενώ η βασιλεία του Αλεξάνδρου και η εκστρατεία του στην Ανατολή σηματοδότησαν τη νέα αυτή περίοδο του ελληνικού πολιτισμού Κύρια χαρακτηριστικά της η επικράτηση του ελληνισμού σε ένα μεγάλο γεωγραφικό χώρο, η στενότερη επαφή µε τους πολιτισμούς της Ανατολής, η δημιουργία ενός δικτύου εμπορίου µε κέντρα τις ελληνικές πόλεις που ιδρύονται στα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής, και τέλος η αντικατάσταση των αξιών της κλειστής ελληνικής κοινωνίας της πόλης – κράτους από άλλες, αποτέλεσμα μιας κοσμοπολίτικης αντίληψης.
Η κατάκτηση της Ανατολής, η επιστροφή των Μακεδόνων στρατιωτών µε τα λάφυρα, δηλαδή τον περσικό χρυσό, στην πατρίδα τους, η στενότερη επαφή µε τους ανατολικούς πολιτισμούς, καθώς και η ανάπτυξη του εμπορίου επηρέασαν την ελληνιστική χρυσοχοϊα, της οποίας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η επικράτηση μιας, κατά κάποιο τρόπο, κοινής αισθητικής αντίληψης σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο με αποτέλεσμα την εξασθένηση των τοπικών παραδόσεων
Η πρώιμη ελληνιστική χρυσοχοϊα συμπίπτει µε την περίοδο της βασιλείας του Αλεξάνδρου και των Διαδόχων (περίπου 330-270 π.χ.. Τα κοσμήματα της πρώιμης ελληνιστικής εποχής φέρουν ακόμα τα µμορφολογικά χαρακτηριστικά της όψιμης κλασικής περιόδου, δηλαδή, διακοσμητικά θέματα εμπνευσμένα από τη φύση, βλαστόσπειρες, ρόδακες, καρποί, φύλλα άκανθας κ.ά., συνδυασμένα µε τις μορφές του Έρωτα και της Νίκης, καθώς και µε το «ηράκλειο άµµα», τον σχηματοποιημένο κόμπο του Ηρακλή, του μυθικού γενάρχη των Μακεδόνων. Τα κοσμήματα είναι περίτεχνα, αποτέλεσµα ακριβούς σχεδίασης ευαίσθητων, γεµάτων ζωή µορφών που διέπονται από αρµονία.
Οι τάσεις αυτές διακρίνονται ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά δαντελωτά διαδήματα και τα στεφάνια της περιόδου που συνεχίζουν την παράδοση της όψιµης κλασικής εποχής. Παραδείγματα αποτελούν τα διαδήματα από το νεκροταφείο του Σέδες κοντά στη Θεσσαλονίκη και τη Δημητριάδα του Βόλου, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 40υ αιώνα Π.Χ. Και τα δύο αποτελούνται από βλαστόσπειρες, φύλλα άκανθας, ανθέµια και άλλα φυτικά κοσμήματα, ενώ το κέντρο τους καταλαμβάνει το τυπικό για τον τύπο θέµα, το «ηράκλειον άµµα», και φτερωτός γυμνός Έρωτας.
Άλλο παράδειγμα της περιόδου αυτής είναι το στεφάνι µυρτιάς µε τον εντυπωσιακό ρόδακα και τα φυσιοκρατικά άνθη και φύλλα, από τον τάφο Δ του Δερβενίου που χρονολογείται στα τέλη του 40υ αιώνα π.χ., καθώς και τα σκουλαρίκια από τον τάφο Ζ του ίδιου νεκροταφείου που χρονολογούνται στην ίδια εποχή. Και στα τέσσερα παραδείγματα είναι εµφανής η φυσιοκρατική έµπνευση, η τάση προς πολυτέλεια και συγχρόνως η υπακοή σε ένα ακριβές σχέδιο και έναν ρυθµό.
Την ίδια εποχή άλλα διακοσμητικά θέµατα που εµφανίζονται στα σκουλαρίκια και στις απολήξεις των περιδεραίων και των βραχιολιών είναι τα κεφάλια ζώων, όπως το λιοντάρι, η αντιλόπη, η αίγα, ο λύκος, το ελάφι κ.ά., συχνά στολισμένα µε κέρατα και λοφία. Μερικά από τα θέµατα αυτά, όπως το λιοντάρι ή το ελάφι είναι αρχαϊκές και κλασικές δημιουργίες, ενώ τα αιλουροειδή µε τα κέρατα και τα λοφία είναι ανατολικής έµπνευσης, αποτέλεσµα της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και της στενότερης επαφής µε τους ανατολικούς πολιτισμούς και εμφανίζονται κατά τις αρχές του 30υ αιώνα Π.Χ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιδέραιο του α’ τέταρτου του 30υ αιώνα π.χ., από τάφο του νεκροταφείου στην περιοχή του Αιγινίου Πιερίας. Το περιδέραιο αποτελείται από αλυσίδα στην οποία παρεμβάλλονται πηνιόσχηµες χάντρες από χρυσό και ημιπολύτιμη πέτρα και έχει απολήξεις σε σχήμα κεφαλιού αιλουροειδούς – αντιλόπης – µε κέρατα και λοφίο, που παραπέμπει σε αχαιµενιδικά (περσικά) πρότυπα.
Ακόμη, κατά την περίοδο αυτή, τουλάχιστον στη Μακεδονία, δίπλα στις περίτεχνες δημιουργίες που βρίσκονται σε πλούσιους τάφους της αριστοκρατίας, εμφανίζονται και απλούστεροι τύποι κοσμημάτων σε όχι ιδιαίτερα πλούσιες ταφές. Το γεγονός αυτό εξηγείται και µε την προσωρινή πτώση της τιμής του χρυσού, μετά την εισροή περσικού χρυσού στη Μακεδονία, και από τα λάφυρα -χρυσό- που έφεραν οι Μακεδόνες στρατιώτες πίσω στις οικογένειές τους. Τέτοια παραδείγματα είναι τα απλά σκουλαρίκια µε τη λεοντοκεφαλή, τον Έρωτα ή τη Νίκη και τα απλά δακτυλίδια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου