Στις ομιλίες του, Αρμάνδος Δελαπατρίδης μιλά υπέρ του
ελεύθερου έρωτα, κατακεραυνώνει τους κυβερνώντες, σχηματίζει κυβερνήσεις
και μοιράζει αφειδώς υπουργικά χαρτοφυλάκια έναντι δύο δραχμών.
Ο Τηλέμαχος Νταλάκας γεννιέται το 1895 στη Μυτιλήνη ή, κατά άλλους, στη Μικρά Ασία, από την οποία φεύγει οικογενειακώς, κυνηγημένος από τους διωγμούς των Τούρκων, καταλήγοντας στη Μυτιλήνη. Είναι μορφωμένος, εργάζεται σε γραφείο ταξιδιών, αλλά το 1925 αφήνει την οικογένειά του για να έρθει στην Αθήνα.
Οταν φτάνει στην πρωτεύουσα, είναι ήδη ψυχικά διαταραγμένος, πάθηση που οφείλεται σε ερωτική απογοήτευση ή στον ευαίσθητο χαρακτήρα του που δεν αντέχει το βάρος της προσφυγιάς. Σε κάθε περίπτωση, στην Αθήνα αλλάζει το όνομά του και παρουσιάζεται πλέον με αυτό που είναι γνωστός μέχρι σήμερα: Αρμάνδος Δελαπατρίδης.
Στην πρωτεύουσα ξεχωρίζει αμέσως με την παρουσία του. Ψηλός, κομψός, φορά ψηλό καπέλο, μονόκλ, βελάδα και ρεντιγκότα, έχει μακριές φαβορίτες, κρατά μπαστούνι και χαρτοφύλακα υπό μάλης, ενώ περπατά μοιράζοντας χαμόγελα, υποκλίσεις και χαιρετούρες.
Παρά την ψυχική του ανισορροπία είναι συμπαθής σε όλους, ενώ χαρακτηρίζεται ως ευγενικός, τίμιος, φιλότιμος και ειλικρινής. Συχνάζει στα καλύτερα μαγαζιά της πόλης, είναι εκλεκτικός στις παρέες που κάθεται, πληρώνει τους λογαριασμούς του και ανταποδίδει πάντα το κέρασμα που δέχεται.
Στέλνει συνεχώς στίχους και σκίτσα σε εφημερίδες -για κάποια εκ των οποίων πληρώνεται- ενώ για μια περίοδο μισθοδοτείται από εφημερίδα λόγω της συμπάθειας που του έχει ο εκδότης της. «Βομβαρδίζει» τους δημοσιογράφους με αποσπάσματα από το μεγάλο φιλολογικό-κοινωνικό του έργο: «Η κοινωνία γελά», για το οποίο ο ίδιος υποστηρίζει ότι η συγγραφική του ικανότητα θα τον αναδείξει σε «Βίκτωρα Ουγκώ τον δεύτερον».
Προλαβαίνει να γράψει μόνο τον πρώτο τόμο από τους οκτώ που προγραμματίζει γιατί του κλέβουν το χαρτοφύλακα με τα χειρόγραφά του. Του επιστρέφονται μετά από αγγελία που βάζει, αλλά τα ξανακλέβουν, κάτι που τον πικραίνει βαθιά για θεωρεί το πόνημά του ως έργο ζωής. Οι δημοσιογράφοι το αντιμετωπίζουν με χιούμορ:
«Θέλω να εκφράσω τας άπειρας ευχαριστίες προς τον Πρόεδρον του Αναμορφωτικού Κόμματος, όστις πραγματικώς διά αναγνώσεως μέρους του βιβλίου του με… αναμόρφωσε τόσον πολύ ώστε να μην ξέρω κι εγώ τι γράφω!». Εκδίδει, με τη βοήθεια ισχυρών χρηματοδοτών, εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα, η οποία, για μια περίοδο, σημειώνει μεγάλες κυκλοφορίες.
Το ενδιαφέρον του για την πολιτική τον οδηγεί στη δημιουργία μιας σειράς κομμάτων, που έχουν ως κοινά χαρακτηριστικά τους χιλιάδες υποστηρικτές και τους ελάχιστους ψηφοφόρους.
Το 1926 ιδρύει το Αναμορφωτικό Κόμμα, το 1929 το Κόμμα των Κυανοχιτώνων, αλλά εκείνο που μακροημερεύει είναι το Κόμμα των Κυανολεύκων. Ανεξαρτήτως κομματικής στέγης ξεχωρίζει για τους συνεχείς δημόσιους λόγους του, κυρίως στην πλατεία Συντάγματος, που αποτελεί και στέκι του. Στις ομιλίες του μιλά υπέρ του ελεύθερου έρωτα, κατακεραυνώνει τους κυβερνώντες, σχηματίζει κυβερνήσεις και μοιράζει αφειδώς υπουργικά χαρτοφυλάκια έναντι δύο δραχμών.
Το 1928 σχηματίζει «κυβέρνηση» με την ορκωμοσία των «υπουργών», που φορούν όλοι ψηλά καπέλα, να γίνεται σε αθηναϊκή εξοχή. Στο προεκλογικό του πρόγραμμα αναφέρει ότι «Πρώτα απ’ όλα θα βγάλω τα συρματοπλέγματα από το Δαφνί και θα τα βάλω στα ελληνικά σύνορα. Γενικά δεν επιτρέπεται να υπάρχουν Ελληνες διαβιούντες εκτός συρματοπλέγματος».
Το 1928 δέχεται δημόσιο ξυλοδαρμό, όταν μπαίνοντας στο ζαχαροπλαστείο «Γιαννάκη», κάποιος ίππαρχος του ιππικού τον σπρώχνει πάνω σε τραπέζι. Αφού ζητά συγνώμη από τις κυρίες και δεσποινίδες που κάθονται εκεί, επιχειρεί να βγει από το ζαχαροπλαστείο, όπου δέχεται το δεύτερο κτύπημα από τον ίππαρχο που τον ρίχνει στο πεζοδρόμιο. Παρά τις διαμαρτυρίες του ότι είναι αρχηγός κόμματος, ο «παλικαράς» ίππαρχος συνεχίζει τον ξυλοδαρμό του άτυχου Δελαπατρίδη, ο οποίος εν συνεχεία κάνει οργισμένες δηλώσεις:
«Η στρατοκρατία μαίνεται εις την Ελλάδα και είμαι υποχρεωμένος να διαμαρτυρηθώ. Θα αναφερθώ εις τον κ. Βενιζέλον και εις την Κοινωνίαν των Εθνών. Η αξιοπρέπειά μου ως πολιτικού ηγέτου δεν μου επέτρεψε να συμπλακώ μετά της στρατοκρατίας την οποίαν περιφρονώ. Αλλά οπωσδήποτε από της αύριον αρχίζω μαθήματα πυγμαχίας και ξιφασκίας διά να είμαι πρόχειρος διά παν ενδεχόμενον».
Η τρέλα του Δελαπατρίδη δεν είναι πιο επικίνδυνη από την κακία και κακεντρέχεια των «λογικών» που τον περιτριγυρίζουν και τον κοροϊδεύουν. Αρχίζει να ξεπέφτει. Τον κερνούν κάθε είδους ποτά για να βγάζει λόγους, του φορούν φιόγκους πάνω στο ψηλό καπέλο, καρφιτσώνουν πολιτικές προκηρύξεις στο πέτο, τον γελοιοποιούν. Γίνεται έτσι ο τραγικός ήρωας του ανέκδοτου βιβλίου του «Η κοινωνία γελά».
Ο Δελαπατρίδης κλείνεται το 1933 για πρώτη φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί, αλλά εκεί αποφεύγει τις συναναστροφές με άλλους ασθενείς. Δραπετεύει συνεχώς και επιστρέφει στην Αθήνα για να ξαναρχίσει τις δημόσιες ομιλίες του, μέχρι να τον ξαναμαζέψει η Αστυνομία και να τον στείλει εκ νέου στο ψυχιατρείο. Στην Κατοχή γυρίζει στους δρόμους υποσιτισμένος, φορώντας τρύπιο αμπέχονο και παπούτσια, κουρελιασμένο παντελόνι, μαγκούρα και τενεκεδένια παράσημα.
Τον Νοέμβριο του 1954 διαβάζουμε ότι μετά τη λήξη των διαφόρων εκλογικών συγκεντρώσεων «…ο γνωστός τύπος των Αθηνών και αρχηγός του Κόμματος των Κυανολεύκων Αρμάνδος Δελαπατρίδης, ηγήθει συγκεντρώσεως διαβατών». Πλέον έχει παχύνει και καμπουριάσει, έχει χάσει τα πλούσια μαλλιά του και αυτός, ο πρώην κομψός, γυρίζει αξύριστος με μουστάκι έχοντας στην τσέπη του ένα μπουκαλάκι ούζο.
Το 1958 δίνει την τελευταία του συνέντευξη στο δημοσιογράφο
Δημήτρη Λυμπερόπουλο μέσα από το Δημόσιο Ψυχιατρείο. Σε αυτή κάνει
απολογισμό της ζωής του και δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση της
πραγματικότητας:
«Είμαι μία σκιά του παρελθόντος, ένα σύμβολο των παλαιών καλών ημερών, της εποχής του σφαιριδίου, της μαγκούρας, του Κωνσταντίνου και του Λευτέρη. Εις τα 1929 εξέθεσα υποψηφιότητα Προέδρου της Δημοκρατίας. Απέτυχα. Και όμως, είμαι βέβαιος πως περισσότερο με αγαπάει ο λαός σαν αποτυχημένο, παρά θα με αγαπούσε αν είχα εκλεγεί. Είμαι άρρωστος, το νιώθω. Αλλά έχω και στιγμές εξάρσεως και διαυγείας που αυτοελέγχομαι. Τότε κάθομαι και γράφω».
Και αφού προβλέπει ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα κυβερνήσει για πολλά χρόνια γιατί «αυτός ο ερασιτέχνης πολιτικός δεν ηξεύρει να εκφωνεί λόγους, αλλά γνωρίζει να πολιτεύεται», αφήνει ως καταστάλαγμα της θολωμένης του σκέψης τα τελευταία του λόγια:
«Εγώ, ο νέος, που ξεκίνησα κάποτε από το νησί μου διά να κατακτήσω τα σκήπτρα εις την πολιτικήν και είμαι σήμερα εις ηλικίαν 63 ετών, δεξιός ιεροψάλτης αυτής εδώ της εκκλησούλας, απευθύνω εις τον άνθρωπον το πλέον περιεκτικόν μήνυμα που ειπώθη ποτέ: το «Αγαπάτε αλλήλους» του Κυρίου».
Ο Αρμάνδρος Δελαπατρίδης, κλονισμένος σωματικά και ψυχικά, νοσηλεύεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο για διαφραγματοκήλη, όπου και καταλήγει από συγκοπή καρδιάς την 1η Ιουνίου 1960. Ουδείς τον επισκέφθηκε κατά την εικοσαήμερη παραμονή του στο νοσοκομείο και ουδείς ζήτησε τη σορό του για να κηδευτεί, διαδικασία που ολοκλήρωσε τελικά ο Δήμος Αθηναίων…
Εναντίον του Χίτλερ, υπέρ των Εβραίων
Το 1934, στα χρόνια που παραμένει ακόμα δημοφιλής, ο Δελαπατρίδης δίνει συνέντευξη στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ». Ο διάλογος με το δημοσιογράφο, που γίνεται στο Ζάππειο, είναι ενδιαφέρων γιατί αναδεικνύει τη διαταραγμένη ψυχική ισορροπία του Δελαπατρίδη, αλλά και διαλύει της αναφορές του Τύπου της εποχής που τον χαρακτηρίζουν ως φιλοναζιστή, αφού δηλώνει αντίπαλος του Χίτλερ και είναι κατά του διωγμού των Εβραίων:
– Πώς τα βλέπετε τα πράγματα, αρχηγέ;
– Σκούρα, αγαπητέ μου. Πολύ σκούρα. Τα κόμματα εχρεωκόπησαν και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επέμβω.
– Μόνος σας;
– Οχι. Θα συνεργασθώ με τον Κονδύλη και προβιβάζω αυτόν γενικόν στρατάρχην του Βυζαντίου.
– Δεν υπάρχει ενδεχόμενον να σας γελάσει ο κ. Κονδύλης και να κηρύξει μόνος του την δικτατορίαν;
– Αδύνατον. Ολη η υπόθεσις της δικτατορίας είναι ιδικόν μου δημιούργημα. Συνεπώς, από εμένα θα εξαρτηθεί αν γίνει ή όχι. Γι’ αυτόν ήρθα τώρα εδώ.
– Τα γεγονότα της Γερμανίας πώς σας εφάνησαν, αρχηγέ;
– Απαίσια. Διά τούτο και μόλις καταλάβω την Αρχήν, θα καταδιώξω τους Γερμανούς επί 200 έτη. Εξ άλλου έχω προηγούμενα μαζί τους διά τον διωγμό των Εβραίων. Τας απόψεις μου επί του ζητήματος αυτού ανέπτυξα και εις τον Γκαίρινγκ.
– Τον Γκαίρινγκ;
– Βέβαια. Ηλθε για να ιδή την εκκλησίαν του Δαφνιού και επί τη ευκαιρία συναντηθήκαμε μαζί του επισήμως και του συνέστησα να πάψει ο διωγμός των Εβραίων. Εννοείται ότι αν τα πράγματα της Γερμανίας εξακολουθήσουν ανώμαλον τον δρόμων των, θα επέμβω και θα ενθρονίσω και πάλι τους Χοετζόλερν.
– Είναι εύκολο αυτό;
Στην τελευταία ερώτηση ο δημοσιογράφος δεν παίρνει καμία απάντηση, αφού ο Δελαπατρίδης αποχωρεί λέγοντας: «Χαίρετε, λαοί και αγαλλιάστε», ενώ ψέλνει Ευαγγέλια, απολυτίκια και θρησκευτικούς ύμνους. Στην παρατήρηση του καφετζή να μην τραγουδά γιατί είναι αργά και θα του κόψει πρόστιμο η Αστυνομία, απαντά οργισμένος: «Πώς; Θα επέμβει η Αστυνομία εις τα πράξεις μου; Αυτό είναι ανήκουστον. Αμέσως καταργώ διά διατάγματος την Αστυνομίαν Πόλεων».
Ο Τηλέμαχος Νταλάκας γεννιέται το 1895 στη Μυτιλήνη ή, κατά άλλους, στη Μικρά Ασία, από την οποία φεύγει οικογενειακώς, κυνηγημένος από τους διωγμούς των Τούρκων, καταλήγοντας στη Μυτιλήνη. Είναι μορφωμένος, εργάζεται σε γραφείο ταξιδιών, αλλά το 1925 αφήνει την οικογένειά του για να έρθει στην Αθήνα.
Οταν φτάνει στην πρωτεύουσα, είναι ήδη ψυχικά διαταραγμένος, πάθηση που οφείλεται σε ερωτική απογοήτευση ή στον ευαίσθητο χαρακτήρα του που δεν αντέχει το βάρος της προσφυγιάς. Σε κάθε περίπτωση, στην Αθήνα αλλάζει το όνομά του και παρουσιάζεται πλέον με αυτό που είναι γνωστός μέχρι σήμερα: Αρμάνδος Δελαπατρίδης.
Στην πρωτεύουσα ξεχωρίζει αμέσως με την παρουσία του. Ψηλός, κομψός, φορά ψηλό καπέλο, μονόκλ, βελάδα και ρεντιγκότα, έχει μακριές φαβορίτες, κρατά μπαστούνι και χαρτοφύλακα υπό μάλης, ενώ περπατά μοιράζοντας χαμόγελα, υποκλίσεις και χαιρετούρες.
Παρά την ψυχική του ανισορροπία είναι συμπαθής σε όλους, ενώ χαρακτηρίζεται ως ευγενικός, τίμιος, φιλότιμος και ειλικρινής. Συχνάζει στα καλύτερα μαγαζιά της πόλης, είναι εκλεκτικός στις παρέες που κάθεται, πληρώνει τους λογαριασμούς του και ανταποδίδει πάντα το κέρασμα που δέχεται.
Στέλνει συνεχώς στίχους και σκίτσα σε εφημερίδες -για κάποια εκ των οποίων πληρώνεται- ενώ για μια περίοδο μισθοδοτείται από εφημερίδα λόγω της συμπάθειας που του έχει ο εκδότης της. «Βομβαρδίζει» τους δημοσιογράφους με αποσπάσματα από το μεγάλο φιλολογικό-κοινωνικό του έργο: «Η κοινωνία γελά», για το οποίο ο ίδιος υποστηρίζει ότι η συγγραφική του ικανότητα θα τον αναδείξει σε «Βίκτωρα Ουγκώ τον δεύτερον».
Προλαβαίνει να γράψει μόνο τον πρώτο τόμο από τους οκτώ που προγραμματίζει γιατί του κλέβουν το χαρτοφύλακα με τα χειρόγραφά του. Του επιστρέφονται μετά από αγγελία που βάζει, αλλά τα ξανακλέβουν, κάτι που τον πικραίνει βαθιά για θεωρεί το πόνημά του ως έργο ζωής. Οι δημοσιογράφοι το αντιμετωπίζουν με χιούμορ:
«Θέλω να εκφράσω τας άπειρας ευχαριστίες προς τον Πρόεδρον του Αναμορφωτικού Κόμματος, όστις πραγματικώς διά αναγνώσεως μέρους του βιβλίου του με… αναμόρφωσε τόσον πολύ ώστε να μην ξέρω κι εγώ τι γράφω!». Εκδίδει, με τη βοήθεια ισχυρών χρηματοδοτών, εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα, η οποία, για μια περίοδο, σημειώνει μεγάλες κυκλοφορίες.
Το ενδιαφέρον του για την πολιτική τον οδηγεί στη δημιουργία μιας σειράς κομμάτων, που έχουν ως κοινά χαρακτηριστικά τους χιλιάδες υποστηρικτές και τους ελάχιστους ψηφοφόρους.
Το 1926 ιδρύει το Αναμορφωτικό Κόμμα, το 1929 το Κόμμα των Κυανοχιτώνων, αλλά εκείνο που μακροημερεύει είναι το Κόμμα των Κυανολεύκων. Ανεξαρτήτως κομματικής στέγης ξεχωρίζει για τους συνεχείς δημόσιους λόγους του, κυρίως στην πλατεία Συντάγματος, που αποτελεί και στέκι του. Στις ομιλίες του μιλά υπέρ του ελεύθερου έρωτα, κατακεραυνώνει τους κυβερνώντες, σχηματίζει κυβερνήσεις και μοιράζει αφειδώς υπουργικά χαρτοφυλάκια έναντι δύο δραχμών.
Το 1928 σχηματίζει «κυβέρνηση» με την ορκωμοσία των «υπουργών», που φορούν όλοι ψηλά καπέλα, να γίνεται σε αθηναϊκή εξοχή. Στο προεκλογικό του πρόγραμμα αναφέρει ότι «Πρώτα απ’ όλα θα βγάλω τα συρματοπλέγματα από το Δαφνί και θα τα βάλω στα ελληνικά σύνορα. Γενικά δεν επιτρέπεται να υπάρχουν Ελληνες διαβιούντες εκτός συρματοπλέγματος».
Το 1928 δέχεται δημόσιο ξυλοδαρμό, όταν μπαίνοντας στο ζαχαροπλαστείο «Γιαννάκη», κάποιος ίππαρχος του ιππικού τον σπρώχνει πάνω σε τραπέζι. Αφού ζητά συγνώμη από τις κυρίες και δεσποινίδες που κάθονται εκεί, επιχειρεί να βγει από το ζαχαροπλαστείο, όπου δέχεται το δεύτερο κτύπημα από τον ίππαρχο που τον ρίχνει στο πεζοδρόμιο. Παρά τις διαμαρτυρίες του ότι είναι αρχηγός κόμματος, ο «παλικαράς» ίππαρχος συνεχίζει τον ξυλοδαρμό του άτυχου Δελαπατρίδη, ο οποίος εν συνεχεία κάνει οργισμένες δηλώσεις:
«Η στρατοκρατία μαίνεται εις την Ελλάδα και είμαι υποχρεωμένος να διαμαρτυρηθώ. Θα αναφερθώ εις τον κ. Βενιζέλον και εις την Κοινωνίαν των Εθνών. Η αξιοπρέπειά μου ως πολιτικού ηγέτου δεν μου επέτρεψε να συμπλακώ μετά της στρατοκρατίας την οποίαν περιφρονώ. Αλλά οπωσδήποτε από της αύριον αρχίζω μαθήματα πυγμαχίας και ξιφασκίας διά να είμαι πρόχειρος διά παν ενδεχόμενον».
Η τρέλα του Δελαπατρίδη δεν είναι πιο επικίνδυνη από την κακία και κακεντρέχεια των «λογικών» που τον περιτριγυρίζουν και τον κοροϊδεύουν. Αρχίζει να ξεπέφτει. Τον κερνούν κάθε είδους ποτά για να βγάζει λόγους, του φορούν φιόγκους πάνω στο ψηλό καπέλο, καρφιτσώνουν πολιτικές προκηρύξεις στο πέτο, τον γελοιοποιούν. Γίνεται έτσι ο τραγικός ήρωας του ανέκδοτου βιβλίου του «Η κοινωνία γελά».
Ο Δελαπατρίδης κλείνεται το 1933 για πρώτη φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί, αλλά εκεί αποφεύγει τις συναναστροφές με άλλους ασθενείς. Δραπετεύει συνεχώς και επιστρέφει στην Αθήνα για να ξαναρχίσει τις δημόσιες ομιλίες του, μέχρι να τον ξαναμαζέψει η Αστυνομία και να τον στείλει εκ νέου στο ψυχιατρείο. Στην Κατοχή γυρίζει στους δρόμους υποσιτισμένος, φορώντας τρύπιο αμπέχονο και παπούτσια, κουρελιασμένο παντελόνι, μαγκούρα και τενεκεδένια παράσημα.
Τον Νοέμβριο του 1954 διαβάζουμε ότι μετά τη λήξη των διαφόρων εκλογικών συγκεντρώσεων «…ο γνωστός τύπος των Αθηνών και αρχηγός του Κόμματος των Κυανολεύκων Αρμάνδος Δελαπατρίδης, ηγήθει συγκεντρώσεως διαβατών». Πλέον έχει παχύνει και καμπουριάσει, έχει χάσει τα πλούσια μαλλιά του και αυτός, ο πρώην κομψός, γυρίζει αξύριστος με μουστάκι έχοντας στην τσέπη του ένα μπουκαλάκι ούζο.
«Είμαι μία σκιά του παρελθόντος, ένα σύμβολο των παλαιών καλών ημερών, της εποχής του σφαιριδίου, της μαγκούρας, του Κωνσταντίνου και του Λευτέρη. Εις τα 1929 εξέθεσα υποψηφιότητα Προέδρου της Δημοκρατίας. Απέτυχα. Και όμως, είμαι βέβαιος πως περισσότερο με αγαπάει ο λαός σαν αποτυχημένο, παρά θα με αγαπούσε αν είχα εκλεγεί. Είμαι άρρωστος, το νιώθω. Αλλά έχω και στιγμές εξάρσεως και διαυγείας που αυτοελέγχομαι. Τότε κάθομαι και γράφω».
Και αφού προβλέπει ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα κυβερνήσει για πολλά χρόνια γιατί «αυτός ο ερασιτέχνης πολιτικός δεν ηξεύρει να εκφωνεί λόγους, αλλά γνωρίζει να πολιτεύεται», αφήνει ως καταστάλαγμα της θολωμένης του σκέψης τα τελευταία του λόγια:
«Εγώ, ο νέος, που ξεκίνησα κάποτε από το νησί μου διά να κατακτήσω τα σκήπτρα εις την πολιτικήν και είμαι σήμερα εις ηλικίαν 63 ετών, δεξιός ιεροψάλτης αυτής εδώ της εκκλησούλας, απευθύνω εις τον άνθρωπον το πλέον περιεκτικόν μήνυμα που ειπώθη ποτέ: το «Αγαπάτε αλλήλους» του Κυρίου».
Ο Αρμάνδρος Δελαπατρίδης, κλονισμένος σωματικά και ψυχικά, νοσηλεύεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο για διαφραγματοκήλη, όπου και καταλήγει από συγκοπή καρδιάς την 1η Ιουνίου 1960. Ουδείς τον επισκέφθηκε κατά την εικοσαήμερη παραμονή του στο νοσοκομείο και ουδείς ζήτησε τη σορό του για να κηδευτεί, διαδικασία που ολοκλήρωσε τελικά ο Δήμος Αθηναίων…
Εναντίον του Χίτλερ, υπέρ των Εβραίων
Το 1934, στα χρόνια που παραμένει ακόμα δημοφιλής, ο Δελαπατρίδης δίνει συνέντευξη στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ». Ο διάλογος με το δημοσιογράφο, που γίνεται στο Ζάππειο, είναι ενδιαφέρων γιατί αναδεικνύει τη διαταραγμένη ψυχική ισορροπία του Δελαπατρίδη, αλλά και διαλύει της αναφορές του Τύπου της εποχής που τον χαρακτηρίζουν ως φιλοναζιστή, αφού δηλώνει αντίπαλος του Χίτλερ και είναι κατά του διωγμού των Εβραίων:
– Πώς τα βλέπετε τα πράγματα, αρχηγέ;
– Σκούρα, αγαπητέ μου. Πολύ σκούρα. Τα κόμματα εχρεωκόπησαν και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επέμβω.
– Μόνος σας;
– Οχι. Θα συνεργασθώ με τον Κονδύλη και προβιβάζω αυτόν γενικόν στρατάρχην του Βυζαντίου.
– Δεν υπάρχει ενδεχόμενον να σας γελάσει ο κ. Κονδύλης και να κηρύξει μόνος του την δικτατορίαν;
– Αδύνατον. Ολη η υπόθεσις της δικτατορίας είναι ιδικόν μου δημιούργημα. Συνεπώς, από εμένα θα εξαρτηθεί αν γίνει ή όχι. Γι’ αυτόν ήρθα τώρα εδώ.
– Τα γεγονότα της Γερμανίας πώς σας εφάνησαν, αρχηγέ;
– Απαίσια. Διά τούτο και μόλις καταλάβω την Αρχήν, θα καταδιώξω τους Γερμανούς επί 200 έτη. Εξ άλλου έχω προηγούμενα μαζί τους διά τον διωγμό των Εβραίων. Τας απόψεις μου επί του ζητήματος αυτού ανέπτυξα και εις τον Γκαίρινγκ.
– Τον Γκαίρινγκ;
– Βέβαια. Ηλθε για να ιδή την εκκλησίαν του Δαφνιού και επί τη ευκαιρία συναντηθήκαμε μαζί του επισήμως και του συνέστησα να πάψει ο διωγμός των Εβραίων. Εννοείται ότι αν τα πράγματα της Γερμανίας εξακολουθήσουν ανώμαλον τον δρόμων των, θα επέμβω και θα ενθρονίσω και πάλι τους Χοετζόλερν.
– Είναι εύκολο αυτό;
Στην τελευταία ερώτηση ο δημοσιογράφος δεν παίρνει καμία απάντηση, αφού ο Δελαπατρίδης αποχωρεί λέγοντας: «Χαίρετε, λαοί και αγαλλιάστε», ενώ ψέλνει Ευαγγέλια, απολυτίκια και θρησκευτικούς ύμνους. Στην παρατήρηση του καφετζή να μην τραγουδά γιατί είναι αργά και θα του κόψει πρόστιμο η Αστυνομία, απαντά οργισμένος: «Πώς; Θα επέμβει η Αστυνομία εις τα πράξεις μου; Αυτό είναι ανήκουστον. Αμέσως καταργώ διά διατάγματος την Αστυνομίαν Πόλεων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου