Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Σούνιο γίνεται από τον Όμηρο, που το
αποκαλούσε «Σούνιον ιερόν» (Οδύσσεια ). Συγκεκριμένα αναφέρει πως εκεί ο
Μενέλαος στο ταξίδι της επιστροφής από την Τροία, σταμάτησε για να
θάψει τον καπετάνιο του πλοίου του τον Φρόντη. Μαρτυρίες δίνουν επίσης
οι Σοφοκλής (Αίας 1235), Ευριπίδης (Κύκλωπες 292), Παυσανίας (Ι, 1) και
Βιτρούβιος (IV 7).
Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε το ιερό πολύ, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν τρεις εξ αυτών που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνη τη περίοδο, φαίνεται, κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα..
Όμως ο υπό κατασκευή αυτός ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα, προσωρινά για να καλύπτει τις ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό του Ποσειδώνα.
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ .
Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ, ανά 20 μέτρα, το τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους.
Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, η οποία όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 263 π.Χ. η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε σε επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά έπεσε το οχυρό και μια μακεδονική φρουρά ξαναεγκαταστάθηκε εκεί.
Οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το φρούριο το 229 π.Χ. όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν χίλιοι επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου.
Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).
Ο ναός του Ποσειδώνα κατασκευάστηκε από μάρμαρο της Αγριλέζας Λαυρίου, 4 χλμ. βόρεια από το ακρωτήριο του Σουνίου, όπου σώζονται σε καλή κατάσταση τόσα τα λατομεία, από τα οποία εξορύχθηκε το μάρμαρο για την οικοδόμηση του ναού, όσο και η αρχαία οδός μεταφοράς τους προς το ακρωτήριο του Σουνίου.[3]
Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.Χ στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260 π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον Άρατο το 229 π.Χ.
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[6] ως μέλος αρχικά της Λεοντίδας φυλής, συμμετείχε με 4 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη (307/306 – 224/223 π.Χ.) και την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν με 6 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) ο δήμος εντάχθηκε στην Ατταλίδα φυλή, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.
Ο δημότης του αρχαίου Σουνίου ονομαζόταν Σουνιεύς. Ο δήμος ήταν γνωστός για τον ναό της Σουνίας Αθηνάς, ο οποίος βρισκόταν στην κορυφή του ακρωτηρίου του Σουνίου. Η λατρεία της θεάς πηγαίνει πίσω ως την γεωμετρική εποχή, όταν στήθηκαν κολοσσιαία αγάλματα κουρών, εκ των οποίων το παλαιότερο, από το 600 π.Χ., είναι ύψους τρίων μέτρων.
Ένας πρώτος ναός, ο οποίος κατασκευάστηκε στην αρχαϊκή εποχή, καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ανακατασκευάστηκε ξανά, στα μέσα του πέμπτου αιώνα π.Χ., με θέα τη θάλασσα, διακοσμημένος με ντόπιο μάρμαρο, που έφερε περίτεχνες σκηνές από τις Κενταυρομαχίες, μεταξύ Κενταύρων και Λαπιθών και από τις Γιγαντομαχίες.
Λίγο πιο βόρεια, πάνω σε μικρό λόφο, υπήρχαν δύο ναοί, οι οποίοι κατασκευάστηκαν τον πέμπτο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένοι στον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν ο θεός, ο οποίος λατρευόταν κυρίως στην περιοχή αυτή και μάλιστα ο Αριστοφάνης τον αποκαλούσε ως «Σουνιάρατον» και «Σουνιέρακον».
Κάθε τέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των εορτών Ποσειδείων, τον μήνα Ποσειδεώνα, πραγματοποιούνταν ναυτικοί αγώνες γύρω από το ακρωτήριο.[12][1][13][14][15] Υπήρχαν και άλλες θρησκευτικές δομές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν «Ηράκλειον» και βωμός προς τιμήν του Φρόντιδος, γιου του Ονήτορα και πηδαλιούχου του Μενέλαου, τον οποίον κατακεραύνωσε ο Απόλλωνας κατά την επιστροφή του από την Τρωάδα, ενώ παρέπλεε το ακρωτήριο του Σουνίου.
Στον δήμο περιλαμβανόταν επίσης η περιοχή των ορυχείων του Λαυρίου, όπου υπήρχαν καμίνια και εργαστήρια, μερικά από τα οποία ήταν οχυρωμένα. Τα μεταλλεία αργύρου, στο Λαύριο, στα οποία την εποχή της ακμής τους εργάζονταν περίπου 20.000 άνθρωποι, με ετήσια παραγωγή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα 100 ταλάντων (100 τάλαντα Χ 60 μνες Χ 100 δραχμές = 600.000 : 10 = 60.000 πολίτες), από την οποία παραγωγή διενέμοντο σε κάθε πολίτη της αρχαίας Αθήνας 10 δραχμές και τα οποία μεταλλεία συνέβαλαν σημαντικά στην ευημερία του τόπου, η οποία έγινε παροιμιώδης. Ωστόσο, τον πρώτο αιώνα π.Χ., η περιοχή ήταν σε υποβαθμισμένη κατάσταση.
Το σύνολο της επικράτειας του δήμου οχυρώθηκε το 413 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και εθεωρείτο ως ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια της Αττικής. Τον 19ο αιώνα ο κύκλος των τειχών ήταν ακόμη ορατός σε ορισμένα σημεία και αποδείκνυε ότι τα τείχη, ενισχυμένα με τετράγωνους πύργους, ήταν από τα πιο καλοφτιαγμένα στην περιοχή.
Σύμφωνα με παλαιότερους ερευνητές το Σούνιο, λόγω του ισχυρού οχυρού του, ήταν η πρωτεύουσα, ως ακρόπολη, ολόκληρης της ανατολικής έκτασης της Παραλίας.
Η κατοίκηση της περιοχής του Σουνίου συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν την κλασική εποχή. Την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή έως σήμερα επιβεβαιώνουν, διάφορα σωζόμενα κατάλοιπα.
Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Σουνίου, όπως ο στρατηγός Βάκχιος ο Σουνιεύς, ο Γνιφωνίδης ο Σουνιεύς, ο βουλευτής Γοργίας ο Σουνιεύς γιος του Ηρακλείδου, ο Δάμων ο Σουνιεύς γιος του Σίμου, ο βουλευτής Δημοσθένης ο Σουνιεύς γιος του Δημοσθένους, ο βουλευτής Διονυσίφιλος ο Σουνιεύς γιος του Θουγείτωνος, ο Διοφάνης ο Σουνιεύς γιος του Διοπείθους κ.α. Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:
Ηγήσιππος, γεννήθηκε στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ., (είχε ενταχθεί στον δήμο).
Βιβλιογραφία:
Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε το ιερό πολύ, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν τρεις εξ αυτών που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνη τη περίοδο, φαίνεται, κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα..
Όμως ο υπό κατασκευή αυτός ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα, προσωρινά για να καλύπτει τις ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό του Ποσειδώνα.
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ .
Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ, ανά 20 μέτρα, το τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους.
Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, η οποία όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 263 π.Χ. η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε σε επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά έπεσε το οχυρό και μια μακεδονική φρουρά ξαναεγκαταστάθηκε εκεί.
Οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το φρούριο το 229 π.Χ. όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν χίλιοι επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου.
Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).
Ο ναός του Ποσειδώνα κατασκευάστηκε από μάρμαρο της Αγριλέζας Λαυρίου, 4 χλμ. βόρεια από το ακρωτήριο του Σουνίου, όπου σώζονται σε καλή κατάσταση τόσα τα λατομεία, από τα οποία εξορύχθηκε το μάρμαρο για την οικοδόμηση του ναού, όσο και η αρχαία οδός μεταφοράς τους προς το ακρωτήριο του Σουνίου.[3]
Αρχαία πόλη
Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.Χ στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260 π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον Άρατο το 229 π.Χ.
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[6] ως μέλος αρχικά της Λεοντίδας φυλής, συμμετείχε με 4 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη (307/306 – 224/223 π.Χ.) και την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν με 6 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) ο δήμος εντάχθηκε στην Ατταλίδα φυλή, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.
Οι κάτοικοι του Σουνίου
Ο δημότης του αρχαίου Σουνίου ονομαζόταν Σουνιεύς. Ο δήμος ήταν γνωστός για τον ναό της Σουνίας Αθηνάς, ο οποίος βρισκόταν στην κορυφή του ακρωτηρίου του Σουνίου. Η λατρεία της θεάς πηγαίνει πίσω ως την γεωμετρική εποχή, όταν στήθηκαν κολοσσιαία αγάλματα κουρών, εκ των οποίων το παλαιότερο, από το 600 π.Χ., είναι ύψους τρίων μέτρων.
Ένας πρώτος ναός, ο οποίος κατασκευάστηκε στην αρχαϊκή εποχή, καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ανακατασκευάστηκε ξανά, στα μέσα του πέμπτου αιώνα π.Χ., με θέα τη θάλασσα, διακοσμημένος με ντόπιο μάρμαρο, που έφερε περίτεχνες σκηνές από τις Κενταυρομαχίες, μεταξύ Κενταύρων και Λαπιθών και από τις Γιγαντομαχίες.
Λίγο πιο βόρεια, πάνω σε μικρό λόφο, υπήρχαν δύο ναοί, οι οποίοι κατασκευάστηκαν τον πέμπτο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένοι στον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν ο θεός, ο οποίος λατρευόταν κυρίως στην περιοχή αυτή και μάλιστα ο Αριστοφάνης τον αποκαλούσε ως «Σουνιάρατον» και «Σουνιέρακον».
Κάθε τέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των εορτών Ποσειδείων, τον μήνα Ποσειδεώνα, πραγματοποιούνταν ναυτικοί αγώνες γύρω από το ακρωτήριο.[12][1][13][14][15] Υπήρχαν και άλλες θρησκευτικές δομές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν «Ηράκλειον» και βωμός προς τιμήν του Φρόντιδος, γιου του Ονήτορα και πηδαλιούχου του Μενέλαου, τον οποίον κατακεραύνωσε ο Απόλλωνας κατά την επιστροφή του από την Τρωάδα, ενώ παρέπλεε το ακρωτήριο του Σουνίου.
Στον δήμο περιλαμβανόταν επίσης η περιοχή των ορυχείων του Λαυρίου, όπου υπήρχαν καμίνια και εργαστήρια, μερικά από τα οποία ήταν οχυρωμένα. Τα μεταλλεία αργύρου, στο Λαύριο, στα οποία την εποχή της ακμής τους εργάζονταν περίπου 20.000 άνθρωποι, με ετήσια παραγωγή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα 100 ταλάντων (100 τάλαντα Χ 60 μνες Χ 100 δραχμές = 600.000 : 10 = 60.000 πολίτες), από την οποία παραγωγή διενέμοντο σε κάθε πολίτη της αρχαίας Αθήνας 10 δραχμές και τα οποία μεταλλεία συνέβαλαν σημαντικά στην ευημερία του τόπου, η οποία έγινε παροιμιώδης. Ωστόσο, τον πρώτο αιώνα π.Χ., η περιοχή ήταν σε υποβαθμισμένη κατάσταση.
Φρούριο του Σουνίου
Το σύνολο της επικράτειας του δήμου οχυρώθηκε το 413 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και εθεωρείτο ως ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια της Αττικής. Τον 19ο αιώνα ο κύκλος των τειχών ήταν ακόμη ορατός σε ορισμένα σημεία και αποδείκνυε ότι τα τείχη, ενισχυμένα με τετράγωνους πύργους, ήταν από τα πιο καλοφτιαγμένα στην περιοχή.
Σύμφωνα με παλαιότερους ερευνητές το Σούνιο, λόγω του ισχυρού οχυρού του, ήταν η πρωτεύουσα, ως ακρόπολη, ολόκληρης της ανατολικής έκτασης της Παραλίας.
Η κατοίκηση της περιοχής του Σουνίου συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν την κλασική εποχή. Την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή έως σήμερα επιβεβαιώνουν, διάφορα σωζόμενα κατάλοιπα.
Προσωπικότητες από το Σούνιο
Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Σουνίου, όπως ο στρατηγός Βάκχιος ο Σουνιεύς, ο Γνιφωνίδης ο Σουνιεύς, ο βουλευτής Γοργίας ο Σουνιεύς γιος του Ηρακλείδου, ο Δάμων ο Σουνιεύς γιος του Σίμου, ο βουλευτής Δημοσθένης ο Σουνιεύς γιος του Δημοσθένους, ο βουλευτής Διονυσίφιλος ο Σουνιεύς γιος του Θουγείτωνος, ο Διοφάνης ο Σουνιεύς γιος του Διοπείθους κ.α. Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:
Ηγήσιππος, γεννήθηκε στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ., (είχε ενταχθεί στον δήμο).
Βιβλιογραφία:
- Οδύσσεια, γ΄ 278, ἀλλ' ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ', ἄκρον Ἀθηνέων
- John S. Traill: The political organization of Attica: a study of the demes, trittyes, and phylai, and their representation in the Athenian Council,“Attica”. Princeton: American School of Classical Studies at Athens (ASCSA), 1975, ISBN 978-0-87661-514-0
- John S. Traill: Demos and trittys. Epigraphical and topographical studies in the organization of Attica. Athenians Victoria College, Toronto 1986, p. 131.
- Peter Siewert, "Die Trittyen Attikas und die Heeresreform des Kleisthenes", C.H. Beck, München 1982, ISBN 3406080634, ISBN 978340608063
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου