Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Μάχη στό Τουρκοχώρι Ελάτειας (7 Δεκεμβρίου 1826)

Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (Άνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο.

Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι Έλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία.

Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας.
Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι Έλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν κάποιοι απρόσεκτοι Έλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. Ένας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη.
«Μετά τήν λαμπροτάτην ταύτην κατά τού Μουστάμπεη νίκην, ο Καραϊσκάκης εθεώρησεν αναγκαιότατον νά πολιορκήση τούς εν Σαλώνοις Οθωμανούς, κατά τών οποίων έστειλε τόν Λάμπρον Βέϊκον καί Γεώργιον Δράκον, Σουλιώτας, αυτός δέ τήν 29ην τού 9βρίου εκίνησε διά τήν Βελίτσα (Τιθωραία), αφού πρώτον εξαπέστειλε μίαν εμπροσθοφυλακήν διά νά τήν προκαταλάβουν, φθάσας δέ εις αυτήν έμαθεν ότι εκ Ζητουνίου (Λαμίας) είχον αναχωρήσει πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Μεχμέτ πασσά υιόν τού Πασιόμπεϊ, καί τόν Χασάνμπεϊ Κόρτζα, οίτινες συνώδευον δύω χιλιάδας ζώα, κομίζοντα εις τό στρατόπεδον τροφάς καί άλλα αναγκαία καί ότι ταύτα μετά τής φρουράς των τήν επιούσαν (επομένην) μετέβαιναν διά τής Φοντάνας εις τό Τουρκοχώρι. Κατεσπευσμένως λοιπόν κατέλαβε τό Τουρκοχώριον τήν 7ην 10βρίου, οι δέ εχθροί εισήλθον ανύποπτοι.
Οι Έλληνες έχοντες επί κεφαλής τόν Καραϊσκάκην επέπεσαν κατ’ αυτών ως κεραυνοί καί τούς διεσκόρπισαν καί κατεδίωξαν μέχρι τής Μενδενίτσας φονεύσαντες μέχρι τούς 30, επήραν δέ καί χίλια ζώα μέ φορτώματα των εκ διαφόρων πραγμάτων, ακολούθως επροχώρησε μέχρι τών χωρίων τής Υπάτης, αλλ’ ελθούσης εις αυτόν ειδήσεως, ότι ο Καρύστιος Ομέρ πασσάς ητοιμάζετο νά εκστρατεύση κατά τών επαρχιών τής Στερεάς επανήλθεν εις Ράχωβαν, ακολούθως εξεστράτευσεν εις Λιδωρίκι καί εκείθεν εξαπέστειλε τόν Ξύδην, τόν Καλύβαν, καί έπειτα τόν Μακρήν εις Κράβαρα, οίτινες απέκλεισαν τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους εντός τών Λομποτινών (Άνω Χώρα Ναυπακτίας), καί τούς οποίους συνέλαβαν καί τούς απέστειλαν εις τήν κυβέρνησιν ζώντας.
Φθάσας δέ μέ τούς υπ’ αυτόν ο Καραϊσκάκης εις τό Λιδωρίκι έμαθεν ότι χίλιοι πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Βελήν Αγά Γρεβενίτην διερχόμενοι διά τής Δυτικής Ελλάδος έφθασαν εις τήν Ναύπακτον καί εντεύθεν μετέβαινον διά τό στρατόπεδον τού Κιουταχή εις Αθήνας. Εξήλθεν απέναντι αυτών, ούς καί απήντησεν εις τό χωρίον Ομέρ Εφέντη (Καστράκι) έξωθεν τής Ναυπάκτου, επιτεθείς δέ κατ’ αυτών τούς διεσκόρπισε καί τούς επέταξε πέραν τού Μόρνου καί τοιούτος τρόμος τούς κατέλαβεν ώστε δέκαν μόνο ιππείς τού Χατζημιχάλη τούς κατεδίωξαν μέχρι τών πυλών τής Ναυπάκτου.
Αι φήμαι τών νικών τών υπό τόν Καραϊσκάκην Ελλήνων διαδοθείσαι καθ’ όλην τήν Ελλάδα ενέπλησαν χαρά καί θάρρος άπαντας, τόν δέ αρχηγόν τού οθωμανικού στρατού τών Αθηνών Κιουταχήν κατεθορύβησε καί απήλπισεν, ώστε δέν ήξευρεν τί περί τούτου ν’ αποφασίση. Εσκέπτετο δέ νά εξέλθη καί μόνος του διά νά τούς πολεμήση καί ν’ αναχαιτίση τήν πρόοδόν των, αλλ’ εφοβείτο τήν διάλυσιν τής πολιορκίας τής ακροπόλεως. Επί τέλους δέ απεφάσισε νά εξαποστείλη αντ’ αυτού τόν Καρύστιον Ομέρ πασσάν μετά τού αδελφού τού Μουστάμπεϊ Καροφίλμπεϊ επί κεφαλής δύω χιλιάδων πεζών καί πεντακοσίων ιππέων, τούς οποίους εξεκίνησεν καί τήν 17ην Ιανουαρίου τού έτους 1827 τό πρωΐ ενεφανίσθησαν έξωθεν τού χωρίου Διστόμου, τό οποίον κατείχετο από τριακοσίους Σουλιώτας υπό τόν Νότη Μπότσαρη, Γεώργιο Καραΐσκο, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαον Κάσκαρην καί Ιωάννην Μπιλπίλην Ευβοέα.»
.
Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα

Ύστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο Έλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (Άνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα.
Πηγή: agiasofia

Δεν υπάρχουν σχόλια: