Οι απέλπιδες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με απέλπιδα μέτρα.
Αυτή ήταν η φιλοσοφία των Γερμανών σχεδιαστών αεροσκαφών στα τέλη του
1944. Εκείνη την περίοδο ο πόλεμος έκλινε οριστικώς κατά της Γερμανίας,
οι πόλεις και οι βιομηχανίες της οποίας δέχονταν καθημερινά τα
συντριπτικά πλήγματα της RAF και της USAAF.
Προκειμένου να επιτευχθεί η όποια δυνατή ανασυγκρότηση ήταν απαραίτητο να περιοριστούν, τουλάχιστον, οι εχθρικές αεροπορικές επιδρομές. Αυτός ήταν και ο λόγος σχεδιάσεως του Νatter (έχιδνα), ενός μικρού πυραυλοκίνητου αναχαιτιστικού.
Ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών ήταν και ο Δρ. Έριχ Μπάχεμ, ο κάποτε τεχνικός διευθυντής της εταιρείας Fieseler, ο οποίος απασχολείτο τώρα στο Μπαντ Βάλντζεε, νότια της Ούλμ, ως σύμβουλος και προμηθευτής της αεροπορικής βιομηχανίας.
Ο Μπάχεμ ήταν ένας έμπειρος χειριστής ανεμοπτέρου. Ήταν επίσης γνώστης της τεχνολογίας των κινητήρων αεριώθησης και των πυραυλοκινητήρων. Αμέσως μόλις έλαβε την επιστολή λοιπόν ο Μπάχεμ σχεδίασε ένα φθηνό, μικρό αεροσκάφος το οποίο, εφοδιασμένο με πυραυλοκινητήρα, θα εκτοξευόταν ως πύραυλος.
Τα μαχητικά αυτά, «υπεράσπισης σημείου» θα εγκαθίσταντο όπως οι σύγχρονες συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων, επί των κυρίων αξόνων προσέγγισης των εχθρικών βομβαρδιστικών.
Θα ήταν επανδρωμένο, αν και ο χειριστής του δεν θα ήταν σε θέση να το ελέγξει, στα πρώτα δευτερόλεπτα της πτήσης, τουλάχιστον. Ο βαθμός ανόδου θα ελέγχονταν από τον αυτόματο πιλότο του σκάφους.
Όταν θα έφτανε σε επιχειρησιακό ύψος-περίπου στις 30.000 πόδια- ο κινητήρας θα είχε εξαντλήσει τα καύσιμα του και ο χειριστής, που θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, θα έθετε εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο και θα ανεμοπορούσε με κατεύθυνση συνάντησης του εχθρικού σχηματισμού βομβαρδιστικών, εναντίον του οποίου είχε εκτοξευθεί.
Μόλις βρισκόταν ανάμεσα τους θα εξαπέλυε εναντίον τους τις ρουκέτες που θα μετέφερε και θα απομακρυνόταν, με κατεύθυνση προς τη βάση του.
Μόλις πλησίαζε εκεί θα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του και , με τη χρήση του αλεξιπτώτου, θα κατέβαινε σώος στο έδαφος, την ώρα που το αεροσκάφος του θα συντριβόταν. Ήλπιζαν ότι αρκετά παρελκόμενα από τις συντετριμμένες στο έδαφος πτητικές μηχανές θα ήταν σε θέση να επαναχρησιμοποιηθούν στις επόμενες.
Η όλη υπόθεση, από τη στιγμή της εκτόξευσης ως την εγκατάλειψη του σκάφους, δεν θα διαρκούσε περισσότερο από 3 λεπτά και θα ελάμβανε χώρα κοντά στη βάση εκτόξευσης. Η ιδέα δεν ήταν καινούργια. Ήδη μετά την κατασκευή του V 1 υπήρξε πρόταση δημιουργίας και επανδρωμένου υποδείγματος της ιπτάμενης βόμβας.
Ήταν όμως εντελώς διαφορετικό να χειριστεί ένας πιλότος μια ιπτάμενη βόμβα με μέγιστη ταχύτητα 650-700 χ.α.ω. (χιλιόμετρα ανά ώρα) και εντελώς διαφορετικό να χειριστεί έναν στην κυριολεξία επανδρωμένο πύραυλο!
Η Luftwaffe είχε όμως ήδη εντάξει σε υπηρεσία ένα πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Messrschmitt 163 Komet. Ο «Κομήτης» όμως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως συμβατικό αεροσκάφος, η «Έχιδνα» όμως όχι.
Σχέδια και υλοποίηση
Ο Μπάχεμ επεξεργάστηκε τις λεπτομέρειες του σχεδίου BΡ 20 και τον Αύγουστο του 1944 το κατέθεσε στο Υπουργείο Αεροπορίας. Το σχέδιο του ενθουσίασε πάντως τα SS και τον Χίμλερ, από τον οποίο ο Μπάχεμ έλαβε σοβαρή υποστήριξη. Ανέκαθεν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαφόρων «εξαρτημάτων» της ναζιστικής μηχανής ήταν έντονοι. Ο Χίμλερ και ο Γκαίρινγκ δεν συμπαθούσαν ιδιαιτέρως αλλήλους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προβληθούν στα μάτια του Χίτλερ.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 το Βa 349, όπως μετονομάστηκε, ανταποκρινόμενο στην κωδική του ονομασία Natter (έχιδνα), κατέστη το πρώτο σε προτεραιότητα χρηματοδότησης πρόγραμμα των SS. Το πρόγραμμα ήταν άκρως απόρρητο. Μόνο οι σχεδιαστές και οι απασχολούμενοι με την υλοποίηση του γνώριζαν για αυτό. Ακόμα και αυτοί όμως γνώριζαν τα μέρη του προγράμματος, με τα οποία ο καθένας ασχολείτο.
Το πρώτο Νatter κατασκευάσθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Ήταν ένα μικρό μεσοπτέρυγο μονοπλάνο, με μήκος 5,7 μέτρα και εκπέτασμα 3,2 μέτρων. Ήταν κατασκευασμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από ξύλο. Τα δε ξύλινα μέρη του ήταν εύκολο να κατασκευαστούν σε οποιοδήποτε ξυλουργείο (!), έτσι ώστε να μην διαταραχθεί το πρόγραμμα παραγωγής των λοιπών αεροσκαφών.
Το αεροσκάφος διέθετε διπλό προωθητικό σύστημα. Ο κύριος πυραυλοκινητήρας ήταν ένας Walter 109-509 A-2 και αργότερα C 1 , τροφοδοτούμενος με μεικτό καύσιμο υπεροξείδιου του υδρογόνου και μείγματος σε αναλογία 50-50 ένυδρης υδραζίνης και μεθανόλης. Περίπου 1.320 λιβρών καυσίμου μεταφέρονταν, η καύση των οποίων προσέδιδε στον κινητήρα ώση 3.700 λιβρών (4.400 λιβρών με τον C 1) για 80 δευτερόλεπτα.
Η αρχική ώθηση για την απογείωση του προερχόταν από δύο ή τέσσερις πυραύλους στερεών καυσίμων, ο καθένας εκ των οποίων του προσέδιδε ώση 2.200 λιβρών (500 κιλών) για 12 δευτερόλεπτα, αφού κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκτόξευσης, ο κύριος πυραυλοκινητήρας δεν απέδιδε το μέγιστο ποσό ώθησης.
Το Natter θα εκτοξευόταν σχεδόν κάθετα από μια απλή εγκατάσταση, η οποία αρχικά αποτελείτο από δύο κάθετα τοποθετημένους στο έδαφος ξύλινους στύλους, ύψους15 μέτρων. Ειδικές λαβές στις πτέρυγες του Natter συνδέονταν με οδηγούς στους στύλους. Αργότερα υιοθετήθηκε μια πιο μόνιμη εγκατάσταση, ένας «πύργος» εκτόξευσης επί σκυρόδετης βάσης.
Ολόκληρη η βάση εκτόξευσης μπορούσε να στραφεί γύρω από τη βάση της ώστε το αεροσκάφους να μπορεί να στραφεί προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Ένας απλός μηχανισμός βαρούλκου ανύψωσης χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση του σκάφους στον εκτοξευτήρα.
Το Νatter άφηνε τον εκτοξευτήρα και επιτάχυνε στα 2,2 g και οι βοηθητικοί πύραυλοι απογείωσης λειτουργούσαν για 12 δευτερόλεπτα. Ως τότε το σκάφος είχε ανέλθει σε ύψος 1.000 περίπου μέτρων. Τότε ο κύριος πυραυλοκινητήρας απέδιδε πια την πλήρη του ισχύ. Οι κενοί καυσίμων βοηθητικοί πύραυλοι αποκολλούνταν τώρα από το σκάφος και το Νatter συνέχιζε να ανεβαίνει, με ρυθμό επιτάχυνσης 0,7 g, μέχρις ότου ανέπτυσσε ταχύτητα 800 χ.α.ω περίπου.
Ο χειριστής αναλάμβανε τότε τον χειρισμό, θέτοντας εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο, ρύθμιζε τη λειτουργία του κινητήρα στο χαμηλότερο σημείο και συνέχιζε την άνοδο ώσπου το σκάφος να ανέλθει στο προγραμματισμένο ύψος πτήσης – το μέγιστο ύψος ανόδου υπολογιζόταν στα 12.000 μέτρα.
Από τη στιγμή της ανόδου του σε επιχειρησιακό ύψος πτήσης, ο χειριστής ρύθμιζε ξανά τον κινητήρα ώστε το σκάφος να διατηρεί ταχύτητα πορείας730-750 χ.α.ω περίπου. Ως τότε βέβαια τα καύσιμα του είχαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου εξαντληθεί.
Τώρα ο χειριστής θα άρχιζε να ανεμοπορεί με πορεία προς τον εχθρικό σχηματισμό. Το Νatter ήταν εφοδιασμένο με 20 ρουκέτες R 4 Μ ή 24 ρουκέτες σε έναν κάλαθο στο ρύγχος. Οι μη κατευθυνόμενες αυτές ρουκέτες αυτές εκτοξεύονταν με μια ομοβροντία από απόσταση 50-100 μέτρων από τον στόχο. Το αεροσκάφους μπορούσε επίσης να φέρει 33 ρουκέτες R 4 Μ, ή 24 ρoυκέτες Fohn των 75 χλστ., ή δύο πυροβόλα των 30 χλστ. με 30 βλήματα ανά όπλο.
Μετά την εκτόξευση των ρουκετών ο χειριστής άρχιζε τους ελιγμούς διαφυγής προς την κατεύθυνση της βάσης του. Όταν έφτανε σε ύψος μέτρων πάνω από αυτήν απέρριπτε το ρύγχος του σκάφους, απελευθέρωνε τους ιμάντες ασφαλείας, και δίπλωνε τα χειριστήρια μπροστά. Η ενέργεια του αυτή απελευθέρωνε ένα αλεξίπτωτο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του αεροσκάφους.
Το άνοιγμά του μείωνε απότομα την ταχύτητα του σκάφους και κυριολεκτικά πετούσε έξω , από το ανοιχτό ρύγχος, τον χειριστή, ο οποίος με τη χρήση του δικού του αλεξιπτώτου προσγειωνόταν με ασφάλεια. Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι το αλεξίπτωτο του σκάφους θα του επέτρεπε να κατέλθει σχετικά ομαλά στο έδαφος, με χαμηλή ταχύτητα πτώσης, έτσι ώστε να διασώζεται ο πυραυλοκινητήρας του και να μπορεί, επισκευαζόμενος, να ξαναχρησιμοποιηθεί.
Ύστερα όμως από μερικές δοκιμές κατέστη προφανές ότι η ταχύτητα καθόδου ήταν πολύ υψηλή και οι ζημιές που προκαλούντο στον κινητήρα τόσο μεγάλες ώστε δεν ήταν εύκολο ούτε οικονομικά συμφέρον ο ίδιος κινητήρας να επισκευαστεί.
Η απειλή των 1.000 χιλιομέτρων την ώρα
Από την περιγραφή του Νatter γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η υψηλή του ταχύτητα, η οποία σε μεγάλα ύψη ξεπερνούσε τα 1.000 χ.α.ω. το καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολα αναχαιτήσιμο στόχο. Όλα αυτά όμως ήταν ευσεβείς πόθοι. Μόνο η πράξη θα απεδείκνυε το δυνατό του εγχειρήματος.
Πειραματικά αεροσκάφη κατασκευάστηκαν από τον Μπάχεμ, στο Βάλντζεε και μοντέλα υπό κλίμακα δοκιμάστηκαν σε αεροσύραγγες στο Βερολίνο και στο Μπράουνσβαϊγκ. Η μυστικότητα ήταν τέτοια που ακόμα και η εταιρεία δεν παρακολούθησε τις δοκιμές. Πληροφορήθηκαν μόνο ότι το σκάφος θα είχε ικανοποιητική πτητική συμπεριφορά σε ταχύτητες άνω των 1.000 χ.α.ω.
Οι πτητικές δοκιμές άρχισαν με την ολοκλήρωση της κατασκευής του πρώτου αεροσκάφους, τον Νοέμβριο του 1944. Το πρόγραμμα πτητικών δοκιμών περιελάμβανε εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων σκαφών, καθοδηγούμενων, σε ορισμένες περιπτώσεις από τον αυτόματο πιλότο, δοκιμές αιώρησης, πτήσεις σε μεγάλα ύψη και τελικά επανδρωμένες εκτοξεύσεις.
Αρχικά οι εκτοξεύσεις ελάμβαναν χώρα από το Άουμπεργκ, κοντά στο Ζιγκαμαρίνκγεν, με τη χρήση και των βοηθητικών πυραύλων, από τους οποίους προστέθηκαν άλλοι δύο, ως συμπλήρωμα ισχύος του πυραυλοκινητήρα Walter. Οι δοκιμές αιώρησης έγιναν για να διαπιστωθεί η ευστάθεια του σκάφους. Κατά τις συγκεκριμένες δοκιμές το Νatter ρυμουλκείτο ή επικρεμάτο κάτω από ένα βομβαρδιστικό He 111.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές στις αεροσύραγγες, άρχισε, από τα μέσα Οκτωβρίου 1944, η κατασκευή υποδειγμάτων του σκάφους σε φυσικό μέγεθος. Πραγματοποιήθηκαν εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων σκαφών, από κάθετη θέση και προστέθηκε το αλεξίπτωτο στο σκάφος, για να επαναφέρει το δοκιμαζόμενο σκάφος στο έδαφος, όσο το δυνατό σε κοντινή απόσταση από τη βάση εκτόξευσης.
Τον Φεβρουάριο του 1945 η ηγεσία των SS διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα δεν εξελισσόταν με ταχύ ρυθμό και σε μια προσπάθεια επίσπευσής του, διέταξε την πραγματοποίηση εκτοξεύσεων επανδρωμένων αεροσκαφών, με τη χρήση του πυραυλοκινητήρα και των βοηθητικών πυραύλων, αν και το πρόγραμμα δοκιμών δεν είχε φτάσει ακόμα σε αυτή τη φάση.
Ο χειριστής υποσμηναγός Λόθαρ Ζίεμπερτ, έλαβε τη θέση του στο θάλαμο διακυβέρνησης του σκάφους, οι πύραυλοι πυροδοτήθηκαν και το Νatter άρχισε να ανεβαίνει . Όταν όμως έφτασε σε ύψος 100 μέτρων, η καλύπτρα ξεκόλλησε από το σκάφος.
Το Νatter γύρισε ανάποδα και συνέχισε να ανεβαίνει ώσπου έφτασε τα 450 μέτρα. Τότε γύρισε με το ρύγχος προς το έδαφος και καρφώθηκε, με τους κινητήρες σε πλήρη ισχύ στη γή, σκοτώνοντας ακαριαία τον άτυχο Ζίεμπερτ.
Η αρχική εκτίμηση για την καταστροφή αποδόθηκε σε βλάβη της καλύπτρας, στην οποία στηριζόταν και το προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής του χειριστή. Η απότομη αποκόλληση της καλύπτρας κατά τη φάση της αρχικής επιτάχυνσης, είχε ως αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι του χειριστή στην άτρακτο, αφήνοντας τον αναίσθητο.
Αυτό όμως σήμαινε ότι και ο αυτόματος πιλότος είτε δεν λειτούργησε λόγω βλάβης, είτε δεν είχε καν τεθεί σε λειτουργία. Μια νέα εξέταση απέδωσε το δυστύχημα είτε στην κακή λειτουργία του πηδαλίου του καθέτου σταθερού, η οποία προκάλεσε απότομη αλλαγή στην κατεύθυνση πτήσης του σκάφους, είτε στην λανθασμένη τοποθέτηση των βοηθητικών πυραύλων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την μη ευθυγραμμισμένη, ως προς τον άξονα πτήσης του σκάφους, κατεύθυνση της ώσης τους.
Ακολούθησαν και νέες δοκιμές μη επανδρωμένων σκαφών και η εξέλιξη συνεχίστηκε. Ένα νέο Νatter, το υπόδειγμα 3, σχεδιάστηκε με κύριο σημείο διαφοράς από τα προηγούμενα την δυνατότητα απόσπασης των πτερύγων, για την ευκολότερη μεταφορά του σκάφους.
Περίπου 30 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στο Βάλντζεε, από τα οποία τα 15 ήταν υποδείγματος 1 και τα υπόλοιπα υποδείγματος 2.
Από αυτά τα 18 «καταναλώθηκαν» σε μη επανδρωμένες δοκιμές, ένα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια δοκιμών αιώρησης και ένα καταστράφηκε σε επανδρωμένη πτήση. Λίγο πριν το Βάλντζεε καταληφθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα μέρος της ομάδας του Μπάχεμ μεταφέρθηκε στο Μπαντ Βερντερσχόφεν και ύστερα από μικρή παραμονή, κάποιοι μεταστάθμευσαν στο κοντινό χωριό Άγιος Λεονάρδος, έχοντας μαζί τους τέσσερα Νatter 2 και διάφορα υλικά, τα οποία και έπεσαν τελικά στα χέρια των Συμμάχων.
Έξι σκάφη πυρπολήθηκαν για να μην πέσουν στα χέρια των αντιπάλων όταν η ομάδα Μπάχεμ εγκατέλειψε το Βάλντζεε. Η πυραυλοκίνητη «έχιδνα» της Luftwaffe δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στη μάχη.
Το σημαντικότερο όμως μειονέκτημα ήταν ότι η κάθε «έχιδνα» μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά για να βάλει μια μόνο ομοβροντία μη κατευθυνόμενων ρουκετών με όποια αποτελέσματα η βολή αυτή θα μπορούσε να έχει. Η σχέση τιμής – απόδοσης ήταν συνεπώς αρνητική καθιστώντας το Natter ένα ακριβό τελικώς όπλο. Τέλος υπήρχαν δύο ακόμα σοβαροί περιορισμοί, σε σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα.
Πρώτον έπρεπε να εξασφαλιστούν ασφαλείς συνθήκες για την εκπαίδευση των χειριστών, για τους οποίους η πτήση με πυραυλοκίνητα αεροσκάφη απαιτούσε σειρά εκπαιδευτικών μαθημάτων και δεύτερον η ισχυρή καταπόνηση την οποία θα δεχόταν ο χειριστής από τις μεγάλες επιταχύνσεις.
Ωστόσο το Natter θα μπορούσε να είχε τελειοποιηθεί, ένα υπήρχε χρόνος. Έστω και έτσι όμως η κατασκευή του άνοιξε νέους δρόμους στην αεροπορική τεχνολογία, εφόσον η «έχιδνα» κατέχει τον τίτλο του πρώτου παγκοσμίως αεροσκάφους καθέτου απογειώσεως.
Η κατασκευή του Νatter οδήγησε στην κατασκευή του Julia, ενός επίσης επανδρωμένου πυραυλοκίνητου αεροσκάφους, σχεδόν ίδιου τύπου με το Νatter, το οποίο όμως προβλεπόταν να είναι πιο ανθεκτικό για να αντέχει μερικές εκτοξεύσεις και πτώσεις, αντί της μιας χρήσης του Νatter.
Σχεδιάστηκε από την Heinkel με την ονομασία He P-1077 και δύο από αυτά ήταν υπό κατασκευή με τη λήξη του πολέμου, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το σχέδιο ήταν επιτυχές ή όχι.
Προκειμένου να επιτευχθεί η όποια δυνατή ανασυγκρότηση ήταν απαραίτητο να περιοριστούν, τουλάχιστον, οι εχθρικές αεροπορικές επιδρομές. Αυτός ήταν και ο λόγος σχεδιάσεως του Νatter (έχιδνα), ενός μικρού πυραυλοκίνητου αναχαιτιστικού.
Μια τρελή ιδέα
Από τις αρχές του 1944 οι συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές καταστεί ουσιαστικά μη αντιμετωπίσιμες από τους χειριστές μαχητικών της Luftwaffe. Για να αναστρέψει την κατάσταση το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε, τον Φεβρουάριο του 1944, με επιστολή του από τις εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών της Γερμανίας, να του υποβάλουν προτάσεις για ένα μικρό και ταχύ μαχητικό, η κατασκευή του οποίου θα απαιτούσε τη διάθεση ελαχίστων πρώτων υλών.Ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών ήταν και ο Δρ. Έριχ Μπάχεμ, ο κάποτε τεχνικός διευθυντής της εταιρείας Fieseler, ο οποίος απασχολείτο τώρα στο Μπαντ Βάλντζεε, νότια της Ούλμ, ως σύμβουλος και προμηθευτής της αεροπορικής βιομηχανίας.
Ο Μπάχεμ ήταν ένας έμπειρος χειριστής ανεμοπτέρου. Ήταν επίσης γνώστης της τεχνολογίας των κινητήρων αεριώθησης και των πυραυλοκινητήρων. Αμέσως μόλις έλαβε την επιστολή λοιπόν ο Μπάχεμ σχεδίασε ένα φθηνό, μικρό αεροσκάφος το οποίο, εφοδιασμένο με πυραυλοκινητήρα, θα εκτοξευόταν ως πύραυλος.
Τα μαχητικά αυτά, «υπεράσπισης σημείου» θα εγκαθίσταντο όπως οι σύγχρονες συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων, επί των κυρίων αξόνων προσέγγισης των εχθρικών βομβαρδιστικών.
Θα ήταν επανδρωμένο, αν και ο χειριστής του δεν θα ήταν σε θέση να το ελέγξει, στα πρώτα δευτερόλεπτα της πτήσης, τουλάχιστον. Ο βαθμός ανόδου θα ελέγχονταν από τον αυτόματο πιλότο του σκάφους.
Όταν θα έφτανε σε επιχειρησιακό ύψος-περίπου στις 30.000 πόδια- ο κινητήρας θα είχε εξαντλήσει τα καύσιμα του και ο χειριστής, που θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, θα έθετε εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο και θα ανεμοπορούσε με κατεύθυνση συνάντησης του εχθρικού σχηματισμού βομβαρδιστικών, εναντίον του οποίου είχε εκτοξευθεί.
Μόλις βρισκόταν ανάμεσα τους θα εξαπέλυε εναντίον τους τις ρουκέτες που θα μετέφερε και θα απομακρυνόταν, με κατεύθυνση προς τη βάση του.
Μόλις πλησίαζε εκεί θα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του και , με τη χρήση του αλεξιπτώτου, θα κατέβαινε σώος στο έδαφος, την ώρα που το αεροσκάφος του θα συντριβόταν. Ήλπιζαν ότι αρκετά παρελκόμενα από τις συντετριμμένες στο έδαφος πτητικές μηχανές θα ήταν σε θέση να επαναχρησιμοποιηθούν στις επόμενες.
Η όλη υπόθεση, από τη στιγμή της εκτόξευσης ως την εγκατάλειψη του σκάφους, δεν θα διαρκούσε περισσότερο από 3 λεπτά και θα ελάμβανε χώρα κοντά στη βάση εκτόξευσης. Η ιδέα δεν ήταν καινούργια. Ήδη μετά την κατασκευή του V 1 υπήρξε πρόταση δημιουργίας και επανδρωμένου υποδείγματος της ιπτάμενης βόμβας.
Ήταν όμως εντελώς διαφορετικό να χειριστεί ένας πιλότος μια ιπτάμενη βόμβα με μέγιστη ταχύτητα 650-700 χ.α.ω. (χιλιόμετρα ανά ώρα) και εντελώς διαφορετικό να χειριστεί έναν στην κυριολεξία επανδρωμένο πύραυλο!
Η Luftwaffe είχε όμως ήδη εντάξει σε υπηρεσία ένα πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Messrschmitt 163 Komet. Ο «Κομήτης» όμως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως συμβατικό αεροσκάφος, η «Έχιδνα» όμως όχι.
Σχέδια και υλοποίηση
Ο Μπάχεμ επεξεργάστηκε τις λεπτομέρειες του σχεδίου BΡ 20 και τον Αύγουστο του 1944 το κατέθεσε στο Υπουργείο Αεροπορίας. Το σχέδιο του ενθουσίασε πάντως τα SS και τον Χίμλερ, από τον οποίο ο Μπάχεμ έλαβε σοβαρή υποστήριξη. Ανέκαθεν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαφόρων «εξαρτημάτων» της ναζιστικής μηχανής ήταν έντονοι. Ο Χίμλερ και ο Γκαίρινγκ δεν συμπαθούσαν ιδιαιτέρως αλλήλους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προβληθούν στα μάτια του Χίτλερ.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 το Βa 349, όπως μετονομάστηκε, ανταποκρινόμενο στην κωδική του ονομασία Natter (έχιδνα), κατέστη το πρώτο σε προτεραιότητα χρηματοδότησης πρόγραμμα των SS. Το πρόγραμμα ήταν άκρως απόρρητο. Μόνο οι σχεδιαστές και οι απασχολούμενοι με την υλοποίηση του γνώριζαν για αυτό. Ακόμα και αυτοί όμως γνώριζαν τα μέρη του προγράμματος, με τα οποία ο καθένας ασχολείτο.
Το πρώτο Νatter κατασκευάσθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Ήταν ένα μικρό μεσοπτέρυγο μονοπλάνο, με μήκος 5,7 μέτρα και εκπέτασμα 3,2 μέτρων. Ήταν κατασκευασμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από ξύλο. Τα δε ξύλινα μέρη του ήταν εύκολο να κατασκευαστούν σε οποιοδήποτε ξυλουργείο (!), έτσι ώστε να μην διαταραχθεί το πρόγραμμα παραγωγής των λοιπών αεροσκαφών.
Το αεροσκάφος διέθετε διπλό προωθητικό σύστημα. Ο κύριος πυραυλοκινητήρας ήταν ένας Walter 109-509 A-2 και αργότερα C 1 , τροφοδοτούμενος με μεικτό καύσιμο υπεροξείδιου του υδρογόνου και μείγματος σε αναλογία 50-50 ένυδρης υδραζίνης και μεθανόλης. Περίπου 1.320 λιβρών καυσίμου μεταφέρονταν, η καύση των οποίων προσέδιδε στον κινητήρα ώση 3.700 λιβρών (4.400 λιβρών με τον C 1) για 80 δευτερόλεπτα.
Η αρχική ώθηση για την απογείωση του προερχόταν από δύο ή τέσσερις πυραύλους στερεών καυσίμων, ο καθένας εκ των οποίων του προσέδιδε ώση 2.200 λιβρών (500 κιλών) για 12 δευτερόλεπτα, αφού κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκτόξευσης, ο κύριος πυραυλοκινητήρας δεν απέδιδε το μέγιστο ποσό ώθησης.
Το Natter θα εκτοξευόταν σχεδόν κάθετα από μια απλή εγκατάσταση, η οποία αρχικά αποτελείτο από δύο κάθετα τοποθετημένους στο έδαφος ξύλινους στύλους, ύψους15 μέτρων. Ειδικές λαβές στις πτέρυγες του Natter συνδέονταν με οδηγούς στους στύλους. Αργότερα υιοθετήθηκε μια πιο μόνιμη εγκατάσταση, ένας «πύργος» εκτόξευσης επί σκυρόδετης βάσης.
Ολόκληρη η βάση εκτόξευσης μπορούσε να στραφεί γύρω από τη βάση της ώστε το αεροσκάφους να μπορεί να στραφεί προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Ένας απλός μηχανισμός βαρούλκου ανύψωσης χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση του σκάφους στον εκτοξευτήρα.
Το Νatter άφηνε τον εκτοξευτήρα και επιτάχυνε στα 2,2 g και οι βοηθητικοί πύραυλοι απογείωσης λειτουργούσαν για 12 δευτερόλεπτα. Ως τότε το σκάφος είχε ανέλθει σε ύψος 1.000 περίπου μέτρων. Τότε ο κύριος πυραυλοκινητήρας απέδιδε πια την πλήρη του ισχύ. Οι κενοί καυσίμων βοηθητικοί πύραυλοι αποκολλούνταν τώρα από το σκάφος και το Νatter συνέχιζε να ανεβαίνει, με ρυθμό επιτάχυνσης 0,7 g, μέχρις ότου ανέπτυσσε ταχύτητα 800 χ.α.ω περίπου.
Ο χειριστής αναλάμβανε τότε τον χειρισμό, θέτοντας εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο, ρύθμιζε τη λειτουργία του κινητήρα στο χαμηλότερο σημείο και συνέχιζε την άνοδο ώσπου το σκάφος να ανέλθει στο προγραμματισμένο ύψος πτήσης – το μέγιστο ύψος ανόδου υπολογιζόταν στα 12.000 μέτρα.
Από τη στιγμή της ανόδου του σε επιχειρησιακό ύψος πτήσης, ο χειριστής ρύθμιζε ξανά τον κινητήρα ώστε το σκάφος να διατηρεί ταχύτητα πορείας730-750 χ.α.ω περίπου. Ως τότε βέβαια τα καύσιμα του είχαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου εξαντληθεί.
Τώρα ο χειριστής θα άρχιζε να ανεμοπορεί με πορεία προς τον εχθρικό σχηματισμό. Το Νatter ήταν εφοδιασμένο με 20 ρουκέτες R 4 Μ ή 24 ρουκέτες σε έναν κάλαθο στο ρύγχος. Οι μη κατευθυνόμενες αυτές ρουκέτες αυτές εκτοξεύονταν με μια ομοβροντία από απόσταση 50-100 μέτρων από τον στόχο. Το αεροσκάφους μπορούσε επίσης να φέρει 33 ρουκέτες R 4 Μ, ή 24 ρoυκέτες Fohn των 75 χλστ., ή δύο πυροβόλα των 30 χλστ. με 30 βλήματα ανά όπλο.
Μετά την εκτόξευση των ρουκετών ο χειριστής άρχιζε τους ελιγμούς διαφυγής προς την κατεύθυνση της βάσης του. Όταν έφτανε σε ύψος μέτρων πάνω από αυτήν απέρριπτε το ρύγχος του σκάφους, απελευθέρωνε τους ιμάντες ασφαλείας, και δίπλωνε τα χειριστήρια μπροστά. Η ενέργεια του αυτή απελευθέρωνε ένα αλεξίπτωτο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του αεροσκάφους.
Το άνοιγμά του μείωνε απότομα την ταχύτητα του σκάφους και κυριολεκτικά πετούσε έξω , από το ανοιχτό ρύγχος, τον χειριστή, ο οποίος με τη χρήση του δικού του αλεξιπτώτου προσγειωνόταν με ασφάλεια. Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι το αλεξίπτωτο του σκάφους θα του επέτρεπε να κατέλθει σχετικά ομαλά στο έδαφος, με χαμηλή ταχύτητα πτώσης, έτσι ώστε να διασώζεται ο πυραυλοκινητήρας του και να μπορεί, επισκευαζόμενος, να ξαναχρησιμοποιηθεί.
Ύστερα όμως από μερικές δοκιμές κατέστη προφανές ότι η ταχύτητα καθόδου ήταν πολύ υψηλή και οι ζημιές που προκαλούντο στον κινητήρα τόσο μεγάλες ώστε δεν ήταν εύκολο ούτε οικονομικά συμφέρον ο ίδιος κινητήρας να επισκευαστεί.
Η απειλή των 1.000 χιλιομέτρων την ώρα
Από την περιγραφή του Νatter γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η υψηλή του ταχύτητα, η οποία σε μεγάλα ύψη ξεπερνούσε τα 1.000 χ.α.ω. το καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολα αναχαιτήσιμο στόχο. Όλα αυτά όμως ήταν ευσεβείς πόθοι. Μόνο η πράξη θα απεδείκνυε το δυνατό του εγχειρήματος.
Πειραματικά αεροσκάφη κατασκευάστηκαν από τον Μπάχεμ, στο Βάλντζεε και μοντέλα υπό κλίμακα δοκιμάστηκαν σε αεροσύραγγες στο Βερολίνο και στο Μπράουνσβαϊγκ. Η μυστικότητα ήταν τέτοια που ακόμα και η εταιρεία δεν παρακολούθησε τις δοκιμές. Πληροφορήθηκαν μόνο ότι το σκάφος θα είχε ικανοποιητική πτητική συμπεριφορά σε ταχύτητες άνω των 1.000 χ.α.ω.
Οι πτητικές δοκιμές άρχισαν με την ολοκλήρωση της κατασκευής του πρώτου αεροσκάφους, τον Νοέμβριο του 1944. Το πρόγραμμα πτητικών δοκιμών περιελάμβανε εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων σκαφών, καθοδηγούμενων, σε ορισμένες περιπτώσεις από τον αυτόματο πιλότο, δοκιμές αιώρησης, πτήσεις σε μεγάλα ύψη και τελικά επανδρωμένες εκτοξεύσεις.
Αρχικά οι εκτοξεύσεις ελάμβαναν χώρα από το Άουμπεργκ, κοντά στο Ζιγκαμαρίνκγεν, με τη χρήση και των βοηθητικών πυραύλων, από τους οποίους προστέθηκαν άλλοι δύο, ως συμπλήρωμα ισχύος του πυραυλοκινητήρα Walter. Οι δοκιμές αιώρησης έγιναν για να διαπιστωθεί η ευστάθεια του σκάφους. Κατά τις συγκεκριμένες δοκιμές το Νatter ρυμουλκείτο ή επικρεμάτο κάτω από ένα βομβαρδιστικό He 111.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές στις αεροσύραγγες, άρχισε, από τα μέσα Οκτωβρίου 1944, η κατασκευή υποδειγμάτων του σκάφους σε φυσικό μέγεθος. Πραγματοποιήθηκαν εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων σκαφών, από κάθετη θέση και προστέθηκε το αλεξίπτωτο στο σκάφος, για να επαναφέρει το δοκιμαζόμενο σκάφος στο έδαφος, όσο το δυνατό σε κοντινή απόσταση από τη βάση εκτόξευσης.
Πτητικές δοκιμές
Κάθε εκτόξευση έδειχνε και κάτι νέο στους σχεδιαστές και από τα 15 Νatter, υποδείγματος 1 που κατασκευάστηκαν, στο καθένα είχαν ενσωματωθεί διάφορες βελτιώσεις. Στο υπόδειγμα 2, που κατασκευάστηκε, η άτρακτος ήταν κατά 30εκ. μακρύτερη. Τρία ή τέσσερα από αυτά κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε δοκιμές.Τον Φεβρουάριο του 1945 η ηγεσία των SS διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα δεν εξελισσόταν με ταχύ ρυθμό και σε μια προσπάθεια επίσπευσής του, διέταξε την πραγματοποίηση εκτοξεύσεων επανδρωμένων αεροσκαφών, με τη χρήση του πυραυλοκινητήρα και των βοηθητικών πυραύλων, αν και το πρόγραμμα δοκιμών δεν είχε φτάσει ακόμα σε αυτή τη φάση.
Ο χειριστής υποσμηναγός Λόθαρ Ζίεμπερτ, έλαβε τη θέση του στο θάλαμο διακυβέρνησης του σκάφους, οι πύραυλοι πυροδοτήθηκαν και το Νatter άρχισε να ανεβαίνει . Όταν όμως έφτασε σε ύψος 100 μέτρων, η καλύπτρα ξεκόλλησε από το σκάφος.
Το Νatter γύρισε ανάποδα και συνέχισε να ανεβαίνει ώσπου έφτασε τα 450 μέτρα. Τότε γύρισε με το ρύγχος προς το έδαφος και καρφώθηκε, με τους κινητήρες σε πλήρη ισχύ στη γή, σκοτώνοντας ακαριαία τον άτυχο Ζίεμπερτ.
Η αρχική εκτίμηση για την καταστροφή αποδόθηκε σε βλάβη της καλύπτρας, στην οποία στηριζόταν και το προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής του χειριστή. Η απότομη αποκόλληση της καλύπτρας κατά τη φάση της αρχικής επιτάχυνσης, είχε ως αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι του χειριστή στην άτρακτο, αφήνοντας τον αναίσθητο.
Αυτό όμως σήμαινε ότι και ο αυτόματος πιλότος είτε δεν λειτούργησε λόγω βλάβης, είτε δεν είχε καν τεθεί σε λειτουργία. Μια νέα εξέταση απέδωσε το δυστύχημα είτε στην κακή λειτουργία του πηδαλίου του καθέτου σταθερού, η οποία προκάλεσε απότομη αλλαγή στην κατεύθυνση πτήσης του σκάφους, είτε στην λανθασμένη τοποθέτηση των βοηθητικών πυραύλων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την μη ευθυγραμμισμένη, ως προς τον άξονα πτήσης του σκάφους, κατεύθυνση της ώσης τους.
Ακολούθησαν και νέες δοκιμές μη επανδρωμένων σκαφών και η εξέλιξη συνεχίστηκε. Ένα νέο Νatter, το υπόδειγμα 3, σχεδιάστηκε με κύριο σημείο διαφοράς από τα προηγούμενα την δυνατότητα απόσπασης των πτερύγων, για την ευκολότερη μεταφορά του σκάφους.
Περίπου 30 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στο Βάλντζεε, από τα οποία τα 15 ήταν υποδείγματος 1 και τα υπόλοιπα υποδείγματος 2.
Από αυτά τα 18 «καταναλώθηκαν» σε μη επανδρωμένες δοκιμές, ένα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια δοκιμών αιώρησης και ένα καταστράφηκε σε επανδρωμένη πτήση. Λίγο πριν το Βάλντζεε καταληφθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα μέρος της ομάδας του Μπάχεμ μεταφέρθηκε στο Μπαντ Βερντερσχόφεν και ύστερα από μικρή παραμονή, κάποιοι μεταστάθμευσαν στο κοντινό χωριό Άγιος Λεονάρδος, έχοντας μαζί τους τέσσερα Νatter 2 και διάφορα υλικά, τα οποία και έπεσαν τελικά στα χέρια των Συμμάχων.
Έξι σκάφη πυρπολήθηκαν για να μην πέσουν στα χέρια των αντιπάλων όταν η ομάδα Μπάχεμ εγκατέλειψε το Βάλντζεε. Η πυραυλοκίνητη «έχιδνα» της Luftwaffe δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στη μάχη.
Άδοξο τέλος
Η όλη φιλοσοφία σχεδίασης του Natter έγινε υπό την δαμόκλειο σπάθη της έλλειψης χρόνου. Η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα της ήττας και όλοι το γνώριζαν αυτό. Συνέπεια της βιαστικής σχεδίασης και κατασκευής ήταν το αεροσκάφος να παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι θα εντασσόταν τελικώς σε υπηρεσία. Κατ’ αρχήν, η ακτίνα δράσης του περιοριζόταν σε μικρή απόσταση από το χώρο εκτόξευσης και η υψηλή του ταχύτητα περιόριζε την ευελιξία του.Το σημαντικότερο όμως μειονέκτημα ήταν ότι η κάθε «έχιδνα» μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά για να βάλει μια μόνο ομοβροντία μη κατευθυνόμενων ρουκετών με όποια αποτελέσματα η βολή αυτή θα μπορούσε να έχει. Η σχέση τιμής – απόδοσης ήταν συνεπώς αρνητική καθιστώντας το Natter ένα ακριβό τελικώς όπλο. Τέλος υπήρχαν δύο ακόμα σοβαροί περιορισμοί, σε σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα.
Πρώτον έπρεπε να εξασφαλιστούν ασφαλείς συνθήκες για την εκπαίδευση των χειριστών, για τους οποίους η πτήση με πυραυλοκίνητα αεροσκάφη απαιτούσε σειρά εκπαιδευτικών μαθημάτων και δεύτερον η ισχυρή καταπόνηση την οποία θα δεχόταν ο χειριστής από τις μεγάλες επιταχύνσεις.
Ωστόσο το Natter θα μπορούσε να είχε τελειοποιηθεί, ένα υπήρχε χρόνος. Έστω και έτσι όμως η κατασκευή του άνοιξε νέους δρόμους στην αεροπορική τεχνολογία, εφόσον η «έχιδνα» κατέχει τον τίτλο του πρώτου παγκοσμίως αεροσκάφους καθέτου απογειώσεως.
Η κατασκευή του Νatter οδήγησε στην κατασκευή του Julia, ενός επίσης επανδρωμένου πυραυλοκίνητου αεροσκάφους, σχεδόν ίδιου τύπου με το Νatter, το οποίο όμως προβλεπόταν να είναι πιο ανθεκτικό για να αντέχει μερικές εκτοξεύσεις και πτώσεις, αντί της μιας χρήσης του Νatter.
Σχεδιάστηκε από την Heinkel με την ονομασία He P-1077 και δύο από αυτά ήταν υπό κατασκευή με τη λήξη του πολέμου, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το σχέδιο ήταν επιτυχές ή όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου