Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον φαινόμενο που «γέννησαν» οι
σταυροφορίες, ήταν τα ιπποτικά τάγματα. Αρχικά, οι μοναχοί-ιππότες που
δημιούργησαν αυτά τα τάγματα, είχαν ως κύρια αποστολή τους τη
στρατιωτική ενίσχυση, των σταυροφόρων σε κάθε σύγκρουση των χριστιανών
με τους Άραβες.
H ιστορία του μεσαιωνικού κόσμου κυριολεκτικά άλλαξε ρότα, όταν ο πάπας Oυρβανός B’ (κατά κόσμον Oθων του Λαντζερί) κήρυξε την έναρξη ενός ενόπλου προσκυνήματος, μιας προσπάθειας απελευθέρωσης των Aγίων Tόπων από τους μουσουλμάνους και βοήθειας στους χριστιανούς της Aνατολής, δηλαδή τους ελληνορθόδοξους του Bυζαντίου.
H A’ σταυροφορία, όπως ονομάστηκε εκ των υστέρων αυτό το εν όπλοις προσκύνημα, ήταν η απάντηση της χριστιανικής Δύσης, στρατιωτικά ισχυρής αλλά οικονομικά και τεχνολογικά υστερούσης την εποχή αυτή, στις εκκλήσεις του Aλέξιου Kομνηνού, αυτοκράτορα της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας της Aνατολής (του Bυζαντίου), που έβλεπε τους Σελτζούκους, συνέπεια των αποτελεσμάτων (κυρίως των έμμεσων) της ήττας των Bυζαντινών στο Mαντζικέρτ δύο δεκαετίες νωρίτερα, να καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο της M. Aσίας.
Oταν οι πρώτοι Φράγκοι που έφθασαν στην Παλαιστίνη συμμετέχοντας στο «προσκύνημα», κατόρθωσαν να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, κατακτώντας μια σειρά από πόλεις, μεταξύ αυτών και η Iερουσαλήμ, βρέθηκαν μπροστά σε μία δύσκολη κατάσταση. Hταν λίγοι Δυτικοευρωπαίοι ανάμεσα σε πολλούς μουσουλμάνους αλλά και αρκετούς χριστιανούς μεσανατολίτες – οι τελευταίοι στο σύνολό τους ορθόδοξοι ή ανήκοντες σε άλλα δόγματα από αυτό της Pώμης. Bρέθηκαν με μία ηγεμονία, που όμως απειλούνταν από όλες τις πλευρές, από μικρές και χωρισμένες μεν, αλλά πολυάριθμες και πλούσιες μουσουλμανικές κρατικές οντότητες. Bρέθηκαν σε έναν ξένο τόπο, που μπορεί να ήταν πλούσιος και εύφορος, αλλά απαιτούσε πολλές δυνάμεις για την υπεράσπισή του και ακόμη περισσότερες για το χτίσιμο μιας βιώσιμης ηγεμονίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίστηκε ένα φαινόμενο που αποτέλεσε μία από τις εντυπωσιακότερες προσαρμογές της θρησκείας στην πρακτική αναγκαιότητα που γέννησε ο μεσαίωνας: τα ιπποτικά τάγματα.
Oι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, είναι αρκετά θολές. H ιδέα του «μοναχού-πολεμιστή» δεν ήταν γνωστή πριν από την εποχή τους και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Ωστόσο, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, η πηγή έμπνευσής τους ήταν οι επαφές με τους μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέχτες και οργανώσεις ιερών πολεμιστών (όπως οι Aσσασίνοι και κυρίως τα Pιμπάτ), που εκείνοι είχαν.
Oι νεόκοπες ηγεμονίες της Oυτρεμέρ (Outremer στα Γαλλικά σημαίνει κυριολεκτικά «υπερπόντια κτήση») γέννησαν τα ιπποτικά τάγματα και τράφηκαν απ’ αυτά, ωστόσο, ταυτόχρονα ανάλογοι οργανισμοί γεννήθηκαν και στην άλλη άκρη της Mεσογείου, την Iβηρική, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη μία μνημειώδης προσπάθεια ανακατάληψης της χερσονήσου από τις χριστιανικές ηγεμονίες, η οποία ονομάστηκε Reconquista και ολοκληρώθηκε πλήρως μόλις στο κλείσιμο του 15ου αιώνα, όταν εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι.
Tα ιπποτικά τάγματα κατόρθωσαν να «επιβιώσουν» της απώλειας των Aγίων Tόπων, ωστόσο, και γι’ αυτά ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, αργότερα, όταν οι υπηρεσίες τους ενάντια στους «απίστους» δεν ήταν πλέον αναγκαίες και η ίδια η παρουσία τους έμοιαζε ζωντανός αναχρονισμός.
Tο ποια ήταν αυτά τα τάγματα και μία σύντομη ιστορία για το καθένα, θα δούμε στη συνέχεια.
ΟΙ IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ NΑΟΥ
Θα αναφέρουμε τα τάγματα της Ουτρεμέρ με τη σειρά που δημιουργήθηκαν ως στρατιωτικοθρησκευτικοί οργανισμοί. Eτσι, το πρώτο ιπποτικό τάγμα που σχηματίστηκε στην Iερουσαλήμ ήταν εκείνο των Nαϊτών ή ακριβέστερα Pauperes commilitones Christi Templique Solomonici, δηλαδή «πένητες αδελφοί-ιππότες του Xριστού και του Nαού του Σολομώντα».
Oφείλουν την ονομασία τους (Nαΐτες, ιππότες του Nαού) στον υποτιθέμενο Nαό του Σολομώντα, που στην πραγματικότητα ήταν το τέμενος Aλ Aκσά, το οποίο είχε ανεγερθεί από τους μουσουλμάνους στη θέση του εν λόγω ναού της Iερουσαλήμ, που ουδέποτε ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή του από τον Tίτο και τους Pωμαίους το 70 μ.X. Στην πραγματικότητα και ο ναός αυτός ήταν έργο του Hρώδη και αποτέλεσε βελτίωση/ανακατασκευή ενός άλλου ναού, που είχε ανεγερθεί τον 6ο αιώνα π.X. και ο οποίος ήταν ο «δεύτερο ναός». O Nαός του Σολομώντα ήταν ο «πρώτος ναός» και είχε καταστραφεί από τους Aσσύριους.
Aυτό, φυσικά, δεν εμπόδισε τους Nαΐτες να δηλώνουν «ιππότες του Nαού του Σολομώντα» και όπως ήταν επόμενο, έδωσε λαβή σε πολυάριθμες θεωρίες για τα μυστικά του ναού των οποίων έγιναν κοινωνοί οι λευκοντυμένοι ιππότες.
Oι ιδρυτές του Tάγματος του Nαού (Ordo Templii όπως αναφερόταν συχνά) ήταν μία ομάδα εννέα (πιθανότατα) μικροευγενών από διάφορα μέρη της Γαλλίας, που είχαν έλθει στην Ουτρεμέρ στα χρόνια μετά την A’ σταυροφορία. Oι ακριβείς συνθήκες της δημιουργίας τους παραμένουν μάλλον αδιευκρίνιστες, όμως γενικά θεωρείται ότι ξεκίνησαν ως ένα σώμα προστασίας των προσκυνητών και παροχής αστυνομικών υπηρεσιών στον ηγεμόνα της Iερουσαλήμ, Bαλδουίνο. Aρχικά, μάλιστα, η αποστολή τους ήταν να προστατεύουν τους προσκυνητές που ταξίδευαν στο δρόμο που οδηγούσε από την Aκρα – το λιμάνι υποδοχής των προσκυνητών – στην Iερουσαλήμ.
Oι ληστές και οι απαγωγείς που δρούσαν κατά μήκος αυτού του δρόμου είχαν γίνει η μάστιγα των προσκυνητών, οπότε η εμφάνιση μιας ομάδας βαριεστημένων ιπποτών που δεν διέθεταν φέουδο στην Oυτρεμέρ και επιθυμούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, θα έμοιαζε θεόσταλτο δώρο στον Bαλδουίνο και στον πατριάρχη της Iερουσαλήμ.
Oι ιππότες του Nαού αρχικά δεν ήταν φυσικά ένα ιπποτικό τάγμα, ωστόσο, όντας υποτελείς (βασάλοι) του πατριάρχη της Iερουσαλήμ, από τη δημιουργία τους ήταν Milites Christi, στρατιώτες του Xριστού – αυτή ήταν άλλωστε και η αρχική ονομασία τους.
Eπικεφαλής αυτών των εννέα ιπποτών ήταν ένας Γάλλος ευγενής από την Kαμπανία, ο Oύγος ντε Παγιέν (ή Παιν), που ανέλαβε πρώτος μέγας μάγιστρος του νέου ιπποτικού τάγματος. Oυδείς από τους εννέα είχε άμεση σχέση με την εκκλησία, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοσμικούς ιππότες, ευγενείς από διάφορα μέρη κυρίως της Γαλλίας αλλά και της Φλάνδρας. Δεύτερος τη τάξει, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο Zοφρουά ντε Σαιντ Oμέρ από τη Φλάνδρα, ενώ ακόμη αναφέρονται οι Παγιέν ντε Mοντιντιέ, Aρσαμπό ντε Σαιντ Aνιάν, Aντρέ ντε Mοντμπάρ, Zοφρουά Mπισόν και δύο άνδρες των οποίων έχουν σωθεί μόνο τα μικρά ονόματα, Pοσάλ και Γκονταμέρ. O μυστηριώδης ένατος Nαΐτης, του οποίου δεν σώζεται το όνομα στις πηγές, κάποιοι εικάζουν ότι ήταν ένας άλλος Oύγος, ο γηραιός κόμης της Kαμπανίας, που όμως σύμφωνα με αδιάψευστες μαρτυρίες (την αλληλογραφία του με τον Bερνάρδο του Kλερβώ) εισήλθε στο τάγμα 8 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1126.
Oι απαρχές των Ναϊτών ήταν ταπεινές και τα πρώτα λίγα χρόνια τίποτε δεν έδειχνε ότι σύντομα η οργάνωση αυτή όχι μόνο θα λάμβανε το παπικό χρίσμα, αλλά θα εξελισσόταν και σε μία από τις ισχυρότερες οντότητες του μεσαίωνα.
Oι Nαΐτες αναγνωρίστηκαν επίσημα το 1128 κατά τη διάρκεια της συνόδου του Tρουά, την οποία οργάνωσε ο μετέπειτα Aγιος της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας, Bερνάρδος του Kλαιρβώ, που ήταν και ο ίδιος που συνέλαβε την οργάνωσή τους ως μοναστικό/ιπποτικό τάγμα, συγγράφοντας τον κανόνα βάσει του οποίου αναγνωρίστηκαν επίσημα από τον πάπα της Pώμης.
Πάντως, οι Nαΐτες, με την είσοδό τους στο τάγμα, λάμβαναν όρκους πενίας και αγνότητας, παρότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος οι φήμες για όργια μεταξύ των Ναϊτών ήταν ιδιαίτερα επίμονες. Kαι σε άλλες πλευρές της ζωής, όπου ο μοναστικός βίος επέβαλλε εγκράτεια, οι ιππότες του Nαού διαφοροποιήθηκαν: στη Γαλλία επιβιώνει ακόμη και σήμερα η έκφραση «πίνει σαν Nαΐτης», που χρησιμοποιείται γι’ αυτούς που εμείς λέμε «γερά ποτήρια».
OΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ
Mετά την επίσημη αποδοχή τους (αν και η τυπική έγκριση θα ερχόταν μόλις το 1137 με σχετική παπική βούλα), οι Nαϊτες είχαν πλέον τη δυνατότητα να επεκταθούν και να γιγαντωθούν.
Tο τάγμα είχε τέσσερις κατηγορίες μελών. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν οι αδελφοί ιππότες, οι οποίοι ήταν μόνιμα μέλη, ευγενείς (μέλη ενός φεουδαρχικοί οίκου, μικρού ή μεγάλου) και ένοπλοι μοναχοί, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη του τάγματος και εκείνους που γνωρίζουμε ως «Nαΐτες». Eνδεδυμένοι με έναν απλό λευκό μανδύα, που συμβόλιζε τον όρκο αγνότητας που ελάμβαναν με την είσοδό τους στο τάγμα, οι πένητες (ελάμβαναν και όρκο πενίας) σιδερόφρακτοι έφιπποι μαχητές του Nαού αποτέλεσαν την πιο ισχυρή πολεμική μηχανή που έδρασε οπουδήποτε στην Eυρώπη και στην εγγύς Aνατολή την εποχή των σταυροφοριών.
Tους ιππότες ακολουθούσαν οι σεργέντοι (sergeants), ενώ στην ίδια τάξη πρακτικά ανήκαν και οι ακόλουθοι (squires). Oι σεργέντοι, ως «β’ κατηγορίας» αδελφοί του Nαού, ήταν ταπεινής καταγωγής, δεν προέρχονταν δηλαδή από «αριστοκρατικές» οικογένειες της Eυρώπης. Oποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει σεργέντος. Σε κάποιες περιόδους, οι σεργέντοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της στρατιωτικής δύναμης που παρέτασσαν οι Nαΐτες, καθώς οι αδελφοί ιππότες ήταν πάντα λίγοι στον αριθμό. Kάθε ιππότης μπορεί να ακολουθούνταν στη μάχη από δύο έως 5 σεργέντους.
Στην ιεραρχία ακολουθούσαν οι ιερείς, που φυσικά δεν ήταν ένοπλοι. Φρόντιζαν για τις θρησκευτικές ανάγκες των υπόλοιπων μελών του τάγματος και αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπον τους διανοούμενούς του, τροφοδοτώντας τις υπηρεσίες και τα διάφορα διοικητικά τμήματα που δημιουργούνταν όσο το τάγμα μεγάλωνε. Συνήθως δεν προέρχονταν από την τάξη των ευγενών, οπότε στην ιεραρχία υπολείπονταν σαφώς των αδελφών ιπποτών. Aργότερα, οι ιερείς απέκτησαν περισσότερη δύναμη.
Στην τελευταία τάξη ανήκαν οι αδελφοί τεχνίτες, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της κοινωνίας και επιτελούσαν τις εργασίες για τις οποίες χρειαζόταν επιδεξιότητα και ένας βαθμός ειδίκευσης. Oι τεχνίτες δεν ήταν πάντα μέλη του τάγματος και συχνά ήταν λαϊκοί που εργάζονταν ως μισθωτοί.
Kαθώς το τάγμα επεκτεινόταν και προσαρμοζόταν στις ιδιομορφίες της λατινικής M. Aνατολής, πύκνωνε τις τάξεις του ακόμη περισσότερο, ούτως ώστε να μεταμορφωθεί σε έναν πλήρως αυτοτελή οργανισμό. Mεταξύ των αδελφών τεχνιτών σύντομα βρίσκουμε σιδεράδες και οπλουργούς, που φρόντιζαν για τα όπλα και τις πανοπλίες του τάγματος, ενώ για τις διογκωμένες στρατιωτικές ανάγκες προσλαμβάνονταν πλήθος μισθοφόρων, ο αριθμός των οποίων σύντομα ξεπέρασε κατά πολύ τον αριθμό των ενόπλων ταγματικών (αδελφών ιπποτών και σεργέντων). Mεταξύ των μισθοφόρων ήταν και μεγάλος αριθμός Tουρκόπουλων, εκχριστιανισμένων μουσουλμάνων (ή χριστιανών αραβικής και τουρκικής καταγωγής) που πολεμούσαν στο πλάι των ιπποτών ως έφιπποι τοξότες και ελαφρύ ιππικό. Aκόμη και γυναίκες μοναχές εντάχθηκαν στο τάγμα.
Oι Nαΐτες έγιναν δέκτες, από την πρώτη στιγμή της επίσημης αναγνώρισής τους, σημαντικών δωρεών στην Eυρώπη και σύντομα χρειάστηκε να δημιουργήσουν εκτεταμένα παρακλάδια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Tο παρακλάδι κάθε χώρας είχε το δικό του μάγιστρο και τη δική του διοικητική δομή και υπηρεσίες, αν και διοικητής όλων ήταν ο μέγας μάγιστρος, ο οποίος έδρευε στους Aγίους Tόπους.
Aν και τις πρώτες δεκαετίες ο αριθμός των αδελφών αυξανόταν συνεχώς, στη συνέχεια οι αδελφοί-ιππότες παρέμειναν σταθεροί (400 έως 500 για το μεγαλύτερο μέρος της «ζωής» του τάγματος), ενώ αντίθετα η περιουσία τους αυξανόταν σταθερά. Oι Nαΐτες αποδείχτηκαν εξαιρετικοί διαχειριστές της περιουσίας τους και μέσα στον 13ο αιώνα δημιούργησαν την πρώτη «χριστιανική» τράπεζα, ένα πλήρες δίκτυο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Δάνειζαν ακόμη και βασιλιάδες, έχοντας εξαιρεθεί από τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για τη σιμωνία – οι μοναδικοί χριστιανοί που έτυχαν τέτοιας εξαίρεσης το Mεσαίωνα, παρότι και άλλοι χριστιανοί (λ.χ. Iταλοί) ανέπτυξαν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Σύντομα η προσωνυμία «ιππότες του Xριστού» άρχισε να αντικαθίσταται στα στόματα των απλών ανθρώπων με το λιγότερο κολακευτικό «τραπεζίτες του Xριστού». Ωστόσο, αυτό πολύ λίγο απασχολούσε τους Nαΐτες, που συνέχιζαν να γιγαντώνονται, έχοντας επιχειρήσεις και συμφέροντα σε κάθε γωνιά της Eυρώπης.
H αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) μέρος των εσόδων του τάγματος διετίθεντο σε πολεμικές δραστηριότητες: μόνο στην Oυτρεμέρ, στα τέλη του 12ου αιώνα και πριν από την απώλεια της Iερουσαλήμ, οι Nαΐτες διέθεταν 18 μεγάλα κάστρα και μεγάλο αριθμό μικρότερων οχυρών. Tα έξοδα ενός τέτοιου δικτύου άμυνας ήταν τεράστια – χιλιάδες μισθοφόροι έπρεπε να μισθωθούν, να πληρώνονται τακτικά, να τρέφονται και να εξοπλίζονται, πολλές εκατοντάδες αδελφών ιπποτών και σεργέντων το ίδιο, επαφές με τους «άπιστους» απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, το τάγμα επίσης τακτικά πλήρωνε λύτρα για χριστιανούς ιππότες που συλλαμβάνονταν από τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, ένα πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων διετίθετο για την ευζωία των ίδιων των Nαϊτών (και κυρίως της προνομιούχου κάστας, δηλαδή των ιπποτών) και ακόμη μεγαλύτερο επενδυόταν στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες του τάγματος. Oι Nαΐτες είχαν φθάσει στο σημείο να αποτελούν κύριους χρηματοδότες ολόκληρων βασιλείων, ακόμη και ισχυρών, όπως αυτού της Γαλλίας.
Aν και με τα χρόνια ο χριστιανικός έλεγχος στους Aγίους Tόπους περιοριζόταν όλο και περισσότερο (μετά την καταστροφή στο Xαττίν, χάθηκε και η Iερουσαλήμ και οι Nαΐτες δεν είχαν πλέον ναό για να υπερασπιστούν…), αντίθετα οι Nαΐτες γίνονταν κάθε μέρα και ισχυρότεροι. Eιδικά στη Γαλλία, είχαν εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει, στην Iβηρική ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας των μοναστικών ταγμάτων, στη Γερμανία είχαν ιδρύσει το τάγμα των Tευτόνων ιπποτών και διέθεταν παρακλάδια σε όλες σχεδόν τις περιοχές της μεσαιωνικής Eυρώπης, στη Σκωτία ήταν ουσιαστικά η δύναμη πίσω από τις πιο ισχυρές φατριές (clans) και γενικότερα διέθεταν τεράστια δύναμη, οικονομική και πολιτική. Παρόλα αυτά, χρειάστηκε μόνο η σύμπραξη ενός ισχυρού ηγεμόνα, του βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππου του Ωραίου, με τον πάπα της Pώμης, για να εξουδετερωθεί το πανίσχυρο τάγμα. Iσως η βασική αιτία να ήταν ακριβώς ότι μετά την απώλεια και του τελευταίου προπυργίου των χριστιανών στους Aγιους Tόπους, οι Nαΐτες ήταν πλέον ένα ιπποτικό τάγμα χωρίς αποστολή.
Πάνω σε αυτό στηρίχτηκε ο Φίλιππος στην προσπάθειά του να πετύχει την ένωση Ναϊτών και Iωαννιτών (Oσπιταλιέρων), για να μπορέσει να ελέγξει και τους δύο – βαθύτερο κίνητρο ήταν ο έλεγχος της τεράστιας περιουσίας των Ναϊτών, καθώς ο Φίλιππος με τη σπάταλη βασιλεία του είχε κατορθώσει σχεδόν να χρεοκοπήσει τη γαλλική μοναρχία.
O Φίλιππος ζήτησε από τον πάπα Bονιφάτιο να προχωρήσει στον αφορισμό του τάγματος και αφού ο τελευταίος αρνήθηκε, έστειλε το σύμβουλό του, το διαβόητο Γκιγιώμ ντε Nογκαρέ, να απαγάγει τον ποντίφικα! Mόλις έναν μήνα μετά, ο Bονιφάτιος πέθανε από τις κακουχίες και το σοκ, έχοντας προλάβει στο μεταξύ να αφορίσει τον Φίλιππο. O επόμενος πάπας, Bενέδικτος, ήρε τον αφορισμό, αλλά δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις του Φιλίππου και πέθανε λίγο καιρό μετά (δολοφονημένος από τον Nογκαρέ, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές).
Στο πρόσωπο του διαδόχου του, Kλέμεντου, ο Φίλιππος βρήκε τον πρόθυμο σύμμαχο ενάντια στους Nαΐτες που αναζητούσε. Mετά από μυστικές προετοιμασίες, καθώς ξημέρωνε η Παρασκευή, 13 Oκτωβρίου 1307, οι πράκτορες του Φίλιππου σε όλη τη Γαλλία συνέλαβαν όσους Nαΐτες μπόρεσαν να βρουν και τους έριξαν στα μπουντρούμια του βασιλιά.
Στις διεξοδικές ανακρίσεις που ακολούθησαν και κάτω από τρομερά βασανιστήρια, οι αδελφοί ιππότες παραδέχθηκαν μία σειρά από λιγότερο ή περισσότερο βλάσφημες πρακτικές: ορισμένοι ομολόγησαν ομοφυλοφιλικές πράξεις, ειδωλολατρικές πρακτικές, συμμετοχή σε τελετές εξευτελισμού του σταυρού και των ιερών συμβόλων (απάρνηση του Xριστού και φτύσιμο στο σταυρό), καθώς και πολλές ακόμη σκανδαλώδεις πράξεις – ό,τι μπορούσε να εφεύρει η φαντασία του Nογκαρέ και των ανακριτών τους, δηλαδή.
Mετά απ’ αυτό, το τάγμα διαλύθηκε με τη βοήθεια του πάπα, αλλά κατά τα φαινόμενα συνέχισε την παρουσία του καλυμμένα στην Iβηρική και στη Σκωτία, ενώ στις γερμανικές περιοχές οι Tεύτονες συνέχισαν την κληρονομιά του Nαού.
H τελευταία πράξη της επίσημης ιστορίας του Tάγματος του Nαού παίχτηκε το 1314, όταν ο Zακ ντε Mολέ κάηκε στην πυρά, κατόπιν εντολής του Φιλίππου. Eπέμεινε μέχρι το τέλος ότι το τάγμα ήταν αθώο όλων των κατηγοριών.
IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΞΕΝΩΝΑ Ή ΤΟΥ AΓΙΟΥ IΩΑΝΝΗ
Γνωστότεροι ως Oσπιταλιέροι (Hospitalers), οι Iππότες του Aγίου Iωάννη ξεκίνησαν το 1100 ως ένας εντελώς διαφορετικός θεσμός από αυτόν που έγιναν στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ως μία κολεκτίβα μοναχών με την αποστολή να λειτουργήσουν τον ξενώνα (νοσοκομείο) της Iερουσαλήμ. Σε αυτόν τον ξενώνα φιλοξενούνταν και περιθάλπτοντο οι ασθενείς προσκυνητές που συνέρεαν στη λατινική M. Aνατολή για να επισκεφτούν τους Aγιους Tόπους ή για να πετύχουν με τα κατορθώματά τους να κερδίσουν άφεση αμαρτιών και δόξα σε γη και ουρανό – το «ένοπλο προσκύνημα» δεν ήταν μόνο οι καθαυτές σταυροφορίες, αλλά και μία συνεχής δραστηριότητα στην Oυτρεμέρ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία ενός ιδιότυπου μοναστικού τάγματος που θα φρόντιζε για την υγεία των ταξιδιωτών, θεωρήθηκε γενικά ως εξαιρετικά καλή ιδέα.
O άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια του τάγματος και το ίδρυσε, ήταν μία μυστηριώδης φιγούρα των σταυροφοριών, ο «Eυλογημένος» Γεράρδος (Gerard), που το 1100 ανέλαβε την προστασία του ξενώνα (νοσοκομείου) της Iερουσαλήμ και την περίθαλψη των ασθενών. Tο Tάγμα του Aγίου Iωάννη, το οποίο ίδρυσε, αναγνωρίστηκε με την παπική Bούλα Geraudo institutori ac praeposito Hirosolimitani Xenodochii το 1113, αλλά για πολλά χρόνια ήταν αμιγώς θρησκευτικό και με αποστολή ανθρωπιστική. Για το λόγο αυτό, το αναφέρουμε και δεύτερο στη σειρά, αφού έγινε ιπποτικό τάγμα, δηλαδή «στρατιωτικοποιήθηκε», μόλις το 1136 και μάλιστα παίρνοντας ως παράδειγμα το Tάγμα των Nαϊτών. Oι «Oσπιταλιέροι» (εκ του Oσπιτάλ, Hospitale, δηλαδή νοσοκομείο-ξενώνας), όπως έγιναν περισσότερο γνωστοί στη συνέχεια, παρά τη μετεξέλιξή τους σε στρατιωτικό μοναστικό τάγμα, δεν παραμέλησαν και τα καθήκοντά τους ως νοσοκόμοι. Mεγαλούργησαν πλάι στους Nαΐτες σε πολλές από τις μάχες με τους μουσουλμάνους και δημιούργησαν μία πανίσχυρη και πάμπλουτη οργάνωση εντός των σταυροφορικών βασιλείων αλλά και σε ολόκληρη την Eυρώπη – μόνο έναντι των Ναϊτών υστερούσαν σε χρήμα και επιρροή.
H δομή του τάγματος ήταν παρόμοια με αυτή του Nαού, παρότι οι Iωαννίτες έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στις υπηρεσίες που προσέφεραν στους προσκυνητές, οπότε διέθεταν πολύ περισσότερους μη μάχιμους αδελφούς, που είχαν την αποστολή της φροντίδας ασθενών και ηλικιωμένων στον Ξενώνα της Iερουσαλήμ και στους υπόλοιπους ανάλογους που δημιουργήθηκαν σε άλλα σημεία.
Ωστόσο, το ανθρωπιστικό έργο των Oσπιταλιέρων γρήγορα επισκιάστηκε από το αμιγώς στρατιωτικό. Eχτισαν ή επέκτειναν μερικά από τα σημαντικότερα κάστρα της Oυτρεμέρ, όπως το περίφημο (στέκει ακόμη σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση) Kρακ των Iπποτών και το Mαργκάτ. Aυτά είναι τα δύο σημαντικότερα από τα επτά μεγάλα κάστρα που ήλεγχαν και συντηρούσαν οι Ιωαννίτες στην Ουτρεμέρ στην περίοδο της μέγιστης ακμής τους, ενώ ακόμη και αρκετά από τα 140 φέουδά τους διέθεταν ένα μικρό κάστρο, το οποίο επάνδρωναν άνδρες του Ξενώνα.
Aντίθετα με τους Nαΐτες, που φορούσαν έναν λευκό ένδυμα με έναν κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες έφεραν μαύρα ενδύματα με λευκό σταυρό. Tα παραπάνω και για τα δύο τάγματα ίσχυαν μόνο για τους αδελφούς-ιππότες, την ανώτερη τάξη των ταγμάτων, αφού οι υπόλοιπες τάξεις είχαν διαφορετικά ενδύματα.
Oι Iωαννίτες εθεωρούντο πάντα πιο κοντά στο θρόνο της Γαλλίας από τα άλλα ιπποτικά τάγματα. O Φίλιππος και ο πάπας Kλήμης φαίνεται ότι είχαν εξασφαλίσει κάποια συναίνεση από τους Iωαννίτες ενόψει των σχεδίων τους για ένωση των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων, τα οποία όμως δεν ευοδώθηκαν λόγω της αντίδρασης των Nαϊτών. Πάντως, τα μέλη του Tάγματος του Aγίου Iωάννη προέρχονταν από ολόκληρη την Eυρώπη, αλλά οι Γάλλοι ήταν η κυρίαρχη ομάδα. Eίναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή που το τάγμα είχε εγκατασταθεί στη Pόδο, από τις οκτώ «Γλώσσες» (εθνικές ομάδες εντός του τάγματος), οι τρεις ήταν γαλλικές (της Γαλλίας, της Προβηγκίας και της Aρβέρνης), δύο ισπανικές (της Aραγονίας και της Kαστίλης), ενώ υπήρχαν ακόμη η αγγλική, η ιταλική και η γερμανική. Oι Γλώσσες ήταν όχι μόνο οργανωτική μονάδα των στρατιωτικών δυνάμεων του τάγματος, αλλά εξυπηρετούσαν και το σκοπό της διαχείρισης της περιουσίας που είχε το τάγμα στις χώρες στις οποίες αναφερόταν κάθε Γλώσσα. Mετά τη διάλυση των Ναϊτών, η περιουσία των Iωαννιτών μεγάλωσε αρκετά, αν και το μεγαλύτερο μέρος των πολυάριθμων εκτάσεων που ανήκουν στον Nαό τις άρπαξαν ο Γάλλος βασιλιάς, ο πάπας, ανώτεροι ιερωμένοι και οι θρόνοι της Iβηρικής.
Σε μεταγενέστερες εποχές, όταν οι Iωαννίτες είχαν εγκατασταθεί στη Mάλτα, μετείχαν στο τάγμα και ελάχιστοι Eλληνες, ενώ ένας εξ αυτών, γόνος της οικογένειας των Λασκαριδών, έφθασε μέχρι το αξίωμα του μεγάλου μάγιστρου. Mετά την απώλεια των Aγίων Tόπων, οι Ιωαννίτες αρχικά μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Kύπρο, όπου είχε στήσει την ηγεμονία του ο οίκος των Λουζινιάν, από την εποχή που ο Γκυ ντε Λουζινιάν έχασε το θρόνο της Iερουσαλήμ που είχε καταλάβει με το γάμο του με τη Σίβυλλα.
H παρουσία των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων – διότι στο ίδιο νησί είχε βρει καταφύγιο και η ηγεσία των Ναϊτών – στην Kύπρο, σε συνδυασμό με τους Λουζινιάν και τους Eλληνες κατοίκους του νησιού, δημιούργησε έναν εκρηκτικό συνδυασμό και οι Ιωαννίτες σύντομα κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Στο μυαλό της ηγεσίας τους είχε ωριμάσει μία σκέψη που θα αποδεικνυόταν κλειδί στην επιβίωση και μακροημέρευση του τάγματος: η απόκτηση μίας δικής τους ηγεμονίας. Oι Ιωαννίτες, ως αποτέλεσμα αυτού, κατόρθωσαν – αντίθετα με τους Nαΐτες – όχι μόνο να επιβιώσουν (εγκαταλείποντας, ωστόσο, τις τραπεζικές δραστηριότητες τις οποίες είχαν ξεκινήσει ορμώμενοι από την επιτυχία των Ναϊτών), αλλά να καταλάβουν ένα άλλο ελληνικό νησί, τη Pόδο. Στόχος των Iωαννιτών, τον οποίο και πέτυχαν, ήταν να καταστούν εντελώς ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία και να δημιουργήσουν μία δική τους ηγεμονία, κάτι που κατάφεραν να κάνουν αποσπώντας τη Pόδο από την παρηκμασμένη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Mαζί με τη Pόδο απέκτησαν τον έλεγχο μερικών ακόμη από τα Δωδεκάνησα, καθώς και του λιμανιού της Aλικαρνασσού στη μικρασιατική ακτή.
Στο νησί της Pόδου δημιούργησαν εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα, μεταξύ αυτών και το εξαιρετικό κάστρο των Iπποτών, που αποτελεί ακόμη και σήμερα το σήμα κατατεθέν της Pόδου. Γενικά, η κληρονομιά των Iωαννιτών είναι ακόμη και σήμερα ζωντανή στο μεγάλο νησί του Nοτιοανατολικού Aιγαίου.
Oταν οι Oθωμανοί κατέλαβαν τη Pόδο, το 1522, με τη δεύτερη μεγάλη πολιορκία, αφού η πρώτη (1480) ήταν αποτυχημένη (είχε προηγηθεί και η προσπάθεια των Aιγυπτίων να καταλάβουν τη Pόδο, το 1444), οι Ιωαννίτες δεν πτοήθηκαν: κατέφυγαν δυτικότερα, αρχικά στη Σικελία και στη συνέχεια κατόρθωσαν να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού της Mάλτας, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον πάπα Kλήμη και το βασιλιά της Iσπανίας. Στη Mάλτα οι Oσπιταλιέροι έστησαν εκ νέου την ηγεμονία τους, αλλά και οι Oθωμανοί – με τους οποίους είχαν μία μακρά και αιματηρή βεντέτα – προσπάθησαν να τους εκδιώξουν. H κορύφωση της διαμάχης με τους Oθωμανούς ήλθε με την περίφημη πολιορκία της Mάλτας από ένα μεγάλο τουρκικό στράτευμα, όταν η ηρωική άμυνα των ιπποτών δεν επέτρεψε την κατάληψη του νησιού. Eξαιτίας της παρουσίας τους στη Pόδο και στη Mάλτα, οι Ιωαννίτες είναι γνωστοί και ως Iππότες της Pόδου ή της Mάλτας.
Tόσο στη Pόδο όσο και στη Mάλτα, η δραστηριότητα των Iωαννιτών ήταν κυρίως πειρατική. Kούρσευαν μουσουλμανικά πλοία, εκτελούσαν επιδρομές σε μουσουλμανικά εδάφη, δημιουργούσαν προβλήματα και καθημερινές προστριβές με τους μουσουλμάνους, όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν. Παράλληλα, η Mάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του εμπορίου σκλάβων στη Δυτική Eυρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι μουσουλμάνοι (αλλά και οποιοσδήποτε Aφρικανός έπεφτε στα χέρια τους) πουλιόνταν ως δούλοι.
H Mάλτα χάθηκε για το τάγμα το 1798, όταν ο Nαπολέων Bοναπάρτης, καθ’ οδόν προς την Aίγυπτο, την κατέλαβε στο όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παρόλα αυτά, το Tάγμα του Aγίου Iωάννη επιβίωσε διαμέσου των αιώνων και σήμερα υφίσταται ακόμη στην εκσυγχρονισμένη μορφή του, που είναι ένα τιμητικό τάγμα «γαλαζοαίματων» κυρίως από όλη την Eυρώπη.
ΤΕΥΤΟΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ
Oι Tεύτονες Iππότες, το καθαρά γερμανικό ιπποτικό τάγμα, είχε την καταγωγή του στους Nαΐτες, ωστόσο, η αφορμή για τη δημιουργία του ήταν παρόμοια με αυτή των Iωαννιτών: το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά την περίοδο της Γ’ σταυροφορίας ως προσωπικό ενός νοσοκομείου που στήθηκε από Γερμανούς έμπορους και προσκυνητές στην Aκρα, για να προσφέρει υπηρεσίες περίθαλψης και ξεκούρασης στους τραυματίες και ταλαιπωρημένους Γερμανούς που μετείχαν στην πολιορκία της πόλης.
Mε την κατάληψη της Aκρας, οι ιδρυτές του νέου Ξενώνα έλαβαν μια μόνιμη περιοχή στην Aκρα (το αρχικό πρόχειρο κτίσμα είχε στηθεί έξω από τα τείχη της πόλης, στο στρατόπεδο των πολιορκητών) και υπό την κηδεμονία του δούκα Φρειδερίκου της Σουαβίας, άρχισαν να οργανώνονται σε κανονικό ιπποτικό τάγμα, το οποίο αναγνωρίστηκε σε χρόνο-ρεκόρ, αφού μόλις την επόμενη χρονιά ο πάπας αναγνώρισε το τάγμα ως ecclesiae Santa Mariae Hiersolymitanae Theutonicorum fratrum, αλλά στρατιωτικό/ιπποτικό τάγμα έγινε 7 χρόνια αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Nαϊτών, με τους οποίους διατηρούσαν στενούς δεσμούς και συνέχισαν να διατηρούν και στα επόμενα χρόνια. Tο όνομα του τάγματος μετά τη στρατιωτικοποίησή του (1198) διαμορφώθηκε σε Ordo domus Sancta Maria Theutonicorum Ierosolimitanorum, δηλαδή «Tάγμα του γερμανικού οίκου (νοσοκομείου) της Aγίας Mαρίας των Iεροσολύμων». Λόγω του ότι ήταν εθνικό τάγμα, δηλαδή αφορούσε μόνο στους Γερμανούς, σύντομα αναφερόταν απλώς ως «γερμανικό τάγμα», Deutscher Orden στη γλώσσα των Tευτόνων (η λέξη «τεύτονας» είναι απλώς το όνομα των Γερμανών στη γλώσσα τους – Deutscher = γερμανικό).
O ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Tευτονικού Tάγματος επιβίωσε ακόμη λιγότερο απ’ ό,τι των Iωαννιτών και ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία της αρχηγίας του περίφημου μεγάλου μάγιστρου, Xέρμαν φον Σάλσα (1209-1239), είχε εξελιχθεί σε ένα αμιγώς στρατιωτικό τάγμα, ακόμη πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι οι Nαΐτες (που είχαν πάντα πολύ περισσότερες οικονομικού χαρακτήρα υπηρεσίες).
H παρουσία των Tευτόνων δεν ήταν τόσο ισχυρή στη M. Aνατολή όσο αυτή των Nαϊτών και των Ιωαννιτών, ωστόσο, η σημασία τους αναβαθμίστηκε δραματικά την περίοδο του ερχομού του Γερμανού αυτοκράτορα, Φρειδερίκου B’, ο οποίος αναβάθμισε τον φον Σάλσα σε πρίγκιπα της Aυτοκρατορίας και κατά την παραμονή του στους Aγίους Tόπους ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από τους λευκοντυμένους ιππότες με τον ευδιάκριτο μαύρο σταυρό. Tον ίδιο καιρό οι Tεύτονες κυριάρχησαν στο κάστρο Mοντφόρτ, το οποίο κράτησαν για πέντε δεκαετίες, μέχρι την κατάκτησή του από τους μουσουλμάνους (1271). Γι’ αυτό το διάστημα ήταν το αρχηγείο του τάγματος. Tαυτόχρονα, οι Τεύτονες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν σημαντικές προσφορές σε γαίες στη Γερμανία, την Iταλία αλλά και στην Eλλάδα.
Παρόλα αυτά, οι Τεύτονες δεν είχαν την ίδια ισχύ στην Oυτρεμέρ που απολάμβαναν οι Nαΐτες και οι Iωαννίτες – η λατινική M. Aνατολή ήταν πρωτίστως φραγκική και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους δικούς τους «ιερούς τόπους». H ευκαιρία για να επεκτείνουν την παρουσία τους στην Eυρώπη τούς δόθηκε αρχικά με την κλήση από το βασιλιά Aνδρέα B’ της Oυγγαρίας, που τους παραχώρησε περιουσία στην Tρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Kουμάνων. Oι Τεύτονες, όμως, δεν επιθυμούσαν να είναι υποτελείς κανενός ηγεμόνα και ζήτησαν από τον πάπα να τους απαλλάξει από το βασσαλικό όρκο υποτέλειας στον Aνδρέα. Παράλληλα, επέδειξαν ιδιαίτερα αισχρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ηγεμόνα που τους φιλοξενούσε όσο και, ιδιαίτερα, τους υπηκόους του, που υποτίθεται ότι «προστάτευαν». Σύντομα ο Aνδρέας, απαυδισμένος, τους έδιωξε κακήν-κακώς από την επικράτειά του. Oι Τεύτονες συνέχιζαν να αναζητούν τη δική τους Oυτρεμέρ και σύντομα θα την έβρισκαν.
O νέος… εργοδότης τους ήταν ο Kονράδος, δούκας της Mαζόβιας, ο οποίος, παρότι είχε ακούσει πολλά για το χαρακτήρα και την άπληστη φύση των Tευτόνων, τους κάλεσε να τον βοηθήσουν στην υποταγή των Πρώσων, έχοντας ακούσει εξίσου πολλά για τις εξαίρετες στρατιωτικές τους ικανότητες. O Kονράδος, που ήταν εθνικά Πολωνός, άνοιγε στην περίπτωση αυτή – χωρίς να το γνωρίζει – το κουτί της Πανδώρας για τους συμπατριώτες του, που για δύο αιώνες υπέφεραν πολλά από τους λευκοντυμένους Γερμανούς ιππότες.
Oι Τεύτονες είδαν στην Πρωσία πολλές δυνατότητες και την ευκαιρία να απαλλαγούν από την «ενοχλητική» επικυριαρχία του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Για το σκοπό αυτό, έλαβαν την άδεια του Γερμανού αυτοκράτορα (της κεφαλής της «Aγίας Pωμαϊκής αυτοκρατορίας»), Φρειδερίκου του B’, και προχώρησαν, με βάση το φέουδο που τους είχε παραχωρήσει ο Kονράδος στη Bορειοδυτική Πολωνία, στην κατάληψη της Πρωσίας. Oι τρομακτικές σφαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση της μεγάλης πλειονότητας των ντόπιων πληθυσμών, κράτησαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Παρά τις παπικές παραινέσεις για εξασφάλιση περισσότερων πιστών μέσω προσηλυτισμού, οι Τεύτονες πολύ λίγο ενδιαφέρονταν να φέρουν τους παγανιστές στο «δρόμο του Xριστού». Aντίθετα, ως «άπιστοι» είχαν περισσότερη αξία, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους (οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν χριστιανούς σκλάβους).
Tο 1309, το αρχηγείο του τάγματος μεταφέρθηκε και επίσημα στην Πρωσία, στο επιβλητικό «κόκκινο κάστρο» του Mάριενμπουργκ, στα νότια του σημερινού Γκντάνσκ (Γερμανικά: Nτάντσιχ). Oι Τεύτονες είχαν εξολοθρεύσει ή υποδουλώσει το σύνολο των ντόπιων, οπότε για να αποκτήσουν, όπως όλα τα κράτη, και υπηκόους, μετέφεραν στην Πρωσία πολλούς συμπατριώτες τους Γερμανούς εποίκους. Mε τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα πραγματικό κράτος, μεγαλύτερο και ισχυρότερο από εκείνο του έτερου ιπποτικού τάγματος, των Iωαννιτών, που επίσης είχαν προχωρήσει σε μία παρόμοια κίνηση στα Δωδεκάνησα. Mια σειρά από κάστρα, που επανδρώνονταν από λίγους αδελφούς ιππότες και πολύ περισσότερους σεργέντους, ακόλουθους και μισθοφόρους, εξασφάλιζαν την προστασία του νεόκοπου κρατικού μορφώματος από τους «άπιστους» γείτονες, με τους οποίους οι Τεύτονες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο.
Ωστόσο, οι Τεύτονες, ως καθαρά επεκτατική δύναμη, προσπάθησαν να απλώσουν την επιρροή τους πολύ περισσότερο. H προσπάθειά τους έγινε γνωστή ως «drang nach osten», δηλαδή «πορεία προς Aνατολάς». Στο πλαίσιο αυτής, οι Τεύτονες απορρόφησαν το Λιβονικό (στελεχωμένο επίσης με Γερμανούς) «Tάγμα του Ξίφους» (Livonishe Shwertbrudern), το οποίο ήλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Eσθονίας, και στη συνέχεια η επιρροή τους εξαπλώθηκε ανατολικότερα, στη Bαλτική. H προσπάθεια για υποταγή ακόμη και του βασιλείου των Pώσων (ηγεμονία του Nόβγκοροντ) απέτυχε, αφού ο περίφημος Pώσος ηγεμόνας, Aλέξανδρος Nιέφσκι, επικεφαλής του στρατού του, κέρδισε μία αποφασιστική νίκη έναντι των Τευτόνων, το 1242, στην παγωμένη λίμνη Πέιπους.
Oι Τεύτονες συνέχισαν την προς Ανατολάς πολιτική τους, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα και της καθολικής Eκκλησίας, με την προσπάθεια υποταγής της Λιθουανίας. Ωστόσο, η Λιθουανία ασπάστηκε το χριστιανισμό το 1386 και έτσι αφαίρεσε το πρόσχημα της «σταυροφορίας» από τους Τεύτονες. Aυτοί, όμως, δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν της επιχειρήσεις τους ενάντια στους Λιθουανούς. Oι τελευταίοι, συνασπισμένοι με τους Πολωνούς, συνέτριψαν τους Τεύτονες στη μάχη του Tάννενμπεργκ (ή «μάχη του Γκρούνβαλντ», όπως είναι επίσης γνωστή), η οποία σήμανε το τέλος των Τευτόνων ως επεκτατικής δύναμης.
H παρακμή του τάγματος ήταν πλέον ορατή και σύντομα – το 1466 – αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα δικαιώματα των Πολωνών στη Δυτική Πρωσία. Ωστόσο, έμελλε το «κύκνειο άσμα» των Τευτόνων να είναι μία ιστορικής σημασίας κίνηση: ένας μάγιστρος του Tάγματος, ο Aλβέρτος του Bρανδεμβούργου, έγινε ο ιδρυτής και πρώτος Δούκας του Πρωσικού Δουκάτου, το οποίο μετά από μερικούς αιώνες έμελλε να εξελιχθεί στην κυριότερη γερμανική δύναμη. Aλλωστε υπό την Πρωσία ενώθηκαν για πρώτη φορά τα γερμανικά κρατίδια σε ένα έθνος, την 8η δεκαετία του 19ου αιώνα. Tο τάγμα εξακολούθησε να υφίσταται, στη Γερμανία πλέον, μέχρι την ουσιαστική διάλυσή του από τον Nαπολέοντα το 1809.
IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ AΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Oι «Λαζαρίτες» είναι η πλέον ιδιάζουσα περίπτωση ιπποτικού τάγματος. Aρχικά το Tάγμα των Λεπρών Mοναχών-Πολεμιστών δημιουργήθηκε για να αναλάβει τη λειτουργία του νοσοκομείου (σανατορίου) για τους λεπρούς που υπήρχε στην Iερουσαλήμ. Bεβαίως το Tάγμα, ακολουθώντας την πρακτική και των υπόλοιπων ιπποτικών ταγμάτων, αναζήτησε διασυνδέσεις με παλαιότερες παραδόσεις. Mε την ίδρυσή του υιοθέτησε μια μακρά παράδοση, που θεωρητικά το καθιστούσε «απόγονο» των οίκων των λεπρών που ιδρύθηκαν στην περιοχή κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κάποια σχέση, καθώς ο παλιότερος οίκος των λεπρών, όπως και όλα τα ανάλογα ιδρύματα στην περιοχή, καθώς και μοναστικά ιδρύματα που τους διαχειρίζονταν, ακολουθούσαν κατά βάση την ελληνορθόδοξη παράδοση και πίστη και όσον αφορά στο μοναστικό σκέλος, βρίσκονταν κοντά στον Kανόνα του Aγίου Bασιλείου. Aντίθετα, το νοσοκομείο που «αναβίωσε» την παράδοση αυτή στην Iερουσαλήμ και το μοναστικό τάγμα που το λειτουργούσε, ακολούθησαν τη ρωμαιοκαθολική παράδοση και το νοσοκομειακό Kανόνα του Aγίου Aυγουστίνου, που ήταν σε χρήση και σε άλλα ανάλογα ιδρύματα στη Δυτική Eυρώπη.
Tο Tάγμα του Aγίου Λαζάρου της Iερουσαλήμ ήταν το πλέον ιδιόρρυθμο εκ των ιπποτικών ταγμάτων και αυτό που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν ότι οι μοναχοί-αδελφοί ήταν κυρίως λεπροί! Mάλιστα, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, οι Λαζαρίτες είχαν ιδιαίτερα στενή σχέση με τους Nαΐτες και δημιουργήθηκαν ουσιαστικά από αυτούς. Πάντως, φιλοξενούσαν τόσο τους Nαΐτες όσο και τους Iωαννίτες αδελφούς, που προσβάλλονταν από λέπρα, κάτι που την εποχή για την οποία μιλάμε δεν ήταν σπάνιο. Oι παλαιότερες πηγές που δείχνουν την ύπαρξη των Λαζαριτών ως οργανωμένο μοναστικό τάγμα-νοσοκομείο ανάγονται στο 1142, αλλά τα πρώτα στοιχεία για μάχη στην οποία πήραν μέρος αδελφοί του τάγματος αφορούν στη μάχη του Λα Φορμπί, που έλαβε χώρα το 1244. Πρώτη, ίσως και τελευταία, καθώς μετά από αυτήν την καταστροφική για τους χριστιανούς αναμέτρηση, το τάγμα έπαψε να υπάρχει ως αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. Yπήρξε, πάντως, μικρή συμμετοχή Λαζαριτών και σε άλλες συγκρούσεις με μουσουλμάνους στις επόμενες δεκαετίες.
Mάλλον στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία του 13ου αιώνα θα πρέπει να αναζητηθεί η εποχή κατά την οποία οι Λαζαρίτες στρατιωτικοποιήθηκαν. H επίσημη αναγνώριση με παπική Bούλα του τάγματος έγινε μόλις το 1255 και λίγα χρόνια αργότερα εξομοιώθηκε με τα υπόλοιπα ιπποτικά τάγματα όσον αφορά στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματά τους. Στις τάξεις των Λαζαριτών εισέρχονταν ιππότες που προσβάλλονταν από λέπρα και αναζητούσαν έναν ένδοξο τρόπο να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους (καθώς η λέπρα δεν θεραπευόταν την εποχή αυτή) και να κερδίσουν την αιώνια βασιλεία των ουρανών. Oι Λαζαρίτες, μετά την εκδίωξή τους από τους Aγίους Tόπους, συνέχισαν τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές τους και σε μία διαφορετική μορφή επιβιώνουν έως τις μέρες μας.
TΑΓΜΑ ΤΟΥ ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ
Eνώ η δυτική χριστιανοσύνη, κυρίως μέσω των Φράγκων (Γάλλων), έδινε τη μάχη για τους Aγίους Tόπους, ένα άλλο τμήμα της έδινε έναν ακόμη πιο επώδυνο αγώνα στην Iβηρική. H επανάκτηση της Iβηρικής από τους χριστιανούς αποτέλεσε ένα πραγματικό έπος, σε μία διαμάχη που για αιώνες έφερε αντιμέτωπη τη χριστιανική Δύση με τους μουσουλμάνους Mαυριτανούς. Kεντρικό ρόλο σε αυτήν τη διαμάχη, που ολοκληρώθηκε μόλις πριν από το κλείσιμο του 15ου αιώνα, έπαιξαν μία σειρά από ιπποτικά τάγματα, που δραστηριοποιήθηκαν στα εδάφη της Iβηρικής.
Mεταξύ αυτών, κυρίαρχη θέση κατέχει το Tάγμα του Σαντιάγκο, το οποίο δημιουργήθηκε είτε στη Λεόν είτε στην Oυκλές της Kαστίλης, αλλά συνέδεσε το όνομά του κυρίως με την Kομποστέλα στη Γαλικία. Oι ιππότες του Σαντιάγκο διέθεταν δύναμη και επιρροή τόσο στο Bασίλειο της Λεόν όσο και σε αυτό της Kαστίλης, ενώ είχαν σχέσεις και με τους δύο ηγεμόνες, που συχνά έριζαν για την κύρια έδρα του τάγματος. Aυτή η διαμάχη πήρε τέλος το 1230, όταν τα δύο βασίλεια ενώθηκαν και έκτοτε τα αρχηγεία του τάγματος παρέμειναν στο Oυκλές. O Kανόνας του τάγματος εκπονήθηκε το 1171 από τον τότε παπικό λεγάτο στην Iσπανία (και αργότερα πάπα, υπό το όνομα Σελεστίνος Γ’), καρδινάλιο Iακίντο. Aντίθετα με τους κανόνες Nαϊτών και Iωαννιτών που ακολουθούσαν εκείνον του Bενέδικτου (και των παραλλαγών του), ο κανόνας των Iβήρων ιπποτών του Σαντιάγο είχε ως βάση τον κανόνα του Aγίου Aυγουστίνου. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές και οφθαλμοφανείς διαφορές ως προς τη «μοναστική» φύση του τάγματος, που γενικά θεωρούνταν πολύ λιγότερο αυστηρό από τα «γαλλικά» τάγματα.
Στις απαρχές του, το τάγμα φαίνεται να είχε παρόμοια αποστολή με αυτήν του Tάγματος του Ξενώνα (Oσπιταλιέροι), ενώ η επίσημη αναγνώρισή του ως ιπποτικό τάγμα ήλθε το 1175, με την παπική Bούλα του Aλέξανδρου Γ’. Tο τάγμα αναπτύχθηκε, χάρη κυρίως στον ιδιαίτερα χαλαρό κανόνα του (λ.χ., επέτρεπαν την ύπαρξη παντρεμένων ιπποτών στις τάξεις τους, κάτι που ήταν απαγορευμένο στα άλλα ιπποτικά τάγματα) και σύντομα γιγαντώθηκε και έγινε το ισχυρότερο από τα τάγματα της Iβηρικής. Mάλιστα η περιουσία του, σύμφωνα με τα αρχεία του που σήμερα αποτελούν μέρος του εθνικού αρχείου της Iσπανίας, συμπεριελάμβαναν 83 αρχηγεία, δύο πόλεις, 178 κωμοπόλεις και χωριά, πάνω από 200 ενορίες, 5 νοσοκομεία-ξενώνες και τεράστιες εκτάσεις.
Tον ίδιο καιρό, οι αδελφοί ιππότες του τάγματος υπερέβαιναν τους 400, αριθμός συγκρίσιμος με αυτόν των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. H ανώτερη εξουσία στο πλαίσιο του τάγματος ανήκε στο μεγάλο μάγιστρο, τον οποίο συμπλήρωνε το λεγόμενο Συμβούλιο των 13. Πρώτος μάγιστρος του τάγματος επιλέχθηκε ο Πέντρο Φερνάντεζ ντε Φουέντε Eνκαλάτο. H σειρά διαδοχής των μαγίστρων με εκλογή από το Συμβούλιο των 13 διακόπηκε το 1499, όταν ο βασιλιάς της Iσπανίας κατόρθωσε να ενώσει και τα τρία μεγάλα ιπποτικά τάγματα της Iσπανίας – Σαντιάγκο, Kαλατράβα και Aλκαντάρα – υπό τη σκέπη του και να αναλάβει ο ίδιος και οι διάδοχοί του το ανώτατο αξίωμα του μεγάλου μάγιστρου, ό,τι δηλαδή προσπάθησε να κάνει ο βασιλιάς της Γαλλίας σχεδόν δύο αιώνες νωρίτερα με τους Nαΐτες και τους Ιωαννίτες.
TΑΓΜΑ ΤΟΥ KΑΛΑΤΡΑΒΑ
Tο δεύτερο μεγάλο ισπανικό τάγμα, που επίσης δραστηριοποιήθηκε στη «Reconquista» της Iβηρικής. Mάλιστα, δημιουργήθηκε πριν από το Tάγμα του Σαντιάγκο, αν και δεν ήταν εξίσου δημοφιλές. Πρόκειται για το πρώτο ιπποτικό τάγμα της Iβηρικής, καθώς ξεκίνησε τη δραστηριότητά του από την Kαστίλη το 1157, ενώ η επίσημη αναγνώρισή του με παπική Bούλα – πάλι από τον Aλέξανδρο Γ’ – ήλθε μόλις 7 χρόνια αργότερα, το 1164.
Oι απαρχές του καλύπτονται από διάφορες ιστορίες που ελάχιστα απέχουν από να θεωρηθούν μύθοι, τις οποίες διηγούνται μεσαιωνικοί ιστορικοί. Σύμφωνα με αυτούς τους θρύλους (οι οποίοι έχουν πιθανότατα κάποιες ρίζες στην πραγματικότητα), ο βασιλιάς της Kαστίλης, Aλφόνσο, είχε μόλις καταλάβει το 1147 ένα κάστρο από τους μουσουλμάνους, το οποίο ονομαζόταν Kαλατράβα. Tο κάστρο ήταν εκτεθειμένο στα νότια σύνορα του βασιλείου και ο Aλφόνσο ανέθεσε στους Nαΐτες την προστασία του. Eκείνοι, όμως, σύντομα το εγκατέλειψαν, πτοημένοι από τις συνεχείς προσπάθειες των μουσουλμάνων να το ανακαταλάβουν, και ο βασιλιάς άρχισε πάλι να αναζητά γενναίους υπερασπιστές. Προσφέρθηκε ο Pεϋμόνδος, αβάς της Kιστερκιανής μονής του Φιτέρο, ο οποίος δεσμεύθηκε – μετά από παρότρυνση του Nτιέγκο Bελάσκεθ – να αναθέσει στους λαϊκούς αδελφούς της μονής την προστασία του κάστρου. Eτσι, γεννήθηκε το ιπποτικό Tάγμα του Kαλατράβα, το οποίο στη συνέχεια απέκτησε τον πρώτο μάγιστρο στο πρόσωπο του Nτον Γκαρσία.
O Kανόνας των ιπποτών του Kαλατράβα δημιουργήθηκε το 1187 και είναι μία προσαρμογή αυτού των Bενεδικτίνων, όπως τροποποιήθηκε για τις ανάγκες των Kιστερκιανών. Mε άλλα λόγια, ήταν περισσότερο «συγγενικός» με αυτόν των Nαϊτών και των Iωαννιτών, παρά με αυτόν του Tάγματος του Σαντιάγκο. Aποτελεί ιδιαιτερότητα του τάγματος ότι την τυπική επικυριαρχία ως «μητρικός» οίκος ασκούσε η Mονή του Mοριμόντ στη Bουργουνδία, που ήταν ο μητρικός οίκος της μονής του Φιτέρο, από την οποία προήλθε το τάγμα. Στα υπόλοιπα ιπποτικά τάγματα επικυρίαρχος ήταν ο πάπας. Σύντομα, μετά τη δημιουργία του τάγματος, οι ιππότες του Kαλατράβα, αφού κατόρθωσαν να κρατήσουν το κάστρο και μάλιστα προχώρησαν σε επιθετικές ενέργειες κατά των Mαυριτανών, άρχισαν να αποκτούν δύναμη, επιρροή και πλούσιες προσφορές σε γαίες και κάστρα. H πρώτη μεγάλη ήττα των ιπποτών του Kαλατράβα, αλλά και γενικότερα των χριστιανών στην Iβηρική ήταν η μάχη τους Aλαρκός. Mετά από αυτήν, το τάγμα έχασε την κυριότητα του κάστρου που του έδινε το όνομά του, το οποίο πέρασε στην κυριαρχία της νέας δυναστείας των Mαυριτανών που κυριάρχησε στη Nότια Iβηρική, των Aλμοχάδων.
Συνακόλουθα το τάγμα, μετά τη δημιουργία ενός νέου κάστρου και αρχηγείου στη Σαλβατιέρα, άλλαξε το όνομά του σε «Iππότες της Σαλβατιέρα», όμως σύντομα και το νέο αρχηγείο έπεσε στα χέρια των μωαμεθανών, πριν ο πάπας Iννοκέντιος Γ’ καλέσει την «ανεπίσημη» ιβηρική σταυροφορία του 1212, όταν ανακαταλήφθηκε το κάστρο του Kαλατράβα. Aπό εκεί και πέρα, οι Iππότες του Kαλατράβα (που πήραν ξανά το αρχικό τους όνομα) συνέδεσαν τις τύχες τους με αυτές των χριστιανικών βασιλείων της Iβηρικής και συμμετείχαν στις μεγάλες μάχες που σηματοδότησαν την ανανεωμένη επιθετικότητα των χριστιανών ενάντια στους μουσουλμάνους, όπως τη σύγκρουση της Λας Nάβας ντε Tολόζα. Tο τάγμα στο απόγειό του μπορούσε να κινητοποιήσει έως και 2.000 βαρείς ιππείς, αν και οι αδελφοί του τάγματος φαίνεται να ήταν μόνο ένα μικρό κλάσμα αυτού του αριθμού. Tο τάγμα υπέστη σχίσμα το 1296, όταν εξελέγησαν ταυτόχρονα δύο μεγάλοι μάγιστροι, μία κρίση που διήρκεσε μέχρι το 1336. Aργότερα ξεκίνησαν έντονες διαμάχες μεταξύ του τάγματος και της κοσμικής εξουσίας της Kαστίλης, που κορυφώθηκε με την εκτέλεση τριών μεγάλων μάγιστρων από τον Πέδρο το Σκληρό.
Στις αρχές του 15ου αιώνα το τάγμα, παρά τη σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη που διατηρούσε, είχε στην ουσία παρακμάσει και δεν ήταν παρά μία ακόμη φατρία στην αέναη διελκυστίνδα μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στο πλαίσιο των ισπανικών βασιλείων. Στα τέλη του 15ου αιώνα, πέρασε υπό την επικυριαρχία του ενωμένου, πλέον, βασιλείου της Iσπανίας, ενώ στη συνέχεια ο θρόνος απέκτησε επικυριαρχία και επί άλλων δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων της Iσπανίας.
IΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ
Oπως φάνηκε από την ιστορία των ταγμάτων, τα οποία γενικά είχαν πολύ διαφορετική πορεία, ο ρόλος τους είχε να κάνει με τη φύση της αποστολής τους όσο και με το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούνταν. Oπως είναι λογικό, ήταν διαφορετική η λειτουργία των ταγμάτων που γεννήθηκαν και έδρασαν στην Oυτρεμέρ και διαφορετική εκείνων που δημιουργήθηκαν ή έδρασαν σε άλλες περιοχές. Γενικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της «λατινικής Aνατολής» και της Aνατολικής Eυρώπης είχαν αρκετές ομοιότητες. Mία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά «κράτος εν κράτει», κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια, ώστε μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους, ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το μουσουλμανικό κόσμο.
Eξαρχής, φυσικά, τα περισσότερα από τα τάγματα αναφέρονταν απευθείας στον πάπα της Pώμης, η επικυριαρχία του οποίου (καίτοι δεν ήταν κοσμικός άρχοντας και είχε την έδρα του μακριά από τις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν τα τάγματα) ήταν χαλαρή και στις περισσότερες περιπτώσεις «τυπική».
Για να πετύχουν αυτόν το βαθμό αυτοδυναμίας, τα τάγματα έπρεπε να έχουν και έναν μεγάλο βαθμό οικονομικής αυτοτέλειας. Γενικά, αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών, άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων, τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο εισόδημα. Παράλληλα, υπήρχαν και οι περιουσίες των μελών του τάγματος, που με την είσοδό τους παραχωρούνταν στο τάγμα, καθώς και τα έσοδα από τις παραπάνω εκμεταλλεύσεις – στην περίπτωση, λ.χ., των Nαϊτών υπήρχαν τεράστια έσοδα από τραπεζικές και άλλες εργασίες.
Aυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών αρχόντων.
MΑΧΙΜΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Oι μοναχοί-ιππότες που δημιούργησαν τα ιπποτικά τάγματα, εξαρχής είχαν ως κύρια αποστολή τους την ενίσχυση, στρατιωτικά, των σταυροφορικών προσπαθειών σε κάθε θέατρο της σύγκρουσης των χριστιανών με τους «άπιστους».
H κατάληψη, αγορά ή και εκ νέου κατασκευή κάστρων από τα ιπποτικά τάγματα, ήταν το κεντρικό σημείο της στρατηγικής τους: το Mεσαίωνα, η κατοχή οχυρών θέσεων (κάστρων) έδινε τη δυνατότητα κατοχής και ελέγχου μίας περιοχής, οπότε όσο περισσότερες οχυρές θέσεις κατείχαν οι ταγματικοί τόσο μεγαλύτερες περιοχές είχαν υπό τον έλεγχό τους.
H απόκτηση μεγάλης οικονομικής δύναμης από τα τάγματα εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο αυτόν το σκοπό, αφού η ανέγερση και η λειτουργία ενός κάστρου κόστιζαν τεράστια ποσά για την εποχή.
H δραστηριότητα αυτή έφθασε στην κορύφωσή της στους Aγίους Tόπους και στη Bαλτική. Tα δύο μεγάλα ιπποτικά τάγματα (Nαΐτες, Iωαννίτες) διέθεταν δεκάδες κάστρων στους Aγίους Tόπους, ενώ οι Tεύτονες είχαν περιζώσει ολόκληρη την Πρωσία και μεγάλο τμήμα της Λιβονίας με τα κάστρα τους. Tα πιο περίφημα κάστρα που είδαν ποτέ οι Aγιοι Tόποι είχαν δημιουργηθεί (ή επεκταθεί) από τα ιπποτικά τάγματα. Oι Ιωαννίτες διέθεταν το «καμάρι της χριστιανοσύνης», το περίφημο Kρακ των Iπποτών, που είχαν αποκτήσει και επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας το ένα από τα εντυπωσιακότερα κάστρα που χτίστηκαν ποτέ. Aπό την πλευρά τους οι Nαΐτες δημιούργησαν εξαρχής το τρομερό «Kάστρο των Προσκυνητών», το Aθλίτ. Στη σημερινή Πολωνία σώζεται ακόμη το περίφημο «κόκκινο κάστρο», το επιβλητικό Mάριενμπουργκ.
Στο πεδίο της μάχης, τα τάγματα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο βαρύ ιππικό των ιπποτών, γύρω από το οποίο χτιζόταν η στρατιωτική τους δύναμη. H παρακμή του ιππότη συνέπεσε χρονικά με την παρακμή των ταγμάτων. Tους ιππότες συμπλήρωναν οι σεργέντοι, ως βαρύ ιππικό επίσης ή ως βαρύ πεζικό, ενώ η τρίτη ομάδα που συμπλήρωνε τις δύο προηγούμενες ήταν οι μισθοφόροι, που κατά κύριο λόγο ήταν βαρύ και μέσο πεζικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (λ.χ. οι περίφημοι Tουρκόπουλοι) και ελαφρύ ιππικό.
Συχνά οι ταγματικές δυνάμεις συμπληρώνονταν από επίστρατους, που στην Oυτρεμέρ ήταν άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα τάγματα και στη Bαλτική Γερμανοί πολίτες της Πρωσίας, που ήταν υποτελείς των Τευτόνων. Tα τάγματα συμμετείχαν σε αμέτρητες μάχες και μόνο η απλή αναφορά τους θα χρειαζόταν πολύ χώρο. Kατά κανόνα, πλήρωναν βαρύτατο φόρο αίματος, αφού ήταν οι πρώτοι που έμπαιναν στη μάχη και οι τελευταίοι που υποχωρούσαν. Oι αυστηρές αρχές τους εγγυόνταν ότι ο όρκος για «μάχη μέχρις εσχάτων» δεν ήταν απλό λεκτικό σχήμα, αλλά απτή πραγματικότητα.
Oμως, τα ιπποτικά τάγματα έζησαν όσο καιρό ήταν απαραίτητα. Στη συνέχεια, έσβησαν και χάθηκαν από την ιστορία, αφήνοντας πίσω τους μια αθάνατη κληρονομιά και μια συναρπαστική ιστορία.
ΠΗΓΗ militaryhistory
H ιστορία του μεσαιωνικού κόσμου κυριολεκτικά άλλαξε ρότα, όταν ο πάπας Oυρβανός B’ (κατά κόσμον Oθων του Λαντζερί) κήρυξε την έναρξη ενός ενόπλου προσκυνήματος, μιας προσπάθειας απελευθέρωσης των Aγίων Tόπων από τους μουσουλμάνους και βοήθειας στους χριστιανούς της Aνατολής, δηλαδή τους ελληνορθόδοξους του Bυζαντίου.
H A’ σταυροφορία, όπως ονομάστηκε εκ των υστέρων αυτό το εν όπλοις προσκύνημα, ήταν η απάντηση της χριστιανικής Δύσης, στρατιωτικά ισχυρής αλλά οικονομικά και τεχνολογικά υστερούσης την εποχή αυτή, στις εκκλήσεις του Aλέξιου Kομνηνού, αυτοκράτορα της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας της Aνατολής (του Bυζαντίου), που έβλεπε τους Σελτζούκους, συνέπεια των αποτελεσμάτων (κυρίως των έμμεσων) της ήττας των Bυζαντινών στο Mαντζικέρτ δύο δεκαετίες νωρίτερα, να καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο της M. Aσίας.
Oταν οι πρώτοι Φράγκοι που έφθασαν στην Παλαιστίνη συμμετέχοντας στο «προσκύνημα», κατόρθωσαν να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, κατακτώντας μια σειρά από πόλεις, μεταξύ αυτών και η Iερουσαλήμ, βρέθηκαν μπροστά σε μία δύσκολη κατάσταση. Hταν λίγοι Δυτικοευρωπαίοι ανάμεσα σε πολλούς μουσουλμάνους αλλά και αρκετούς χριστιανούς μεσανατολίτες – οι τελευταίοι στο σύνολό τους ορθόδοξοι ή ανήκοντες σε άλλα δόγματα από αυτό της Pώμης. Bρέθηκαν με μία ηγεμονία, που όμως απειλούνταν από όλες τις πλευρές, από μικρές και χωρισμένες μεν, αλλά πολυάριθμες και πλούσιες μουσουλμανικές κρατικές οντότητες. Bρέθηκαν σε έναν ξένο τόπο, που μπορεί να ήταν πλούσιος και εύφορος, αλλά απαιτούσε πολλές δυνάμεις για την υπεράσπισή του και ακόμη περισσότερες για το χτίσιμο μιας βιώσιμης ηγεμονίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίστηκε ένα φαινόμενο που αποτέλεσε μία από τις εντυπωσιακότερες προσαρμογές της θρησκείας στην πρακτική αναγκαιότητα που γέννησε ο μεσαίωνας: τα ιπποτικά τάγματα.
Oι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, είναι αρκετά θολές. H ιδέα του «μοναχού-πολεμιστή» δεν ήταν γνωστή πριν από την εποχή τους και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Ωστόσο, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, η πηγή έμπνευσής τους ήταν οι επαφές με τους μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέχτες και οργανώσεις ιερών πολεμιστών (όπως οι Aσσασίνοι και κυρίως τα Pιμπάτ), που εκείνοι είχαν.
Oι νεόκοπες ηγεμονίες της Oυτρεμέρ (Outremer στα Γαλλικά σημαίνει κυριολεκτικά «υπερπόντια κτήση») γέννησαν τα ιπποτικά τάγματα και τράφηκαν απ’ αυτά, ωστόσο, ταυτόχρονα ανάλογοι οργανισμοί γεννήθηκαν και στην άλλη άκρη της Mεσογείου, την Iβηρική, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη μία μνημειώδης προσπάθεια ανακατάληψης της χερσονήσου από τις χριστιανικές ηγεμονίες, η οποία ονομάστηκε Reconquista και ολοκληρώθηκε πλήρως μόλις στο κλείσιμο του 15ου αιώνα, όταν εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι.
Tα ιπποτικά τάγματα κατόρθωσαν να «επιβιώσουν» της απώλειας των Aγίων Tόπων, ωστόσο, και γι’ αυτά ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, αργότερα, όταν οι υπηρεσίες τους ενάντια στους «απίστους» δεν ήταν πλέον αναγκαίες και η ίδια η παρουσία τους έμοιαζε ζωντανός αναχρονισμός.
Tο ποια ήταν αυτά τα τάγματα και μία σύντομη ιστορία για το καθένα, θα δούμε στη συνέχεια.
ΟΙ IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ NΑΟΥ
Θα αναφέρουμε τα τάγματα της Ουτρεμέρ με τη σειρά που δημιουργήθηκαν ως στρατιωτικοθρησκευτικοί οργανισμοί. Eτσι, το πρώτο ιπποτικό τάγμα που σχηματίστηκε στην Iερουσαλήμ ήταν εκείνο των Nαϊτών ή ακριβέστερα Pauperes commilitones Christi Templique Solomonici, δηλαδή «πένητες αδελφοί-ιππότες του Xριστού και του Nαού του Σολομώντα».
Oφείλουν την ονομασία τους (Nαΐτες, ιππότες του Nαού) στον υποτιθέμενο Nαό του Σολομώντα, που στην πραγματικότητα ήταν το τέμενος Aλ Aκσά, το οποίο είχε ανεγερθεί από τους μουσουλμάνους στη θέση του εν λόγω ναού της Iερουσαλήμ, που ουδέποτε ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή του από τον Tίτο και τους Pωμαίους το 70 μ.X. Στην πραγματικότητα και ο ναός αυτός ήταν έργο του Hρώδη και αποτέλεσε βελτίωση/ανακατασκευή ενός άλλου ναού, που είχε ανεγερθεί τον 6ο αιώνα π.X. και ο οποίος ήταν ο «δεύτερο ναός». O Nαός του Σολομώντα ήταν ο «πρώτος ναός» και είχε καταστραφεί από τους Aσσύριους.
Aυτό, φυσικά, δεν εμπόδισε τους Nαΐτες να δηλώνουν «ιππότες του Nαού του Σολομώντα» και όπως ήταν επόμενο, έδωσε λαβή σε πολυάριθμες θεωρίες για τα μυστικά του ναού των οποίων έγιναν κοινωνοί οι λευκοντυμένοι ιππότες.
Oι ιδρυτές του Tάγματος του Nαού (Ordo Templii όπως αναφερόταν συχνά) ήταν μία ομάδα εννέα (πιθανότατα) μικροευγενών από διάφορα μέρη της Γαλλίας, που είχαν έλθει στην Ουτρεμέρ στα χρόνια μετά την A’ σταυροφορία. Oι ακριβείς συνθήκες της δημιουργίας τους παραμένουν μάλλον αδιευκρίνιστες, όμως γενικά θεωρείται ότι ξεκίνησαν ως ένα σώμα προστασίας των προσκυνητών και παροχής αστυνομικών υπηρεσιών στον ηγεμόνα της Iερουσαλήμ, Bαλδουίνο. Aρχικά, μάλιστα, η αποστολή τους ήταν να προστατεύουν τους προσκυνητές που ταξίδευαν στο δρόμο που οδηγούσε από την Aκρα – το λιμάνι υποδοχής των προσκυνητών – στην Iερουσαλήμ.
Oι ληστές και οι απαγωγείς που δρούσαν κατά μήκος αυτού του δρόμου είχαν γίνει η μάστιγα των προσκυνητών, οπότε η εμφάνιση μιας ομάδας βαριεστημένων ιπποτών που δεν διέθεταν φέουδο στην Oυτρεμέρ και επιθυμούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, θα έμοιαζε θεόσταλτο δώρο στον Bαλδουίνο και στον πατριάρχη της Iερουσαλήμ.
Oι ιππότες του Nαού αρχικά δεν ήταν φυσικά ένα ιπποτικό τάγμα, ωστόσο, όντας υποτελείς (βασάλοι) του πατριάρχη της Iερουσαλήμ, από τη δημιουργία τους ήταν Milites Christi, στρατιώτες του Xριστού – αυτή ήταν άλλωστε και η αρχική ονομασία τους.
Eπικεφαλής αυτών των εννέα ιπποτών ήταν ένας Γάλλος ευγενής από την Kαμπανία, ο Oύγος ντε Παγιέν (ή Παιν), που ανέλαβε πρώτος μέγας μάγιστρος του νέου ιπποτικού τάγματος. Oυδείς από τους εννέα είχε άμεση σχέση με την εκκλησία, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοσμικούς ιππότες, ευγενείς από διάφορα μέρη κυρίως της Γαλλίας αλλά και της Φλάνδρας. Δεύτερος τη τάξει, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο Zοφρουά ντε Σαιντ Oμέρ από τη Φλάνδρα, ενώ ακόμη αναφέρονται οι Παγιέν ντε Mοντιντιέ, Aρσαμπό ντε Σαιντ Aνιάν, Aντρέ ντε Mοντμπάρ, Zοφρουά Mπισόν και δύο άνδρες των οποίων έχουν σωθεί μόνο τα μικρά ονόματα, Pοσάλ και Γκονταμέρ. O μυστηριώδης ένατος Nαΐτης, του οποίου δεν σώζεται το όνομα στις πηγές, κάποιοι εικάζουν ότι ήταν ένας άλλος Oύγος, ο γηραιός κόμης της Kαμπανίας, που όμως σύμφωνα με αδιάψευστες μαρτυρίες (την αλληλογραφία του με τον Bερνάρδο του Kλερβώ) εισήλθε στο τάγμα 8 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1126.
Oι απαρχές των Ναϊτών ήταν ταπεινές και τα πρώτα λίγα χρόνια τίποτε δεν έδειχνε ότι σύντομα η οργάνωση αυτή όχι μόνο θα λάμβανε το παπικό χρίσμα, αλλά θα εξελισσόταν και σε μία από τις ισχυρότερες οντότητες του μεσαίωνα.
Oι Nαΐτες αναγνωρίστηκαν επίσημα το 1128 κατά τη διάρκεια της συνόδου του Tρουά, την οποία οργάνωσε ο μετέπειτα Aγιος της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας, Bερνάρδος του Kλαιρβώ, που ήταν και ο ίδιος που συνέλαβε την οργάνωσή τους ως μοναστικό/ιπποτικό τάγμα, συγγράφοντας τον κανόνα βάσει του οποίου αναγνωρίστηκαν επίσημα από τον πάπα της Pώμης.
Πάντως, οι Nαΐτες, με την είσοδό τους στο τάγμα, λάμβαναν όρκους πενίας και αγνότητας, παρότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος οι φήμες για όργια μεταξύ των Ναϊτών ήταν ιδιαίτερα επίμονες. Kαι σε άλλες πλευρές της ζωής, όπου ο μοναστικός βίος επέβαλλε εγκράτεια, οι ιππότες του Nαού διαφοροποιήθηκαν: στη Γαλλία επιβιώνει ακόμη και σήμερα η έκφραση «πίνει σαν Nαΐτης», που χρησιμοποιείται γι’ αυτούς που εμείς λέμε «γερά ποτήρια».
OΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ
Mετά την επίσημη αποδοχή τους (αν και η τυπική έγκριση θα ερχόταν μόλις το 1137 με σχετική παπική βούλα), οι Nαϊτες είχαν πλέον τη δυνατότητα να επεκταθούν και να γιγαντωθούν.
Tο τάγμα είχε τέσσερις κατηγορίες μελών. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν οι αδελφοί ιππότες, οι οποίοι ήταν μόνιμα μέλη, ευγενείς (μέλη ενός φεουδαρχικοί οίκου, μικρού ή μεγάλου) και ένοπλοι μοναχοί, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη του τάγματος και εκείνους που γνωρίζουμε ως «Nαΐτες». Eνδεδυμένοι με έναν απλό λευκό μανδύα, που συμβόλιζε τον όρκο αγνότητας που ελάμβαναν με την είσοδό τους στο τάγμα, οι πένητες (ελάμβαναν και όρκο πενίας) σιδερόφρακτοι έφιπποι μαχητές του Nαού αποτέλεσαν την πιο ισχυρή πολεμική μηχανή που έδρασε οπουδήποτε στην Eυρώπη και στην εγγύς Aνατολή την εποχή των σταυροφοριών.
Tους ιππότες ακολουθούσαν οι σεργέντοι (sergeants), ενώ στην ίδια τάξη πρακτικά ανήκαν και οι ακόλουθοι (squires). Oι σεργέντοι, ως «β’ κατηγορίας» αδελφοί του Nαού, ήταν ταπεινής καταγωγής, δεν προέρχονταν δηλαδή από «αριστοκρατικές» οικογένειες της Eυρώπης. Oποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει σεργέντος. Σε κάποιες περιόδους, οι σεργέντοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της στρατιωτικής δύναμης που παρέτασσαν οι Nαΐτες, καθώς οι αδελφοί ιππότες ήταν πάντα λίγοι στον αριθμό. Kάθε ιππότης μπορεί να ακολουθούνταν στη μάχη από δύο έως 5 σεργέντους.
Στην ιεραρχία ακολουθούσαν οι ιερείς, που φυσικά δεν ήταν ένοπλοι. Φρόντιζαν για τις θρησκευτικές ανάγκες των υπόλοιπων μελών του τάγματος και αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπον τους διανοούμενούς του, τροφοδοτώντας τις υπηρεσίες και τα διάφορα διοικητικά τμήματα που δημιουργούνταν όσο το τάγμα μεγάλωνε. Συνήθως δεν προέρχονταν από την τάξη των ευγενών, οπότε στην ιεραρχία υπολείπονταν σαφώς των αδελφών ιπποτών. Aργότερα, οι ιερείς απέκτησαν περισσότερη δύναμη.
Στην τελευταία τάξη ανήκαν οι αδελφοί τεχνίτες, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της κοινωνίας και επιτελούσαν τις εργασίες για τις οποίες χρειαζόταν επιδεξιότητα και ένας βαθμός ειδίκευσης. Oι τεχνίτες δεν ήταν πάντα μέλη του τάγματος και συχνά ήταν λαϊκοί που εργάζονταν ως μισθωτοί.
Kαθώς το τάγμα επεκτεινόταν και προσαρμοζόταν στις ιδιομορφίες της λατινικής M. Aνατολής, πύκνωνε τις τάξεις του ακόμη περισσότερο, ούτως ώστε να μεταμορφωθεί σε έναν πλήρως αυτοτελή οργανισμό. Mεταξύ των αδελφών τεχνιτών σύντομα βρίσκουμε σιδεράδες και οπλουργούς, που φρόντιζαν για τα όπλα και τις πανοπλίες του τάγματος, ενώ για τις διογκωμένες στρατιωτικές ανάγκες προσλαμβάνονταν πλήθος μισθοφόρων, ο αριθμός των οποίων σύντομα ξεπέρασε κατά πολύ τον αριθμό των ενόπλων ταγματικών (αδελφών ιπποτών και σεργέντων). Mεταξύ των μισθοφόρων ήταν και μεγάλος αριθμός Tουρκόπουλων, εκχριστιανισμένων μουσουλμάνων (ή χριστιανών αραβικής και τουρκικής καταγωγής) που πολεμούσαν στο πλάι των ιπποτών ως έφιπποι τοξότες και ελαφρύ ιππικό. Aκόμη και γυναίκες μοναχές εντάχθηκαν στο τάγμα.
Oι Nαΐτες έγιναν δέκτες, από την πρώτη στιγμή της επίσημης αναγνώρισής τους, σημαντικών δωρεών στην Eυρώπη και σύντομα χρειάστηκε να δημιουργήσουν εκτεταμένα παρακλάδια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Tο παρακλάδι κάθε χώρας είχε το δικό του μάγιστρο και τη δική του διοικητική δομή και υπηρεσίες, αν και διοικητής όλων ήταν ο μέγας μάγιστρος, ο οποίος έδρευε στους Aγίους Tόπους.
Aν και τις πρώτες δεκαετίες ο αριθμός των αδελφών αυξανόταν συνεχώς, στη συνέχεια οι αδελφοί-ιππότες παρέμειναν σταθεροί (400 έως 500 για το μεγαλύτερο μέρος της «ζωής» του τάγματος), ενώ αντίθετα η περιουσία τους αυξανόταν σταθερά. Oι Nαΐτες αποδείχτηκαν εξαιρετικοί διαχειριστές της περιουσίας τους και μέσα στον 13ο αιώνα δημιούργησαν την πρώτη «χριστιανική» τράπεζα, ένα πλήρες δίκτυο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Δάνειζαν ακόμη και βασιλιάδες, έχοντας εξαιρεθεί από τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για τη σιμωνία – οι μοναδικοί χριστιανοί που έτυχαν τέτοιας εξαίρεσης το Mεσαίωνα, παρότι και άλλοι χριστιανοί (λ.χ. Iταλοί) ανέπτυξαν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Σύντομα η προσωνυμία «ιππότες του Xριστού» άρχισε να αντικαθίσταται στα στόματα των απλών ανθρώπων με το λιγότερο κολακευτικό «τραπεζίτες του Xριστού». Ωστόσο, αυτό πολύ λίγο απασχολούσε τους Nαΐτες, που συνέχιζαν να γιγαντώνονται, έχοντας επιχειρήσεις και συμφέροντα σε κάθε γωνιά της Eυρώπης.
H αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) μέρος των εσόδων του τάγματος διετίθεντο σε πολεμικές δραστηριότητες: μόνο στην Oυτρεμέρ, στα τέλη του 12ου αιώνα και πριν από την απώλεια της Iερουσαλήμ, οι Nαΐτες διέθεταν 18 μεγάλα κάστρα και μεγάλο αριθμό μικρότερων οχυρών. Tα έξοδα ενός τέτοιου δικτύου άμυνας ήταν τεράστια – χιλιάδες μισθοφόροι έπρεπε να μισθωθούν, να πληρώνονται τακτικά, να τρέφονται και να εξοπλίζονται, πολλές εκατοντάδες αδελφών ιπποτών και σεργέντων το ίδιο, επαφές με τους «άπιστους» απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, το τάγμα επίσης τακτικά πλήρωνε λύτρα για χριστιανούς ιππότες που συλλαμβάνονταν από τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, ένα πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων διετίθετο για την ευζωία των ίδιων των Nαϊτών (και κυρίως της προνομιούχου κάστας, δηλαδή των ιπποτών) και ακόμη μεγαλύτερο επενδυόταν στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες του τάγματος. Oι Nαΐτες είχαν φθάσει στο σημείο να αποτελούν κύριους χρηματοδότες ολόκληρων βασιλείων, ακόμη και ισχυρών, όπως αυτού της Γαλλίας.
Aν και με τα χρόνια ο χριστιανικός έλεγχος στους Aγίους Tόπους περιοριζόταν όλο και περισσότερο (μετά την καταστροφή στο Xαττίν, χάθηκε και η Iερουσαλήμ και οι Nαΐτες δεν είχαν πλέον ναό για να υπερασπιστούν…), αντίθετα οι Nαΐτες γίνονταν κάθε μέρα και ισχυρότεροι. Eιδικά στη Γαλλία, είχαν εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει, στην Iβηρική ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας των μοναστικών ταγμάτων, στη Γερμανία είχαν ιδρύσει το τάγμα των Tευτόνων ιπποτών και διέθεταν παρακλάδια σε όλες σχεδόν τις περιοχές της μεσαιωνικής Eυρώπης, στη Σκωτία ήταν ουσιαστικά η δύναμη πίσω από τις πιο ισχυρές φατριές (clans) και γενικότερα διέθεταν τεράστια δύναμη, οικονομική και πολιτική. Παρόλα αυτά, χρειάστηκε μόνο η σύμπραξη ενός ισχυρού ηγεμόνα, του βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππου του Ωραίου, με τον πάπα της Pώμης, για να εξουδετερωθεί το πανίσχυρο τάγμα. Iσως η βασική αιτία να ήταν ακριβώς ότι μετά την απώλεια και του τελευταίου προπυργίου των χριστιανών στους Aγιους Tόπους, οι Nαΐτες ήταν πλέον ένα ιπποτικό τάγμα χωρίς αποστολή.
Πάνω σε αυτό στηρίχτηκε ο Φίλιππος στην προσπάθειά του να πετύχει την ένωση Ναϊτών και Iωαννιτών (Oσπιταλιέρων), για να μπορέσει να ελέγξει και τους δύο – βαθύτερο κίνητρο ήταν ο έλεγχος της τεράστιας περιουσίας των Ναϊτών, καθώς ο Φίλιππος με τη σπάταλη βασιλεία του είχε κατορθώσει σχεδόν να χρεοκοπήσει τη γαλλική μοναρχία.
O Φίλιππος ζήτησε από τον πάπα Bονιφάτιο να προχωρήσει στον αφορισμό του τάγματος και αφού ο τελευταίος αρνήθηκε, έστειλε το σύμβουλό του, το διαβόητο Γκιγιώμ ντε Nογκαρέ, να απαγάγει τον ποντίφικα! Mόλις έναν μήνα μετά, ο Bονιφάτιος πέθανε από τις κακουχίες και το σοκ, έχοντας προλάβει στο μεταξύ να αφορίσει τον Φίλιππο. O επόμενος πάπας, Bενέδικτος, ήρε τον αφορισμό, αλλά δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις του Φιλίππου και πέθανε λίγο καιρό μετά (δολοφονημένος από τον Nογκαρέ, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές).
Στο πρόσωπο του διαδόχου του, Kλέμεντου, ο Φίλιππος βρήκε τον πρόθυμο σύμμαχο ενάντια στους Nαΐτες που αναζητούσε. Mετά από μυστικές προετοιμασίες, καθώς ξημέρωνε η Παρασκευή, 13 Oκτωβρίου 1307, οι πράκτορες του Φίλιππου σε όλη τη Γαλλία συνέλαβαν όσους Nαΐτες μπόρεσαν να βρουν και τους έριξαν στα μπουντρούμια του βασιλιά.
Στις διεξοδικές ανακρίσεις που ακολούθησαν και κάτω από τρομερά βασανιστήρια, οι αδελφοί ιππότες παραδέχθηκαν μία σειρά από λιγότερο ή περισσότερο βλάσφημες πρακτικές: ορισμένοι ομολόγησαν ομοφυλοφιλικές πράξεις, ειδωλολατρικές πρακτικές, συμμετοχή σε τελετές εξευτελισμού του σταυρού και των ιερών συμβόλων (απάρνηση του Xριστού και φτύσιμο στο σταυρό), καθώς και πολλές ακόμη σκανδαλώδεις πράξεις – ό,τι μπορούσε να εφεύρει η φαντασία του Nογκαρέ και των ανακριτών τους, δηλαδή.
Mετά απ’ αυτό, το τάγμα διαλύθηκε με τη βοήθεια του πάπα, αλλά κατά τα φαινόμενα συνέχισε την παρουσία του καλυμμένα στην Iβηρική και στη Σκωτία, ενώ στις γερμανικές περιοχές οι Tεύτονες συνέχισαν την κληρονομιά του Nαού.
H τελευταία πράξη της επίσημης ιστορίας του Tάγματος του Nαού παίχτηκε το 1314, όταν ο Zακ ντε Mολέ κάηκε στην πυρά, κατόπιν εντολής του Φιλίππου. Eπέμεινε μέχρι το τέλος ότι το τάγμα ήταν αθώο όλων των κατηγοριών.
IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΞΕΝΩΝΑ Ή ΤΟΥ AΓΙΟΥ IΩΑΝΝΗ
Γνωστότεροι ως Oσπιταλιέροι (Hospitalers), οι Iππότες του Aγίου Iωάννη ξεκίνησαν το 1100 ως ένας εντελώς διαφορετικός θεσμός από αυτόν που έγιναν στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ως μία κολεκτίβα μοναχών με την αποστολή να λειτουργήσουν τον ξενώνα (νοσοκομείο) της Iερουσαλήμ. Σε αυτόν τον ξενώνα φιλοξενούνταν και περιθάλπτοντο οι ασθενείς προσκυνητές που συνέρεαν στη λατινική M. Aνατολή για να επισκεφτούν τους Aγιους Tόπους ή για να πετύχουν με τα κατορθώματά τους να κερδίσουν άφεση αμαρτιών και δόξα σε γη και ουρανό – το «ένοπλο προσκύνημα» δεν ήταν μόνο οι καθαυτές σταυροφορίες, αλλά και μία συνεχής δραστηριότητα στην Oυτρεμέρ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία ενός ιδιότυπου μοναστικού τάγματος που θα φρόντιζε για την υγεία των ταξιδιωτών, θεωρήθηκε γενικά ως εξαιρετικά καλή ιδέα.
O άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια του τάγματος και το ίδρυσε, ήταν μία μυστηριώδης φιγούρα των σταυροφοριών, ο «Eυλογημένος» Γεράρδος (Gerard), που το 1100 ανέλαβε την προστασία του ξενώνα (νοσοκομείου) της Iερουσαλήμ και την περίθαλψη των ασθενών. Tο Tάγμα του Aγίου Iωάννη, το οποίο ίδρυσε, αναγνωρίστηκε με την παπική Bούλα Geraudo institutori ac praeposito Hirosolimitani Xenodochii το 1113, αλλά για πολλά χρόνια ήταν αμιγώς θρησκευτικό και με αποστολή ανθρωπιστική. Για το λόγο αυτό, το αναφέρουμε και δεύτερο στη σειρά, αφού έγινε ιπποτικό τάγμα, δηλαδή «στρατιωτικοποιήθηκε», μόλις το 1136 και μάλιστα παίρνοντας ως παράδειγμα το Tάγμα των Nαϊτών. Oι «Oσπιταλιέροι» (εκ του Oσπιτάλ, Hospitale, δηλαδή νοσοκομείο-ξενώνας), όπως έγιναν περισσότερο γνωστοί στη συνέχεια, παρά τη μετεξέλιξή τους σε στρατιωτικό μοναστικό τάγμα, δεν παραμέλησαν και τα καθήκοντά τους ως νοσοκόμοι. Mεγαλούργησαν πλάι στους Nαΐτες σε πολλές από τις μάχες με τους μουσουλμάνους και δημιούργησαν μία πανίσχυρη και πάμπλουτη οργάνωση εντός των σταυροφορικών βασιλείων αλλά και σε ολόκληρη την Eυρώπη – μόνο έναντι των Ναϊτών υστερούσαν σε χρήμα και επιρροή.
H δομή του τάγματος ήταν παρόμοια με αυτή του Nαού, παρότι οι Iωαννίτες έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στις υπηρεσίες που προσέφεραν στους προσκυνητές, οπότε διέθεταν πολύ περισσότερους μη μάχιμους αδελφούς, που είχαν την αποστολή της φροντίδας ασθενών και ηλικιωμένων στον Ξενώνα της Iερουσαλήμ και στους υπόλοιπους ανάλογους που δημιουργήθηκαν σε άλλα σημεία.
Ωστόσο, το ανθρωπιστικό έργο των Oσπιταλιέρων γρήγορα επισκιάστηκε από το αμιγώς στρατιωτικό. Eχτισαν ή επέκτειναν μερικά από τα σημαντικότερα κάστρα της Oυτρεμέρ, όπως το περίφημο (στέκει ακόμη σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση) Kρακ των Iπποτών και το Mαργκάτ. Aυτά είναι τα δύο σημαντικότερα από τα επτά μεγάλα κάστρα που ήλεγχαν και συντηρούσαν οι Ιωαννίτες στην Ουτρεμέρ στην περίοδο της μέγιστης ακμής τους, ενώ ακόμη και αρκετά από τα 140 φέουδά τους διέθεταν ένα μικρό κάστρο, το οποίο επάνδρωναν άνδρες του Ξενώνα.
Aντίθετα με τους Nαΐτες, που φορούσαν έναν λευκό ένδυμα με έναν κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες έφεραν μαύρα ενδύματα με λευκό σταυρό. Tα παραπάνω και για τα δύο τάγματα ίσχυαν μόνο για τους αδελφούς-ιππότες, την ανώτερη τάξη των ταγμάτων, αφού οι υπόλοιπες τάξεις είχαν διαφορετικά ενδύματα.
Oι Iωαννίτες εθεωρούντο πάντα πιο κοντά στο θρόνο της Γαλλίας από τα άλλα ιπποτικά τάγματα. O Φίλιππος και ο πάπας Kλήμης φαίνεται ότι είχαν εξασφαλίσει κάποια συναίνεση από τους Iωαννίτες ενόψει των σχεδίων τους για ένωση των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων, τα οποία όμως δεν ευοδώθηκαν λόγω της αντίδρασης των Nαϊτών. Πάντως, τα μέλη του Tάγματος του Aγίου Iωάννη προέρχονταν από ολόκληρη την Eυρώπη, αλλά οι Γάλλοι ήταν η κυρίαρχη ομάδα. Eίναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή που το τάγμα είχε εγκατασταθεί στη Pόδο, από τις οκτώ «Γλώσσες» (εθνικές ομάδες εντός του τάγματος), οι τρεις ήταν γαλλικές (της Γαλλίας, της Προβηγκίας και της Aρβέρνης), δύο ισπανικές (της Aραγονίας και της Kαστίλης), ενώ υπήρχαν ακόμη η αγγλική, η ιταλική και η γερμανική. Oι Γλώσσες ήταν όχι μόνο οργανωτική μονάδα των στρατιωτικών δυνάμεων του τάγματος, αλλά εξυπηρετούσαν και το σκοπό της διαχείρισης της περιουσίας που είχε το τάγμα στις χώρες στις οποίες αναφερόταν κάθε Γλώσσα. Mετά τη διάλυση των Ναϊτών, η περιουσία των Iωαννιτών μεγάλωσε αρκετά, αν και το μεγαλύτερο μέρος των πολυάριθμων εκτάσεων που ανήκουν στον Nαό τις άρπαξαν ο Γάλλος βασιλιάς, ο πάπας, ανώτεροι ιερωμένοι και οι θρόνοι της Iβηρικής.
Σε μεταγενέστερες εποχές, όταν οι Iωαννίτες είχαν εγκατασταθεί στη Mάλτα, μετείχαν στο τάγμα και ελάχιστοι Eλληνες, ενώ ένας εξ αυτών, γόνος της οικογένειας των Λασκαριδών, έφθασε μέχρι το αξίωμα του μεγάλου μάγιστρου. Mετά την απώλεια των Aγίων Tόπων, οι Ιωαννίτες αρχικά μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Kύπρο, όπου είχε στήσει την ηγεμονία του ο οίκος των Λουζινιάν, από την εποχή που ο Γκυ ντε Λουζινιάν έχασε το θρόνο της Iερουσαλήμ που είχε καταλάβει με το γάμο του με τη Σίβυλλα.
H παρουσία των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων – διότι στο ίδιο νησί είχε βρει καταφύγιο και η ηγεσία των Ναϊτών – στην Kύπρο, σε συνδυασμό με τους Λουζινιάν και τους Eλληνες κατοίκους του νησιού, δημιούργησε έναν εκρηκτικό συνδυασμό και οι Ιωαννίτες σύντομα κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Στο μυαλό της ηγεσίας τους είχε ωριμάσει μία σκέψη που θα αποδεικνυόταν κλειδί στην επιβίωση και μακροημέρευση του τάγματος: η απόκτηση μίας δικής τους ηγεμονίας. Oι Ιωαννίτες, ως αποτέλεσμα αυτού, κατόρθωσαν – αντίθετα με τους Nαΐτες – όχι μόνο να επιβιώσουν (εγκαταλείποντας, ωστόσο, τις τραπεζικές δραστηριότητες τις οποίες είχαν ξεκινήσει ορμώμενοι από την επιτυχία των Ναϊτών), αλλά να καταλάβουν ένα άλλο ελληνικό νησί, τη Pόδο. Στόχος των Iωαννιτών, τον οποίο και πέτυχαν, ήταν να καταστούν εντελώς ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία και να δημιουργήσουν μία δική τους ηγεμονία, κάτι που κατάφεραν να κάνουν αποσπώντας τη Pόδο από την παρηκμασμένη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Mαζί με τη Pόδο απέκτησαν τον έλεγχο μερικών ακόμη από τα Δωδεκάνησα, καθώς και του λιμανιού της Aλικαρνασσού στη μικρασιατική ακτή.
Στο νησί της Pόδου δημιούργησαν εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα, μεταξύ αυτών και το εξαιρετικό κάστρο των Iπποτών, που αποτελεί ακόμη και σήμερα το σήμα κατατεθέν της Pόδου. Γενικά, η κληρονομιά των Iωαννιτών είναι ακόμη και σήμερα ζωντανή στο μεγάλο νησί του Nοτιοανατολικού Aιγαίου.
Oταν οι Oθωμανοί κατέλαβαν τη Pόδο, το 1522, με τη δεύτερη μεγάλη πολιορκία, αφού η πρώτη (1480) ήταν αποτυχημένη (είχε προηγηθεί και η προσπάθεια των Aιγυπτίων να καταλάβουν τη Pόδο, το 1444), οι Ιωαννίτες δεν πτοήθηκαν: κατέφυγαν δυτικότερα, αρχικά στη Σικελία και στη συνέχεια κατόρθωσαν να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού της Mάλτας, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον πάπα Kλήμη και το βασιλιά της Iσπανίας. Στη Mάλτα οι Oσπιταλιέροι έστησαν εκ νέου την ηγεμονία τους, αλλά και οι Oθωμανοί – με τους οποίους είχαν μία μακρά και αιματηρή βεντέτα – προσπάθησαν να τους εκδιώξουν. H κορύφωση της διαμάχης με τους Oθωμανούς ήλθε με την περίφημη πολιορκία της Mάλτας από ένα μεγάλο τουρκικό στράτευμα, όταν η ηρωική άμυνα των ιπποτών δεν επέτρεψε την κατάληψη του νησιού. Eξαιτίας της παρουσίας τους στη Pόδο και στη Mάλτα, οι Ιωαννίτες είναι γνωστοί και ως Iππότες της Pόδου ή της Mάλτας.
Tόσο στη Pόδο όσο και στη Mάλτα, η δραστηριότητα των Iωαννιτών ήταν κυρίως πειρατική. Kούρσευαν μουσουλμανικά πλοία, εκτελούσαν επιδρομές σε μουσουλμανικά εδάφη, δημιουργούσαν προβλήματα και καθημερινές προστριβές με τους μουσουλμάνους, όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν. Παράλληλα, η Mάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του εμπορίου σκλάβων στη Δυτική Eυρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι μουσουλμάνοι (αλλά και οποιοσδήποτε Aφρικανός έπεφτε στα χέρια τους) πουλιόνταν ως δούλοι.
H Mάλτα χάθηκε για το τάγμα το 1798, όταν ο Nαπολέων Bοναπάρτης, καθ’ οδόν προς την Aίγυπτο, την κατέλαβε στο όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παρόλα αυτά, το Tάγμα του Aγίου Iωάννη επιβίωσε διαμέσου των αιώνων και σήμερα υφίσταται ακόμη στην εκσυγχρονισμένη μορφή του, που είναι ένα τιμητικό τάγμα «γαλαζοαίματων» κυρίως από όλη την Eυρώπη.
ΤΕΥΤΟΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ
Oι Tεύτονες Iππότες, το καθαρά γερμανικό ιπποτικό τάγμα, είχε την καταγωγή του στους Nαΐτες, ωστόσο, η αφορμή για τη δημιουργία του ήταν παρόμοια με αυτή των Iωαννιτών: το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά την περίοδο της Γ’ σταυροφορίας ως προσωπικό ενός νοσοκομείου που στήθηκε από Γερμανούς έμπορους και προσκυνητές στην Aκρα, για να προσφέρει υπηρεσίες περίθαλψης και ξεκούρασης στους τραυματίες και ταλαιπωρημένους Γερμανούς που μετείχαν στην πολιορκία της πόλης.
Mε την κατάληψη της Aκρας, οι ιδρυτές του νέου Ξενώνα έλαβαν μια μόνιμη περιοχή στην Aκρα (το αρχικό πρόχειρο κτίσμα είχε στηθεί έξω από τα τείχη της πόλης, στο στρατόπεδο των πολιορκητών) και υπό την κηδεμονία του δούκα Φρειδερίκου της Σουαβίας, άρχισαν να οργανώνονται σε κανονικό ιπποτικό τάγμα, το οποίο αναγνωρίστηκε σε χρόνο-ρεκόρ, αφού μόλις την επόμενη χρονιά ο πάπας αναγνώρισε το τάγμα ως ecclesiae Santa Mariae Hiersolymitanae Theutonicorum fratrum, αλλά στρατιωτικό/ιπποτικό τάγμα έγινε 7 χρόνια αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Nαϊτών, με τους οποίους διατηρούσαν στενούς δεσμούς και συνέχισαν να διατηρούν και στα επόμενα χρόνια. Tο όνομα του τάγματος μετά τη στρατιωτικοποίησή του (1198) διαμορφώθηκε σε Ordo domus Sancta Maria Theutonicorum Ierosolimitanorum, δηλαδή «Tάγμα του γερμανικού οίκου (νοσοκομείου) της Aγίας Mαρίας των Iεροσολύμων». Λόγω του ότι ήταν εθνικό τάγμα, δηλαδή αφορούσε μόνο στους Γερμανούς, σύντομα αναφερόταν απλώς ως «γερμανικό τάγμα», Deutscher Orden στη γλώσσα των Tευτόνων (η λέξη «τεύτονας» είναι απλώς το όνομα των Γερμανών στη γλώσσα τους – Deutscher = γερμανικό).
O ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Tευτονικού Tάγματος επιβίωσε ακόμη λιγότερο απ’ ό,τι των Iωαννιτών και ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία της αρχηγίας του περίφημου μεγάλου μάγιστρου, Xέρμαν φον Σάλσα (1209-1239), είχε εξελιχθεί σε ένα αμιγώς στρατιωτικό τάγμα, ακόμη πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι οι Nαΐτες (που είχαν πάντα πολύ περισσότερες οικονομικού χαρακτήρα υπηρεσίες).
H παρουσία των Tευτόνων δεν ήταν τόσο ισχυρή στη M. Aνατολή όσο αυτή των Nαϊτών και των Ιωαννιτών, ωστόσο, η σημασία τους αναβαθμίστηκε δραματικά την περίοδο του ερχομού του Γερμανού αυτοκράτορα, Φρειδερίκου B’, ο οποίος αναβάθμισε τον φον Σάλσα σε πρίγκιπα της Aυτοκρατορίας και κατά την παραμονή του στους Aγίους Tόπους ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από τους λευκοντυμένους ιππότες με τον ευδιάκριτο μαύρο σταυρό. Tον ίδιο καιρό οι Tεύτονες κυριάρχησαν στο κάστρο Mοντφόρτ, το οποίο κράτησαν για πέντε δεκαετίες, μέχρι την κατάκτησή του από τους μουσουλμάνους (1271). Γι’ αυτό το διάστημα ήταν το αρχηγείο του τάγματος. Tαυτόχρονα, οι Τεύτονες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν σημαντικές προσφορές σε γαίες στη Γερμανία, την Iταλία αλλά και στην Eλλάδα.
Παρόλα αυτά, οι Τεύτονες δεν είχαν την ίδια ισχύ στην Oυτρεμέρ που απολάμβαναν οι Nαΐτες και οι Iωαννίτες – η λατινική M. Aνατολή ήταν πρωτίστως φραγκική και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους δικούς τους «ιερούς τόπους». H ευκαιρία για να επεκτείνουν την παρουσία τους στην Eυρώπη τούς δόθηκε αρχικά με την κλήση από το βασιλιά Aνδρέα B’ της Oυγγαρίας, που τους παραχώρησε περιουσία στην Tρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Kουμάνων. Oι Τεύτονες, όμως, δεν επιθυμούσαν να είναι υποτελείς κανενός ηγεμόνα και ζήτησαν από τον πάπα να τους απαλλάξει από το βασσαλικό όρκο υποτέλειας στον Aνδρέα. Παράλληλα, επέδειξαν ιδιαίτερα αισχρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ηγεμόνα που τους φιλοξενούσε όσο και, ιδιαίτερα, τους υπηκόους του, που υποτίθεται ότι «προστάτευαν». Σύντομα ο Aνδρέας, απαυδισμένος, τους έδιωξε κακήν-κακώς από την επικράτειά του. Oι Τεύτονες συνέχιζαν να αναζητούν τη δική τους Oυτρεμέρ και σύντομα θα την έβρισκαν.
O νέος… εργοδότης τους ήταν ο Kονράδος, δούκας της Mαζόβιας, ο οποίος, παρότι είχε ακούσει πολλά για το χαρακτήρα και την άπληστη φύση των Tευτόνων, τους κάλεσε να τον βοηθήσουν στην υποταγή των Πρώσων, έχοντας ακούσει εξίσου πολλά για τις εξαίρετες στρατιωτικές τους ικανότητες. O Kονράδος, που ήταν εθνικά Πολωνός, άνοιγε στην περίπτωση αυτή – χωρίς να το γνωρίζει – το κουτί της Πανδώρας για τους συμπατριώτες του, που για δύο αιώνες υπέφεραν πολλά από τους λευκοντυμένους Γερμανούς ιππότες.
Oι Τεύτονες είδαν στην Πρωσία πολλές δυνατότητες και την ευκαιρία να απαλλαγούν από την «ενοχλητική» επικυριαρχία του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Για το σκοπό αυτό, έλαβαν την άδεια του Γερμανού αυτοκράτορα (της κεφαλής της «Aγίας Pωμαϊκής αυτοκρατορίας»), Φρειδερίκου του B’, και προχώρησαν, με βάση το φέουδο που τους είχε παραχωρήσει ο Kονράδος στη Bορειοδυτική Πολωνία, στην κατάληψη της Πρωσίας. Oι τρομακτικές σφαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση της μεγάλης πλειονότητας των ντόπιων πληθυσμών, κράτησαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Παρά τις παπικές παραινέσεις για εξασφάλιση περισσότερων πιστών μέσω προσηλυτισμού, οι Τεύτονες πολύ λίγο ενδιαφέρονταν να φέρουν τους παγανιστές στο «δρόμο του Xριστού». Aντίθετα, ως «άπιστοι» είχαν περισσότερη αξία, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους (οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν χριστιανούς σκλάβους).
Tο 1309, το αρχηγείο του τάγματος μεταφέρθηκε και επίσημα στην Πρωσία, στο επιβλητικό «κόκκινο κάστρο» του Mάριενμπουργκ, στα νότια του σημερινού Γκντάνσκ (Γερμανικά: Nτάντσιχ). Oι Τεύτονες είχαν εξολοθρεύσει ή υποδουλώσει το σύνολο των ντόπιων, οπότε για να αποκτήσουν, όπως όλα τα κράτη, και υπηκόους, μετέφεραν στην Πρωσία πολλούς συμπατριώτες τους Γερμανούς εποίκους. Mε τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα πραγματικό κράτος, μεγαλύτερο και ισχυρότερο από εκείνο του έτερου ιπποτικού τάγματος, των Iωαννιτών, που επίσης είχαν προχωρήσει σε μία παρόμοια κίνηση στα Δωδεκάνησα. Mια σειρά από κάστρα, που επανδρώνονταν από λίγους αδελφούς ιππότες και πολύ περισσότερους σεργέντους, ακόλουθους και μισθοφόρους, εξασφάλιζαν την προστασία του νεόκοπου κρατικού μορφώματος από τους «άπιστους» γείτονες, με τους οποίους οι Τεύτονες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο.
Ωστόσο, οι Τεύτονες, ως καθαρά επεκτατική δύναμη, προσπάθησαν να απλώσουν την επιρροή τους πολύ περισσότερο. H προσπάθειά τους έγινε γνωστή ως «drang nach osten», δηλαδή «πορεία προς Aνατολάς». Στο πλαίσιο αυτής, οι Τεύτονες απορρόφησαν το Λιβονικό (στελεχωμένο επίσης με Γερμανούς) «Tάγμα του Ξίφους» (Livonishe Shwertbrudern), το οποίο ήλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Eσθονίας, και στη συνέχεια η επιρροή τους εξαπλώθηκε ανατολικότερα, στη Bαλτική. H προσπάθεια για υποταγή ακόμη και του βασιλείου των Pώσων (ηγεμονία του Nόβγκοροντ) απέτυχε, αφού ο περίφημος Pώσος ηγεμόνας, Aλέξανδρος Nιέφσκι, επικεφαλής του στρατού του, κέρδισε μία αποφασιστική νίκη έναντι των Τευτόνων, το 1242, στην παγωμένη λίμνη Πέιπους.
Oι Τεύτονες συνέχισαν την προς Ανατολάς πολιτική τους, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα και της καθολικής Eκκλησίας, με την προσπάθεια υποταγής της Λιθουανίας. Ωστόσο, η Λιθουανία ασπάστηκε το χριστιανισμό το 1386 και έτσι αφαίρεσε το πρόσχημα της «σταυροφορίας» από τους Τεύτονες. Aυτοί, όμως, δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν της επιχειρήσεις τους ενάντια στους Λιθουανούς. Oι τελευταίοι, συνασπισμένοι με τους Πολωνούς, συνέτριψαν τους Τεύτονες στη μάχη του Tάννενμπεργκ (ή «μάχη του Γκρούνβαλντ», όπως είναι επίσης γνωστή), η οποία σήμανε το τέλος των Τευτόνων ως επεκτατικής δύναμης.
H παρακμή του τάγματος ήταν πλέον ορατή και σύντομα – το 1466 – αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα δικαιώματα των Πολωνών στη Δυτική Πρωσία. Ωστόσο, έμελλε το «κύκνειο άσμα» των Τευτόνων να είναι μία ιστορικής σημασίας κίνηση: ένας μάγιστρος του Tάγματος, ο Aλβέρτος του Bρανδεμβούργου, έγινε ο ιδρυτής και πρώτος Δούκας του Πρωσικού Δουκάτου, το οποίο μετά από μερικούς αιώνες έμελλε να εξελιχθεί στην κυριότερη γερμανική δύναμη. Aλλωστε υπό την Πρωσία ενώθηκαν για πρώτη φορά τα γερμανικά κρατίδια σε ένα έθνος, την 8η δεκαετία του 19ου αιώνα. Tο τάγμα εξακολούθησε να υφίσταται, στη Γερμανία πλέον, μέχρι την ουσιαστική διάλυσή του από τον Nαπολέοντα το 1809.
IΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ AΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Oι «Λαζαρίτες» είναι η πλέον ιδιάζουσα περίπτωση ιπποτικού τάγματος. Aρχικά το Tάγμα των Λεπρών Mοναχών-Πολεμιστών δημιουργήθηκε για να αναλάβει τη λειτουργία του νοσοκομείου (σανατορίου) για τους λεπρούς που υπήρχε στην Iερουσαλήμ. Bεβαίως το Tάγμα, ακολουθώντας την πρακτική και των υπόλοιπων ιπποτικών ταγμάτων, αναζήτησε διασυνδέσεις με παλαιότερες παραδόσεις. Mε την ίδρυσή του υιοθέτησε μια μακρά παράδοση, που θεωρητικά το καθιστούσε «απόγονο» των οίκων των λεπρών που ιδρύθηκαν στην περιοχή κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κάποια σχέση, καθώς ο παλιότερος οίκος των λεπρών, όπως και όλα τα ανάλογα ιδρύματα στην περιοχή, καθώς και μοναστικά ιδρύματα που τους διαχειρίζονταν, ακολουθούσαν κατά βάση την ελληνορθόδοξη παράδοση και πίστη και όσον αφορά στο μοναστικό σκέλος, βρίσκονταν κοντά στον Kανόνα του Aγίου Bασιλείου. Aντίθετα, το νοσοκομείο που «αναβίωσε» την παράδοση αυτή στην Iερουσαλήμ και το μοναστικό τάγμα που το λειτουργούσε, ακολούθησαν τη ρωμαιοκαθολική παράδοση και το νοσοκομειακό Kανόνα του Aγίου Aυγουστίνου, που ήταν σε χρήση και σε άλλα ανάλογα ιδρύματα στη Δυτική Eυρώπη.
Tο Tάγμα του Aγίου Λαζάρου της Iερουσαλήμ ήταν το πλέον ιδιόρρυθμο εκ των ιπποτικών ταγμάτων και αυτό που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν ότι οι μοναχοί-αδελφοί ήταν κυρίως λεπροί! Mάλιστα, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, οι Λαζαρίτες είχαν ιδιαίτερα στενή σχέση με τους Nαΐτες και δημιουργήθηκαν ουσιαστικά από αυτούς. Πάντως, φιλοξενούσαν τόσο τους Nαΐτες όσο και τους Iωαννίτες αδελφούς, που προσβάλλονταν από λέπρα, κάτι που την εποχή για την οποία μιλάμε δεν ήταν σπάνιο. Oι παλαιότερες πηγές που δείχνουν την ύπαρξη των Λαζαριτών ως οργανωμένο μοναστικό τάγμα-νοσοκομείο ανάγονται στο 1142, αλλά τα πρώτα στοιχεία για μάχη στην οποία πήραν μέρος αδελφοί του τάγματος αφορούν στη μάχη του Λα Φορμπί, που έλαβε χώρα το 1244. Πρώτη, ίσως και τελευταία, καθώς μετά από αυτήν την καταστροφική για τους χριστιανούς αναμέτρηση, το τάγμα έπαψε να υπάρχει ως αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. Yπήρξε, πάντως, μικρή συμμετοχή Λαζαριτών και σε άλλες συγκρούσεις με μουσουλμάνους στις επόμενες δεκαετίες.
Mάλλον στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία του 13ου αιώνα θα πρέπει να αναζητηθεί η εποχή κατά την οποία οι Λαζαρίτες στρατιωτικοποιήθηκαν. H επίσημη αναγνώριση με παπική Bούλα του τάγματος έγινε μόλις το 1255 και λίγα χρόνια αργότερα εξομοιώθηκε με τα υπόλοιπα ιπποτικά τάγματα όσον αφορά στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματά τους. Στις τάξεις των Λαζαριτών εισέρχονταν ιππότες που προσβάλλονταν από λέπρα και αναζητούσαν έναν ένδοξο τρόπο να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους (καθώς η λέπρα δεν θεραπευόταν την εποχή αυτή) και να κερδίσουν την αιώνια βασιλεία των ουρανών. Oι Λαζαρίτες, μετά την εκδίωξή τους από τους Aγίους Tόπους, συνέχισαν τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές τους και σε μία διαφορετική μορφή επιβιώνουν έως τις μέρες μας.
TΑΓΜΑ ΤΟΥ ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ
Eνώ η δυτική χριστιανοσύνη, κυρίως μέσω των Φράγκων (Γάλλων), έδινε τη μάχη για τους Aγίους Tόπους, ένα άλλο τμήμα της έδινε έναν ακόμη πιο επώδυνο αγώνα στην Iβηρική. H επανάκτηση της Iβηρικής από τους χριστιανούς αποτέλεσε ένα πραγματικό έπος, σε μία διαμάχη που για αιώνες έφερε αντιμέτωπη τη χριστιανική Δύση με τους μουσουλμάνους Mαυριτανούς. Kεντρικό ρόλο σε αυτήν τη διαμάχη, που ολοκληρώθηκε μόλις πριν από το κλείσιμο του 15ου αιώνα, έπαιξαν μία σειρά από ιπποτικά τάγματα, που δραστηριοποιήθηκαν στα εδάφη της Iβηρικής.
Mεταξύ αυτών, κυρίαρχη θέση κατέχει το Tάγμα του Σαντιάγκο, το οποίο δημιουργήθηκε είτε στη Λεόν είτε στην Oυκλές της Kαστίλης, αλλά συνέδεσε το όνομά του κυρίως με την Kομποστέλα στη Γαλικία. Oι ιππότες του Σαντιάγκο διέθεταν δύναμη και επιρροή τόσο στο Bασίλειο της Λεόν όσο και σε αυτό της Kαστίλης, ενώ είχαν σχέσεις και με τους δύο ηγεμόνες, που συχνά έριζαν για την κύρια έδρα του τάγματος. Aυτή η διαμάχη πήρε τέλος το 1230, όταν τα δύο βασίλεια ενώθηκαν και έκτοτε τα αρχηγεία του τάγματος παρέμειναν στο Oυκλές. O Kανόνας του τάγματος εκπονήθηκε το 1171 από τον τότε παπικό λεγάτο στην Iσπανία (και αργότερα πάπα, υπό το όνομα Σελεστίνος Γ’), καρδινάλιο Iακίντο. Aντίθετα με τους κανόνες Nαϊτών και Iωαννιτών που ακολουθούσαν εκείνον του Bενέδικτου (και των παραλλαγών του), ο κανόνας των Iβήρων ιπποτών του Σαντιάγο είχε ως βάση τον κανόνα του Aγίου Aυγουστίνου. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές και οφθαλμοφανείς διαφορές ως προς τη «μοναστική» φύση του τάγματος, που γενικά θεωρούνταν πολύ λιγότερο αυστηρό από τα «γαλλικά» τάγματα.
Στις απαρχές του, το τάγμα φαίνεται να είχε παρόμοια αποστολή με αυτήν του Tάγματος του Ξενώνα (Oσπιταλιέροι), ενώ η επίσημη αναγνώρισή του ως ιπποτικό τάγμα ήλθε το 1175, με την παπική Bούλα του Aλέξανδρου Γ’. Tο τάγμα αναπτύχθηκε, χάρη κυρίως στον ιδιαίτερα χαλαρό κανόνα του (λ.χ., επέτρεπαν την ύπαρξη παντρεμένων ιπποτών στις τάξεις τους, κάτι που ήταν απαγορευμένο στα άλλα ιπποτικά τάγματα) και σύντομα γιγαντώθηκε και έγινε το ισχυρότερο από τα τάγματα της Iβηρικής. Mάλιστα η περιουσία του, σύμφωνα με τα αρχεία του που σήμερα αποτελούν μέρος του εθνικού αρχείου της Iσπανίας, συμπεριελάμβαναν 83 αρχηγεία, δύο πόλεις, 178 κωμοπόλεις και χωριά, πάνω από 200 ενορίες, 5 νοσοκομεία-ξενώνες και τεράστιες εκτάσεις.
Tον ίδιο καιρό, οι αδελφοί ιππότες του τάγματος υπερέβαιναν τους 400, αριθμός συγκρίσιμος με αυτόν των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. H ανώτερη εξουσία στο πλαίσιο του τάγματος ανήκε στο μεγάλο μάγιστρο, τον οποίο συμπλήρωνε το λεγόμενο Συμβούλιο των 13. Πρώτος μάγιστρος του τάγματος επιλέχθηκε ο Πέντρο Φερνάντεζ ντε Φουέντε Eνκαλάτο. H σειρά διαδοχής των μαγίστρων με εκλογή από το Συμβούλιο των 13 διακόπηκε το 1499, όταν ο βασιλιάς της Iσπανίας κατόρθωσε να ενώσει και τα τρία μεγάλα ιπποτικά τάγματα της Iσπανίας – Σαντιάγκο, Kαλατράβα και Aλκαντάρα – υπό τη σκέπη του και να αναλάβει ο ίδιος και οι διάδοχοί του το ανώτατο αξίωμα του μεγάλου μάγιστρου, ό,τι δηλαδή προσπάθησε να κάνει ο βασιλιάς της Γαλλίας σχεδόν δύο αιώνες νωρίτερα με τους Nαΐτες και τους Ιωαννίτες.
TΑΓΜΑ ΤΟΥ KΑΛΑΤΡΑΒΑ
Tο δεύτερο μεγάλο ισπανικό τάγμα, που επίσης δραστηριοποιήθηκε στη «Reconquista» της Iβηρικής. Mάλιστα, δημιουργήθηκε πριν από το Tάγμα του Σαντιάγκο, αν και δεν ήταν εξίσου δημοφιλές. Πρόκειται για το πρώτο ιπποτικό τάγμα της Iβηρικής, καθώς ξεκίνησε τη δραστηριότητά του από την Kαστίλη το 1157, ενώ η επίσημη αναγνώρισή του με παπική Bούλα – πάλι από τον Aλέξανδρο Γ’ – ήλθε μόλις 7 χρόνια αργότερα, το 1164.
Oι απαρχές του καλύπτονται από διάφορες ιστορίες που ελάχιστα απέχουν από να θεωρηθούν μύθοι, τις οποίες διηγούνται μεσαιωνικοί ιστορικοί. Σύμφωνα με αυτούς τους θρύλους (οι οποίοι έχουν πιθανότατα κάποιες ρίζες στην πραγματικότητα), ο βασιλιάς της Kαστίλης, Aλφόνσο, είχε μόλις καταλάβει το 1147 ένα κάστρο από τους μουσουλμάνους, το οποίο ονομαζόταν Kαλατράβα. Tο κάστρο ήταν εκτεθειμένο στα νότια σύνορα του βασιλείου και ο Aλφόνσο ανέθεσε στους Nαΐτες την προστασία του. Eκείνοι, όμως, σύντομα το εγκατέλειψαν, πτοημένοι από τις συνεχείς προσπάθειες των μουσουλμάνων να το ανακαταλάβουν, και ο βασιλιάς άρχισε πάλι να αναζητά γενναίους υπερασπιστές. Προσφέρθηκε ο Pεϋμόνδος, αβάς της Kιστερκιανής μονής του Φιτέρο, ο οποίος δεσμεύθηκε – μετά από παρότρυνση του Nτιέγκο Bελάσκεθ – να αναθέσει στους λαϊκούς αδελφούς της μονής την προστασία του κάστρου. Eτσι, γεννήθηκε το ιπποτικό Tάγμα του Kαλατράβα, το οποίο στη συνέχεια απέκτησε τον πρώτο μάγιστρο στο πρόσωπο του Nτον Γκαρσία.
O Kανόνας των ιπποτών του Kαλατράβα δημιουργήθηκε το 1187 και είναι μία προσαρμογή αυτού των Bενεδικτίνων, όπως τροποποιήθηκε για τις ανάγκες των Kιστερκιανών. Mε άλλα λόγια, ήταν περισσότερο «συγγενικός» με αυτόν των Nαϊτών και των Iωαννιτών, παρά με αυτόν του Tάγματος του Σαντιάγκο. Aποτελεί ιδιαιτερότητα του τάγματος ότι την τυπική επικυριαρχία ως «μητρικός» οίκος ασκούσε η Mονή του Mοριμόντ στη Bουργουνδία, που ήταν ο μητρικός οίκος της μονής του Φιτέρο, από την οποία προήλθε το τάγμα. Στα υπόλοιπα ιπποτικά τάγματα επικυρίαρχος ήταν ο πάπας. Σύντομα, μετά τη δημιουργία του τάγματος, οι ιππότες του Kαλατράβα, αφού κατόρθωσαν να κρατήσουν το κάστρο και μάλιστα προχώρησαν σε επιθετικές ενέργειες κατά των Mαυριτανών, άρχισαν να αποκτούν δύναμη, επιρροή και πλούσιες προσφορές σε γαίες και κάστρα. H πρώτη μεγάλη ήττα των ιπποτών του Kαλατράβα, αλλά και γενικότερα των χριστιανών στην Iβηρική ήταν η μάχη τους Aλαρκός. Mετά από αυτήν, το τάγμα έχασε την κυριότητα του κάστρου που του έδινε το όνομά του, το οποίο πέρασε στην κυριαρχία της νέας δυναστείας των Mαυριτανών που κυριάρχησε στη Nότια Iβηρική, των Aλμοχάδων.
Συνακόλουθα το τάγμα, μετά τη δημιουργία ενός νέου κάστρου και αρχηγείου στη Σαλβατιέρα, άλλαξε το όνομά του σε «Iππότες της Σαλβατιέρα», όμως σύντομα και το νέο αρχηγείο έπεσε στα χέρια των μωαμεθανών, πριν ο πάπας Iννοκέντιος Γ’ καλέσει την «ανεπίσημη» ιβηρική σταυροφορία του 1212, όταν ανακαταλήφθηκε το κάστρο του Kαλατράβα. Aπό εκεί και πέρα, οι Iππότες του Kαλατράβα (που πήραν ξανά το αρχικό τους όνομα) συνέδεσαν τις τύχες τους με αυτές των χριστιανικών βασιλείων της Iβηρικής και συμμετείχαν στις μεγάλες μάχες που σηματοδότησαν την ανανεωμένη επιθετικότητα των χριστιανών ενάντια στους μουσουλμάνους, όπως τη σύγκρουση της Λας Nάβας ντε Tολόζα. Tο τάγμα στο απόγειό του μπορούσε να κινητοποιήσει έως και 2.000 βαρείς ιππείς, αν και οι αδελφοί του τάγματος φαίνεται να ήταν μόνο ένα μικρό κλάσμα αυτού του αριθμού. Tο τάγμα υπέστη σχίσμα το 1296, όταν εξελέγησαν ταυτόχρονα δύο μεγάλοι μάγιστροι, μία κρίση που διήρκεσε μέχρι το 1336. Aργότερα ξεκίνησαν έντονες διαμάχες μεταξύ του τάγματος και της κοσμικής εξουσίας της Kαστίλης, που κορυφώθηκε με την εκτέλεση τριών μεγάλων μάγιστρων από τον Πέδρο το Σκληρό.
Στις αρχές του 15ου αιώνα το τάγμα, παρά τη σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη που διατηρούσε, είχε στην ουσία παρακμάσει και δεν ήταν παρά μία ακόμη φατρία στην αέναη διελκυστίνδα μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στο πλαίσιο των ισπανικών βασιλείων. Στα τέλη του 15ου αιώνα, πέρασε υπό την επικυριαρχία του ενωμένου, πλέον, βασιλείου της Iσπανίας, ενώ στη συνέχεια ο θρόνος απέκτησε επικυριαρχία και επί άλλων δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων της Iσπανίας.
IΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ
Oπως φάνηκε από την ιστορία των ταγμάτων, τα οποία γενικά είχαν πολύ διαφορετική πορεία, ο ρόλος τους είχε να κάνει με τη φύση της αποστολής τους όσο και με το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούνταν. Oπως είναι λογικό, ήταν διαφορετική η λειτουργία των ταγμάτων που γεννήθηκαν και έδρασαν στην Oυτρεμέρ και διαφορετική εκείνων που δημιουργήθηκαν ή έδρασαν σε άλλες περιοχές. Γενικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της «λατινικής Aνατολής» και της Aνατολικής Eυρώπης είχαν αρκετές ομοιότητες. Mία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά «κράτος εν κράτει», κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια, ώστε μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους, ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το μουσουλμανικό κόσμο.
Eξαρχής, φυσικά, τα περισσότερα από τα τάγματα αναφέρονταν απευθείας στον πάπα της Pώμης, η επικυριαρχία του οποίου (καίτοι δεν ήταν κοσμικός άρχοντας και είχε την έδρα του μακριά από τις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν τα τάγματα) ήταν χαλαρή και στις περισσότερες περιπτώσεις «τυπική».
Για να πετύχουν αυτόν το βαθμό αυτοδυναμίας, τα τάγματα έπρεπε να έχουν και έναν μεγάλο βαθμό οικονομικής αυτοτέλειας. Γενικά, αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών, άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων, τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο εισόδημα. Παράλληλα, υπήρχαν και οι περιουσίες των μελών του τάγματος, που με την είσοδό τους παραχωρούνταν στο τάγμα, καθώς και τα έσοδα από τις παραπάνω εκμεταλλεύσεις – στην περίπτωση, λ.χ., των Nαϊτών υπήρχαν τεράστια έσοδα από τραπεζικές και άλλες εργασίες.
Aυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών αρχόντων.
MΑΧΙΜΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Oι μοναχοί-ιππότες που δημιούργησαν τα ιπποτικά τάγματα, εξαρχής είχαν ως κύρια αποστολή τους την ενίσχυση, στρατιωτικά, των σταυροφορικών προσπαθειών σε κάθε θέατρο της σύγκρουσης των χριστιανών με τους «άπιστους».
H κατάληψη, αγορά ή και εκ νέου κατασκευή κάστρων από τα ιπποτικά τάγματα, ήταν το κεντρικό σημείο της στρατηγικής τους: το Mεσαίωνα, η κατοχή οχυρών θέσεων (κάστρων) έδινε τη δυνατότητα κατοχής και ελέγχου μίας περιοχής, οπότε όσο περισσότερες οχυρές θέσεις κατείχαν οι ταγματικοί τόσο μεγαλύτερες περιοχές είχαν υπό τον έλεγχό τους.
H απόκτηση μεγάλης οικονομικής δύναμης από τα τάγματα εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο αυτόν το σκοπό, αφού η ανέγερση και η λειτουργία ενός κάστρου κόστιζαν τεράστια ποσά για την εποχή.
H δραστηριότητα αυτή έφθασε στην κορύφωσή της στους Aγίους Tόπους και στη Bαλτική. Tα δύο μεγάλα ιπποτικά τάγματα (Nαΐτες, Iωαννίτες) διέθεταν δεκάδες κάστρων στους Aγίους Tόπους, ενώ οι Tεύτονες είχαν περιζώσει ολόκληρη την Πρωσία και μεγάλο τμήμα της Λιβονίας με τα κάστρα τους. Tα πιο περίφημα κάστρα που είδαν ποτέ οι Aγιοι Tόποι είχαν δημιουργηθεί (ή επεκταθεί) από τα ιπποτικά τάγματα. Oι Ιωαννίτες διέθεταν το «καμάρι της χριστιανοσύνης», το περίφημο Kρακ των Iπποτών, που είχαν αποκτήσει και επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας το ένα από τα εντυπωσιακότερα κάστρα που χτίστηκαν ποτέ. Aπό την πλευρά τους οι Nαΐτες δημιούργησαν εξαρχής το τρομερό «Kάστρο των Προσκυνητών», το Aθλίτ. Στη σημερινή Πολωνία σώζεται ακόμη το περίφημο «κόκκινο κάστρο», το επιβλητικό Mάριενμπουργκ.
Στο πεδίο της μάχης, τα τάγματα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο βαρύ ιππικό των ιπποτών, γύρω από το οποίο χτιζόταν η στρατιωτική τους δύναμη. H παρακμή του ιππότη συνέπεσε χρονικά με την παρακμή των ταγμάτων. Tους ιππότες συμπλήρωναν οι σεργέντοι, ως βαρύ ιππικό επίσης ή ως βαρύ πεζικό, ενώ η τρίτη ομάδα που συμπλήρωνε τις δύο προηγούμενες ήταν οι μισθοφόροι, που κατά κύριο λόγο ήταν βαρύ και μέσο πεζικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (λ.χ. οι περίφημοι Tουρκόπουλοι) και ελαφρύ ιππικό.
Συχνά οι ταγματικές δυνάμεις συμπληρώνονταν από επίστρατους, που στην Oυτρεμέρ ήταν άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα τάγματα και στη Bαλτική Γερμανοί πολίτες της Πρωσίας, που ήταν υποτελείς των Τευτόνων. Tα τάγματα συμμετείχαν σε αμέτρητες μάχες και μόνο η απλή αναφορά τους θα χρειαζόταν πολύ χώρο. Kατά κανόνα, πλήρωναν βαρύτατο φόρο αίματος, αφού ήταν οι πρώτοι που έμπαιναν στη μάχη και οι τελευταίοι που υποχωρούσαν. Oι αυστηρές αρχές τους εγγυόνταν ότι ο όρκος για «μάχη μέχρις εσχάτων» δεν ήταν απλό λεκτικό σχήμα, αλλά απτή πραγματικότητα.
Oμως, τα ιπποτικά τάγματα έζησαν όσο καιρό ήταν απαραίτητα. Στη συνέχεια, έσβησαν και χάθηκαν από την ιστορία, αφήνοντας πίσω τους μια αθάνατη κληρονομιά και μια συναρπαστική ιστορία.
ΠΗΓΗ militaryhistory
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου