Στις 17 Ιανουαρίου του 1944, γεννήθηκε στο Νέο Δελχί της Ινδίας η
Σαντί Ντεβί, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, που όμως από την ηλικία των τριών
ετών άρχισε να μιλάει με τρόπο ακατάληπτο και συνάμα αποκαλυπτικό.
Ισχυριζόταν ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Ανέντ και όχι Σαντί, ότι κατοικούσε στη Μούτρα και ότι ήταν παντρεμένη με τον Μουσουλμάνο Αχμέτ Λουγκντί, έμπορο υφασμάτων.
Τα λόγια αυτά της μικρής ήταν τελείως ακατανόητα για τους γονείς της και είχαν προκαλέσει την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους σχετικά με την ψυχική υγεία της κορούλας τους. Είχαν πεισθεί πως το παιδί τους ήταν διαταραγμένο.
Στην ηλικία των επτά ετών, η Σαντί ξεκίνησε να προσεύχεται σύμφωνα με τα μουσουλμανικά ήθη, παρόλο που της ήταν εντελώς άγνωστος ο τρόπος, καθώς οι γονείς της και οι οικείοι της ήταν Ινδουιστές. Παράλληλα, αναζητούσε με πάθος και επιμονή τον Αχμέτ Λουγκντί, επειδή ένιωθε, όπως έλεγε, νοσταλγία για τον σύζυγό της.
Αναστατωμένοι στο έπακρο οι γονείς της, έσπευσαν να καλέσουν έναν Βραχμάνο γιατρό, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και γνώστης της θεωρίας της μετενσάρκωσης.
Ο γιατρός, υποψιαζόμενος κάτι ασυνήθιστο, συνέστησε στους γονείς της να μην κλείσουν τη Σαντί σε ψυχιατρείο, αλλά να τη στείλουν στο Μπενάρες, όπου εκεί καθηγητές του πανεπιστημίου θα την έθεταν υπό παρακολούθηση.
Έτσι κι έγινε. Οι καθηγητές αποφάνθηκαν ότι το κορίτσι δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ από τους γονείς της και ότι πράγματι, ύστερα από έρευνες, στη Μούτρα υπήρχε ένας έμπορος υφασμάτων με το όνομα Αχμέτ Λουγκντί, που όμως είχε μείνει χήρος από τις 25 Οκτωβρίου του 1928. Η γυναίκα του, που είχε πεθάνει από ισχυρό πυρετό, ονομαζόταν Ανέντ!
Έπειτα από αυτές τις συνταρακτικές εξακριβώσεις, μια επιτροπή γιατρών από το Νέο Δελχί εξουσιοδοτήθηκε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα, προκειμένου να έχουν μια αδιάσειστη απόδειξη, για το αν η περίπτωση της Σαντί ήταν αληθινό φαινόμενο μετενσάρκωσης ή όχι.
Ύστερα από μεσολάβηση του ίδιου του Ινδού πρωθυπουργού, Παντίτ Νεχρού και με έξοδα της κυβέρνησης, μεταφέρθηκε από τη μακρινή Μούτρα στο Νέο Δελχί ο έμπορος Αχμέτ Λουγκντί. Μαζί με άλλους 15 άντρες που στρατολογήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, οδηγήθηκαν όλοι μαζί σε μια αίθουσα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καθηγητές για να παρακολουθήσουν το καταπληκτικό πείραμα.
Σε λίγο, η Σαντί, που για όλο εκείνο το χρονικό διάστημα παρέμενε κοντά στους καθηγητές, στενότατα παρακολουθούμενη, μπήκε στην αίθουσα του πειράματος. Με την πρώτη ματιά, ανάμεσα σε τόσους άντρες, αναγνώρισε τον Αχμέτ και έτρεξε κοντά του, γεμάτη χαρά και συγκίνηση.
Η Σαντί άρπαξε τρυφερά από το μπράτσο τον πενηντάρη Μουσουλμάνο Αχμέτ και του είπε γλυκά: “Να, εδώ είσαι! Σε αναγνώρισα!”. Κατάπληκτος και συγκινημένος ο Αχμέτ, διαβεβαίωσε τους πανεπιστημιακούς ότι η φωνή του κοριτσιού ήταν η φωνή της πεθαμένης από χρόνια γυναίκας του.
Αμέσως, ξεκίνησε ανάμεσα στους δυο τους μια συζήτηση που μόνο άνθρωποι που έχουν ζήσει μαζί, μπορούσαν να κάνουν. Τα μέλη της επιτροπής των καθηγητών παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι τη συζήτηση, βέβαιοι ότι το πείραμά τους ήταν κατοχυρωμένο από κάθε απάτη.
Την επόμενη ημέρα, η Σαντί μεταφέρθηκε στη Μούτρα, χωριστά από τον Αχμέτ κι εκεί την άφησαν στη μεγάλη πλατεία της πόλης, για να δουν τι θα έκανε. Η Σαντί, χωρίς καμιά χρονοτριβή και με μεγάλη αποφασιστικότητα, πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο κατάστημα του εμπόρου Αχμέτ, χαιρετώντας με τα ονόματά τους όσους πριν από 25 χρόνια κατοικούσαν εκεί.
Μάλιστα, όταν μπήκε στο σπίτι του Αχμέτ, έτρεξε να χαιρετήσει και έναν ηλικιωμένο άντρα, που αμέσως αναγνώρισε ως πεθερό της και τον προσφώνησε με το όνομά του.
Οι καθηγητές διαφόρων Πανεπιστημίων της Ινδίας, που μελέτησαν τη μοναδική στα παγκόσμια χρονικά περίπτωση της Σαντί, συνέταξαν λεπτομερή έκθεση των αποκαλυπτικών αυτών γεγονότων και την απέστειλαν σε ξένα Πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, με το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο γεγονός κατοχύρωνε οριστικά την πραγματικότητα της μετενσάρκωσης!
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 18/03/1953…
Ισχυριζόταν ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Ανέντ και όχι Σαντί, ότι κατοικούσε στη Μούτρα και ότι ήταν παντρεμένη με τον Μουσουλμάνο Αχμέτ Λουγκντί, έμπορο υφασμάτων.
Τα λόγια αυτά της μικρής ήταν τελείως ακατανόητα για τους γονείς της και είχαν προκαλέσει την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους σχετικά με την ψυχική υγεία της κορούλας τους. Είχαν πεισθεί πως το παιδί τους ήταν διαταραγμένο.
Στην ηλικία των επτά ετών, η Σαντί ξεκίνησε να προσεύχεται σύμφωνα με τα μουσουλμανικά ήθη, παρόλο που της ήταν εντελώς άγνωστος ο τρόπος, καθώς οι γονείς της και οι οικείοι της ήταν Ινδουιστές. Παράλληλα, αναζητούσε με πάθος και επιμονή τον Αχμέτ Λουγκντί, επειδή ένιωθε, όπως έλεγε, νοσταλγία για τον σύζυγό της.
Αναστατωμένοι στο έπακρο οι γονείς της, έσπευσαν να καλέσουν έναν Βραχμάνο γιατρό, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και γνώστης της θεωρίας της μετενσάρκωσης.
Ο γιατρός, υποψιαζόμενος κάτι ασυνήθιστο, συνέστησε στους γονείς της να μην κλείσουν τη Σαντί σε ψυχιατρείο, αλλά να τη στείλουν στο Μπενάρες, όπου εκεί καθηγητές του πανεπιστημίου θα την έθεταν υπό παρακολούθηση.
Έτσι κι έγινε. Οι καθηγητές αποφάνθηκαν ότι το κορίτσι δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ από τους γονείς της και ότι πράγματι, ύστερα από έρευνες, στη Μούτρα υπήρχε ένας έμπορος υφασμάτων με το όνομα Αχμέτ Λουγκντί, που όμως είχε μείνει χήρος από τις 25 Οκτωβρίου του 1928. Η γυναίκα του, που είχε πεθάνει από ισχυρό πυρετό, ονομαζόταν Ανέντ!
Έπειτα από αυτές τις συνταρακτικές εξακριβώσεις, μια επιτροπή γιατρών από το Νέο Δελχί εξουσιοδοτήθηκε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα, προκειμένου να έχουν μια αδιάσειστη απόδειξη, για το αν η περίπτωση της Σαντί ήταν αληθινό φαινόμενο μετενσάρκωσης ή όχι.
Ύστερα από μεσολάβηση του ίδιου του Ινδού πρωθυπουργού, Παντίτ Νεχρού και με έξοδα της κυβέρνησης, μεταφέρθηκε από τη μακρινή Μούτρα στο Νέο Δελχί ο έμπορος Αχμέτ Λουγκντί. Μαζί με άλλους 15 άντρες που στρατολογήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, οδηγήθηκαν όλοι μαζί σε μια αίθουσα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καθηγητές για να παρακολουθήσουν το καταπληκτικό πείραμα.
Σε λίγο, η Σαντί, που για όλο εκείνο το χρονικό διάστημα παρέμενε κοντά στους καθηγητές, στενότατα παρακολουθούμενη, μπήκε στην αίθουσα του πειράματος. Με την πρώτη ματιά, ανάμεσα σε τόσους άντρες, αναγνώρισε τον Αχμέτ και έτρεξε κοντά του, γεμάτη χαρά και συγκίνηση.
Η Σαντί άρπαξε τρυφερά από το μπράτσο τον πενηντάρη Μουσουλμάνο Αχμέτ και του είπε γλυκά: “Να, εδώ είσαι! Σε αναγνώρισα!”. Κατάπληκτος και συγκινημένος ο Αχμέτ, διαβεβαίωσε τους πανεπιστημιακούς ότι η φωνή του κοριτσιού ήταν η φωνή της πεθαμένης από χρόνια γυναίκας του.
Αμέσως, ξεκίνησε ανάμεσα στους δυο τους μια συζήτηση που μόνο άνθρωποι που έχουν ζήσει μαζί, μπορούσαν να κάνουν. Τα μέλη της επιτροπής των καθηγητών παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι τη συζήτηση, βέβαιοι ότι το πείραμά τους ήταν κατοχυρωμένο από κάθε απάτη.
Την επόμενη ημέρα, η Σαντί μεταφέρθηκε στη Μούτρα, χωριστά από τον Αχμέτ κι εκεί την άφησαν στη μεγάλη πλατεία της πόλης, για να δουν τι θα έκανε. Η Σαντί, χωρίς καμιά χρονοτριβή και με μεγάλη αποφασιστικότητα, πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο κατάστημα του εμπόρου Αχμέτ, χαιρετώντας με τα ονόματά τους όσους πριν από 25 χρόνια κατοικούσαν εκεί.
Μάλιστα, όταν μπήκε στο σπίτι του Αχμέτ, έτρεξε να χαιρετήσει και έναν ηλικιωμένο άντρα, που αμέσως αναγνώρισε ως πεθερό της και τον προσφώνησε με το όνομά του.
Οι καθηγητές διαφόρων Πανεπιστημίων της Ινδίας, που μελέτησαν τη μοναδική στα παγκόσμια χρονικά περίπτωση της Σαντί, συνέταξαν λεπτομερή έκθεση των αποκαλυπτικών αυτών γεγονότων και την απέστειλαν σε ξένα Πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, με το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο γεγονός κατοχύρωνε οριστικά την πραγματικότητα της μετενσάρκωσης!
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 18/03/1953…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου