Ο Γάλλος ιατρός και βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort είχε
περιοδεύσει σε διάφορα μέρη, με βασικό μέλημά του τη συλλογή και
καταγραφή φυτών. Ο δρόμος του τον έφερε και
στην Ελλάδα την εποχή της Τουρκοκρατίας, από το 1700 μέχρι το 1702, όπου
κυρίως περιηγήθηκε στα νησιά των Κυκλάδων.
Στο βιβλίο του “Relation d’ un voyage du Levant”, που εκδόθηκε το 1717, διηγούνταν μια πολύ περίεργη ιστορία, που είχε συμβεί στη δική μας Μύκονο. Ο Tournefort υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας σκηνής εντελώς παράδοξης, όπου ένας ενταφιασμένος νεκρός επέστρεψε στον κόσμο των ζωντανών.
Ο βρυκόλακας αυτός, όσο ζούσε, ήταν ένας απλός χωρικός του νησιού, αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος από φυσικού του γκρινιάρης, αντιπαθητικός, φιλόνικος και πολύ εριστικός. Άγνωστο πώς και από ποιον, μια μέρα βρέθηκε σκοτωμένος σε μιαν εξοχή.
Δυο μέρες μετά την ταφή του, διαδόθηκε σ’ όλο το μικρό χωριό η φήμη ότι πολλοί τον είχαν δει τη νύχτα να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, ότι έμπαινε στα σπίτια κι αναποδογύριζε τα έπιπλα και ότι έσβηνε τα λυχνάρια τους, για να μένουν τα σπίτια τους μες στο σκοτάδι, που επιζητούσε η μαύρη του ψυχή.
Στην αρχή, οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού γελούσαν με την απίστευτη διάδοση. Σε λίγο καιρό, όμως, η κατάσταση έγινε ανυπόφορη, καθώς οι καταστροφές που πραγματοποιούσε ο βρυκόλακας πολλαπλασιάστηκαν και εντάθηκαν, επομένως πείσθηκαν όλοι για την βδελυρή του ύπαρξη.
Έτσι, τελέστηκαν λειτουργίες, λιτανείες και εξορκισμοί, αλλά η αγριότητα δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή. Τότε, οι προύχοντες της Μυκόνου, μαζί με τους παπάδες, έκαναν μεγάλο συμβούλιο και αποφάσισαν να αφήσουν να περάσουν τα εννιάμερα του μακαρίτη και τη δέκατη ημέρα πια, να κάνουν λειτουργία στην εκκλησία του νεκροταφείου. Σκοπός τους ήταν να εκδιωχθεί ο Διάβολος, που -όπως όλοι πίστευαν- είχε φωλιάσει στο σώμα του κακόψυχου χωρικού.
Μετά τη λειτουργία, λοιπόν, ξέθαψαν το πτώμα του, του άνοιξαν τα στήθη και του ξερίζωσαν την καρδιά. Το πτώμα ανέδυε μια οσμή σιχαμερή και για να την καταπολεμήσουν, έκαιγαν διαρκώς λιβάνι. Πολλοί ήταν οι παριστάμενοι, που ορκίζονταν πως είχαν δει μαύρο καπνό να βγαίνει από το κορμί του βρυκολακιασμένου και ότι το σώμα του ήταν ζεστό κι εύκαμπτο, ενώ το αίμα του είχε ένα ολοκάθαρο ροζ χρώμα.
Παρά τις διαμαρτυρίες του Joseph Pitton de Tournefort και της συντροφιάς του, οι Μυκονιάτες πήραν τη σκληρή απόφαση να κάψουν την καρδιά του. Έπειτα, ξανάθαψαν το κακοποιημένο πτώμα κι έφυγαν ήσυχοι από το νεκροταφείο.
Αλλά, ο βρυκόλακας εξακολουθούσε να εμφανίζεται και να βασανίζει τους άμοιρους νησιώτες. Οικογένειες ολόκληρες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και γύρευαν καταφύγιο στην εξοχή. Δε μιλούσαν για τίποτα άλλο, παρά μονάχα για τον βρυκόλακα και για την αγωνία τους να γλιτώσουν από εκείνο το καταραμένο πλάσμα της κόλασης.
Πρωί και βράδυ συγκροτούσαν εναγωνίως συμβούλια και πραγματοποιούσαν λιτανείες επί τρεις μέρες στη σειρά. Υποχρέωσαν τους παπάδες και τους καλόγερους να νηστεύουν και να τριγυρνούν στα σπίτια, ραντίζοντάς τα με αγιασμό. Όμως, τίποτα δεν άλλαξε κι έτσι, ο βρυκόλακας εξακολουθούσε να τους ταλαιπωρεί ανενόχλητος.
Μα, μια μέρα, την ώρα που οι παπάδες, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, έψελναν και πάλι ευχές πάνω από τον τάφο του βρυκόλακα, που τον ξέθαβαν κάθε τρεις και λίγο κι έμπηγαν στο σώμα του σπαθιά, ένας Αλβανός γύρισε και τους είπε: “Δε βλέπετε, ανόητοι άνθρωποι, ότι τα σπαθιά σας σχηματίζουν στη λαβή τους τον σταυρό; Αυτός ο σταυρός εμποδίζει τον Διάβολο να βγει από το σώμα του βρυκολακιασμένου. Πρέπει να μεταχειριστείτε καλύτερα τα τουρκικά σπαθιά”.
Έτσι κι έκαναν και κατάφεραν να γλιτώσουν από τον βρυκόλακα, που είχε διαλύσει την ηρεμία και τη γαλήνη των κατοίκων του πανέμορφου αυτού κυκλαδίτικου νησιού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 08/10/1931…
Στο βιβλίο του “Relation d’ un voyage du Levant”, που εκδόθηκε το 1717, διηγούνταν μια πολύ περίεργη ιστορία, που είχε συμβεί στη δική μας Μύκονο. Ο Tournefort υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας σκηνής εντελώς παράδοξης, όπου ένας ενταφιασμένος νεκρός επέστρεψε στον κόσμο των ζωντανών.
Ο βρυκόλακας αυτός, όσο ζούσε, ήταν ένας απλός χωρικός του νησιού, αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος από φυσικού του γκρινιάρης, αντιπαθητικός, φιλόνικος και πολύ εριστικός. Άγνωστο πώς και από ποιον, μια μέρα βρέθηκε σκοτωμένος σε μιαν εξοχή.
Δυο μέρες μετά την ταφή του, διαδόθηκε σ’ όλο το μικρό χωριό η φήμη ότι πολλοί τον είχαν δει τη νύχτα να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, ότι έμπαινε στα σπίτια κι αναποδογύριζε τα έπιπλα και ότι έσβηνε τα λυχνάρια τους, για να μένουν τα σπίτια τους μες στο σκοτάδι, που επιζητούσε η μαύρη του ψυχή.
Στην αρχή, οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού γελούσαν με την απίστευτη διάδοση. Σε λίγο καιρό, όμως, η κατάσταση έγινε ανυπόφορη, καθώς οι καταστροφές που πραγματοποιούσε ο βρυκόλακας πολλαπλασιάστηκαν και εντάθηκαν, επομένως πείσθηκαν όλοι για την βδελυρή του ύπαρξη.
Έτσι, τελέστηκαν λειτουργίες, λιτανείες και εξορκισμοί, αλλά η αγριότητα δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή. Τότε, οι προύχοντες της Μυκόνου, μαζί με τους παπάδες, έκαναν μεγάλο συμβούλιο και αποφάσισαν να αφήσουν να περάσουν τα εννιάμερα του μακαρίτη και τη δέκατη ημέρα πια, να κάνουν λειτουργία στην εκκλησία του νεκροταφείου. Σκοπός τους ήταν να εκδιωχθεί ο Διάβολος, που -όπως όλοι πίστευαν- είχε φωλιάσει στο σώμα του κακόψυχου χωρικού.
Μετά τη λειτουργία, λοιπόν, ξέθαψαν το πτώμα του, του άνοιξαν τα στήθη και του ξερίζωσαν την καρδιά. Το πτώμα ανέδυε μια οσμή σιχαμερή και για να την καταπολεμήσουν, έκαιγαν διαρκώς λιβάνι. Πολλοί ήταν οι παριστάμενοι, που ορκίζονταν πως είχαν δει μαύρο καπνό να βγαίνει από το κορμί του βρυκολακιασμένου και ότι το σώμα του ήταν ζεστό κι εύκαμπτο, ενώ το αίμα του είχε ένα ολοκάθαρο ροζ χρώμα.
Παρά τις διαμαρτυρίες του Joseph Pitton de Tournefort και της συντροφιάς του, οι Μυκονιάτες πήραν τη σκληρή απόφαση να κάψουν την καρδιά του. Έπειτα, ξανάθαψαν το κακοποιημένο πτώμα κι έφυγαν ήσυχοι από το νεκροταφείο.
Αλλά, ο βρυκόλακας εξακολουθούσε να εμφανίζεται και να βασανίζει τους άμοιρους νησιώτες. Οικογένειες ολόκληρες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και γύρευαν καταφύγιο στην εξοχή. Δε μιλούσαν για τίποτα άλλο, παρά μονάχα για τον βρυκόλακα και για την αγωνία τους να γλιτώσουν από εκείνο το καταραμένο πλάσμα της κόλασης.
Πρωί και βράδυ συγκροτούσαν εναγωνίως συμβούλια και πραγματοποιούσαν λιτανείες επί τρεις μέρες στη σειρά. Υποχρέωσαν τους παπάδες και τους καλόγερους να νηστεύουν και να τριγυρνούν στα σπίτια, ραντίζοντάς τα με αγιασμό. Όμως, τίποτα δεν άλλαξε κι έτσι, ο βρυκόλακας εξακολουθούσε να τους ταλαιπωρεί ανενόχλητος.
Μα, μια μέρα, την ώρα που οι παπάδες, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, έψελναν και πάλι ευχές πάνω από τον τάφο του βρυκόλακα, που τον ξέθαβαν κάθε τρεις και λίγο κι έμπηγαν στο σώμα του σπαθιά, ένας Αλβανός γύρισε και τους είπε: “Δε βλέπετε, ανόητοι άνθρωποι, ότι τα σπαθιά σας σχηματίζουν στη λαβή τους τον σταυρό; Αυτός ο σταυρός εμποδίζει τον Διάβολο να βγει από το σώμα του βρυκολακιασμένου. Πρέπει να μεταχειριστείτε καλύτερα τα τουρκικά σπαθιά”.
Έτσι κι έκαναν και κατάφεραν να γλιτώσουν από τον βρυκόλακα, που είχε διαλύσει την ηρεμία και τη γαλήνη των κατοίκων του πανέμορφου αυτού κυκλαδίτικου νησιού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 08/10/1931…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου