Οι Ρώσοι χωρικοί πίστευαν πολύ στα
φαντάσματα και κάθε τόσο ισχυρίζονταν ότι τις παγερές νύχτες έβλεπαν
φοβερά στοιχειά και απαίσιους βρυκόλακες.
Ένα βράδυ, κάποιος χωρικός στην αχανή Ρωσία παραφύλαγε με πέντε
συγχωριανούς του σ’ ένα καλλιεργημένο χωράφι. Έξαφνα, άκουσαν ένα
αλλόκοτο γέλιο, σαρδόνιο και σχεδόν σατανικό, να ακούγεται από μακριά
και σιγά σιγά να πλησιάζει προς το μέρος τους. Το τρομακτικό εκείνο
χαχανητό τούς έκανε να αναριγήσουν σύγκορμοι. Αμέσως είδαν να τρέχει ξέφρενα μες στο σκοτάδι ένας πελώριος κατάμαυρος άνθρωπος. Ήταν ένα “οπίρι”, που στα ρωσικά σημαίνει “βρυκόλακας”. Κατευθύνθηκε προς το μέρος που στέκονταν τα άλογα κι άρχισε να τα κυνηγάει, χλιμιντρίζοντας κι εκείνος, σαν να ήταν κι ο ίδιος άλογο. Τα ζώα, απίστευτα τρομαγμένα, έτρεχαν αφηνιασμένα.
Στην αρχή, από τους έξι χωρικούς, μόνο οι τέσσερις μπορούσαν να δουν το “οπίρι”, ενώ οι άλλοι δυο έβλεπαν μονάχα τα άλογα να καλπάζουν ανεξήγητα, σαν τρελά. Τότε, οι δυο εκείνοι αγρότες ειρωνεύτηκαν τους υπόλοιπους της παρέας πως τάχα συμπεριφέρονταν σαν σκιαγμένα παιδόπουλα.
Δεν πέρασε, όμως, λίγη ώρα και σε λίγο κι εκείνοι μπορούσαν πια να δουν τον βρυκόλακα. Όλοι μαζί έκαναν τον σταυρό τους και παρέμειναν σιωπηλοί, τρέμοντας από τον φόβο τους. Το απόκοσμο στοιχειό, αφού κυνήγησε για κάμποση ώρα τα ζώα μέσα στο χωράφι, κατόπιν τα ανάγκασε να βγουν έξω στην ανοιχτή πεδιάδα.
Μόλις έφεξε το ξημέρωμα, οι αγρότες αναζήτησαν τα άλογα. Τα βρήκαν σκορπισμένα τριγύρω, κατάκοπα και ξέπνοα από τον τρόμο. Επειδή δεν έμπαιναν με κανέναν τρόπο μέσα στο χωράφι, οι χωρικοί αναγκάστηκαν να τα οδηγήσουν σε άλλο μέρος, πιο ασφαλές.
Ανάμεσα στις πατημασιές των αλόγων, διακρίνονταν ξεκάθαρα ίχνη από τα στρεβλά, κοκαλιάρικα πόδια του βρυκόλακα. Κατά πως φαινόταν, ο αφέντης του συγκεκριμένου χωραφιού είχε κάποτε έναν μικρότερο αδερφό, τον οποίο τον αδίκησε κατάφωρα, για να του υφαρπάξει το μερίδιο από την πατρική περιουσία, που δικαιούνταν. Έτσι, ο μικρότερος αδερφός, πικραμένος και απογοητευμένος, αυτοκτόνησε μια νύχτα από την απελπισία του. Ίσως, λοιπόν, να βρυκολάκιασε, ζητώντας εκδίκηση για το κακό που του είχε γίνει. Από τότε, κανείς, ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, δεν ήθελε να δουλέψει στο καταραμένο χωράφι κι απόμεινε στέρφο, να χορταριάζει.
Μα, για τους Ρώσους, δε βρυκολάκιαζαν μονάχα οι άνθρωποι, αλλά και τα άμοιρα τα ζώα. Συνήθιζαν να λένε πως όπως βρυκολακιάζει ένας αδικοσκοτωμένος άνθρωπος, έτσι ακριβώς βρυκολακιάζει κι ένα ζώο, που έχει πολυβασανιστεί στη ζωή.
Ακολούθως, πίστευαν και σε διάφορα πνεύματα, όπως τα πνεύματα του τζακιού, του δάσους και των νερών. Πίστευαν, επίσης, στα μάγια, στους μάγους και στις μάγισσες.
Οι υλιστικές θεωρίες, που παρεισέφρησαν στην καθημερινότητά τους κατά τα χρόνια των Τσάρων, δεν ήταν ικανές να ξεριζώσουν από την καθάρια ψυχή των απλοϊκών Ρώσων τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες.
Για τους χωρικούς, τα στοιχειά των νερών, που τα ονόμαζαν “βοτζάνο”, ήταν τα χειρότερα από όλα! Σκότωναν με μιας τους ανθρώπους, που συναντούσαν στις όχθες των ποταμών. Γι’ αυτό, έπρεπε, μόλις κάποιος αντίκριζε ένα τέτοιο στοιχειό, να φύγει τάχιστα, όσο πιο μακριά γινόταν.
Το “βοτζάνο” αστράφτει από ένα παράδοξο φως μες στο σκοτάδι. Είναι μεγάλο, ακαθόριστου σχήματος και προχωράει επάνω στο νερό με τεράστια ταχύτητα, λαμπυρίζοντας εκτυφλωτικά.
Μάλιστα, σε πολλά χωριά της Ρωσίας, πολλοί ήταν εκείνοι που επικαλούνταν τον Διάβολο. Ειδικά τα κορίτσια, τον καλούσαν τα μεσάνυχτα, για να τους φανερώσει μέσα από έναν καθρέφτη τον άντρα, που ήταν γραφτό να παντρευτούν.
Ο συνεργάτης του περιοδικού “ΜΠΟΥΚΕΤΟ” στη Ρωσία, M. Litchov, παρέθεσε στο άρθρο το δικό του βίωμα, που πραγματικά τον κατέπληξε:
“Πώς να εξηγηθεί αυτό το τόσο εφιαλτικό, που είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια, κάποια χειμωνιάτικη νύχτα σε μια απέραντη χιονισμένη ρωσική στέπα;
Ταξιδεύαμε μ’ ένα έλκηθρο, συρόμενο από άλογα. Ήμασταν τρεις φίλοι και ο οδηγός του έλκηθρου, ένας Ρώσος χωρικός. Ξαφνικά, μας φάνηκε ότι ακούσαμε από μακριά άγρια ουρλιαχτά κι ανησυχήσαμε μήπως ήταν λύκοι. Αλλά, καμιά σκιά δε φαινόταν στην κατάλευκη στέπα. Τα ουρλιαχτά ακούγονταν ολοένα και πιο κοντά μας. Τότε, είδαμε να έρχεται προς το μέρος μας μια ομάδα ανθρώπων. Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε τι γύρευαν τέτοια ώρα πεζοί, μέσα στο αβάσταχτο ψύχος. Σε λίγο, τούς διακρίναμε καθαρότερα. Ήταν τέσσερις άντρες γυμνοί με ξεσκισμένα κρέατα. Προχωρούσαν, αλυχτώντας και ρεκάζοντας, προς το έλκηθρό μας. Μα, τα άλογά μας σταμάτησαν αμέσως, χρεμετίζοντας φοβισμένα.
Μουδιασμένοι από περιέργεια κι από πανικό, καταφέραμε να τους μιλήσουμε, μα εκείνοι δεν απάντησαν. Εξακολουθούσαν μονάχα να ουρλιάζουν και να σκληρίζουν. Τότε, ο οδηγός μας έκανε τον σταυρό του και χτυπώντας δυνατά με το μαστίγιο τα άλογα, τα ανάγκασε να προχωρήσουν εμπρός.
Εμείς οι τρεις, ωστόσο, διατάξαμε τον οδηγό να σταματήσει για μια στιγμή, ώστε να δούμε τι θα απογινόταν. Αλλά, εκείνος, σαν να μην άκουσε τα λόγια μας, εξακολουθούσε να χτυπάει το ζώα, για να τρέξουν ακόμα πιο γρήγορα. Στρέψαμε το βλέμμα μας πίσω, μα οι τέσσερις άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας.
Σοκαρισμένοι από το απίθανο γεγονός, που έμοιαζε με κακό όνειρο, φτάνοντας πια στο τέλος του ταξιδιού μας, ο οδηγός μας είπε πως εκείνα τα δύστυχα πλάσματα τα είχε ξανασυναντήσει.
Επρόκειτο για τα φαντάσματα τεσσάρων ταξιδιωτών, που τους είχαν κατασπαράξει οι λύκοι μια νύχτα, σε εκείνο ακριβώς το σημείο, που τους είχαμε πρωτοδεί. Συχνά παρουσιάζονταν στους περαστικούς, ουρλιάζοντας να τους πάρουν μαζί. Αν περάσει κανείς με θάρρος, τότε οι απόκοσμες φιγούρες εξαφανίζονται και παύουν να τους καταδιώκουν”.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 30/04/1933…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου