Το καλοκαίρι του 1918, ο επιτετραμμένος της Ισπανίας στην Αθήνα,
Μαρκήσιος Prat de Nantouillet, αποφάσισε να παραθερίσει στις Σπέτσες και
ενοικίασε μια έπαυλη, που ανήκε στον Μανιάτη.
Ο Μαρκήσιος εγκαταστάθηκε εκεί στις 6 Ιουνίου μαζί με τη σύζυγό του, την 6χρονη κόρη του Ισαβέλλα και το προσωπικό της πρεσβείας, όπως ο γραμματέας του Ξεν. Λευκοπαρίδης και η δακτυλογράφος του Simonne Lachausse.
Όταν έφτασε το βράδυ, έπεσαν να κοιμηθούν κατάκοποι από την ταλαιπωρία της εγκατάστασής τους, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο. Ξαφνικά, άκουσαν δυνατούς κρότους, σαν να έπεφταν πέτρες στο δωμάτιο. Ο Μαρκήσιος έτρεξε προς το παράθυρο, αλλά δεν είδε κανέναν. “Ποιος διάβολος πετάει πέτρες;”, είπε δυνατά, μα δεν έλαβε καμιά απάντηση. Ο θόρυβος επαναλήφθηκε αρκετές φορές ακόμη. Άναψαν φως, αλλά δε βρήκαν πουθενά πέτρες μέσα στο δωμάτιο.
Ύστερα από δυο τρεις μέρες, η Μαρκησία διηγήθηκε στον άντρα της ένα πολύ παράξενο όνειρο.
Περπατούσε δήθεν στην παραλία των Σπετσών, όταν αντιλήφθηκε έναν άντρα που φορούσε ρούχα παλιάς εποχής, όπως κοντό παντελόνι, άσπρες ψηλές γκέτες, λουστρίνια, ψηλό κολλάρο και μακριά ρεντιγκότα. Είχε δεμένο το κεφάλι του με άσπρο μαντήλι, που σχημάτιζε φιόγκο και έπαιζε στα δάχτυλά του κομπολόι δίχως φούντα. Επίσης, έβλεπε να κάνουν βόλτα στρατιωτικοί με περίεργες στολές και με περικεφαλαία. Όλα αυτά χαράχτηκαν ζωηρά και βαθιά στη μνήμη της.
Ο Μαρκήσιος δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο που αναστάτωσε τη σύζυγό του. Ύστερα από 23 ημέρες, κατά τις 8 το βράδυ, ενώ κάθισαν να δειπνήσουν μαζί με το προσωπικό, συνέβη ένα αλλόκοτο περιστατικό.
Η Μαρκησία σηκώθηκε για λίγο, προκειμένου να φέρει ένα βιβλίο από τον σκοτεινό διάδρομο μπροστά της, όταν ο σύζυγός της την άκουσε να ξεφωνίζει κι αμέσως έτρεξε κοντά της.
“Ο γέρος είναι εκεί…αυτός που είδα στο όνειρό μου! Να ΄τος!”
Ταυτοχρόνως, ο σκύλος τους άρχισε να γρυλλίζει και με την ουρά στα σκέλια, μαζεύτηκε στα πόδια τους. Ο Μαρκήσιος πήρε τη λάμπα στο χέρι και μαζί με τους άλλους έτρεξαν στον διάδρομο, αλλά δεν είδαν τίποτα.
Όταν, όμως, πλησίασε στο μέρος που του έδειχνε η Μαρκησία ότι είχε δει τον γέρο, παρόλο που τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν κλειστές, η λάμπα έσβησε ξαφνικά και ένιωσε ένα απότομο κρύο να τον διαπερνά. Γύρισε στην τραπεζαρία, άναψε τη λάμπα και η σύζυγός του άρχισε πάλι να ουρλιάζει: “Να ‘τος… Να ‘τος, μπαίνει μέσα στην πόρτα… Να, κάθισε στην πολυθρόνα!”. Συγχρόνως, ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει ακόμα πιο δυνατά, ενώ η κουνιστή πολυθρόνα ξεκίνησε να κουνιέται μόνη της.
Για να είναι βέβαιοι ότι και οι τέσσερεις δεν είχαν πάθει ομαδική παραίσθηση, φώναξαν τη νταντά, την καμαριέρα και τη μαγείρισσα και τις ρώτησαν αν έβλεπαν να κουνιέται η πολυθρόνα. Τότε, εκείνες επιβεβαίωσαν το γεγονός.
Έπειτα, ο Μαρκήσιος πλησίασε και θέλησε να καθίσει εκεί, μα αισθάνθηκε το ίδιο παγερό συναίσθημα και σαν να άγγιζε κάτι το ζωντανό. Το συναίσθημα του φάνηκε τόσο απαίσιο, ώστε δεν τόλμησε να επιμείνει.
Μετά από τρεις ημέρες, όταν ένα πρωί ο Μαρκήσιος άκουσε ξανά τις φωνές της συζύγου του, που ήταν ξαπλωμένη και έτρεξε αμέσως. Του εξήγησε πως είχε δει να ανοίγει η ντουλάπα του δωματίου και να βγαίνει μέσα απ’ αυτήν ο ίδιος γέρος με το άσπρο μαντήλι στο κεφάλι.
Ο Μαρκήσιος δεν είχε δει κανέναν. Όταν όμως εκείνη συνήλθε από την ταραχή της, επειδή ήταν εξαιρετική ζωγράφος, σχεδίασε τον γέρο, αποδίδοντας όχι μόνο την ενδυμασία του, αλλά και τα χαρακτηριστικά του.
Τελικά, όταν εκείνες τις ημέρες επισκέφθηκε τον Μαρκήσιο ο Μπότασης, ένας από τους προύχοντες του τόπου και Πρόεδρος της Εθνολογικής Εταιρίας, του διηγήθηκαν όλη την ιστορία και του έδειξαν το σκίτσο. Εκείνος, αμέσως αναγνώρισε τον Ιωάννη Δημ. Ορλώφ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες την εποχή του Καποδίστρια και ήταν ο μόνος που φορούσε ευρωπαϊκή ενδυμασία.
Αναγνώρισε ακόμα το μαντήλι του και το κομπολόι του. Μάλιστα, μία γριά 90 ετών που ήταν άλλοτε πλύστρα στο σπίτι του, αναγνώρισε κι εκείνη τον Ορλώφ. “Μα, αυτός είναι ο μακαρίτης, ο καλός αφέντης! Ναι, αυτός είναι!”
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των ντόπιων, ο Ορλώφ είχε εξαφανιστεί 60 χρόνια πριν, δηλαδή γύρω στα 1858, χωρίς να μάθει κανείς πως χάθηκε. Όλοι υπέθεσαν ότι είχε πνιγεί σε κάποιο καΐκι που πήγαινε στον Πειραιά και από το οποίο δε σώθηκε κανείς.
Ένα απόγευμα, η δακτυλογράφος που αναπαυόταν, άκουσε βήματα στο δωμάτιό της. Άνοιξε τα μάτια της, μα δεν είδε κανέναν, αλλά άκουσε το κάθισμα που ήταν δίπλα της να τρίζει, σαν να καθόταν κάποιος σ’ αυτό. Σηκώθηκε και δοκίμασε να το μετατοπίσει. Μάταια όμως… Δε μπόρεσε ούτε να το σύρει ελάχιστα. Λες και ήταν καρφωμένο Τρόμαξε τότε και έβαλε τις φωνές. Όταν ήρθαν οι άλλοι και τους διηγήθηκε το γεγονός, αυτοί δεν άκουσαν ούτε τριγμούς, ούτε δυσκολεύτηκαν να μετακινήσουν το κάθισμα.
Μετά από όλα αυτά, αποφάσισαν να καταφύγουν στον πνευματισμό, για να επικοινωνήσουν με την οντότητα που προκαλούσε αυτά τα φαινόμενα. Η Μαρκησία, που ήταν και χαρισματικό διάμεσο, πήρε μολύβι και χαρτί και το πνεύμα του Ορλώφ ήρθε αμέσως και τους ανακοίνωσε την ταυτότητά του, όπως επίσης ότι ήταν και ο Υπουργός των Εξωτερικών επί Καποδίστρια.
Ακόμα, τους εξήγησε ότι το σπίτι αυτό ήταν κάποτε δικό του και ότι από πολύ καιρό προσπαθούσε να επικοινωνήσει με ζωντανούς ανθρώπους, χωρίς να το κατορθώνει, επειδή όσοι κατοικούσαν σ’ αυτό, δεν τον ένιωθαν. Επίσης, τους είπε ότι από καιρό έψαχνε ένα κατάλληλο διάμεσο για το σκοπό αυτό και ότι από καιρό τους παρακολουθούσε και ότι εκείνος τους ενέπνευσε την ιδέα να παραθερίσουν στις Σπέτσες, με σκοπό να τους φανερωθεί.
Τους είπε ακόμη ότι στο σπίτι αυτό ζούσε μαζί με μία ερωμένη του, η οποία γνώριζε την κρυψώνα του, μέσα στην οποία είχε κρύψει το τεράστιο για εκείνη την εποχή ποσό των 60.000 φράγκων. Έτσι, εκείνη τον δολοφόνησε, προκειμένου να τα σφετεριστεί.
Μία νύχτα, λοιπόν, που ο Ορλώφ κοιμόταν στο δωμάτιο, που μετέπειτα έγινε κοιτώνας της Μαρκησίας, εκείνη μπήκε σιγά-σιγά και άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι με ένα σφυρί. Εκείνος, τότε, ξύπνησε και άρχιζε να φωνάζει: “Βοήθεια, βοήθεια, με σκοτώνουν…”
Η ερωμένη του, όμως, εξακολουθούσε να τον χτυπάει με μανία, ώσπου τελικά τον σκότωσε. Αργότερα, με τη βοήθεια της αδελφής της, γκρέμισαν τον τοίχο σε ένα δωμάτιο και τον έχτισαν όρθιο. Στον τοίχο αυτό, τον άφησαν έως ότου διαλύθηκαν οι σάρκες του και έμεινε ο σκελετός του. Τότε, οι δυο γυναίκες, έβγαλαν τα κόκαλα, έκοψαν μερικές σανίδες του πατώματος, τα έβαλαν εκεί και έπειτα τις ξανακάρφωσαν.
Η ερωμένη του, αφού πήρε τα 60.000 φράγκα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου πάντρεψε την κόρη της με τον τότε (1918) ιδιοκτήτη της οικίας Μανιάτη, που του έδωσε ως προίκα το σπίτι αυτό και η γριά που έμενε στο κάτω πάτωμα, ήταν η αδελφή της.
Ο Ορλώφ έδωσε ακόμα λεπτομέρειες σχετικά με το σημείο που ετάφη το σώμα του στον τοίχο, καθώς και με την κρυψώνα που είχε τα χρήματα. Το μέρος όπου ετάφη όρθιος, βρισκόταν στον κοιτώνα της δακτυλογράφου, κοντά στην τραπεζαρία και ακριβώς επάνω από το κρεβάτι της, όπου πραγματικά το επίχρισμα του τοίχου έδειχνε σαφή διαφορά του σοβά σε ύψος ανθρώπινου αναστήματος.
Κάτω, δε, στο πάτωμα, όπου είχαν τεθεί τα οστά του, επίσης φαίνονταν σαφώς ότι μερικές σανίδες ήταν κομμένες, ενώ οι άλλες ήταν μακριές. Τότε, έβαλαν ανάμεσα στις χαραμάδες ένα σύρμα και συνάντησαν πραγματικά στο κενό του διπλού πατώματος σκληρά αντικείμενα, τα οποία, όταν τα ανακάτευαν, κροτάλιζαν όπως τα κόκαλα.
Για να μην αρχίσουν τα μπλεξίματα με την Αστυνομία, αποσιωπήθηκε η υπόθεση.
Όλες αυτές οι ανακοινώσεις του Ορλώφ δεν έγιναν σε μία μόνο πνευματιστική συνεδρίαση, αλλά σε συνέχειες, που κράτησαν κατά τη διάρκεια όλου του καλοκαιριού. Έτσι, μία βραδιά, κατά τα μεσάνυχτα, όλοι τους ξύπνησαν από κραυγές γεμάτες αγωνία: “Βοήθεια, βοήθεια, με σκοτώνουν!”
Την επόμενη νύχτα, ο Ορλώφ τους ανακοίνωσε διά μέσου της Μαρκησίας ότι ο ίδιος αναπαράστησε τη σκηνή του φόνου και τους είπε ότι επιθυμούσε να του γίνει εκκλησιαστική αποκατάσταση.
Εν τω μεταξύ, η γριά που κατοικούσε στο κάτω πάτωμα, έχοντας ακούσει να διαδίδεται η φήμη ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο, άρχισε να διαμαρτύρεται. Μία μέρα μάλιστα, ανέβηκε επάνω κρατώντας στα χέρια της ένα μαγκάλι και παραπονέθηκε στη Μαρκησία ότι αν το μάθαιναν η αδελφή της και τα ανίψια της, θα θύμωναν.
Τότε, η Μαρκησία της είπε ότι πράγματι εμφανιζόταν ο Ορλώφ και της έδειξε το σκίτσο του. Στη θέα του, η γριά, σε έξαλλη κατάσταση, άφησε το μαγκάλι να πέσει από τα χέρια της και έφυγε φωνάζοντας: “Αχ, Παναγία μου…”
Από τότε, δεν τόλμησε να τους ενοχλήσει ξανά.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 12/01/1963…
Ο Μαρκήσιος εγκαταστάθηκε εκεί στις 6 Ιουνίου μαζί με τη σύζυγό του, την 6χρονη κόρη του Ισαβέλλα και το προσωπικό της πρεσβείας, όπως ο γραμματέας του Ξεν. Λευκοπαρίδης και η δακτυλογράφος του Simonne Lachausse.
Όταν έφτασε το βράδυ, έπεσαν να κοιμηθούν κατάκοποι από την ταλαιπωρία της εγκατάστασής τους, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο. Ξαφνικά, άκουσαν δυνατούς κρότους, σαν να έπεφταν πέτρες στο δωμάτιο. Ο Μαρκήσιος έτρεξε προς το παράθυρο, αλλά δεν είδε κανέναν. “Ποιος διάβολος πετάει πέτρες;”, είπε δυνατά, μα δεν έλαβε καμιά απάντηση. Ο θόρυβος επαναλήφθηκε αρκετές φορές ακόμη. Άναψαν φως, αλλά δε βρήκαν πουθενά πέτρες μέσα στο δωμάτιο.
Ύστερα από δυο τρεις μέρες, η Μαρκησία διηγήθηκε στον άντρα της ένα πολύ παράξενο όνειρο.
Περπατούσε δήθεν στην παραλία των Σπετσών, όταν αντιλήφθηκε έναν άντρα που φορούσε ρούχα παλιάς εποχής, όπως κοντό παντελόνι, άσπρες ψηλές γκέτες, λουστρίνια, ψηλό κολλάρο και μακριά ρεντιγκότα. Είχε δεμένο το κεφάλι του με άσπρο μαντήλι, που σχημάτιζε φιόγκο και έπαιζε στα δάχτυλά του κομπολόι δίχως φούντα. Επίσης, έβλεπε να κάνουν βόλτα στρατιωτικοί με περίεργες στολές και με περικεφαλαία. Όλα αυτά χαράχτηκαν ζωηρά και βαθιά στη μνήμη της.
Ο Μαρκήσιος δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο που αναστάτωσε τη σύζυγό του. Ύστερα από 23 ημέρες, κατά τις 8 το βράδυ, ενώ κάθισαν να δειπνήσουν μαζί με το προσωπικό, συνέβη ένα αλλόκοτο περιστατικό.
Η Μαρκησία σηκώθηκε για λίγο, προκειμένου να φέρει ένα βιβλίο από τον σκοτεινό διάδρομο μπροστά της, όταν ο σύζυγός της την άκουσε να ξεφωνίζει κι αμέσως έτρεξε κοντά της.
“Ο γέρος είναι εκεί…αυτός που είδα στο όνειρό μου! Να ΄τος!”
Ταυτοχρόνως, ο σκύλος τους άρχισε να γρυλλίζει και με την ουρά στα σκέλια, μαζεύτηκε στα πόδια τους. Ο Μαρκήσιος πήρε τη λάμπα στο χέρι και μαζί με τους άλλους έτρεξαν στον διάδρομο, αλλά δεν είδαν τίποτα.
Όταν, όμως, πλησίασε στο μέρος που του έδειχνε η Μαρκησία ότι είχε δει τον γέρο, παρόλο που τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν κλειστές, η λάμπα έσβησε ξαφνικά και ένιωσε ένα απότομο κρύο να τον διαπερνά. Γύρισε στην τραπεζαρία, άναψε τη λάμπα και η σύζυγός του άρχισε πάλι να ουρλιάζει: “Να ‘τος… Να ‘τος, μπαίνει μέσα στην πόρτα… Να, κάθισε στην πολυθρόνα!”. Συγχρόνως, ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει ακόμα πιο δυνατά, ενώ η κουνιστή πολυθρόνα ξεκίνησε να κουνιέται μόνη της.
Για να είναι βέβαιοι ότι και οι τέσσερεις δεν είχαν πάθει ομαδική παραίσθηση, φώναξαν τη νταντά, την καμαριέρα και τη μαγείρισσα και τις ρώτησαν αν έβλεπαν να κουνιέται η πολυθρόνα. Τότε, εκείνες επιβεβαίωσαν το γεγονός.
Έπειτα, ο Μαρκήσιος πλησίασε και θέλησε να καθίσει εκεί, μα αισθάνθηκε το ίδιο παγερό συναίσθημα και σαν να άγγιζε κάτι το ζωντανό. Το συναίσθημα του φάνηκε τόσο απαίσιο, ώστε δεν τόλμησε να επιμείνει.
Μετά από τρεις ημέρες, όταν ένα πρωί ο Μαρκήσιος άκουσε ξανά τις φωνές της συζύγου του, που ήταν ξαπλωμένη και έτρεξε αμέσως. Του εξήγησε πως είχε δει να ανοίγει η ντουλάπα του δωματίου και να βγαίνει μέσα απ’ αυτήν ο ίδιος γέρος με το άσπρο μαντήλι στο κεφάλι.
Ο Μαρκήσιος δεν είχε δει κανέναν. Όταν όμως εκείνη συνήλθε από την ταραχή της, επειδή ήταν εξαιρετική ζωγράφος, σχεδίασε τον γέρο, αποδίδοντας όχι μόνο την ενδυμασία του, αλλά και τα χαρακτηριστικά του.
Τελικά, όταν εκείνες τις ημέρες επισκέφθηκε τον Μαρκήσιο ο Μπότασης, ένας από τους προύχοντες του τόπου και Πρόεδρος της Εθνολογικής Εταιρίας, του διηγήθηκαν όλη την ιστορία και του έδειξαν το σκίτσο. Εκείνος, αμέσως αναγνώρισε τον Ιωάννη Δημ. Ορλώφ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες την εποχή του Καποδίστρια και ήταν ο μόνος που φορούσε ευρωπαϊκή ενδυμασία.
Αναγνώρισε ακόμα το μαντήλι του και το κομπολόι του. Μάλιστα, μία γριά 90 ετών που ήταν άλλοτε πλύστρα στο σπίτι του, αναγνώρισε κι εκείνη τον Ορλώφ. “Μα, αυτός είναι ο μακαρίτης, ο καλός αφέντης! Ναι, αυτός είναι!”
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των ντόπιων, ο Ορλώφ είχε εξαφανιστεί 60 χρόνια πριν, δηλαδή γύρω στα 1858, χωρίς να μάθει κανείς πως χάθηκε. Όλοι υπέθεσαν ότι είχε πνιγεί σε κάποιο καΐκι που πήγαινε στον Πειραιά και από το οποίο δε σώθηκε κανείς.
Ένα απόγευμα, η δακτυλογράφος που αναπαυόταν, άκουσε βήματα στο δωμάτιό της. Άνοιξε τα μάτια της, μα δεν είδε κανέναν, αλλά άκουσε το κάθισμα που ήταν δίπλα της να τρίζει, σαν να καθόταν κάποιος σ’ αυτό. Σηκώθηκε και δοκίμασε να το μετατοπίσει. Μάταια όμως… Δε μπόρεσε ούτε να το σύρει ελάχιστα. Λες και ήταν καρφωμένο Τρόμαξε τότε και έβαλε τις φωνές. Όταν ήρθαν οι άλλοι και τους διηγήθηκε το γεγονός, αυτοί δεν άκουσαν ούτε τριγμούς, ούτε δυσκολεύτηκαν να μετακινήσουν το κάθισμα.
Μετά από όλα αυτά, αποφάσισαν να καταφύγουν στον πνευματισμό, για να επικοινωνήσουν με την οντότητα που προκαλούσε αυτά τα φαινόμενα. Η Μαρκησία, που ήταν και χαρισματικό διάμεσο, πήρε μολύβι και χαρτί και το πνεύμα του Ορλώφ ήρθε αμέσως και τους ανακοίνωσε την ταυτότητά του, όπως επίσης ότι ήταν και ο Υπουργός των Εξωτερικών επί Καποδίστρια.
Ακόμα, τους εξήγησε ότι το σπίτι αυτό ήταν κάποτε δικό του και ότι από πολύ καιρό προσπαθούσε να επικοινωνήσει με ζωντανούς ανθρώπους, χωρίς να το κατορθώνει, επειδή όσοι κατοικούσαν σ’ αυτό, δεν τον ένιωθαν. Επίσης, τους είπε ότι από καιρό έψαχνε ένα κατάλληλο διάμεσο για το σκοπό αυτό και ότι από καιρό τους παρακολουθούσε και ότι εκείνος τους ενέπνευσε την ιδέα να παραθερίσουν στις Σπέτσες, με σκοπό να τους φανερωθεί.
Τους είπε ακόμη ότι στο σπίτι αυτό ζούσε μαζί με μία ερωμένη του, η οποία γνώριζε την κρυψώνα του, μέσα στην οποία είχε κρύψει το τεράστιο για εκείνη την εποχή ποσό των 60.000 φράγκων. Έτσι, εκείνη τον δολοφόνησε, προκειμένου να τα σφετεριστεί.
Μία νύχτα, λοιπόν, που ο Ορλώφ κοιμόταν στο δωμάτιο, που μετέπειτα έγινε κοιτώνας της Μαρκησίας, εκείνη μπήκε σιγά-σιγά και άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι με ένα σφυρί. Εκείνος, τότε, ξύπνησε και άρχιζε να φωνάζει: “Βοήθεια, βοήθεια, με σκοτώνουν…”
Η ερωμένη του, όμως, εξακολουθούσε να τον χτυπάει με μανία, ώσπου τελικά τον σκότωσε. Αργότερα, με τη βοήθεια της αδελφής της, γκρέμισαν τον τοίχο σε ένα δωμάτιο και τον έχτισαν όρθιο. Στον τοίχο αυτό, τον άφησαν έως ότου διαλύθηκαν οι σάρκες του και έμεινε ο σκελετός του. Τότε, οι δυο γυναίκες, έβγαλαν τα κόκαλα, έκοψαν μερικές σανίδες του πατώματος, τα έβαλαν εκεί και έπειτα τις ξανακάρφωσαν.
Η ερωμένη του, αφού πήρε τα 60.000 φράγκα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου πάντρεψε την κόρη της με τον τότε (1918) ιδιοκτήτη της οικίας Μανιάτη, που του έδωσε ως προίκα το σπίτι αυτό και η γριά που έμενε στο κάτω πάτωμα, ήταν η αδελφή της.
Ο Ορλώφ έδωσε ακόμα λεπτομέρειες σχετικά με το σημείο που ετάφη το σώμα του στον τοίχο, καθώς και με την κρυψώνα που είχε τα χρήματα. Το μέρος όπου ετάφη όρθιος, βρισκόταν στον κοιτώνα της δακτυλογράφου, κοντά στην τραπεζαρία και ακριβώς επάνω από το κρεβάτι της, όπου πραγματικά το επίχρισμα του τοίχου έδειχνε σαφή διαφορά του σοβά σε ύψος ανθρώπινου αναστήματος.
Κάτω, δε, στο πάτωμα, όπου είχαν τεθεί τα οστά του, επίσης φαίνονταν σαφώς ότι μερικές σανίδες ήταν κομμένες, ενώ οι άλλες ήταν μακριές. Τότε, έβαλαν ανάμεσα στις χαραμάδες ένα σύρμα και συνάντησαν πραγματικά στο κενό του διπλού πατώματος σκληρά αντικείμενα, τα οποία, όταν τα ανακάτευαν, κροτάλιζαν όπως τα κόκαλα.
Για να μην αρχίσουν τα μπλεξίματα με την Αστυνομία, αποσιωπήθηκε η υπόθεση.
Όλες αυτές οι ανακοινώσεις του Ορλώφ δεν έγιναν σε μία μόνο πνευματιστική συνεδρίαση, αλλά σε συνέχειες, που κράτησαν κατά τη διάρκεια όλου του καλοκαιριού. Έτσι, μία βραδιά, κατά τα μεσάνυχτα, όλοι τους ξύπνησαν από κραυγές γεμάτες αγωνία: “Βοήθεια, βοήθεια, με σκοτώνουν!”
Την επόμενη νύχτα, ο Ορλώφ τους ανακοίνωσε διά μέσου της Μαρκησίας ότι ο ίδιος αναπαράστησε τη σκηνή του φόνου και τους είπε ότι επιθυμούσε να του γίνει εκκλησιαστική αποκατάσταση.
Εν τω μεταξύ, η γριά που κατοικούσε στο κάτω πάτωμα, έχοντας ακούσει να διαδίδεται η φήμη ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο, άρχισε να διαμαρτύρεται. Μία μέρα μάλιστα, ανέβηκε επάνω κρατώντας στα χέρια της ένα μαγκάλι και παραπονέθηκε στη Μαρκησία ότι αν το μάθαιναν η αδελφή της και τα ανίψια της, θα θύμωναν.
Τότε, η Μαρκησία της είπε ότι πράγματι εμφανιζόταν ο Ορλώφ και της έδειξε το σκίτσο του. Στη θέα του, η γριά, σε έξαλλη κατάσταση, άφησε το μαγκάλι να πέσει από τα χέρια της και έφυγε φωνάζοντας: “Αχ, Παναγία μου…”
Από τότε, δεν τόλμησε να τους ενοχλήσει ξανά.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 12/01/1963…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου