Γύρω στα 1900, στο χωριό Μοναστηράκι της Βόνιτσας ήταν δάσκαλος
κάποιος Πεταλάς, που καταγόταν από την Ιθάκη. Ο Πεταλάς κάποια στιγμή
πέθανε, αλλά λίγες μέρες μόνο μετά το θάνατό του, παράξενα γεγονότα
άρχισαν να συμβαίνουν στο σπίτι του.
Αρχικά, ακούγονταν μυστηριώδεις κρότοι. Έπειτα, διάφορα αντικείμενα εκσφενδονίζονταν με λύσσα και τα έπιπλα άλλαζαν θέση, κάνοντας φοβερό πάταγο. Υπήρχαν μέρες που τίποτα απολύτως δε βρισκόταν στην κανονική μεριά του και που πολλά αντικείμενα εξαφανίζονταν ή επανεμφανίζονταν αδικαιολόγητα. Το πάτωμα του σπιτιού γέμιζε με σπασμένα γυαλιά και διαλυμένα μικροαντικείμενα.
Τα μέλη της οικογένειας του Πεταλά είχε τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό, που κόντευαν να τρελαθούν. Συχνά, συγγενείς και φίλοι περνούσαν από το σπιτικό τους, για να τους ενθαρρύνουν. Αλλά, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με τα υπερφυσικά φαινόμενα που ταλαιπωρούσαν τους οικείους του δασκάλου, έτρεχαν να φύγουν μακριά.
Ο νέος δάσκαλος, που πήγε στο χωριό για να αναλάβει το σχολείο, πετάχτηκε μια νύχτα στο δρόμο, φορώντας μόνο τα απαραίτητα, έχοντας πάθει πανικό και ουρλιάζοντας. Σε όσους έτρεξαν να μάθουν τι του είχε συμβεί, εξήγησε πως είχε δει μέσα στο δωμάτιό του τον ίδιο τον Πεταλά, όπως του τον είχαν περιγράψει και ότι χόρευε περιτριγυρισμένος από μερικές νεράιδες.
Μέσα σε λίγα χρόνια, το σπίτι του Πεταλά ρήμαξε. Τα έπιπλα είχαν καταστραφεί από τα πολλά χτυπήματα και τους εκσφενδονισμούς. Ολόκληρος ο ρουχισμός ήταν ξεσκισμένος και γεμάτος από τεράστιες ψαλιδιές σε κάθε είδους ύφασμα ή ρούχο.
Κάποτε, αγόρασαν καινούριο ύφασμα από έναν πλανόδιο πραματευτή, αφού προηγουμένως το είχαν ελέγξει προσεκτικά. Μόλις το έβαλαν στο σπίτι, είδαν έκπληκτοι καθώς το ξετύλιγαν, ότι είχε γεμίσει με κοψίματα και βρωμιές.
Καμιά φορά, έβλεπαν τα παπούτσια τους να κρέμονται απ’ το ταβάνι. Είχαν φτάσει στο οριακό σημείο να διπλοκλειδώνουν τα εναπομείναντα και λιγοστά τους αντικείμενα στο μπαούλο τους, για να τα σώσουν από την οργή του στοιχειωμένου τους σπιτιού. Παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να γλιτώσουν τίποτα.
Ένα βράδυ, ο παπάς του χωριού είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του, για να πιει λίγο νερό. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρό του, είδε στο μπακάλικο απέναντι να κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι ο Πεταλάς μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Ένα κατακόκκινο φως τους έλουζε, σαν να ήταν αίμα.
Όλοι οι χωριανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο δάσκαλος Πεταλάς είχε βρυκολακιάσει.
Μνημόσυνα, τρισάγια, λειτουργίες, ξόρκια και εξορκισμοί δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τον Βρυκόλακα της Βόνιτσας να ισοπεδώνει το ίδιο του το σπίτι.
Επιτέλους, ο Αρχιεπίσκοπος Μεσολογγίου κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτήν τη φρενήρη κατάσταση και κατάφερε να εξορκίσει τελικώς τα πονηρά δαιμόνια. Ποτέ κανείς δεν τον ξαναείδε και το χωριό ξαναγύρισε στην πρότερη ησυχία του.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Πάτρας “ΧΡΟΝΙΚΑ”, στις 05/09/1926…
Αρχικά, ακούγονταν μυστηριώδεις κρότοι. Έπειτα, διάφορα αντικείμενα εκσφενδονίζονταν με λύσσα και τα έπιπλα άλλαζαν θέση, κάνοντας φοβερό πάταγο. Υπήρχαν μέρες που τίποτα απολύτως δε βρισκόταν στην κανονική μεριά του και που πολλά αντικείμενα εξαφανίζονταν ή επανεμφανίζονταν αδικαιολόγητα. Το πάτωμα του σπιτιού γέμιζε με σπασμένα γυαλιά και διαλυμένα μικροαντικείμενα.
Τα μέλη της οικογένειας του Πεταλά είχε τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό, που κόντευαν να τρελαθούν. Συχνά, συγγενείς και φίλοι περνούσαν από το σπιτικό τους, για να τους ενθαρρύνουν. Αλλά, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με τα υπερφυσικά φαινόμενα που ταλαιπωρούσαν τους οικείους του δασκάλου, έτρεχαν να φύγουν μακριά.
Ο νέος δάσκαλος, που πήγε στο χωριό για να αναλάβει το σχολείο, πετάχτηκε μια νύχτα στο δρόμο, φορώντας μόνο τα απαραίτητα, έχοντας πάθει πανικό και ουρλιάζοντας. Σε όσους έτρεξαν να μάθουν τι του είχε συμβεί, εξήγησε πως είχε δει μέσα στο δωμάτιό του τον ίδιο τον Πεταλά, όπως του τον είχαν περιγράψει και ότι χόρευε περιτριγυρισμένος από μερικές νεράιδες.
Μέσα σε λίγα χρόνια, το σπίτι του Πεταλά ρήμαξε. Τα έπιπλα είχαν καταστραφεί από τα πολλά χτυπήματα και τους εκσφενδονισμούς. Ολόκληρος ο ρουχισμός ήταν ξεσκισμένος και γεμάτος από τεράστιες ψαλιδιές σε κάθε είδους ύφασμα ή ρούχο.
Κάποτε, αγόρασαν καινούριο ύφασμα από έναν πλανόδιο πραματευτή, αφού προηγουμένως το είχαν ελέγξει προσεκτικά. Μόλις το έβαλαν στο σπίτι, είδαν έκπληκτοι καθώς το ξετύλιγαν, ότι είχε γεμίσει με κοψίματα και βρωμιές.
Καμιά φορά, έβλεπαν τα παπούτσια τους να κρέμονται απ’ το ταβάνι. Είχαν φτάσει στο οριακό σημείο να διπλοκλειδώνουν τα εναπομείναντα και λιγοστά τους αντικείμενα στο μπαούλο τους, για να τα σώσουν από την οργή του στοιχειωμένου τους σπιτιού. Παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να γλιτώσουν τίποτα.
Ένα βράδυ, ο παπάς του χωριού είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του, για να πιει λίγο νερό. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρό του, είδε στο μπακάλικο απέναντι να κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι ο Πεταλάς μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Ένα κατακόκκινο φως τους έλουζε, σαν να ήταν αίμα.
Όλοι οι χωριανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο δάσκαλος Πεταλάς είχε βρυκολακιάσει.
Μνημόσυνα, τρισάγια, λειτουργίες, ξόρκια και εξορκισμοί δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τον Βρυκόλακα της Βόνιτσας να ισοπεδώνει το ίδιο του το σπίτι.
Επιτέλους, ο Αρχιεπίσκοπος Μεσολογγίου κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτήν τη φρενήρη κατάσταση και κατάφερε να εξορκίσει τελικώς τα πονηρά δαιμόνια. Ποτέ κανείς δεν τον ξαναείδε και το χωριό ξαναγύρισε στην πρότερη ησυχία του.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Πάτρας “ΧΡΟΝΙΚΑ”, στις 05/09/1926…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου