Η αλφαβητική ιστορία του δίγαμμα είναι η ιστορία του γραφικού συμβόλου
«Ϝ,ϝ» των πρώιμων και επιχωρικών ελληνικών αλφαβήτων. Από την άλλη, η
φωνολογική ιστορία του δίγαμμα είναι η ιστορία του ελληνικού ημιφωνικού
φθόγγου /w/.
Το όνομα «δίγαμμα» προέκυψε από την μορφή του συμβόλου «Ϝ,ϝ» που μοιάζει σαν να έχει σηματιστεί «από δύο γάμμα» (Γ), όπου το ένα έχει τοποθετηθεί επάνω στο άλλο.
Τα γράμματα «Υ» και «Ϝ» του ελληνικού αλφαβήτου κατάγονται εν τέλει από δύο διαφορετικούς τρόπους γραφής του φοινικικού γράμματος wāw (= «αγκίστρι»). Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, δεν είναι τυχαίο ότι τα ελληνικά σύμβολα των φθόγγων /u/ και /w/ έχουν κοινή καταγωγή από το ίδιο φοινικικό γράμμα.
Όταν κάποιος βλέπει για πρώτη φορά του σύμβολο του δίγαμμα «Ϝ,ϝ», το μυαλό του πάει αμέσως στο «αγγλικό» γράμμα “F,f”. Η ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Το «αγγλικό» γράμμα “F,f” προέρχεται από το λατινικό γράμμα “F,f” το οποίο, με τη σειρά του, προέρχεται από το ετρουσκικό γράμμα “F” που, όπως και το ελληνικό δίγαμμα, προέρχεται εν τέλει από το φοινικικό wāw.
Οι Ετρούσκοι χρησιμοποίησαν το σύμβολο “F” για να αποδώσουν τον φθόγγο [w/v] και τον συνδυασμό “FH/HF” για να αποδώσουν το τριβόμενο /f/ (η άηχη ποικιλία του ηχηρού /v/). Η ετρουσκική συνήθεια “FH/HF” = /f/ υιοθετήθηκε από τους αρχαίους Ενετούς.
Οι πρώιμοι Λατίνοι και οι ομιλητές των λοιπών Ιταλικών γλωσσών δανείστηκαν τον ετρουσκικό γράμμα “F” για να αποδώσουν τον τριβόμενο φθόγγο που κατέληξε να προφέρεται /f/ στην Λατινική.
Έχω εξηγήσει σε προηγούμενη ανάρτηση την ενδιαφέρουσα ιστορία της προφοράς του γράμματος “F” στον Ιταλικό κλάδο και τις δύο εναλλακτικές υποθέσεις (Ascoli vs. Rix) για την φωνολογική ιστορία του φθόγγου.
Η Υπόθεση Rix που παραδέχεται μία πρώιμη πρωτο-ιταλική τροπή *bh>vh>v, με το προκύπτον /v/ να απηχηροποιείται δευτερογενώς σε /f/ σε αρκτική θέση. Ένα από τα επιχειρήματα της Υπόθεσης Rix είναι πως οι ομιλητές των Ιταλικών γλωσσών δανείστηκαν το ετρουσκικό “F” (=/v/) πριν από την δευτερογενή απηχηροποίηση v>f σε αρκτική θέση. Γι΄αυτό το λόγο, σύμφωνα με τους οπαδούς της Υπόθεσης Rix, το σύμβολο “F” που εν τέλει κατέληξε να συμβολίζει το λατινικό άηχο τριβόμενο /f/ κατάγεται από το ετρουσκικό σύμβολο για το ηχηρό τριβόμενο /v/.
Από την άλλη, οι Λατίνοι δανείστηκαν το σύμβολο “V” για τους φθόγγους /u/ και /w/ (αργότερα /v/) από το ευβοϊκό αλφάβητο της Κύμης. Πηγή του Λατινικού συμβόλου ήταν το ελληνικό σύμβολο “Y” (αν του κόψεις την κατακόρυφη «δοκό» γίνεται “V”) που, οπως έγραψα παραπάνω, επίσης προέρχεται από το φοινικικό σύμβολο wāw.
Αν δείτε τις παλιές λατινικές επιγραφές θα προσέξετε ότι χρησιμοποιούν το σύμβολο “V” και για το φωνήεν /u/ και για το ημιφωνικό /w/ που αργότερα εξελίχθηκε σε /v/, όπως λ.χ. χρησιμοποιούν το ίδιο σύμβολο “C” και για το άηχο /K/ και για το ηχηρό /G/ (λ.χ. CAIVS VALERIVS CATVLLVS = /GAIUS WALERIUS CATULLUS/).
Όπως θα εξηγήσω στην φωνολογική ιστορία παρακάτω, δεν είναι τυχαίο που ομιλητές αρχαίων ΙΕ γλωσσών όπως οι Έλληνες και οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν τα ίδια σύμβολα για την αναπαράσταση των φθόγγων /u/ και /w/. Οι μεν Έλληνες χρησιμοποίησαν διαφορετικές ποικιλίες του φοινικικού wāw για τα /u/ και /w/, οι δε Λατίνοι χρησιμοποίησαν το τροποποιημένο ευβοϊκό “Y” > “V” για τα /u/ και /w/. Αυτή η αλφαβητική «σύμπτωση» στην πραγματικότητα εκφράζει την φωνολογική σχέση των δύο φθόγγων: ο φθόγγος /w/ δεν είναι παρά το ημιφωνικό αλλόφωνο του φθόγγου /u/.
Αφού είπα δυο λόγια για την ιστορία των συμβόλων «Ϝ,ϝ» και “F,f” τώρα μπορούμε να αφήσουμε το σύμβολο δίγαμμα και ν΄ασχοληθούμε με τον φθόγγο δίγαμμα /w/.
Ο ημιφωνικός φθόγγος /w/ της Ελληνικής έχει ΙΕ κληρονομιά. Στην μητρική ΠΙΕ γλώσσα, όπως τα ένηχα σύμφωνα *{n,m,r,l} πέρα από την κανονική συμφωνική τους αξία μπορούσαν να συμπεριφερθούν και ως φωνηεντικοί πυρήνες, δηλαδή σαν συλλαβικά ένηχα *{n., m., r., l.}, έτσι και τα φωνήεντα *i,u μπορούσαν να συμπεριφερθούν και ως ημιφωνικά αλλόφωνα *y,w.
Αυτά τα ημιφωνικά σύμφωνα *y,*w που στην αγγλική ορολογία ονομάζονται και “glides” εκτός από semivowels, στα εγχειρίδια ΙΕ γλωσσολογίας συμβολίζονται ως “i,u με μια «ξαπλωμένη» παρένθεση από κάτω” ακριβώς για να δηλωθεί ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ημιφωνική εκδοχή των φωνηέντων *i,*u. Γράφει ο Benjamin Fortson:
Εγώ στις αναρτήσεις μου, επειδή δεν μπορώ να γράψω τα ημιφωνικά με την «ξαπλωμένη» παρένθεση από κάτω, χρησιμοποιώ τα αγγλικά σύμβολα “y” και “w” αντίστοιχα. Στον συμβολισμό της Πρωτο-Γερμανικής, της Πρωτο-Σλαβικής και της Πρωτο-Αλβανικής έχει καθιερωθεί η χρήση του συμβόλου “j” αντί για “y”. Αυτό όμως δεν πρέπει να συγχυστεί με το σύμβολο “j” της Σανσκριτικής που έχει την φωνητική αξία του αγγλικού “j” στο όνομα “Jack”.
Όπως εξηγεί και ο Fortson η προφορά του ΙΕ *w ήταν ολόιδια με αυτήν του αρκτικού αγγλικού /w/ στα wow = «ουάου» και Washington = «Ουάσιγκτον».
Το ΙΕ επίθημα ουδετέρων σε *-iom (λ.χ. χωρ-ίον, abluv-ium) έχει και την ημιφωνική παραλλαγή *-yom που είναι ο πρόγονος του Πρωτο-Σλαβικού *-yo > *-ye = *-je (λ.χ. *polh2-iom > πρωτο-σλαβικό *polje ή το τοπωνύμιο Zagor-je = «Μεταβούν-ιον» το οποίο καλώς το αποδίδουμε ως «Ζαγόριον», γιατί όντως πρόκειται για ΙΕ ουδέτερο σε *-iom).
Την αλλόφωνη ημιφωνική αξία του /i/ ως /y/ την καταλαβαίνουμε αμέσως στην προφορά των ελληνικών λέξεων που περιέχουν άτονο μετασυμφωνικό «ι» όπως στα παρακάτω παραδείγματα:
παιδιά = /peδyà/ , βιολί = /vyolì/ , διάβολος = /δyàvolos/ , ἱέραξ > ἱεράκιον > γεράκι = /yeràkʲi/
Δυστυχώς το δίγαμμα δεν επιβίωσε στην Ύστερη Ελληνική και επομένως δεν υπάρχει ένα εύκολο «φυσικό» παράδειγμα στην Νεοελληνική όπως τα παραπάνω. Έχοντας όμως κατά νου τα παραπάνω παραδείγματα με το i~y, πιστεύω ότι μπορείτε εύκολα να καταλάβετε τα παραδείγματα u~w που θα περιγράψω παρακάτω.
Ο ΠΙΕ όρος για το «δύο» (πρώιμο και διαλεκτικό δύω λ.χ. δυώδεκα > δώδεκα) είναι *duō και οι θυγατρικοί όροι δείχνουν τρεις διαφορετικές συμπεριφορές του /u/ σε αυτήν την θέση: κανονικό φωνήεν (u), ημιφωνικό (w) και φωνήεν με ημιφωνική «ουρά» (uw) για την αποφυγή χασμωδίας.
Στην Ελληνική και στην Λατινική βρίσκουμε δύο ~ ~ duo για το αριθμητικό, αλλά *dwis > δϝίς > δὶς ~ bis (*dw>b) για το επίρρημα.
Στην Σανσκριτική και στην Πρωτο-Γερμανική και τα δύο εξελίχθηκαν σε ημιφωνικό /w/ που στην Σανσκριτική αργότερα τράπηκε σε /v/.
Σανσκριτική: dvà = δύο και dvis = δϝίς
Πρωτο-Γερμανική: *twai = δύο και *twiz = δϝίς (λ.χ. αγγλικά two και twice).
Στην Αβεστική και στην Πρωτο-σλαβική βρίσκουμε φωνήεν με ημιφωνική «ουρά» /uw/:
Αβεστική: duua = /duwa/ = δύο
Πρωτο-Σλαβική: *duwō > duwā > *dŭva = δύο (το dva των σημερινών σλαβικών γλωσσών προέκυψε μετά την απώλεια του yer).
Η λέξη «κόρη» προέρχεται από την Πρωτο-Ελληνική κόρϝᾱ (λ.χ. Γραμμική Β ko-wa και επιγραφική απάντηση του τύπου κόρϝᾱ σε μη αττικο-ῑωνικές διαλέκτους). Επειδή στην Αττική δεν συνέβη η Τρίτη Αναπληρωματική Έκταση (ΑΕ3) που συνόδευσε την απώλεια του δίγαμμα πριν από ένηχο, το /ο/ έμεινε αυτούσιο. Στις άλλες διαλέκτους όμως που συνέβη η ΑΕ3 το /ο/ εκτάθηκε και ο όρος κόρϝᾱ έγινε κούρη στην Ιωνική και κώρᾱ στις Δωρική.
Το αρσενικό αντίστοιχο της «κόρης» είναι ο κόρϝος > κόρος/κοῦρος/κῶρος
Εκτός από το *k’or-wos > κόρϝος υπάρχει και το παράγωγο *k’or-u-k-s > κόρυξ = «νεανίας» που δείχνει στην θέση του ημιφωνικού δίγαμμα το πλήρες φωνήεν /u/.
To ίδιο συνέβη με τις πλάγιες πτώσεις των όρων *doru– > δόρυ και *g’οnu– > γόνυ. Οι ιωνικοί πληθυντικοί δούρατα και γούνατα προέκυψαν μέσω ΑΕ3 από τους τύπους *dorw-n.t-h2 > δόρϝατα και g’onw-n.t-h2 > γόνϝατα αντίστοιχα, που στην θέση του φωνήεντος /u/ δείχνουν το ημιφωνικό αλλόφωνο δίγαμμα ϝ = /w/.
Εκτός από την αλλοφωνική μετάπτωση u~w και i~y, τα φωνήεντα u,i συμμετέχουν και στην ΙΕ μετάπτωση ablaut ως μηδενικοί βαθμοί των διφθόγγων *ew~eu και *ey~ei αντίστοιχα.
«πλήρης» ε-βαθμός:
*leikw- > λείπω , *dwei– > dwey-os > δϝέyος > δέος και *dwei-nos > δϝεινός > δεινός και *srew– > hrew-ō ~ ῥέϝ-ω *srew-mn. > hreuma ~ ῥεῦμα.
Στα παραπάνω παραδείγματα βλέπετε ότι η προφορά των διφθόγγων καθορίζεται από τον φθόγγο που ακολουθεί. Όταν ακολουθεί φωνήεν, οι δίφθογγοι προφέρονται ημιφωνικά ως ey και ew (λ.χ. δϝέyος>δέος και ῥέϝω > ῥέω), ενώ όταν ακολουθεί σύμφωνο οι δίφθογγοι προφέρονται κανονικά ως ei και eu (δεινός, ῥεῦμα).
Μηδενικός βαθμός:
*leikw- > likw- > ἐν-λιπ-ής > ἐλλιπής , *sreu– > sru– > ῥύαξ, ῥυτός και *h1ei– > *h1i– στο ζεύγος πρόσειμι > προσιτός.
Αυτή η διπλή μετάπτωση (αλλοφωνική και ablaut) eu ⇔ u ⇔ w και ei ⇔ i ⇔ y στην οποία συμμετέχουν τα φωνήεντα i,u φαίνεται στο παρακάτω σχήμα:
Στις Πινακίδες της Γραμμικής Β το δίγαμμα /w/ εμφανίζεται κανονικότατα σε όλες τις προβλεπόμενες θέσεις όπως στα παραδείγματα:
ko-wa = /kòrwā/ = κόρϝᾱ ~ κόρη
E-te-wo-ke-re-we-i-jo = /Etewoklewehiyos/ = Ἐτεϝοκλέϝειος = Ἐτεόκλειος (= πατρωνυμικός τύπος του Ετεοκλή, ἐτεϝός ~ ἔτυμος και *k’lewos > κλέϝος)
pe-de-we-sa = /pedwessa/ = πέδϝεσσα ~ ποδόϝεσσα (κτητικό επίθετο σε *-went-)
wi-so-wo = /wiswos/ = ϝίσϝος > ἴσος ~ ἶσος (περιέγραψα την ιστορία του επιθέτου «ίσος» σε αυτήν την ανάρτηση)
Όταν μετά τους σκοτεινούς αιώνες η αλφαβητική γραφή ήρθε στην Ελλάδα (8ος π.χ. αι.), το δίγαμμα είναι αρχικά πανταχού παρόν αν και η Αττικο-Ιωνική δείχνει ήδη μια πρώιμη τάση απώλειάς του πρώτα σε εσωτερική θέση και μετά και σε αρκτική.
Ο 8ος π.Χ. αιώνας είναι η περίοδος της ΑΕ3 που περιγράφτηκε παραπάνω. Σε αυτήν την περίοδο η Ιωνική και ορισμένες Δωρικές διάλεκτοι απώλεσαν το δίγαμμα μετά από ένηχο (ν,μ,ρ,λ,σ) με αναπληρωματική έκταση.
κόρϝᾱ > κούρη, κώρᾱ
ξένϝος > ξεῖνος, ξῆνος
μόνϝος > μοῦνος
ὅλϝος > οὗλος (ΙΕ *solwos, λ.χ. λατινικό salvus, σανσκριτικό sàrva- κλπ)
Η Αττική απώλεσε το δίγαμμα σε αυτήν την θέση χωρίς αναπληρωματική έκταση (κόρη, ξένος, μόνος), ενώ όλες οι υπόλοιπες διάλεκτοι πέρα από αυτές που αναφέρθηκαν συνέχισαν να το προφέρουν/καταγράφουν.
Ενώ θεωρητικά η απώλεια του δίγαμμα προκάλεσε την Τρίτη Αναπληρωματική Έκταση μόνον μετά από ένηχα, υπάρχει μια κατηγορία λέξεων που δείχνουν ΑΕ3 και μετά από άλλα σύμφωνα. Πρόκειται για λέξεις που απαντούν συχνά στα Ομηρικά Έπη και η ΑΕ σε αυτές συνέβη για να διατηρηθεί το μέτρο του στίχου. Με τον καιρό οι εκτεταμένοι ομηρικοί τύποι διαδόθηκαν εξαιτίας της δημοφιλίας των επών.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ετερόκλιτο ουδέτερο r/n *h1ed-wr. > ἔδϝαρ > εἶδαρ ~ ἔδαρ = «τροφή».
Η ΙΕ ρίζα *werh1- «λέω» (λ.χ.*werh1-dhh1- > verbum, word) στον πλήρη ε-βαθμό έδωσε τα ρήματα *werh1-ō > ϝερέω > ἐρέω και *werh1-yō > *weryō > ϝείρω > εἴρω. Η μεσοπαθητική μετοχή παρακειμένου στην Αττικο-Ιωνική είναι εἰρημένος.
Οι διάλεκτοι που διατήρησαν το δίγαμμα όμως σχημάτισαν την μετοχή κανονικότατα για ρίζα που αρχίζει από σύμφωνο:
*trep- > τρέπω > *te-tr.p-mh1nos > *τετραπμένος > τετραμμένος
*terh1- > *te-tr.h1-mh1nos > τετρημένος
Αν ακολουθήσετε τα παραπάνω παραδείγματα για την ρίζα *werh1- προκύπτει η μετοχή:
*werh1- > *we-wr.h1-mh1nos > ϝεϝρημένος και αυτός είναι ο τύπος που βρίσκουμε σε μία επιγραφή των Μυκηνών που χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.χ. αι. (καττὰ ϝεϝρημένα = κατά τὰ εἰρημένα).
Από την ίδια πάντα ρίζα *werh1- προκύπτει και το μηδενόβαθμο παράγωγο *wr.h1-treh2 > *wrētrā > ῥἠτρᾱ που σε μία Ηλειακή επιγραφή που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. απαντά ως ϝράτρᾱ, δηλαδή δείχνει το δίγαμμα του πρώιμου ελληνικού όρου και την ανοιχτή ηλειακή προφορά ē ≈ ā (λ.χ. βασιλᾶες = βασιλῆϝες και *welsw- > *Wēl- > Ϝᾱλείοις = Ἠλείοις στην ίδια επιγραφή, θυμίζω ότι η Ἦλις είναι *Welsw-id-s = «βοσκολίβαδο», όπως και τα Ἠλύσια Πεδία).
Παραθέτω την περιγραφή αυτής της Ηλειακής επιγραφής από τον Geoffrey Horrocks.
Horrocks-Elean
Παρατηρείστε ότι το δίγαμμα έχει χαθεί σε μεσοφωνηεντική θέση (βασιλᾶες και όχι *βασιλᾶϝες), αλλά εμφανίζεται κανονικά σε αρκτική θέση στα παραδείγματα:
*wr.h1-treh2 > ϝράτρᾱ
*welsu- «χόρτο βοσκής» > Ϝᾱλείοις
ϝέρρειν > ϝάρρην
ϝέκαστος = ἕκαστος. Ο τύπος με δίγαμμα και όχι με δασεία απαντά και σε κρητικές επιγραφές. Συνήθως, όταν εμφανίζεται η διαλεκτική διτυπία w- ~ h-, ο πρωτο-ελληνικός όρος έχει δίγαμμα (λ.χ. *wesperos > hesperos = ἕσπερος), αλλά η ετυμολογία του ελληνικού επιρρήματος ἑκάς είναι άγνωστη.
Επειδή η Αττική Κοινή βασίστηκε σε διαλέκτους που έχασαν νωρίς το δίγαμμα, το κοινό ελληνιστικό αλφάβητο δεν είχε σύμβολο για το φθόγγο /w/. Σαν να μην έφτασε αυτό, στις διαλέκτους όπου το δίγαμμα διατηρήθηκε μέχρι αργά, ο φθόγγος τράπηκε σε χειλικό τριβόμενο *w>v. Επειδή μετά το 300 π.Χ. πολλοί ελληνόφωνοι ήδη προέφεραν επιχωρικά το μεσοφωνηεντικό /b/ ως /v/, το γράμμα «β» άρχισε να χρησιμοποιείται και για το δίγαμμα.
Η αρχή της χρήσης του γράμματος «β» για το δίγαμμα ανάγεται, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους γραμματικούς, στην Λέσβο της εποχής της Σαπφούς και του Αλκαίου (~600 π.Χ.). Η μεταγενέστερη παράδοση θέλει αυτούς τους Αιολείς ποιητές να γράφουν το αρκτικό σύμπλεγμα ϝρ- ως βρ- (λ.χ. βρόδον = ῥόδον, βράκος = ῥάκος και το Βοιωτικό όνομα Βρανίδᾱς που ο CD Buck ερμήνευσε ως Ϝρανίδᾱς ~ ϝαρήν/πολύρρην). Σε αυτούς τους όρους ανήκει και η ηλειακή βρατάνᾱ = «τορύνη» (κουτάλα για το ανακάτωμα της σούπας, *wert- «περιστρέφω» > *wr.t-an- > βρατάν-ᾱ, λ.χ. το “aika vartana” = «μία στροφή» της Ινδο-Άριας ελίτ των Mitanni) Σε εσωτερική θέση, καταγράφονται ως «αιολικοί» οι όροι που αποδίδουν το –ϝρ– ως -υρ-, όπως λ.χ.:
*wreh1g’- > ῥήγνῡμι και *n.-wr.h1g’-tos > αὔρηκτος = ἄρρηκτος
ταλά–ϝρῑνος > ταλαύρῑνος
Αυτοί θυμίζουν τις αλλοφωνικές περιπτώσεις όπως:
ἀγλαϝ-ός ~ ἄγλαυ-ρος
*peh2u– > παϝ-ιδ- > παῖς, παϝ-ς > παῦς και *ph2u-ros > παῦρος
Ανάλογο με το αιολικό αὔρηκτος = ἄρρηκτος είναι το μακεδονικό τοπωνύμιο Αὔραντον που ανήκε στον δήμο Βεροίας τον 3ο μ.Χ. αι. Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος το ετυμολόγησε ως «στεγνό/άβρεχτο μέρος/έδαφος» εκ του αττικο-ιωνικού ἄρραντος = «άβρεχτος» (< *n.wrn.-tos, *wrn.-yō > ῥαίνω ~ ῥαντίζω). Το χωριό πρέπει να βρισκόταν κάπου μεταξύ Βεροίας και Λουδιακής λίμνης (ο αποξηραμένος βάλτος των Γιαννιτσών).
Στην συνέχεια θα παραθέσω μερικά παραδείγματα χρήσεως του «β» για την απόδοση του δίγαμμα.
Μερικά από τα παραδείγματα που κατέγραψε ο Ησύχιος:
ἀβέλλει· στέφει (p)
ἀβελιακόν· ἡλιακόν (p) Παμφύλιοι
ἀβέλιον· ἥλιον (p) Κρῆτες
[<ἀβέρβηλον>· πολύ, ἐπαχθές, μέγα, βαρύ, ἀχάριστον, μάταιον]
ἀβηδόνα· ἀηδόνα (p)
ἀβέσσει· ἐπιποθεῖ (p) θορυβεῖ
ἀβήρ· οἴκημα στοὰς ἔχον, ταμεῖον Λάκωνες
ἀβήρει· ᾄδει
ἀβηροῦσι· ἄιδουσιν
Ἀβώβας· ὁ Ἄδωνις ὑπὸ Περγαίων
ἀβώρ· ἠώς Λάκωνες
ἀβώς· ἄφθογγος
αἰβετός· ἀετός. Περγαῖοι
αἰβοῖ· ὡς οἴμοι r τίθεται καὶ ἐπὶ θαυμασμοῦ (Ar. Av. 1342)
γαβεργός· <ὁ> ἀγροῦ μισθωτής. Λάκωνες
Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι:
Ο πρωτο-ελληνικός *seh2wel-yos > *hāwelyos = ἡέλιος ~ ἥλιος προφερόταν μέχρι αργά ἀβέλιος σε Κρήτη και Παμφυλία.
Η ρίζα *h2wed- «λέω, τραγουδώ» έδωσε το ορνιθωνύμιο *h2wēd-on-s > ἀϝηδών > ἀβηδών και το διπλασιασμένο ρήμα *h2we-(h2)wd- > awewd- > aweid- > ἀϝείδω (ή ἀϝήδω από την ρίζα του αηδονιού) > ἀβήρω (μάλλον παμφυλιακό όπως δείχνει ο ρωτακισμός δ>ρ).
Οι Λάκωνες προέφεραν μέχρι αργά την «αυγή» ως *h2ewsōs > *awsōs > *awwōs > āwos > ἀβώρ (ο ρωτακισμός του τελικού -ς ήταν τυπικός της Ύστερης Λακωνικής, λ.χ. ἀσκός > ἀκκόρ), ενώ ο «γεωργός» ήταν γᾱϝεργός > γαβεργός
Τέλος, οι Περγαίοι προέφεραν μέχρι αργά τον όρο «αετό» ως *h2wi-etos > *awyetos > aywetos > aiwetos > αἰϝετός > αἰβετός.
Παραθέτω και μερικά παραδείγματα επιγραφών που δείχνουν το «β» ν΄αποδίδει δίγαμμα:
Τέλη 3ου π.Χ. αι.: Ἠλιδα: βοικίᾱρ = ϝοικίᾱς, Κρήτη: ὑπόβοικοι = ὑπόϝοικοι (*woik’-os > οἶκος, οἰκίᾱ) και βεκάτεροι = ἑκάτεροι
(*worHdhwos > ὀρθός) Άργος: Βορθαγόρᾱς και Λακωνία: Ἄρτεμις Ϝορθείᾱ = Βορθείᾱ (~200 μ.Χ.)
Ο Ησύχιος κατέγραψε το λήμμα:
νεάζων· μειρακιευόμενος (Eur. Phoen. 713)
νέαι· ἀγωνισάμεναι γυναῖκες τὸν ἱερὸν δρόμον
Νέαιρα· Ὠκεανοῦ θυγάτηρ (μ 133)
«Νέαι» ήταν οι γυναίκες που έτρεχαν τον «ἱερὸν δρόμον» στην τελετή ενηλικίωσής τους.
Ως γνωστόν, το επίθετο νέος = νέϝος ανάγεται στο ΙΕ *newos.
O Μιλτιάδης Χατζόπουλος, βασισμένος σε εκτενές επιγραφικό υλικό, έχει αναδομήσει μία τελετή ενηλικίωσης των κοριτσιών σε Μακεδονία και Θεσσαλία η οποία περιελάμβανε την υπηρεσία στο ιερό κάποιας θεάς (συνήθως της Αρτέμιδος) και τον «ιερό» αγώνα δρόμο που κατέγραψε ο Ησύχιος. Κατά τον Χατζόπουλο πάντα, η συμμετοχή σε αυτήν την τελετή περιγραφόταν με το ρήμα νέϝᾱ > νεϝεύω που απαντά επιγραφικά σε Θεσσαλάι και Μακεδονία ως θηλυκή μετοχή αορίστου στην μεν Θεσσαλία ως νεβεύσα(ν)σα στην δε Μακεδονία ως (ἀρχι)νεύσασα (< νευεύσασα, συνέβη απλολογία).
Ορισμένα λήμματα στον Ησύχιο αποδίδουν το δίγαμμα με το γράμμα «Γ». Αυτό μάλλον προέκυψε από τη σύγχυση κατά την μεταγραφή των γραμμάτων «Γ» και «Ϝ». Παραθέτω και μερικά τέτοια παραδείγματα.
γάδεσθαι· ἥδεσθαι
γάδεται· ἥδεται (*sweh2dus > hwādus (ἡδύς) > ϝᾱδύς)
γελωτῖνος· καταγέλαστος
γέμματα· ἱμάτια (*wes- «ντύνομαι» > *wes-mn. > εἶμα ~ αιολικό ϝέμμα)
γέμειν· κύειν (Eur. fr. 106)
γέντερ· ἡ κοιλία (είναι το λατινικό venter)
γέτις· ἐλπίς
γέτορ· ἔτος
γέτος· ἐνιαυτός (*wetos > ϝέτος)
γεῦμα· γεῦσις. ἔδεσμα
γοίδημι· ἐπίσταμαι (*woid- > ϝοἶδα)
γοίνακες· βλαστοί
γοῖνος· οἶνος (*woinos > ϝοῖνος)
γοιναῦτις· οἰνοχόη
γόρτυξ· ὄρτυξ (*wortokw- > ϝόρτυξ)
γῖπον· εἶπον (*wekw- > *we-wkw- > weikw- > ϝεῖπον)
γίς· ἱμάς. [καὶ γῆ.] καὶ ἰσχύς (*wiH-s > ϝίς)
γίσγον· ἴσον (ϝίσϝος)
γιστία· ἐσχάρα (*wes-teh2 > ϝεστία ~ λατ. Vesta)
γιτέα· ἰτέα (*weit- > ϝίτυς ~ ϝῑτέϝα ~ αγγλ. withe)
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της Ρωμαϊκής αρχαιότητας, τα λατινικά ονόματα σε “V” αποδίδονται στην Ελληνική με «Οὐ», λ.χ.
Valerius > Οὐαλέριος και Valens/Velentem > Οὐάλης/Οὐάλεντα.
Αυτό δείχνει ότι η τροπή *w>v στην Λατινική συνέβη πολύ αργά (~300 μ.Χ.) αν και, από ένα σημείο και μετά, οι Έλληνες μάλλον ακολουθούσαν την συνήθεια απόδοσης “v”>«ου», ακόμα κι αν άκουγαν /v/. Άλλωστε τα πρώιμα ιταλικά δάνεια στην Ελληνική που περιέχουν το ιταλικό σύμβολο “V”, στην αρχαία Ελληνική αποδόθηκαν ως w>Ϝ>∅:
Viteliu > Ϝῑταλίᾱ > Ἰταλίᾱ (οι Ιταλοί υιοθέτησαν τον ελληνικό όρο ξεχνώντας τον γνήσιο δικό τους με “v” = /w/)
Veneti > Ϝενετοί > Ἐνετοί (λ.χ. Ηρόδοτος [1.196] «τῷ καὶ Ἰλλυριῶν Ἐνετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι»)
Το ίδιο συμβαίνει και με τα Φρυγικά ονόματα σε vanakt- (όρος συγγενής του ελληνικού ϝάναξ): Ουαναξων και Ουαναξίων, και με την Κρητική πόλη Ἄξο ~ Ὄαξο (= Ϝάξος) με το εθνικό Ὀάξιος. Ο Στέφανος Βυζάντιος μας πληροφορεί ότι στην Κρήτη ἄξος = ἀγμός (*wag’- > ἄγνῡμι = «σπάω» και ἄξος = «ὕλη, ξυλεία» [= κομμένα/σπασμένα ξύλα] στην Μακεδονία).
Με την εξαίρεση του Δυτικού Γερμανικού υποκλάδου (όπου ανήκει η Αγγλική), της Αρμενικής και της Κελτικής, οι υπόλοιπες θυγατρικές ΙΕ γλώσσες εν τέλει έτρεψαν το ημιφωνικό /w/ σε ηχηρό τριβόμενο /v/. Ανέφερα ότι στην περίπτωση της Λατινικής, αυτή η εξέλιξη έγινε προς το τέλος της αρχαιότητας (~300 μ.Χ.).
Παρέθεσα επίσης τον Fortson να εξηγεί ότι στην Αγγλική το ΙΕ *w επιβίωσε αυτούσιο (συγκρίνετε λ.χ. την προφορά του αγγλικού water με αυτήν του γερμανικού Wasser που προφέρεται με /v/).
Στην Αρμενική συνέβη η ενδιαφέρουσα τροπή *w>*gw>g (*wedos > *gwetos > get = «ποταμός», η οποία συνέβη και στην μεσαιωνική Γαλλική λ.χ. γερμανικό *ward- (λ.χ. αγγλικό warden = «φύλακας, διευθυντής φυλακών») > Παλαιό Γαλλικό guarder που εισήλθε στην Αγγλική ως guard.
Στον Κελτικό κλάδο, το ημιφωνικό */w/ τράπηκε εν τέλει σε /f/ στην Ιρλανδική και σε /gw/ στην Ουαλική (λ.χ. *weg’h-nos = «κάρο» > Παλαιό Ιρλανδικό fén και *weid-/*woid- «βλέπω/γνωρίζω» > Παλαιό Ιρλανδικό *wid-tus > *wissu > fis = «γνώση», αλλά Ουαλικό gwys). Το όνομα Gwyneth (λ.χ. Gwyneth Paltrow) είναι Ουαλικό και παράγεται από το πρωτο-κελτικό *windos > ουαλικό gwyn = «άσπρος, λαμπρός».
Στις υπόλοιπες θυγατρικές γλώσσες, όπως ήδη ανέφερα, το ημιφωνικό ΙΕ */w/ εν τέλει τράπηκε σε /v/. Μερικές βασικές ΙΕ ρίζες που δείχνουν αυτήν την εξέλιξη είναι:
*weik’- = «φυλή, χωριό» > ελληνικό οἶκος ~ λατινικό vīcus ~ Σανσκριτικό viś ~ Πρωτο-Σλαβικό vĭsĭ κλπ.
*weg’h- = «μετακινώ, μεταφέρομαι» > ελληνικό *wog’h-os > ὄχος = πρωτοσλαβικό vozŭ, λατινικά vehō και vehiculum, αλβανικό *wedza > vjedh = «κλέβω» κλπ.
*weit- «ιτιά, λυγαριά». Εδώ τους απογόνους μπορείτε να τους δείτε στην παρακάτω παράγραφο των Mallory-Adams.
ΠΗΓΗ https://smerdaleos.wordpress.com
Η αλφαβητική ιστορία του συμβόλου δίγαμμα
Το όνομα «δίγαμμα» προέκυψε από την μορφή του συμβόλου «Ϝ,ϝ» που μοιάζει σαν να έχει σηματιστεί «από δύο γάμμα» (Γ), όπου το ένα έχει τοποθετηθεί επάνω στο άλλο.
Τα γράμματα «Υ» και «Ϝ» του ελληνικού αλφαβήτου κατάγονται εν τέλει από δύο διαφορετικούς τρόπους γραφής του φοινικικού γράμματος wāw (= «αγκίστρι»). Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, δεν είναι τυχαίο ότι τα ελληνικά σύμβολα των φθόγγων /u/ και /w/ έχουν κοινή καταγωγή από το ίδιο φοινικικό γράμμα.
Όταν κάποιος βλέπει για πρώτη φορά του σύμβολο του δίγαμμα «Ϝ,ϝ», το μυαλό του πάει αμέσως στο «αγγλικό» γράμμα “F,f”. Η ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Το «αγγλικό» γράμμα “F,f” προέρχεται από το λατινικό γράμμα “F,f” το οποίο, με τη σειρά του, προέρχεται από το ετρουσκικό γράμμα “F” που, όπως και το ελληνικό δίγαμμα, προέρχεται εν τέλει από το φοινικικό wāw.
Οι Ετρούσκοι χρησιμοποίησαν το σύμβολο “F” για να αποδώσουν τον φθόγγο [w/v] και τον συνδυασμό “FH/HF” για να αποδώσουν το τριβόμενο /f/ (η άηχη ποικιλία του ηχηρού /v/). Η ετρουσκική συνήθεια “FH/HF” = /f/ υιοθετήθηκε από τους αρχαίους Ενετούς.
Οι πρώιμοι Λατίνοι και οι ομιλητές των λοιπών Ιταλικών γλωσσών δανείστηκαν τον ετρουσκικό γράμμα “F” για να αποδώσουν τον τριβόμενο φθόγγο που κατέληξε να προφέρεται /f/ στην Λατινική.
Έχω εξηγήσει σε προηγούμενη ανάρτηση την ενδιαφέρουσα ιστορία της προφοράς του γράμματος “F” στον Ιταλικό κλάδο και τις δύο εναλλακτικές υποθέσεις (Ascoli vs. Rix) για την φωνολογική ιστορία του φθόγγου.
Η Υπόθεση Rix που παραδέχεται μία πρώιμη πρωτο-ιταλική τροπή *bh>vh>v, με το προκύπτον /v/ να απηχηροποιείται δευτερογενώς σε /f/ σε αρκτική θέση. Ένα από τα επιχειρήματα της Υπόθεσης Rix είναι πως οι ομιλητές των Ιταλικών γλωσσών δανείστηκαν το ετρουσκικό “F” (=/v/) πριν από την δευτερογενή απηχηροποίηση v>f σε αρκτική θέση. Γι΄αυτό το λόγο, σύμφωνα με τους οπαδούς της Υπόθεσης Rix, το σύμβολο “F” που εν τέλει κατέληξε να συμβολίζει το λατινικό άηχο τριβόμενο /f/ κατάγεται από το ετρουσκικό σύμβολο για το ηχηρό τριβόμενο /v/.
Από την άλλη, οι Λατίνοι δανείστηκαν το σύμβολο “V” για τους φθόγγους /u/ και /w/ (αργότερα /v/) από το ευβοϊκό αλφάβητο της Κύμης. Πηγή του Λατινικού συμβόλου ήταν το ελληνικό σύμβολο “Y” (αν του κόψεις την κατακόρυφη «δοκό» γίνεται “V”) που, οπως έγραψα παραπάνω, επίσης προέρχεται από το φοινικικό σύμβολο wāw.
Αν δείτε τις παλιές λατινικές επιγραφές θα προσέξετε ότι χρησιμοποιούν το σύμβολο “V” και για το φωνήεν /u/ και για το ημιφωνικό /w/ που αργότερα εξελίχθηκε σε /v/, όπως λ.χ. χρησιμοποιούν το ίδιο σύμβολο “C” και για το άηχο /K/ και για το ηχηρό /G/ (λ.χ. CAIVS VALERIVS CATVLLVS = /GAIUS WALERIUS CATULLUS/).
Όπως θα εξηγήσω στην φωνολογική ιστορία παρακάτω, δεν είναι τυχαίο που ομιλητές αρχαίων ΙΕ γλωσσών όπως οι Έλληνες και οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν τα ίδια σύμβολα για την αναπαράσταση των φθόγγων /u/ και /w/. Οι μεν Έλληνες χρησιμοποίησαν διαφορετικές ποικιλίες του φοινικικού wāw για τα /u/ και /w/, οι δε Λατίνοι χρησιμοποίησαν το τροποποιημένο ευβοϊκό “Y” > “V” για τα /u/ και /w/. Αυτή η αλφαβητική «σύμπτωση» στην πραγματικότητα εκφράζει την φωνολογική σχέση των δύο φθόγγων: ο φθόγγος /w/ δεν είναι παρά το ημιφωνικό αλλόφωνο του φθόγγου /u/.
Η φωνολογική ιστορία του φθόγγου δίγαμμα
Αφού είπα δυο λόγια για την ιστορία των συμβόλων «Ϝ,ϝ» και “F,f” τώρα μπορούμε να αφήσουμε το σύμβολο δίγαμμα και ν΄ασχοληθούμε με τον φθόγγο δίγαμμα /w/.
Ο ημιφωνικός φθόγγος /w/ της Ελληνικής έχει ΙΕ κληρονομιά. Στην μητρική ΠΙΕ γλώσσα, όπως τα ένηχα σύμφωνα *{n,m,r,l} πέρα από την κανονική συμφωνική τους αξία μπορούσαν να συμπεριφερθούν και ως φωνηεντικοί πυρήνες, δηλαδή σαν συλλαβικά ένηχα *{n., m., r., l.}, έτσι και τα φωνήεντα *i,u μπορούσαν να συμπεριφερθούν και ως ημιφωνικά αλλόφωνα *y,w.
Αυτά τα ημιφωνικά σύμφωνα *y,*w που στην αγγλική ορολογία ονομάζονται και “glides” εκτός από semivowels, στα εγχειρίδια ΙΕ γλωσσολογίας συμβολίζονται ως “i,u με μια «ξαπλωμένη» παρένθεση από κάτω” ακριβώς για να δηλωθεί ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ημιφωνική εκδοχή των φωνηέντων *i,*u. Γράφει ο Benjamin Fortson:
Εγώ στις αναρτήσεις μου, επειδή δεν μπορώ να γράψω τα ημιφωνικά με την «ξαπλωμένη» παρένθεση από κάτω, χρησιμοποιώ τα αγγλικά σύμβολα “y” και “w” αντίστοιχα. Στον συμβολισμό της Πρωτο-Γερμανικής, της Πρωτο-Σλαβικής και της Πρωτο-Αλβανικής έχει καθιερωθεί η χρήση του συμβόλου “j” αντί για “y”. Αυτό όμως δεν πρέπει να συγχυστεί με το σύμβολο “j” της Σανσκριτικής που έχει την φωνητική αξία του αγγλικού “j” στο όνομα “Jack”.
Όπως εξηγεί και ο Fortson η προφορά του ΙΕ *w ήταν ολόιδια με αυτήν του αρκτικού αγγλικού /w/ στα wow = «ουάου» και Washington = «Ουάσιγκτον».
Το ΙΕ επίθημα ουδετέρων σε *-iom (λ.χ. χωρ-ίον, abluv-ium) έχει και την ημιφωνική παραλλαγή *-yom που είναι ο πρόγονος του Πρωτο-Σλαβικού *-yo > *-ye = *-je (λ.χ. *polh2-iom > πρωτο-σλαβικό *polje ή το τοπωνύμιο Zagor-je = «Μεταβούν-ιον» το οποίο καλώς το αποδίδουμε ως «Ζαγόριον», γιατί όντως πρόκειται για ΙΕ ουδέτερο σε *-iom).
Την αλλόφωνη ημιφωνική αξία του /i/ ως /y/ την καταλαβαίνουμε αμέσως στην προφορά των ελληνικών λέξεων που περιέχουν άτονο μετασυμφωνικό «ι» όπως στα παρακάτω παραδείγματα:
παιδιά = /peδyà/ , βιολί = /vyolì/ , διάβολος = /δyàvolos/ , ἱέραξ > ἱεράκιον > γεράκι = /yeràkʲi/
Δυστυχώς το δίγαμμα δεν επιβίωσε στην Ύστερη Ελληνική και επομένως δεν υπάρχει ένα εύκολο «φυσικό» παράδειγμα στην Νεοελληνική όπως τα παραπάνω. Έχοντας όμως κατά νου τα παραπάνω παραδείγματα με το i~y, πιστεύω ότι μπορείτε εύκολα να καταλάβετε τα παραδείγματα u~w που θα περιγράψω παρακάτω.
Ο ΠΙΕ όρος για το «δύο» (πρώιμο και διαλεκτικό δύω λ.χ. δυώδεκα > δώδεκα) είναι *duō και οι θυγατρικοί όροι δείχνουν τρεις διαφορετικές συμπεριφορές του /u/ σε αυτήν την θέση: κανονικό φωνήεν (u), ημιφωνικό (w) και φωνήεν με ημιφωνική «ουρά» (uw) για την αποφυγή χασμωδίας.
Στην Ελληνική και στην Λατινική βρίσκουμε δύο ~ ~ duo για το αριθμητικό, αλλά *dwis > δϝίς > δὶς ~ bis (*dw>b) για το επίρρημα.
Στην Σανσκριτική και στην Πρωτο-Γερμανική και τα δύο εξελίχθηκαν σε ημιφωνικό /w/ που στην Σανσκριτική αργότερα τράπηκε σε /v/.
Σανσκριτική: dvà = δύο και dvis = δϝίς
Πρωτο-Γερμανική: *twai = δύο και *twiz = δϝίς (λ.χ. αγγλικά two και twice).
Στην Αβεστική και στην Πρωτο-σλαβική βρίσκουμε φωνήεν με ημιφωνική «ουρά» /uw/:
Αβεστική: duua = /duwa/ = δύο
Πρωτο-Σλαβική: *duwō > duwā > *dŭva = δύο (το dva των σημερινών σλαβικών γλωσσών προέκυψε μετά την απώλεια του yer).
Η λέξη «κόρη» προέρχεται από την Πρωτο-Ελληνική κόρϝᾱ (λ.χ. Γραμμική Β ko-wa και επιγραφική απάντηση του τύπου κόρϝᾱ σε μη αττικο-ῑωνικές διαλέκτους). Επειδή στην Αττική δεν συνέβη η Τρίτη Αναπληρωματική Έκταση (ΑΕ3) που συνόδευσε την απώλεια του δίγαμμα πριν από ένηχο, το /ο/ έμεινε αυτούσιο. Στις άλλες διαλέκτους όμως που συνέβη η ΑΕ3 το /ο/ εκτάθηκε και ο όρος κόρϝᾱ έγινε κούρη στην Ιωνική και κώρᾱ στις Δωρική.
Το αρσενικό αντίστοιχο της «κόρης» είναι ο κόρϝος > κόρος/κοῦρος/κῶρος
Εκτός από το *k’or-wos > κόρϝος υπάρχει και το παράγωγο *k’or-u-k-s > κόρυξ = «νεανίας» που δείχνει στην θέση του ημιφωνικού δίγαμμα το πλήρες φωνήεν /u/.
To ίδιο συνέβη με τις πλάγιες πτώσεις των όρων *doru– > δόρυ και *g’οnu– > γόνυ. Οι ιωνικοί πληθυντικοί δούρατα και γούνατα προέκυψαν μέσω ΑΕ3 από τους τύπους *dorw-n.t-h2 > δόρϝατα και g’onw-n.t-h2 > γόνϝατα αντίστοιχα, που στην θέση του φωνήεντος /u/ δείχνουν το ημιφωνικό αλλόφωνο δίγαμμα ϝ = /w/.
Εκτός από την αλλοφωνική μετάπτωση u~w και i~y, τα φωνήεντα u,i συμμετέχουν και στην ΙΕ μετάπτωση ablaut ως μηδενικοί βαθμοί των διφθόγγων *ew~eu και *ey~ei αντίστοιχα.
«πλήρης» ε-βαθμός:
*leikw- > λείπω , *dwei– > dwey-os > δϝέyος > δέος και *dwei-nos > δϝεινός > δεινός και *srew– > hrew-ō ~ ῥέϝ-ω *srew-mn. > hreuma ~ ῥεῦμα.
Στα παραπάνω παραδείγματα βλέπετε ότι η προφορά των διφθόγγων καθορίζεται από τον φθόγγο που ακολουθεί. Όταν ακολουθεί φωνήεν, οι δίφθογγοι προφέρονται ημιφωνικά ως ey και ew (λ.χ. δϝέyος>δέος και ῥέϝω > ῥέω), ενώ όταν ακολουθεί σύμφωνο οι δίφθογγοι προφέρονται κανονικά ως ei και eu (δεινός, ῥεῦμα).
Μηδενικός βαθμός:
*leikw- > likw- > ἐν-λιπ-ής > ἐλλιπής , *sreu– > sru– > ῥύαξ, ῥυτός και *h1ei– > *h1i– στο ζεύγος πρόσειμι > προσιτός.
Αυτή η διπλή μετάπτωση (αλλοφωνική και ablaut) eu ⇔ u ⇔ w και ei ⇔ i ⇔ y στην οποία συμμετέχουν τα φωνήεντα i,u φαίνεται στο παρακάτω σχήμα:
Η μοίρα του δίγαμμα
Στις Πινακίδες της Γραμμικής Β το δίγαμμα /w/ εμφανίζεται κανονικότατα σε όλες τις προβλεπόμενες θέσεις όπως στα παραδείγματα:
ko-wa = /kòrwā/ = κόρϝᾱ ~ κόρη
E-te-wo-ke-re-we-i-jo = /Etewoklewehiyos/ = Ἐτεϝοκλέϝειος = Ἐτεόκλειος (= πατρωνυμικός τύπος του Ετεοκλή, ἐτεϝός ~ ἔτυμος και *k’lewos > κλέϝος)
pe-de-we-sa = /pedwessa/ = πέδϝεσσα ~ ποδόϝεσσα (κτητικό επίθετο σε *-went-)
wi-so-wo = /wiswos/ = ϝίσϝος > ἴσος ~ ἶσος (περιέγραψα την ιστορία του επιθέτου «ίσος» σε αυτήν την ανάρτηση)
Όταν μετά τους σκοτεινούς αιώνες η αλφαβητική γραφή ήρθε στην Ελλάδα (8ος π.χ. αι.), το δίγαμμα είναι αρχικά πανταχού παρόν αν και η Αττικο-Ιωνική δείχνει ήδη μια πρώιμη τάση απώλειάς του πρώτα σε εσωτερική θέση και μετά και σε αρκτική.
Ο 8ος π.Χ. αιώνας είναι η περίοδος της ΑΕ3 που περιγράφτηκε παραπάνω. Σε αυτήν την περίοδο η Ιωνική και ορισμένες Δωρικές διάλεκτοι απώλεσαν το δίγαμμα μετά από ένηχο (ν,μ,ρ,λ,σ) με αναπληρωματική έκταση.
κόρϝᾱ > κούρη, κώρᾱ
ξένϝος > ξεῖνος, ξῆνος
μόνϝος > μοῦνος
ὅλϝος > οὗλος (ΙΕ *solwos, λ.χ. λατινικό salvus, σανσκριτικό sàrva- κλπ)
Η Αττική απώλεσε το δίγαμμα σε αυτήν την θέση χωρίς αναπληρωματική έκταση (κόρη, ξένος, μόνος), ενώ όλες οι υπόλοιπες διάλεκτοι πέρα από αυτές που αναφέρθηκαν συνέχισαν να το προφέρουν/καταγράφουν.
Ενώ θεωρητικά η απώλεια του δίγαμμα προκάλεσε την Τρίτη Αναπληρωματική Έκταση μόνον μετά από ένηχα, υπάρχει μια κατηγορία λέξεων που δείχνουν ΑΕ3 και μετά από άλλα σύμφωνα. Πρόκειται για λέξεις που απαντούν συχνά στα Ομηρικά Έπη και η ΑΕ σε αυτές συνέβη για να διατηρηθεί το μέτρο του στίχου. Με τον καιρό οι εκτεταμένοι ομηρικοί τύποι διαδόθηκαν εξαιτίας της δημοφιλίας των επών.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ετερόκλιτο ουδέτερο r/n *h1ed-wr. > ἔδϝαρ > εἶδαρ ~ ἔδαρ = «τροφή».
Η ΙΕ ρίζα *werh1- «λέω» (λ.χ.*werh1-dhh1- > verbum, word) στον πλήρη ε-βαθμό έδωσε τα ρήματα *werh1-ō > ϝερέω > ἐρέω και *werh1-yō > *weryō > ϝείρω > εἴρω. Η μεσοπαθητική μετοχή παρακειμένου στην Αττικο-Ιωνική είναι εἰρημένος.
Οι διάλεκτοι που διατήρησαν το δίγαμμα όμως σχημάτισαν την μετοχή κανονικότατα για ρίζα που αρχίζει από σύμφωνο:
*trep- > τρέπω > *te-tr.p-mh1nos > *τετραπμένος > τετραμμένος
*terh1- > *te-tr.h1-mh1nos > τετρημένος
Αν ακολουθήσετε τα παραπάνω παραδείγματα για την ρίζα *werh1- προκύπτει η μετοχή:
*werh1- > *we-wr.h1-mh1nos > ϝεϝρημένος και αυτός είναι ο τύπος που βρίσκουμε σε μία επιγραφή των Μυκηνών που χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.χ. αι. (καττὰ ϝεϝρημένα = κατά τὰ εἰρημένα).
Από την ίδια πάντα ρίζα *werh1- προκύπτει και το μηδενόβαθμο παράγωγο *wr.h1-treh2 > *wrētrā > ῥἠτρᾱ που σε μία Ηλειακή επιγραφή που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. απαντά ως ϝράτρᾱ, δηλαδή δείχνει το δίγαμμα του πρώιμου ελληνικού όρου και την ανοιχτή ηλειακή προφορά ē ≈ ā (λ.χ. βασιλᾶες = βασιλῆϝες και *welsw- > *Wēl- > Ϝᾱλείοις = Ἠλείοις στην ίδια επιγραφή, θυμίζω ότι η Ἦλις είναι *Welsw-id-s = «βοσκολίβαδο», όπως και τα Ἠλύσια Πεδία).
Παραθέτω την περιγραφή αυτής της Ηλειακής επιγραφής από τον Geoffrey Horrocks.
Horrocks-Elean
Παρατηρείστε ότι το δίγαμμα έχει χαθεί σε μεσοφωνηεντική θέση (βασιλᾶες και όχι *βασιλᾶϝες), αλλά εμφανίζεται κανονικά σε αρκτική θέση στα παραδείγματα:
*wr.h1-treh2 > ϝράτρᾱ
*welsu- «χόρτο βοσκής» > Ϝᾱλείοις
ϝέρρειν > ϝάρρην
ϝέκαστος = ἕκαστος. Ο τύπος με δίγαμμα και όχι με δασεία απαντά και σε κρητικές επιγραφές. Συνήθως, όταν εμφανίζεται η διαλεκτική διτυπία w- ~ h-, ο πρωτο-ελληνικός όρος έχει δίγαμμα (λ.χ. *wesperos > hesperos = ἕσπερος), αλλά η ετυμολογία του ελληνικού επιρρήματος ἑκάς είναι άγνωστη.
Επειδή η Αττική Κοινή βασίστηκε σε διαλέκτους που έχασαν νωρίς το δίγαμμα, το κοινό ελληνιστικό αλφάβητο δεν είχε σύμβολο για το φθόγγο /w/. Σαν να μην έφτασε αυτό, στις διαλέκτους όπου το δίγαμμα διατηρήθηκε μέχρι αργά, ο φθόγγος τράπηκε σε χειλικό τριβόμενο *w>v. Επειδή μετά το 300 π.Χ. πολλοί ελληνόφωνοι ήδη προέφεραν επιχωρικά το μεσοφωνηεντικό /b/ ως /v/, το γράμμα «β» άρχισε να χρησιμοποιείται και για το δίγαμμα.
Η αρχή της χρήσης του γράμματος «β» για το δίγαμμα ανάγεται, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους γραμματικούς, στην Λέσβο της εποχής της Σαπφούς και του Αλκαίου (~600 π.Χ.). Η μεταγενέστερη παράδοση θέλει αυτούς τους Αιολείς ποιητές να γράφουν το αρκτικό σύμπλεγμα ϝρ- ως βρ- (λ.χ. βρόδον = ῥόδον, βράκος = ῥάκος και το Βοιωτικό όνομα Βρανίδᾱς που ο CD Buck ερμήνευσε ως Ϝρανίδᾱς ~ ϝαρήν/πολύρρην). Σε αυτούς τους όρους ανήκει και η ηλειακή βρατάνᾱ = «τορύνη» (κουτάλα για το ανακάτωμα της σούπας, *wert- «περιστρέφω» > *wr.t-an- > βρατάν-ᾱ, λ.χ. το “aika vartana” = «μία στροφή» της Ινδο-Άριας ελίτ των Mitanni) Σε εσωτερική θέση, καταγράφονται ως «αιολικοί» οι όροι που αποδίδουν το –ϝρ– ως -υρ-, όπως λ.χ.:
*wreh1g’- > ῥήγνῡμι και *n.-wr.h1g’-tos > αὔρηκτος = ἄρρηκτος
ταλά–ϝρῑνος > ταλαύρῑνος
Αυτοί θυμίζουν τις αλλοφωνικές περιπτώσεις όπως:
ἀγλαϝ-ός ~ ἄγλαυ-ρος
*peh2u– > παϝ-ιδ- > παῖς, παϝ-ς > παῦς και *ph2u-ros > παῦρος
Ανάλογο με το αιολικό αὔρηκτος = ἄρρηκτος είναι το μακεδονικό τοπωνύμιο Αὔραντον που ανήκε στον δήμο Βεροίας τον 3ο μ.Χ. αι. Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος το ετυμολόγησε ως «στεγνό/άβρεχτο μέρος/έδαφος» εκ του αττικο-ιωνικού ἄρραντος = «άβρεχτος» (< *n.wrn.-tos, *wrn.-yō > ῥαίνω ~ ῥαντίζω). Το χωριό πρέπει να βρισκόταν κάπου μεταξύ Βεροίας και Λουδιακής λίμνης (ο αποξηραμένος βάλτος των Γιαννιτσών).
Στην συνέχεια θα παραθέσω μερικά παραδείγματα χρήσεως του «β» για την απόδοση του δίγαμμα.
Μερικά από τα παραδείγματα που κατέγραψε ο Ησύχιος:
ἀβέλλει· στέφει (p)
ἀβελιακόν· ἡλιακόν (p) Παμφύλιοι
ἀβέλιον· ἥλιον (p) Κρῆτες
[<ἀβέρβηλον>· πολύ, ἐπαχθές, μέγα, βαρύ, ἀχάριστον, μάταιον]
ἀβηδόνα· ἀηδόνα (p)
ἀβέσσει· ἐπιποθεῖ (p) θορυβεῖ
ἀβήρ· οἴκημα στοὰς ἔχον, ταμεῖον Λάκωνες
ἀβήρει· ᾄδει
ἀβηροῦσι· ἄιδουσιν
Ἀβώβας· ὁ Ἄδωνις ὑπὸ Περγαίων
ἀβώρ· ἠώς Λάκωνες
ἀβώς· ἄφθογγος
αἰβετός· ἀετός. Περγαῖοι
αἰβοῖ· ὡς οἴμοι r τίθεται καὶ ἐπὶ θαυμασμοῦ (Ar. Av. 1342)
γαβεργός· <ὁ> ἀγροῦ μισθωτής. Λάκωνες
Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι:
Ο πρωτο-ελληνικός *seh2wel-yos > *hāwelyos = ἡέλιος ~ ἥλιος προφερόταν μέχρι αργά ἀβέλιος σε Κρήτη και Παμφυλία.
Η ρίζα *h2wed- «λέω, τραγουδώ» έδωσε το ορνιθωνύμιο *h2wēd-on-s > ἀϝηδών > ἀβηδών και το διπλασιασμένο ρήμα *h2we-(h2)wd- > awewd- > aweid- > ἀϝείδω (ή ἀϝήδω από την ρίζα του αηδονιού) > ἀβήρω (μάλλον παμφυλιακό όπως δείχνει ο ρωτακισμός δ>ρ).
Οι Λάκωνες προέφεραν μέχρι αργά την «αυγή» ως *h2ewsōs > *awsōs > *awwōs > āwos > ἀβώρ (ο ρωτακισμός του τελικού -ς ήταν τυπικός της Ύστερης Λακωνικής, λ.χ. ἀσκός > ἀκκόρ), ενώ ο «γεωργός» ήταν γᾱϝεργός > γαβεργός
Τέλος, οι Περγαίοι προέφεραν μέχρι αργά τον όρο «αετό» ως *h2wi-etos > *awyetos > aywetos > aiwetos > αἰϝετός > αἰβετός.
Παραθέτω και μερικά παραδείγματα επιγραφών που δείχνουν το «β» ν΄αποδίδει δίγαμμα:
Τέλη 3ου π.Χ. αι.: Ἠλιδα: βοικίᾱρ = ϝοικίᾱς, Κρήτη: ὑπόβοικοι = ὑπόϝοικοι (*woik’-os > οἶκος, οἰκίᾱ) και βεκάτεροι = ἑκάτεροι
(*worHdhwos > ὀρθός) Άργος: Βορθαγόρᾱς και Λακωνία: Ἄρτεμις Ϝορθείᾱ = Βορθείᾱ (~200 μ.Χ.)
Ο Ησύχιος κατέγραψε το λήμμα:
νεάζων· μειρακιευόμενος (Eur. Phoen. 713)
νέαι· ἀγωνισάμεναι γυναῖκες τὸν ἱερὸν δρόμον
Νέαιρα· Ὠκεανοῦ θυγάτηρ (μ 133)
«Νέαι» ήταν οι γυναίκες που έτρεχαν τον «ἱερὸν δρόμον» στην τελετή ενηλικίωσής τους.
Ως γνωστόν, το επίθετο νέος = νέϝος ανάγεται στο ΙΕ *newos.
O Μιλτιάδης Χατζόπουλος, βασισμένος σε εκτενές επιγραφικό υλικό, έχει αναδομήσει μία τελετή ενηλικίωσης των κοριτσιών σε Μακεδονία και Θεσσαλία η οποία περιελάμβανε την υπηρεσία στο ιερό κάποιας θεάς (συνήθως της Αρτέμιδος) και τον «ιερό» αγώνα δρόμο που κατέγραψε ο Ησύχιος. Κατά τον Χατζόπουλο πάντα, η συμμετοχή σε αυτήν την τελετή περιγραφόταν με το ρήμα νέϝᾱ > νεϝεύω που απαντά επιγραφικά σε Θεσσαλάι και Μακεδονία ως θηλυκή μετοχή αορίστου στην μεν Θεσσαλία ως νεβεύσα(ν)σα στην δε Μακεδονία ως (ἀρχι)νεύσασα (< νευεύσασα, συνέβη απλολογία).
Ορισμένα λήμματα στον Ησύχιο αποδίδουν το δίγαμμα με το γράμμα «Γ». Αυτό μάλλον προέκυψε από τη σύγχυση κατά την μεταγραφή των γραμμάτων «Γ» και «Ϝ». Παραθέτω και μερικά τέτοια παραδείγματα.
γάδεσθαι· ἥδεσθαι
γάδεται· ἥδεται (*sweh2dus > hwādus (ἡδύς) > ϝᾱδύς)
γελωτῖνος· καταγέλαστος
γέμματα· ἱμάτια (*wes- «ντύνομαι» > *wes-mn. > εἶμα ~ αιολικό ϝέμμα)
γέμειν· κύειν (Eur. fr. 106)
γέντερ· ἡ κοιλία (είναι το λατινικό venter)
γέτις· ἐλπίς
γέτορ· ἔτος
γέτος· ἐνιαυτός (*wetos > ϝέτος)
γεῦμα· γεῦσις. ἔδεσμα
γοίδημι· ἐπίσταμαι (*woid- > ϝοἶδα)
γοίνακες· βλαστοί
γοῖνος· οἶνος (*woinos > ϝοῖνος)
γοιναῦτις· οἰνοχόη
γόρτυξ· ὄρτυξ (*wortokw- > ϝόρτυξ)
γῖπον· εἶπον (*wekw- > *we-wkw- > weikw- > ϝεῖπον)
γίς· ἱμάς. [καὶ γῆ.] καὶ ἰσχύς (*wiH-s > ϝίς)
γίσγον· ἴσον (ϝίσϝος)
γιστία· ἐσχάρα (*wes-teh2 > ϝεστία ~ λατ. Vesta)
γιτέα· ἰτέα (*weit- > ϝίτυς ~ ϝῑτέϝα ~ αγγλ. withe)
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της Ρωμαϊκής αρχαιότητας, τα λατινικά ονόματα σε “V” αποδίδονται στην Ελληνική με «Οὐ», λ.χ.
Valerius > Οὐαλέριος και Valens/Velentem > Οὐάλης/Οὐάλεντα.
Αυτό δείχνει ότι η τροπή *w>v στην Λατινική συνέβη πολύ αργά (~300 μ.Χ.) αν και, από ένα σημείο και μετά, οι Έλληνες μάλλον ακολουθούσαν την συνήθεια απόδοσης “v”>«ου», ακόμα κι αν άκουγαν /v/. Άλλωστε τα πρώιμα ιταλικά δάνεια στην Ελληνική που περιέχουν το ιταλικό σύμβολο “V”, στην αρχαία Ελληνική αποδόθηκαν ως w>Ϝ>∅:
Viteliu > Ϝῑταλίᾱ > Ἰταλίᾱ (οι Ιταλοί υιοθέτησαν τον ελληνικό όρο ξεχνώντας τον γνήσιο δικό τους με “v” = /w/)
Veneti > Ϝενετοί > Ἐνετοί (λ.χ. Ηρόδοτος [1.196] «τῷ καὶ Ἰλλυριῶν Ἐνετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι»)
Το ίδιο συμβαίνει και με τα Φρυγικά ονόματα σε vanakt- (όρος συγγενής του ελληνικού ϝάναξ): Ουαναξων και Ουαναξίων, και με την Κρητική πόλη Ἄξο ~ Ὄαξο (= Ϝάξος) με το εθνικό Ὀάξιος. Ο Στέφανος Βυζάντιος μας πληροφορεί ότι στην Κρήτη ἄξος = ἀγμός (*wag’- > ἄγνῡμι = «σπάω» και ἄξος = «ὕλη, ξυλεία» [= κομμένα/σπασμένα ξύλα] στην Μακεδονία).
Η μοίρα του ΙΕ /w/ στις άλλες γλώσσες
Με την εξαίρεση του Δυτικού Γερμανικού υποκλάδου (όπου ανήκει η Αγγλική), της Αρμενικής και της Κελτικής, οι υπόλοιπες θυγατρικές ΙΕ γλώσσες εν τέλει έτρεψαν το ημιφωνικό /w/ σε ηχηρό τριβόμενο /v/. Ανέφερα ότι στην περίπτωση της Λατινικής, αυτή η εξέλιξη έγινε προς το τέλος της αρχαιότητας (~300 μ.Χ.).
Παρέθεσα επίσης τον Fortson να εξηγεί ότι στην Αγγλική το ΙΕ *w επιβίωσε αυτούσιο (συγκρίνετε λ.χ. την προφορά του αγγλικού water με αυτήν του γερμανικού Wasser που προφέρεται με /v/).
Στην Αρμενική συνέβη η ενδιαφέρουσα τροπή *w>*gw>g (*wedos > *gwetos > get = «ποταμός», η οποία συνέβη και στην μεσαιωνική Γαλλική λ.χ. γερμανικό *ward- (λ.χ. αγγλικό warden = «φύλακας, διευθυντής φυλακών») > Παλαιό Γαλλικό guarder που εισήλθε στην Αγγλική ως guard.
Στον Κελτικό κλάδο, το ημιφωνικό */w/ τράπηκε εν τέλει σε /f/ στην Ιρλανδική και σε /gw/ στην Ουαλική (λ.χ. *weg’h-nos = «κάρο» > Παλαιό Ιρλανδικό fén και *weid-/*woid- «βλέπω/γνωρίζω» > Παλαιό Ιρλανδικό *wid-tus > *wissu > fis = «γνώση», αλλά Ουαλικό gwys). Το όνομα Gwyneth (λ.χ. Gwyneth Paltrow) είναι Ουαλικό και παράγεται από το πρωτο-κελτικό *windos > ουαλικό gwyn = «άσπρος, λαμπρός».
Στις υπόλοιπες θυγατρικές γλώσσες, όπως ήδη ανέφερα, το ημιφωνικό ΙΕ */w/ εν τέλει τράπηκε σε /v/. Μερικές βασικές ΙΕ ρίζες που δείχνουν αυτήν την εξέλιξη είναι:
*weik’- = «φυλή, χωριό» > ελληνικό οἶκος ~ λατινικό vīcus ~ Σανσκριτικό viś ~ Πρωτο-Σλαβικό vĭsĭ κλπ.
*weg’h- = «μετακινώ, μεταφέρομαι» > ελληνικό *wog’h-os > ὄχος = πρωτοσλαβικό vozŭ, λατινικά vehō και vehiculum, αλβανικό *wedza > vjedh = «κλέβω» κλπ.
*weit- «ιτιά, λυγαριά». Εδώ τους απογόνους μπορείτε να τους δείτε στην παρακάτω παράγραφο των Mallory-Adams.
ΠΗΓΗ https://smerdaleos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου