“Βέρος” λεγόταν στην Κρήτη, από την εποχή των Ενετών, ο στοιχειωμένος
θησαυρός. Κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει κρυμμένο θησαυρό, αν τον
έβρισκε τυχαία, γιατί φοβόταν το στοιχειό του θησαυρού, το οποίο θα τον
θανάτωνε πάνω στον χρόνο.
Οι Κρητικοί φαντάζονταν το στοιχειό των κρυμμένων θησαυρών σαν έναν τεράστιο μαύρο άνθρωπο. Μια φορά, ένα παιδί ανακάλυψε έναν τέτοιον “βέρο” εκεί που έσκαβε κι έσκυψε και τον πήρε. Αλλά, αμέσως πετάχτηκε από τον λάκκο ένα μεγάλο κατάμαυρο δαιμόνιο, τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και στα πλευρά κι έτσι το παιδάκι πέθανε σε τέσσερις ημέρες. Μάλιστα, πάνω στο κορμάκι του φαίνονταν καθαρά οι δαχτυλιές από τα τεράστια χέρια του στοιχειού.
Έλεγαν, επίσης, πως όποιος έβρισκε τέτοιον θησαυρό, για να μην τον πειράξει το στοιχειό, θα έπρεπε να δέσει μια μαύρη αγελάδα στην κασέλα του θησαυρού κι έπειτα να τη χτυπήσει, ώστε το δαιμόνιο να θύμωνε με το αγαθό πλάσμα και να μην πειράξει άνθρωπο.
Φαίνεται πως τη δεισιδαιμονία αυτή την είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, γιατί όταν έκρυβαν τους θησαυρούς τους, τους αφιέρωναν σε μια υποχθόνια θεότητα να τους φυλάει. Στην επαρχία Κισσάμου των Χανίων, βρέθηκε το 1890 μια τέτοια πλάκα πάνω σ’ ένα άγαλμα, που έφερε την εξής επιγραφή:
“Παραδίδομαι σε όλους τους καταχθόνιους θεούς, για να με φυλάξουν. Τον Πλούτωνα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και τις Ερινύες. Εάν κάποιος με πάρει από εδώ ή με μετακινήσει ο ίδιος ή βάλει κάποιον άλλον να το κάνει, ούτε γη βατή να μην τον δεχτεί, ούτε θάλασσα πλωτή να τον χωρέσει, αλλά να χαθεί, να αφανιστεί οικογενειακώς. Όλα τα κακά να τα δοκιμάσει. Φρίκη και πυρετός τριταίος και τεταρταίος να τον ταράξει και γλώσσα πυρός και μόλυβδος αναμμένος να τον κάψει. Όσα κακά κι ολέθρια υπάρχουν στον κόσμο, όλα σ’ αυτόν να πέσουν, σ’ αυτόν που θα τολμήσει από τούτο το Ηρώο να με μετακινήσει ή να αφαιρέσει έστω και το παραμικρό”.
Ακόμα, σε μέρος όπου είχε βρεθεί θησαυρός, οι αλαφροΐσκιωτοι λυράρηδες πήγαιναν να μάθουν λύρα από τις νεράιδες και τους διαβόλους, που τριγυρνούσαν εκεί τις νύχτες. Αν εξαφανιζόταν ο θησαυρός, χανόταν μια για πάντα και το τεράστιο μαύρο δαιμόνιο. Τότε, ένας αλαφροΐσκιωτος λυράρης πήγαινε εκεί τα μεσάνυχτα, έφερνε έναν γύρο τον λάκκο και στη μέση του έστηνε έναν σταυρό. Κατόπιν, καθόταν ήρεμα κι έπαιζε τη λύρα του. Σε λίγο, κατέφταναν, μέσα σε μουσικές, οι νεράιδες και οι διάβολοι από τα φαράγγια κι έπιαναν τον χορό. Ο λυράρης άκουγε προσεχτικά τα όργανα των ξωτικών και προσπαθούσε να παίξει όπως εκείνα, ταίριαζε, λοιπόν, το όργανό του σύμφωνα μα τα όργανα των δαιμόνων κι έτσι μάθαινε να παίζει λύρα, που να μαγεύει τον κόσμο.
Έπρεπε, όμως, να έχει τον νου του να μη μιλήσει, γιατί τα δαιμόνια θα του έκλεβαν τη λαλιά. Ακόμη, δεν έπρεπε να βγάλει το πόδι του έξω από τον κύκλο, γιατί θα του το ξέραιναν οι διάβολοι, οι “μισεροί”. Οι λυράρηδες, που μάθαιναν την τέχνη τους από τα δαιμόνια, γίνονταν και οι ίδιοι στο τέλος “μισεροί” και για τούτο, στην Κρήτη, κάθε καλό λυράρη τον αποκαλούν “μισερό”.
Άλλοτε, τα στοιχειά που προστάτευαν τους θησαυρούς, παρουσιάζονταν ως γέροι, βόδια, μαύροι σκύλοι ή γάτες. Πολύ παλιά, οι άνθρωποι που έκρυβαν τους θησαυρούς τους σε τόπους μυστικούς κι απομονωμένους, για να τους ασφαλίσουν καλύτερα, έκαναν μάγια και έδεναν τα στοιχειά, για να τους φυλάξουν. Έλεγαν, μάλιστα, ότι πάνω στον θησαυρό, θυσίαζαν κάποιο ζώο ή ακόμα και άνθρωπο. Κατόπιν, έκαναν εξορκισμούς και ο θησαυρός στοίχειωνε.
Σύμφωνα με την παράδοση, για να βρει κάποιος έναν θησαυρό, θα έπρεπε να τον ονειρευτεί τρεις φορές και να πάει να τον ξεθάψει, χωρίς να το μαρτυρήσει σε κανέναν. Αν το φανέρωνε, ο θησαυρός του θα γινόταν κάρβουνο. Άλλοι, πάλι, έσφαζαν ένα ζώο πάνω στο σημείο, όπου είχαν ονειρευτεί τον θησαυρό, για να τον ξεστοιχειώσουν. Οι θησαυροί ήταν πάντα φυλαγμένοι είτε μέσα σε μεγάλα ασημένια δοχεία, είτε σε χρυσά ή χάλκινα καζάνια.
Σε μια σπηλιά της Κρήτης, στη Σπηλιά της Λάμιας, έλεγαν πως ήταν χωμένα ελάσματα χρυσού, ενώ μεγάλοι βράχοι είχαν καταπλακώσει τα σημεία, όπου ήταν θαμμένοι οι θησαυροί. Κοντά σ’ αυτό το σπήλαιο βρισκόταν κι ένα άλλο, μικρότερο, όπου οι χωρικοί είχαν πράγματι ανακαλύψει ένα μικροπίθαρο με ασημένια νομίσματα.
Ένας άλλος στοιχειωμένος θησαυρός βρισκόταν στον τρούλο της ερειπωμένης εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, παλιού Βυζαντινού ναού, σ’ ένα χωριό της Δυτικής Κρήτης. Κανένας, όμως, δεν τολμούσε να ρίξει τον τρούλο, γιατί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, θα πέθαινε αμέσως. Μάλιστα, στο ιερό της ίδιας εκκλησίας φημολογούνταν ότι υπήρχε ένα πηγάδι, μέσα στο οποίο κρέμονταν χρυσές καμπάνες. Μια φορά, μερικοί νέοι κατέβηκαν μέσα στο πηγάδι για να τις βγάλουν, μα τα στοιχειά όρμησαν κατά πάνω τους κι άρχισαν να τους τσιμπούν και να τους κόβουν το κρέας. Έτσι, αναγκάστηκαν να τις αφήσουν και να φύγουν τρέχοντας. Άλλη μια φορά ξανακατέβηκαν, μα το νερό έβρασε και κόχλασε και φούσκωσε τόσο, που παραλίγο να τους κάψει ζωντανούς. Από τότε, κανένας δεν ξαναπάτησε μέσα στο πηγάδι.
Μια φορά, ένας Κρητικός, καθώς έσκαβε στο χωράφι του, εντόπισε ένα καζάνι γιομάτο κάρβουνα. Κατάλαβε ευθύς ότι επρόκειτο για στοιχειωμένο θησαυρό. Πήρε, λοιπόν, τα κάρβουνα και τα σκόρπισε σ’ ένα σταυροδρόμι. Ένας καβαλάρης που περνούσε από εκεί, είδε τα κάρβουνα, ξεπέζεψε απ’ το άλογο κι έπιασε ένα κάρβουνο στα χέρια του, που έγινε αμέσως αστραφτερός χρυσός. Τότε, φανερώθηκε κι ο Κρητικός και του εξήγησε τα καθέκαστα. Πήγαν και οι δυο τους στον τόπο που ήταν το καζάνι, έριξε μέσα ο τυχερός το κάρβουνο που έγινε χρυσός και τότε, ξάφνου, όλα τα κάρβουνα μετατράπηκαν σε χρυσά φλουριά. Έτσι, τα μοίρασαν οι δυο τους σαν αδέρφια.
Ένας άλλος, μια φορά, βρήκε στο χωράφι του ένα χρυσό παιδί. Το έχωσε στο σακούλι γρήγορα και το πήρε σπίτι του. Τη νύχτα, σαν αποκοιμήθηκε, άκουσε φωνές και κλάματα, που έβγαιναν μέσα από το σακούλι: “Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες, γιατί δεν είμαι της τύχης σου και θα σε ξεκληρίσω”, φώναζε κι έσκουζε το χρυσό κοπέλι.
Έτσι, ο χωρικός κατατρομαγμένος, πήγε πίσω το παιδί και το απίθωσε εκεί που το είχε πρωτοβρεί. Μα, στο δρόμο ένιωθε παγωμένο όλο του το κορμί. Σαν επέστρεψε στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι του αποκαμωμένος και ούτε που ξανασηκώθηκε. Σε λίγες μέρες τον βρήκαν νεκρό.
Στο Μαλεβίζι, του Νομού Ηρακλείου, ένας χωρικός είχε δει στον ύπνο του τρεις φορές το ίδιο όνειρο. Ένας άντρας του φανερωνόταν και του ζητούσε επιτακτικά να πάει στο Σπήλαιο του Σάρχου, να φωνάξει τρεις φορές το στοιχειό του Μουσά και να πάρει το χρυσό αλέτρι και τον χρυσό ζυγό του αλετριού, που θα του έφερνε. Έτσι κι έκαμε. Μα, όταν του φανερώθηκε το φοβερό στοιχειό και του έφερε τον θησαυρό, εκείνος δείλιασε και δεν τα πήρε. Έτσι, από τον φόβο του, έχασε και την τύχη του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 24/04/1930…
Οι Κρητικοί φαντάζονταν το στοιχειό των κρυμμένων θησαυρών σαν έναν τεράστιο μαύρο άνθρωπο. Μια φορά, ένα παιδί ανακάλυψε έναν τέτοιον “βέρο” εκεί που έσκαβε κι έσκυψε και τον πήρε. Αλλά, αμέσως πετάχτηκε από τον λάκκο ένα μεγάλο κατάμαυρο δαιμόνιο, τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και στα πλευρά κι έτσι το παιδάκι πέθανε σε τέσσερις ημέρες. Μάλιστα, πάνω στο κορμάκι του φαίνονταν καθαρά οι δαχτυλιές από τα τεράστια χέρια του στοιχειού.
Έλεγαν, επίσης, πως όποιος έβρισκε τέτοιον θησαυρό, για να μην τον πειράξει το στοιχειό, θα έπρεπε να δέσει μια μαύρη αγελάδα στην κασέλα του θησαυρού κι έπειτα να τη χτυπήσει, ώστε το δαιμόνιο να θύμωνε με το αγαθό πλάσμα και να μην πειράξει άνθρωπο.
Φαίνεται πως τη δεισιδαιμονία αυτή την είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, γιατί όταν έκρυβαν τους θησαυρούς τους, τους αφιέρωναν σε μια υποχθόνια θεότητα να τους φυλάει. Στην επαρχία Κισσάμου των Χανίων, βρέθηκε το 1890 μια τέτοια πλάκα πάνω σ’ ένα άγαλμα, που έφερε την εξής επιγραφή:
“Παραδίδομαι σε όλους τους καταχθόνιους θεούς, για να με φυλάξουν. Τον Πλούτωνα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και τις Ερινύες. Εάν κάποιος με πάρει από εδώ ή με μετακινήσει ο ίδιος ή βάλει κάποιον άλλον να το κάνει, ούτε γη βατή να μην τον δεχτεί, ούτε θάλασσα πλωτή να τον χωρέσει, αλλά να χαθεί, να αφανιστεί οικογενειακώς. Όλα τα κακά να τα δοκιμάσει. Φρίκη και πυρετός τριταίος και τεταρταίος να τον ταράξει και γλώσσα πυρός και μόλυβδος αναμμένος να τον κάψει. Όσα κακά κι ολέθρια υπάρχουν στον κόσμο, όλα σ’ αυτόν να πέσουν, σ’ αυτόν που θα τολμήσει από τούτο το Ηρώο να με μετακινήσει ή να αφαιρέσει έστω και το παραμικρό”.
Ακόμα, σε μέρος όπου είχε βρεθεί θησαυρός, οι αλαφροΐσκιωτοι λυράρηδες πήγαιναν να μάθουν λύρα από τις νεράιδες και τους διαβόλους, που τριγυρνούσαν εκεί τις νύχτες. Αν εξαφανιζόταν ο θησαυρός, χανόταν μια για πάντα και το τεράστιο μαύρο δαιμόνιο. Τότε, ένας αλαφροΐσκιωτος λυράρης πήγαινε εκεί τα μεσάνυχτα, έφερνε έναν γύρο τον λάκκο και στη μέση του έστηνε έναν σταυρό. Κατόπιν, καθόταν ήρεμα κι έπαιζε τη λύρα του. Σε λίγο, κατέφταναν, μέσα σε μουσικές, οι νεράιδες και οι διάβολοι από τα φαράγγια κι έπιαναν τον χορό. Ο λυράρης άκουγε προσεχτικά τα όργανα των ξωτικών και προσπαθούσε να παίξει όπως εκείνα, ταίριαζε, λοιπόν, το όργανό του σύμφωνα μα τα όργανα των δαιμόνων κι έτσι μάθαινε να παίζει λύρα, που να μαγεύει τον κόσμο.
Έπρεπε, όμως, να έχει τον νου του να μη μιλήσει, γιατί τα δαιμόνια θα του έκλεβαν τη λαλιά. Ακόμη, δεν έπρεπε να βγάλει το πόδι του έξω από τον κύκλο, γιατί θα του το ξέραιναν οι διάβολοι, οι “μισεροί”. Οι λυράρηδες, που μάθαιναν την τέχνη τους από τα δαιμόνια, γίνονταν και οι ίδιοι στο τέλος “μισεροί” και για τούτο, στην Κρήτη, κάθε καλό λυράρη τον αποκαλούν “μισερό”.
Άλλοτε, τα στοιχειά που προστάτευαν τους θησαυρούς, παρουσιάζονταν ως γέροι, βόδια, μαύροι σκύλοι ή γάτες. Πολύ παλιά, οι άνθρωποι που έκρυβαν τους θησαυρούς τους σε τόπους μυστικούς κι απομονωμένους, για να τους ασφαλίσουν καλύτερα, έκαναν μάγια και έδεναν τα στοιχειά, για να τους φυλάξουν. Έλεγαν, μάλιστα, ότι πάνω στον θησαυρό, θυσίαζαν κάποιο ζώο ή ακόμα και άνθρωπο. Κατόπιν, έκαναν εξορκισμούς και ο θησαυρός στοίχειωνε.
Σύμφωνα με την παράδοση, για να βρει κάποιος έναν θησαυρό, θα έπρεπε να τον ονειρευτεί τρεις φορές και να πάει να τον ξεθάψει, χωρίς να το μαρτυρήσει σε κανέναν. Αν το φανέρωνε, ο θησαυρός του θα γινόταν κάρβουνο. Άλλοι, πάλι, έσφαζαν ένα ζώο πάνω στο σημείο, όπου είχαν ονειρευτεί τον θησαυρό, για να τον ξεστοιχειώσουν. Οι θησαυροί ήταν πάντα φυλαγμένοι είτε μέσα σε μεγάλα ασημένια δοχεία, είτε σε χρυσά ή χάλκινα καζάνια.
Σε μια σπηλιά της Κρήτης, στη Σπηλιά της Λάμιας, έλεγαν πως ήταν χωμένα ελάσματα χρυσού, ενώ μεγάλοι βράχοι είχαν καταπλακώσει τα σημεία, όπου ήταν θαμμένοι οι θησαυροί. Κοντά σ’ αυτό το σπήλαιο βρισκόταν κι ένα άλλο, μικρότερο, όπου οι χωρικοί είχαν πράγματι ανακαλύψει ένα μικροπίθαρο με ασημένια νομίσματα.
Ένας άλλος στοιχειωμένος θησαυρός βρισκόταν στον τρούλο της ερειπωμένης εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, παλιού Βυζαντινού ναού, σ’ ένα χωριό της Δυτικής Κρήτης. Κανένας, όμως, δεν τολμούσε να ρίξει τον τρούλο, γιατί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, θα πέθαινε αμέσως. Μάλιστα, στο ιερό της ίδιας εκκλησίας φημολογούνταν ότι υπήρχε ένα πηγάδι, μέσα στο οποίο κρέμονταν χρυσές καμπάνες. Μια φορά, μερικοί νέοι κατέβηκαν μέσα στο πηγάδι για να τις βγάλουν, μα τα στοιχειά όρμησαν κατά πάνω τους κι άρχισαν να τους τσιμπούν και να τους κόβουν το κρέας. Έτσι, αναγκάστηκαν να τις αφήσουν και να φύγουν τρέχοντας. Άλλη μια φορά ξανακατέβηκαν, μα το νερό έβρασε και κόχλασε και φούσκωσε τόσο, που παραλίγο να τους κάψει ζωντανούς. Από τότε, κανένας δεν ξαναπάτησε μέσα στο πηγάδι.
Μια φορά, ένας Κρητικός, καθώς έσκαβε στο χωράφι του, εντόπισε ένα καζάνι γιομάτο κάρβουνα. Κατάλαβε ευθύς ότι επρόκειτο για στοιχειωμένο θησαυρό. Πήρε, λοιπόν, τα κάρβουνα και τα σκόρπισε σ’ ένα σταυροδρόμι. Ένας καβαλάρης που περνούσε από εκεί, είδε τα κάρβουνα, ξεπέζεψε απ’ το άλογο κι έπιασε ένα κάρβουνο στα χέρια του, που έγινε αμέσως αστραφτερός χρυσός. Τότε, φανερώθηκε κι ο Κρητικός και του εξήγησε τα καθέκαστα. Πήγαν και οι δυο τους στον τόπο που ήταν το καζάνι, έριξε μέσα ο τυχερός το κάρβουνο που έγινε χρυσός και τότε, ξάφνου, όλα τα κάρβουνα μετατράπηκαν σε χρυσά φλουριά. Έτσι, τα μοίρασαν οι δυο τους σαν αδέρφια.
Ένας άλλος, μια φορά, βρήκε στο χωράφι του ένα χρυσό παιδί. Το έχωσε στο σακούλι γρήγορα και το πήρε σπίτι του. Τη νύχτα, σαν αποκοιμήθηκε, άκουσε φωνές και κλάματα, που έβγαιναν μέσα από το σακούλι: “Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες, γιατί δεν είμαι της τύχης σου και θα σε ξεκληρίσω”, φώναζε κι έσκουζε το χρυσό κοπέλι.
Έτσι, ο χωρικός κατατρομαγμένος, πήγε πίσω το παιδί και το απίθωσε εκεί που το είχε πρωτοβρεί. Μα, στο δρόμο ένιωθε παγωμένο όλο του το κορμί. Σαν επέστρεψε στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι του αποκαμωμένος και ούτε που ξανασηκώθηκε. Σε λίγες μέρες τον βρήκαν νεκρό.
Στο Μαλεβίζι, του Νομού Ηρακλείου, ένας χωρικός είχε δει στον ύπνο του τρεις φορές το ίδιο όνειρο. Ένας άντρας του φανερωνόταν και του ζητούσε επιτακτικά να πάει στο Σπήλαιο του Σάρχου, να φωνάξει τρεις φορές το στοιχειό του Μουσά και να πάρει το χρυσό αλέτρι και τον χρυσό ζυγό του αλετριού, που θα του έφερνε. Έτσι κι έκαμε. Μα, όταν του φανερώθηκε το φοβερό στοιχειό και του έφερε τον θησαυρό, εκείνος δείλιασε και δεν τα πήρε. Έτσι, από τον φόβο του, έχασε και την τύχη του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 24/04/1930…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου