Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Η Eλληνοτουρκική κρίση του Νοεμβρίου 1967

Η αποτυχία της ελληνοτουρκικής συνάντησης κορυφής του Εβρου τον Σεπτέμβριο 1967 αντιμετωπίστηκε από το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς με μια αυτοσχέδια πολιτική «πυγμής», που αποσκοπούσε στην ανάδειξη της ένωσης ως κεντρικού θέματος της ατζέντας του Κυπριακού. Δημοσιεύματα στον Τύπο, δημόσιες δηλώσεις και επισκέψεις κορυφαίων παραγόντων της δικτατορίας στη Μεγαλόνησο εντάσσονταν στο πλαίσιο αυτό. Αν αυτά συνέτειναν στη χειροτέρευση της ατμόσφαιρας στο Κυπριακό, η στρατιωτική επιχείρηση της Εθνικής Φρουράς στον τουρκοκυπριακό θύλακο Κοφίνου-Αγίων Θεοδώρων στις 15-16 Νοεμβρίου αποτέλεσε την αφετηρία μιας κρίσης που οδήγησε στα πρόθυρα ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτός αποφεύχθηκε μόνο με την εξασθένηση της ελληνικής θέσης στην Κύπρο.

Επιχείρηση της Εθνικής Φρουράς στην Κοφίνου
Η επιχείρηση της Εθνικής Φρουράς, της οποίας είχε τη διοίκηση ο ίδιος ο στρατηγός Γρίβας, πραγματοποιήθηκε με την έγκριση του Γενικού Επιτελείου στην Αθήνα και χωρίς να προβληθούν ενστάσεις από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν επρόκειτο για μια αναίτια επιχείρηση, καθώς ο διοικητής των δυνάμεων του τουρκοκυπριακού θυλάκου επεδίωκε προσεκτικά αλλά συστηματικά τη διεύρυνση των ορίων της περιοχής που κατείχε και παρεμπόδιζε περιπολίες της κυπριακής αστυνομίας. Αυτό που δημιούργησε τη μείζονα κρίση ήταν η κλίμακα και η ένταση της επιχείρησης κατά την οποία σκοτώθηκαν τουλάχιστον 24 Τουρκοκύπριοι.
Η αντίδραση της Αγκυρας υπήρξε σφοδρή. Η τουρκική κοινή γνώμη εξαγριώθηκε από την κάλυψη του θέματος από τον Τύπο και η τουρκική κυβέρνηση υπό τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ διαμόρφωσε την πολιτική της σε αυτό το πλαίσιο έξαψης και οξύτητας. Η Αθήνα προσπάθησε να κατευνάσει την Αγκυρα προχωρώντας, ύστερα και από σχετικές αμερικανικές και βρετανικές υποδείξεις, στην ανάκληση του στρατηγού Γρίβα, του οποίου η παρουσία ήταν ανεπιθύμητη από την τουρκική πλευρά ήδη από το 1964, όταν ανέλαβε τη γενική διοίκηση των ελληνικών και ελληνοκυπριακών δυνάμεων στην Κύπρο.
Η ανάκληση του Γρίβα δεν αρκούσε όμως για να αποτρέψει την κλιμάκωση της κρίσης. Η τουρκική κυβέρνηση τόνισε στην αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα πως είχε καταλήξει στην εκτίμηση ότι η Αθήνα επεδίωκε με μικρά διαδοχικά βήματα να επιτύχει de facto την ένωση. Αυτό ήταν απαράδεκτο για την τουρκική πλευρά η οποία ζητούσε πλέον την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί αλλά και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς που είχε συγκροτηθεί το 1964, σε αντίθεση με τις συνθήκες που διείπαν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960.
Ο αμερικανικός παράγων θα βάρυνε αποφασιστικά στην έκβαση της διαμάχης. Ηδη στις 19 Νοεμβρίου ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αγκυρα, Πάρκερ Χαρτ, έδειχνε κατανόηση για τις τουρκικές θέσεις και θα συνεργαζόταν μάλιστα στη διατύπωση των τουρκικών όρων. Αλλά και η Ουάσιγκτον κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτό που προείχε ήταν η αποτροπή του ελληνοτουρκικού πολέμου ο οποίος θα είχε διαλυτικές συνέπειες για τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Οι κινήσεις των Αμερικανών έδειχναν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων είχε μετακινηθεί την παρελθούσα τριετία προς όφελος της Τουρκίας. Το ζήτημα τώρα δεν ήταν η ρύθμιση του Κυπριακού στη βάση της ένωσης ώστε να αποφευχθεί η εικαζόμενη «κουβανοποίηση», δηλαδή η περιέλευση της Κύπρου υπό σοβιετική επιρροή, αλλά η αποτροπή της ρήξης των ΗΠΑ με την Τουρκία, η οποία εκτιμάτο ως στρατηγικά σημαντικότερη από την Ελλάδα.
Το στρατηγικό δίλημμα της ελληνικής κυβέρνησης
Στο μεταξύ η Αθήνα εκαλείτο να λάβει μια στρατηγικής σημασίας απόφαση: θα έφθανε σε πόλεμο με την Τουρκία προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση της στην Κύπρο ή θα αποφάσιζε να υποχωρήσει, κίνηση που θα ισοδυναμούσε όμως με απεμπόληση στην ουσία του στόχου της ένωσης; Μεταξύ στελεχών της στρατιωτικής χούντας, που είχε επικρατήσει με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιβληθεί στην Τουρκία ακολουθώντας μια εκδοχή κεραυνοβόλου πολέμου όπως είχε επιλέξει το Ισραήλ έναντι των Αράβων τον Ιούνιο του 1967 κατά τον πόλεμο των Εξι Ημερών. Αντίθετοι προς αυτή την άποψη ήταν, σε μια εντελώς προσωρινή σύγκλιση, ο βασιλέας Κωνσταντίνος και ο ηγέτης της χούντας συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Οπως μπορεί να υποτεθεί, αμφότεροι κατανοούσαν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν ήταν τέτοιος που θα επέτρεπε ελληνική επικράτηση σε μια εκδοχή κεραυνοβόλου πολέμου. Ταυτόχρονα, δεν μπορούσε να αγνοηθεί η άποψη του συμμαχικού παράγοντα, ο οποίος ασφαλώς διέθετε μια ευρεία γκάμα διπλωματικών, οικονομικών και πολιτικών δυνατοτήτων για να παρεμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη. Πέραν αυτού, ο Παπαδόπουλος δεν μπορεί παρά να κατανοούσε ότι μια στρατιωτική αποτυχία θα ήταν μοιραία για το στρατιωτικό καθεστώς, σε αντίθεση με μια διπλωματική διαχείριση της κρίσης, η οποία, ακόμα και αν κατέληγε σε υποχώρηση της Αθήνας, θα ήταν διαχειρίσιμη από πολιτική άποψη. Ο διορισμός του Παναγιώτη Πιπινέλη ως υπουργού Εξωτερικών στις 20 Νοεμβρίου επιβεβαίωνε την επικράτηση στην Αθήνα της επιλογής της διπλωματικής διαχείρισης της κρίσης. Ο Πιπινέλης, παλαιός ανακτορικός και μοναρχικών αντιλήψεων, έμπειρος διπλωμάτης και πρώην πρωθυπουργός, ήταν πεπεισμένος υποστηρικτής της ελληνοτουρκικής συνεργασίας στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Θεωρούσε ανέφικτη την ένωση και ακόμα περισσότερο ανεδαφική την πολιτική πυγμής έναντι της Τουρκίας. Πίστευε επίσης, και αυτό είχε τη σημασία του στο πλαίσιο της κρίσης του 1967, ότι η παρουσία της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο δεν συνιστούσε στρατηγικό πλεονέκτημα για την Αθήνα αλλά αντίθετα καθιστούσε την Ελλάδα όμηρο της πολιτικής του Μακαρίου. Η είσοδός του στην κυβέρνηση σηματοδοτούσε μια ευρύτερη πολιτική επιλογή καθώς ήταν υπερσυντηρητικός ακόμα και για τα μέτρα της προδικτατορικής περιόδου και θεωρούσε την πολιτική κινητοποίηση της Ενωσης Κέντρου το 1965-67 δημιουργία μιας «προεπαναστατικής» κατάστασης που απειλούσε το ίδιο το κοινωνικό καθεστώς. Το φθινόπωρο του 1967 ήταν θιασώτης μιας αυστηρά ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό με νέο Σύνταγμα και υπό την επίβλεψη του στρατιωτικού καθεστώτος. Τη δεδομένη στιγμή πάντως, η ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από τον Πιπινέλη σήμαινε την επιλογή της ειρηνικής διαχείρισης της κυπριακής κρίσης.
Η Αθήνα υποχωρεί με παρέμβαση των ΗΠΑ
Στην αποκλιμάκωση της κρίσης διαδραμάτισαν καίριο ρόλο οι Αμερικανοί, οι οποίοι αποφάσισαν να παρέμβουν ενεργά στις 22 Νοεμβρίου, όταν διαπίστωσαν ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει αποκλιμάκωση χωρίς την παρεμβολή τους. Η μεσολαβητική προσπάθεια ανατέθηκε από τον πρόεδρο Τζόνσον στον πρώην αναπληρωτή υπουργό Αμύνης Σάιρους Βανς, ο οποίος μία δεκαετία μετά θα αναλάμβανε υπουργός Εξωτερικών στη διοίκηση Κάρτερ. Ο Βανς είχε αυστηρά καθορισμένη αποστολή την αποκλιμάκωση της κρίσης και όχι την αναζήτηση συνολικής πολιτικής διευθέτησης. Το βάρος της αμερικανικής πίεσης έπεσε στην Αθήνα και όταν ο Πιπινέλης επιχείρησε να συνδέσει την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας με την αποστρατικοποίηση της Κύπρου, ο Βανς υπέδειξε ότι αυτό πιθανότατα δεν επρόκειτο να γίνει δεκτό από την Αγκυρα και εξασφάλισε την ελληνική συγκατάθεση να ενεργήσει ως μεσολαβητής. Ο ίδιος ο Μακάριος δεν ήταν αρνητικός στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας. Επέμεινε και πέτυχε όμως να μη διαλυθεί η Εθνική Φρουρά. Η διατήρηση της Εθνικής Φρουράς, εντούτοις, διοικούμενης καθώς ήταν από αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, επρόκειτο να είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας στις εξελίξεις του Κυπριακού τα επόμενα χρόνια. Η τουρκική πλευρά δεν επέμεινε στον όρο διάλυσης της Εθνικής Φρουράς, αντιλαμβανόμενη ότι είχε επιτύχει τον μείζονα στόχο της, την ανατροπή δηλαδή της ισορροπίας δυνάμεων στο Κυπριακό.
Η ελληνική στάση
Η ελληνική πλευρά είχε υποχωρήσει έναντι των τουρκικών απαιτήσεων για λόγους στρατηγικής και πολιτικής φύσης. Πέραν της ανάλυσής του για την ελληνική πολιτική στην Κύπρο, ο Πιπινέλης αντιλαμβανόταν, από γεωπολιτική οπτική, μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση για το Κυπριακό ως περιττό περισπασμό, ο οποίος θα καθιστούσε ευάλωτη την ελληνική μεθόριο προς τη Βουλγαρία. Εκτιμούσε ακόμα ότι η ελληνική άμυνα ήταν ευάλωτη τόσο στον Εβρο όσο και στα νησιά. Από εκεί, δηλαδή από τον Βορρά, θεωρούσε ο νέος υπουργός Εξωτερικών ότι προερχόταν η πρωταρχική απειλή ασφαλείας για την Ελλάδα. Ο αρχηγός της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος, κατά την εξέλιξη της κυπριακής κρίσης, είχε αναθεωρήσει την πολιτική πυγμής που είχε επιχειρήσει να ακολουθήσει στο Κυπριακό, εκτιμώντας ότι η αναμέτρηση με την Τουρκία υπερέβαινε τις δυνατότητες της Ελλάδας και ότι εν πάση περιπτώσει θα απέβαινε καταστρεπτική για το στρατιωτικό καθεστώς. Τέλος, σημαντικό ρόλο στην ελληνική υποχώρηση έπαιξε ασφαλώς ο αμερικανικός παράγοντας. Οι Αμερικανοί υπερεκτίμησαν τις τουρκικές στρατιωτικές δυνατότητες στην Κύπρο εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Πράγματι, η Τουρκία δεν διέθετε ακόμα αποβατικό στόλο όπως θα συνέβαινε επτά χρόνια μετά. Απόβαση στην Κύπρο ενείχε σημαντικούς κινδύνους για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Από γενικότερη άποψη όμως, είναι αναμφισβήτητο ότι ενδεχόμενη κλιμάκωση το 1967, όπως και σε κάθε κυπριακή κρίση πριν και μετά το 1967, παρουσίαζε μεγάλους κινδύνους και για την Ελλάδα, η οποία είναι όντως ευάλωτη στη νησιωτική επικράτεια.
Εσωτερικό ρήγμα
Πρέπει, τέλος, να συγκρατηθεί και μια μεσοπρόθεσμη επίπτωση από την κρίση του 1967, η οποία υποθήκευσε την πορεία του Κυπριακού. Αν και αυτό δεν έγινε άμεσα αντιληπτό σε όλη του την έκταση, η υποχώρηση του Παπαδόπουλου σήμαινε μια βαθύτατη ψυχική διάσταση μεταξύ αυτού και των νεοτέρων αξιωματικών που συνιστούσαν τον κορμό της χούντας στις Ενοπλες Δυνάμεις. Προεξάρχουσα θέση είχε ανάμεσά τους ο Δημήτριος Ιωαννίδης. Η ομάδα αυτή εκτιμούσε ότι η ελληνική υποχώρηση οφειλόταν αποκλειστικά σε έλλειψη αποφασιστικότητας. Η Ελλάδα, πίστευαν, διέθετε τη δυνατότητα να επιτύχει την ένωση δημιουργώντας τετελεσμένα στη Μεγαλόνησο. Το ρήγμα αυτό δεν εκδηλώθηκε τότε, καθώς ακολούθησε στις 13 Δεκεμβρίου το βασιλικό αντικίνημα με συνέπεια τη συσπείρωση των ομάδων και τάσεων που είχαν πραγματοποιήσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Αυτή η οπτική όμως θα ήταν παρούσα στη διαμόρφωση της μετέπειτα πολιτικής της χούντας στο Κυπριακό και κυρίως θα επιχειρείτο να εφαρμοστεί με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974.
* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: