Ελληνες επιστήμονες έκαναν ένα σημαντικό βήμα για τη διάγνωση της
νόσου Αλτσχάιμερ αποδεικνύοντας ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που
ενεργοποιούνται σε αρνητικά ερεθίσματα διαφέρουν μεταξύ των υγιών ατόμων
και των ατόμων με Υποκειμενική Νοητική Διαταραχής (ΥΝΔ), καθώς και
αυτών με Ηπια Νοητική Διαταραχή (ΗΝΔ) και Ανοια Τύπου Alzheimer (ΑΤΑ),
σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο Journal of
Alzheimer’s Disease.
Όπως εξηγεί στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, καθηγήτρια Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μάγδα Τσολάκη, «η Υποκειμενική Νοητική Διαταραχή δεν σημαίνει απαραίτητα νόσος Αλτσχάιμερ. Παρόλα αυτά έχει αρχίσει να μελετάται και να θεωρείται πολύ ενδιαφέρον θέμα στον χώρο των
νευροεπιστημών. Και αυτό διότι η εμφάνιση της ανησυχίας που προκύπτει στους ηλικιωμένους όταν αρχίζουν να ξεχνούν, ενώ δεν υπάρχει καμία οργανική ή αντικειμενική αιτιολογία, έχει θεωρηθεί σύμπτωμα με υψηλή προγνωστική αξία για την άνοια. Η επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε αυτό το πεδίο, ώστε να διαπιστωθεί με τη βοήθεια βιολογικών δεικτών – π.χ. μαγνητική τομογραφία, εγκεφαλογράφημα, εξετάσεις αίματος, εγκεφαλονωτιαίο υγρό – εάν στο πρώιμο αυτό στάδιο έχει ήδη ξεκινήσει η νευροεφκύλιση».
Στη νευροφυσιολογική μελέτη -με επιστημονικό υπεύθυνο επίσης τον ερευνητή α’ του Ινστιτούτου Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA-IΠΤΗΛ), EKETA-IΠΤΗΛ Δρ Ιωάννη Κομπατσιάρη- έλαβαν μέρος 57 ηλικιωμένοι οι οποίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: υγιείς, ΥΝΔ, ΗΝΔ και ασθενείς με ΑΤΑ.
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε λεπτομερή κλινική και νευροψυχολογική εκτίμηση και στη συνέχεια παρακολούθησαν 34 εικόνες ανθρώπων που παρουσίαζαν αρνητικά συναισθήματα (δηλαδή, θυμό και φόβο). Ταυτόχρονα με την παρουσίαση των εικόνων γινόταν καταγραφή με τη χρήση υψηλής ποιότητας – πυκνότητας ηλεκτροεγκεφαλογράφου, με στόχο την ανάλυση του σήματος του εγκεφάλου και τον εντοπισμό διαφορών ως προς τις περιοχές μέγιστης ενεργοποίησης μεταξύ των ομάδων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την απόκριση, αλλά και την ένταση της ενεργοποίησης συγκεκριμένων περιοχών μεταξύ των υγιών και των συμμετεχόντων με ΥΝΔ, καθώς επίσης και των συμμετεχόντων με ΗΝΔ κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Όπως αναμενόταν, στην περίπτωση της ομάδας ΑΤΑ οι ασθενείς παρουσίασαν την ελάχιστη ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών συγκριτικά με τις άλλες τρεις ομάδες.
Παράλληλα, σημειώθηκαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις και στην τοπογραφική ανάλυση, καθώς όπως φάνηκε η βαρύτητα της νόσου επηρεάζει την ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αποκωδικοποίηση και συνεπώς στην αντίληψη των συναισθημάτων.
Τέλος, παρατηρήθηκε μικρότερη ενεργοποίηση και δραστηριότητα στον μετωπιαίο και το κροταφικό λοβό των συμμετεχόντων με ΥΝΔ σε σχέση με τους υγιείς.
Όπως εξηγεί στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, καθηγήτρια Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μάγδα Τσολάκη, «η Υποκειμενική Νοητική Διαταραχή δεν σημαίνει απαραίτητα νόσος Αλτσχάιμερ. Παρόλα αυτά έχει αρχίσει να μελετάται και να θεωρείται πολύ ενδιαφέρον θέμα στον χώρο των
νευροεπιστημών. Και αυτό διότι η εμφάνιση της ανησυχίας που προκύπτει στους ηλικιωμένους όταν αρχίζουν να ξεχνούν, ενώ δεν υπάρχει καμία οργανική ή αντικειμενική αιτιολογία, έχει θεωρηθεί σύμπτωμα με υψηλή προγνωστική αξία για την άνοια. Η επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε αυτό το πεδίο, ώστε να διαπιστωθεί με τη βοήθεια βιολογικών δεικτών – π.χ. μαγνητική τομογραφία, εγκεφαλογράφημα, εξετάσεις αίματος, εγκεφαλονωτιαίο υγρό – εάν στο πρώιμο αυτό στάδιο έχει ήδη ξεκινήσει η νευροεφκύλιση».
Στη νευροφυσιολογική μελέτη -με επιστημονικό υπεύθυνο επίσης τον ερευνητή α’ του Ινστιτούτου Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA-IΠΤΗΛ), EKETA-IΠΤΗΛ Δρ Ιωάννη Κομπατσιάρη- έλαβαν μέρος 57 ηλικιωμένοι οι οποίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: υγιείς, ΥΝΔ, ΗΝΔ και ασθενείς με ΑΤΑ.
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε λεπτομερή κλινική και νευροψυχολογική εκτίμηση και στη συνέχεια παρακολούθησαν 34 εικόνες ανθρώπων που παρουσίαζαν αρνητικά συναισθήματα (δηλαδή, θυμό και φόβο). Ταυτόχρονα με την παρουσίαση των εικόνων γινόταν καταγραφή με τη χρήση υψηλής ποιότητας – πυκνότητας ηλεκτροεγκεφαλογράφου, με στόχο την ανάλυση του σήματος του εγκεφάλου και τον εντοπισμό διαφορών ως προς τις περιοχές μέγιστης ενεργοποίησης μεταξύ των ομάδων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την απόκριση, αλλά και την ένταση της ενεργοποίησης συγκεκριμένων περιοχών μεταξύ των υγιών και των συμμετεχόντων με ΥΝΔ, καθώς επίσης και των συμμετεχόντων με ΗΝΔ κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Όπως αναμενόταν, στην περίπτωση της ομάδας ΑΤΑ οι ασθενείς παρουσίασαν την ελάχιστη ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών συγκριτικά με τις άλλες τρεις ομάδες.
Παράλληλα, σημειώθηκαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις και στην τοπογραφική ανάλυση, καθώς όπως φάνηκε η βαρύτητα της νόσου επηρεάζει την ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αποκωδικοποίηση και συνεπώς στην αντίληψη των συναισθημάτων.
Τέλος, παρατηρήθηκε μικρότερη ενεργοποίηση και δραστηριότητα στον μετωπιαίο και το κροταφικό λοβό των συμμετεχόντων με ΥΝΔ σε σχέση με τους υγιείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου