Ισχυρές οι πνοές των ανέμων στην Ησιόδεια Θεογονία.
Στο έπος αυτό, όπου καταγράφεται η γένεση των θεών και η δημιουργία από αυτούς του κόσμου, οι φυσικές δυνάμεις, όπως οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι θεών, που γεννούν κι αυτοί με τη σειρά τους άλλα δαιμονικά όντα.
«Κι’ η Αυγή με τον Αστραίο γέννησε τους δυνατόκαδους ανέμους και τον ξαστερωτή τον Ζέφυρο και τον γοργόδρομο βορέα και τον Νότο, ερωτικά με τον θεό σαν πλάγιασεν η θέαινα» (Ησίοδ. Θεογονία 378 – 380, μεταφρ. Π. Λεκατσά).
Αλλά αν στον Ησίοδο είναι συχνός ο λόγος για τους ανέμους, τι θα λέγαμε για τα ομηρικά έπη! Εκεί όπου οι άνεμοι αντιβουίζουν στα δάση, ανταριάζουν το πέλαγος ή αρπάζουν ξαφνικά τους θνητούς για να τους οδηγήσουν στον άλλο κόσμο.
Στους τρεις ανέμους του Ησιόδου, τον Ζέφυρο, τον Βορέα και τον Νότο, προσθέτει ο Όμηρος και τον Εύρο (Οδύσσεια, ε 295 – 96), που είναι ανατολικός, ή νοτιοανατολικός, όπως χαρακτηρίζεται στο «Ωρολόγιον του Ανδρόνικου του Κυρρήστου» (Πύργος των Ανέμων). Στο οικοδόμημα αυτό της ρωμαικής Αγοράς στην Αθήνα, του δεύτερου τέταρτου του 1ου αι. π.χ. ή κατ’ άλλους του ύστερου 2ου αι. π.χ., εικονίζονται και επιγράφονται όχι μόνο οι κύριοι άνεμοι αλλά και οι ενδιάμεσοι. Όπως ήταν φυσικό, η ονοματολογία των ανέμων τα ονόματα με μυθοπλασίες.
Ο Ζέφυρος, ο Βορέας, ο Νότος εξουσίαζαν με τη δυναμική παρουσία τους και δρούσαν ευεργετικά αλλά και συχνά κακόβουλα απέναντι στους ανθρώπους.
Υπήρχαν όμως και άλλοι συναφείς δαίμονες, όπως οι βορεάδες, οι Άρπυιες, ο Τυφώνας.
Από του τυφώνα τη σπορά πάλι άνεμοι διάφοροι, που δεν κατονομάζονται στο έπος, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των θνητών (Ησίοδ. Θεογ. 869 – 880).
Με ιεροτελεστίες και μαγικές πρακτικές προσπαθούσαν να εξευμενίσουν του ανέμους οι αρχαίοι και όριζαν ειδικούς λειτουργούς για το σκοπό αυτό. Στην Αττική ήταν οι «Ευδάνεμοι», στην Κόρινθο, οι «Ανεμοκοίται». Ακόμη και για τον Εμπεδοκλή παραδίδεται ότι προέβη σε μαγικές πράξεις για την κατάπαυση των «ετήσιων» (Διογ. Λαέρτ. 8,2,60).
Αλλά και στη μυκηναϊκή εποχή το ίδιο θα συνέβαινε, αφού μαρτυρείτε ήδη από τότε το αξίωμα της «ιέρειας των ανέμων».
Ο περιηγητής Παυσανίας, αναφέρει επίσης ότι στην Τιτάνη, κοντά στην Κόρινθο, υπήρχε βωμός των ανέμων, όπου ο ιερέας «ανά παν έτος θύει, δρα δε και άλλα απόρρητα ες βόθρους τέσσαρας, ημερούμενος των πνευμάτων».
Ο Ηρόδοτος (7. 178) πάλι μας πληροφορεί ότι στη θυία, στους Δελφούς, ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων ιερό των ανέμων, όπου οι κάτοικοι τους πρόσφεραν θυσίες, έπειτα από χρησμό που τους δόθηκε, ότι οι άνεμοι θα γίνουν σύμμαχοι των Ελλήνων στον αγώνα τους κατά των Περσών.
Έχουν φωνή οι άνεμοι και γρηγοράδα γι’ αυτό και τους φαντάζονταν φτερωτούς και έτσι τους εικόνιζαν. Τους φαντάζονταν όμως και σαν άλογα φτερωτά που γεννούσαν κιόλας άλλα μυθικά άλογα, όπως γέννησε ο Ζέφυρος με την Αρπυια Ποδάγρη τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Αλλά και τα άλογα των Διοσκούρων, ο φλόγεος και Αρπαγός, γόνοι δικοί της λογίζονταν.
Άλλωστε και ο Ποσειδώνας, κύριος των ανέμων, έπαιρνε πολύ συχνά τη μορφή ίππου στους μύθους.
Τους ανέμους τους εξαπολύουν ή τους καταπραΰνουν ο Ποσειδώνας, ο Δίας, η Αθηνά. Ο Παυσανίας (4,35, 8) αναφέρει ναό της «Αθηνάς Ανεμώτιδος» στη Μεθώνη. Το προσωνύμιο της αυτό γράφει, της το έδωσε, ο μυθικός ήρωας Διομήδης, γιατί η θεά εισάκουσε τη δέηση του να ησυχάσουν οι άνεμοι που έπνεαν εκεί με ασυνήθιστη ορμή και παράκαιρα και ρήμαζαν τη χώρα.
Ο Δίας «νεφεληγερέτης» και «υέτιος», είχε ορίσει «ταμία» των ανέμων τον Αίολο, που έπαυε ή σήκωνε κατά βούληση τους ανέμους, για αυτό και ο Αίολος, όταν κατευόδωσε απ το νησί του τον Οδυσσέα, του ΄δωσε ένα ασκί όπου μέσα του είχε φυλακίσει όλων των λογιών τους ανέμους και όρισε μόνο ο Ζέφυρος να παραπέμψει, ούριος, τα καράβια.
Άλλοτε ωστόσο, ο ίδιος αυτός άνεμος, ο Ζέφυρος, ήταν δυσμενής απέναντι στον Οδυσσέα. Μαζί με τον Νότο, τον Εύρο και τον Βορέα διέλυσαν, με προσταγή του Ποσειδώνα, τη σχεδία του, αυτήν που είχε μαστορέψει στο νησί της καλυψώς για να γυρίσει στην πατρίδα, κι ότι απόμεινε από το πλεούμενο, με τον Οδυσσέα γαντζωμένο πάνω του, το κυλούσαν εδώ και εκεί τα θεόρατα κύματα (οδ. 5, 295 κ.ε.).
Αλλά και η Άρτεμη δεν ήταν που κρατούσε τα καράβια των Ελλήνων στην Αυλίδα και δεν έστελνε άνεμο ευνοϊκό, ώστε να αποπλεύσουν για την Τροία και δεν ήταν η Ιφιγένεια το εξιλαστήριο θύμα που έσβησε το θυμό της.
ΖΕΦΥΡΟΣ
Ο Ζέφυρος είναι δυτικός άνεμος. Σύζυγος της Ιριδας, της προσωποποίησης του ουράνιου τόξου, απέκτησε, έλεγαν, από αυτήν τον Έρωτα. Ωστόσο και από την Αρπυια Ποδάγρη απέκτησε ο Ζέφυρος παιδιά, όταν έσμιξε ερωτικά μαζί της σ’ ένα λιβάδι κοντά στο ρεύμα του μεγάλου ωκεανού. Κι ήταν τα παιδιά τους δυο θαυμαστά άλογα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, που έτρεχαν σαν τον άνεμο (Ομηρος, Ιλιάδα π 148 – 151). Τα άλογα αυτά κληρονόμησε ο Αχιλέας από τον πατέρα τον Πηλέα, χάρισμα γαμήλιο σ’ αυτόν του Ποσειδώνα.
Του Ζέφυρου και του Βορέα τη συνδρομή επικαλείται ο Αχιλλέας για να ανάψουν με την πνοή τους τη νεκρική πυρά του φίλου του, του Πάτροκλου που έπεσε στην Τροία (Ομηρ. Ιλ. Ψ. 192 – 218). Την ικεσία του ήρωα την άκουσε η Ίρις και φτερωτή καθώς ήταν, έφτασε μεμιάς στα ανάκτορα του Ζέφυρου, όπου απάντησε και τους άλλους ανέμους συναγμένους σε κοινό συμπόσιο. Μόλις άκουσαν ο Ζέφυρος και Βορέας το μήνυμα της, «επεκτάθηκαν με θόρυβο, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθεν τους. Και ως διάβαιναν το πέλαγος απ’ την σφοδρή πνοή τους σηκώνονταν τα κύματα και αμ’ έφθασαν στην Τροία, έπεσαν μέσα στην πυρά κι εβρόντα ευθύς η φλόγα. Και ολονυκτίς απ’ την πυράν, κι οι δύο φυσομανώντας τες φλόγες σήκωναν ψηλά» (ομηρ.ιλ.ψ. 212 – 218, μετάφρ. Ιάκ. Πολυλά).
Για τον Ζέφυρο ιστορούσαν ακόμα πως αγάπησε τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα, του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα. Του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο αγαπούσε και ο Απόλλωνας. Κυριευμένος καθώς ήταν ο Ζέφυρος από το πάθος του , όταν κάποτε είδε τον αγαπημένο του να αθλείται στην παλαίστρα με την συντροφιά του θεού, έχασε το νου του, φύσηξε δυνατά και ο δίσκος που έριξε ο Απόλλωνας, ξεφεύγοντας απ’ τον στόχο του, έπεσε με ορμή στο κεφάλι του αγαπημένου του. Έτσι χάθηκε το παλικάρι (Ευριπίδης, Ελένη 1469 – 1474).
Μεταγενέστερες πηγές (Ovid. Fast. 5, 195 – 206) διασώζουν την παράδοση πως ο Ζέφυρος κυνήγησε τη νύμφη Χλωρίδα (Φλώρα) κι από τον έρωτα τους γεννήθηκαν όλα τα λουλούδια της άνοιξης. Ο Ζέφυρος, γρήγορος όσο και ο Βορέας, ήταν άλλοτε καταστροφικός, άλλοτε απαλός και καλοδεχούμενος και δρόσιζε αιώνια τόπους παραδείσιους, όπως ήταν οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια πεδία (ομ. Οδ. 7, 112 κ.ε. και 4, 563 – 568).
Η λατρεία του Ζέφυρου στην Αθήνα επιβεβαιώνετε από βωμό που του είχαν στήσει όχι μακριά από τα τείχη της πόλης, στην Ιερά Οδό (Παυς. 1, 37, 2).
ΒΟΡΕΑΣ
Για τον Βορέα, τον βόρειο άνεμο που κατέβαινε από τη Θράκη κι έφερνε το χαλάζι και το χιόνι (ομ. ιλ. Ο 170 – 171. Τ 357 – 358), έλεγαν πως όταν είδε τις φοράδες του Εριχθόνιου, του γιου του Δάρδανου, στην Τροία τις πόθησε και αφού πήρε τη μορφή του ίππου, πλάγιασε μαζί τους. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δώδεκα πουλάρια που έτρεχαν σαν τον άνεμο, θαρρείς, πετούσαν πάνω από γη και πέλαγο χωρίς να τα αγγίζουν (ομ. Ιλ. Υ. 219 – 229).
Κάποτε πάλι, όταν ο Βορέας βρέθηκε στην Αττική, η μοίρα το ‘φερε να απαντήσει την Ωρείθυια, τη θυγατέρα του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, να παίζει με τις φίλες της ή σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, να χορεύει, ή να μαζεύει λουλούδια. Αμέσως τότε την ερωτεύτηκε. Πού ακριβώς την πρωτοείδε κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα, άλλοι πίστευαν στις πηγές του Κηφισού, άλλοι στην περιοχή της ακρόπολης. Όπου κι αν ήταν πάντως, ένα ήταν βέβαιο, πως όρμησε στη συντροφιά των κοριτσιών, άρπαξε την Ωρείθυια και πετώντας τη μετέφερε στη μακρινή πατρίδα του. Από το γάμο τουε γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς και δύο θυγατέρες, η κλεοπάτρα και η Χιόνη. Η Κλεοπάτρα παντρεύτηκε το Φινέα, βασιλιά στη Θράκη, ενώ τη Χιόνη την αγάπησε ο Ποσειδώνας και μαζί απέκτησαν τον Εύμολπο.
Η ξαφνική δημοτικότητα του μύθου της απαγωγής της Ωρείθυιας κατά τις αρχές του 5ου αι. π.χ. οφείλεται σε μια παράδοση που αναφέρει ο Ηρόδοτος (7, 189). Κατά τους Περσικούς πολέμους και πριν από τη μάχη στο Αρτεμίσιο, το 480 π.χ., δόθηκε στους Αθηναίους χρησμός να ζητήσουν τη βοήθεια του «γαμβρού» τους. Οι Αθηναίοι, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν τον θεϊκό λόγο, θυμήθηκαν πως, παλιά, ο Βορέας είχε αρπάξει την αθηναία βασιλοκόρη Ωρείθυια και επομένως αυτός και δεν αμφέβαλλαν καθόλου, ήταν το πρόσωπο που υπαινισσόταν ο χρησμός. Γι’ αυτό και ικέτεψαν τη βοήθεια αυτού και της Ωρείθυιας για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Πραγματικά ξέσπασε τότε ένας δυνατός βόρειος άνεμος που κράτησε τρείς ολάκαιρες μέρες και κατέστρεψε 400 πλοία του περσικού στόλου. Ευγνώμονες μετά τη νίκη τους οι Αθηναίοι ίδρυσαν ιερό στον Βορέα στις όχθες του Ιλισσού. Για ανάλογες περιπτώσεις ιδρύθηκαν ιερά του και σε άλλα μέρη (Παυσανίας 8. 36.6).
ΒΟΡΕΑΔΕΣ
Οι Βορεάδες, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα Ζήτης και Κάλαϊς, κατέρχονταν ορμητικοί απ’ τον αιθέρα, όπως ο πατέρας τους. Το πιο σημαντικό ίσως γεγονός της μυθικής ζωής τους ήταν ότι πήραν κι αυτοί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με ονομαστούς ήρωες. Στον δρόμο για την Κολχίδα συνάντησαν στη θράκη τις φτερωτές Αρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, του τυφλού μάντη και της Σαλμυδησσού, ή τη βρόμιζαν τόσο, ώστε ο δύστυχος δεν μπορούσε πια να τη γευτεί. Ο Ζαήτης και ο Κάλαϊς άρχισαν τότε να τις καταδιώκουν πέρα από στεριές και θάλασσες ώσπου στο τέλος τις πρόφτασαν στα νησιά Πλωτές, δυτικά της Πελοποννήσου και τις έπεισαν να φύγουν μακριά. Έτσι γλίτωσε ο Φινέας από τη βασανιστική παρουσία τους. Οι Βορεάδες μετά απ’ αυτά «έστρεψαν» πάλι προς το μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν γι’ αυτό και τα νησιά Πλωτές, έλεγαν, πως από τότε ονομάστηκαν Στροφάδες.
Ωστόσο, γύρω απ’ το θέμα της σωτηρίας του Φινέα υπάρχουν και άλλες διηγήσεις, με παραλλάσσουσα την κατάληξη της καταδίωξης των Αρπυιών από τους Βορεάδες, όπου από τους πρωταγωνιστές επιζούν ή πεθαίνουν άλλοτε άλλοι. Μάλιστα κατά μία εκδοχή οι Βορεάδες φονεύθηκαν από τον Ηρακλή στην Τήνο (Απολλ. Ροδ. 1, 1300 – 1309).
Θυγατέρα του Βορέα, σύμφωνα με ύστερη μυθική εκδοχή, ήταν και η Αύρα και ήταν αυτή που έφερε στον Αρη το άγελμα του θανάτου της θυγατέρας του, της Αμαζόνας Πενθεσίλειας, στην Τροία. Στον πληθυντικό οι Αύρες ήταν προσωποποιήσεις των ήπιων, δροσερών ανέμων.
Υπάρχουν και άλλες, μεταγενέστερες, πληροφορίες για την Αύρα. Μια από αυτές ήταν πως προκάλεσε αναίτια τη ζήλια και το θάνατο της Πρόκριδας, της αδελφής της Ωρείθυιας. Κι αυτό, γιατί η Πρόκριδα τη θεώρησε αντίζηλό της στην αγάπη της για τον Κέφαλο όταν τον άκουσε στο δάσος να καλεί την αύρα να τον αναζωογονήσει από την κούραση του κυνηγιού. Εκεί βρήκε τραγικό θάνατο η Πρόκριδα από το ακόντιο του ίδιου του Κέφαλου που την πέρασε για αγρίμι, κρυμμένη καθώς ήταν στις φυλλωσιές για να τον παρακολουθήσει.
Άρπυιες
Οι φτερωτές Άρπυιες, ήταν και αυτές, όπως οι Βορεάδες, δαίμονες του ανέμου. Αυτό άλλωστε υπαινίσσονται και τα ονόματα που τους αποδίδει ο Ησίοδος: Αελλώ και Ωκυπέτη, αφού η πρώτη ταυτίζεται με την άελλα, τον ανεμοστρόβιλο και η δεύτερη είναι εκείνη που πετά γρήγορα.
Θυγατέρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, η Αελλώ και η Ωκυπέτη είχαν αδελφή τους την Ίριδα. Στον Όμηρο ο αριθμός τους είναι ακαθόριστος. Ωστόσο μνημονεύεται μια από αυτές, η Ποδάργη.
Οι Άρπυιες είχαν την καταστροφική δύναμη της θύελλας και μ΄αυτήν ταυτίζονται στον Όμηρο. Προκαλούσαν τρόμο στους ανθρώπους γιατί τους άρπαζαν αυτούς και τα υπάρχοντά τους (Ομ. Οδ.. α. 241.ξ. 371), όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους, (Άρπυιες – ανερέπτομαι – αρπάζω). Έτσι άρπαξαν και τις θυγατέρες του Πανδάρεου και τις πήγαν δούλες στις Ερινύες(Ομ. Οδ. υ 66-78). Ως θεότητες του ανέμου σχετίζονται άμεσα με τον κόσμο των νεκρών, αφού όποιον θνητό άρπαζαν εκείνος δεν γύριζε ξανά πίσω.
Γι΄αυτό και η Πηνελόπη, απελπισμένη από την πολύχρονη απουσία του άνδρα της, του Οδυσσέα, παρακαλεί να την πάρουν οι θύελλες για να σωθεί από τα βάσανα της ζωής της (Ομ. Οδ. υ 79).
Ο τρομακτικός Τυφώνας
Όταν οι θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία κι έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη, για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε, στερνό αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Τέρας ήταν ο Τυφώνας με χέρια δυνατά και ακάματα πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού που πέταγαν έξω τις γλώσσες τους και γλείφονταν. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών τους, ενώ από τα στόματά τους έβγαιναν λογιών λογιών φωνές που ξεσήκωναν απερίγραπτη βοή.
Στην αναμέτρησή τους με τον Δία ήταν ο θεός από τη μια με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς του κι αυτός από την άλλη με τους μανιασμένους ανέμους και τις φλόγες. Μέσα στην κοσμογονική αυτή αναταραχή, η γη σειόταν κι η θάλασσα ύψωνε τεράστια κύματα κι έβραζε γη, ουρανός και πόντος. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου (Ησιοδ. Θεογ. 820 κ.ε.)
Στον Απολλόδωρο (Βιβλ. 1,6,3), η γιγάντια, τρομακτική μορφή του Τυφώνα περιγράφεται με κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια και η μονομαχία του με τον Δϊα παρουσιάζεται ακόμα πιο σκληρή. Κι ενώ οι άλλοι θεοί για να αποφύγουν τον Τυφώνα κατέφυγαν έντρομοι στην Αίγυπτο, μεταμορφώθηκαν μάλιστα και σε ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, ο ύψιστος θεός του Ολύμπου μετά βίας κατόρθωσε να σωθεί – ο αντίπαλός του τον ακινητοποίησε κόβοντας τα νέυρα των άκρων του – και τελικά να τον νικήσει και να τον θάψει κάτω από την Αίτνα.
Αλλά οι μύθοι για τον Τυφώνα, προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της Ανατολής, δεν τελειώνουν εδώ. Μεταγενέστεροι μυθοπλάστες πρόσθεσαν κι αυτοί τις δικές τους εκδοχές για την γέννηση και τη δράση του δαιμονικού όντος.
Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους Αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που ανατρέπουν την εύρυθμη λειτουργία των φυσικών μηχανισμών και απειλούν τις ίδιες τις θεότητες που επιτηρούν και διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.
Από τον Τυφώνα γεννήθηκαν οι άνεμοι που φυσούν υγροί στη θάλασσα και λυσσομανούν, μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, έτσι όπως χάνονται κι αυτοί μαζί με τα καράβια τους στον πόντο. Το ίδιο φυσούν και στην ξηρά και καταστρέφουν την ανθόσπαρτη γη σκεπάζοντας τα πάντα με σκόνη και προκαλώντας δεινή ταραχή (Ησιοδ. Θεογ. 869-880)
Του Τυφώνα γόνοι ήταν εξάλλου και ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλα και άλλα αποτρόπαια όντα.
Στοιχεία της φύσης οι άνεμοι, που τα συνέλαβαν ως πανίσχυρους δαίμονες οι πρώτοι άνθρωποι και τους έδωσαν σχήμα, μετουσιώνοντας τα αόρατο και το ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο για να πληρώσουν την αδήριτη ανάγκη κατανόησης του κόσμου τους. Προοδευτικά ωστόσο, ο νους εκτόπισε την ασυγκράτητη φαντασία και παρακάμπτοντας τους μύθους κατέλαβε αυτός την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της, έλλογης πλέον, ερμηνείας του σύμπαντος.
arxaia-ellinika
Στο έπος αυτό, όπου καταγράφεται η γένεση των θεών και η δημιουργία από αυτούς του κόσμου, οι φυσικές δυνάμεις, όπως οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι θεών, που γεννούν κι αυτοί με τη σειρά τους άλλα δαιμονικά όντα.
«Κι’ η Αυγή με τον Αστραίο γέννησε τους δυνατόκαδους ανέμους και τον ξαστερωτή τον Ζέφυρο και τον γοργόδρομο βορέα και τον Νότο, ερωτικά με τον θεό σαν πλάγιασεν η θέαινα» (Ησίοδ. Θεογονία 378 – 380, μεταφρ. Π. Λεκατσά).
Αλλά αν στον Ησίοδο είναι συχνός ο λόγος για τους ανέμους, τι θα λέγαμε για τα ομηρικά έπη! Εκεί όπου οι άνεμοι αντιβουίζουν στα δάση, ανταριάζουν το πέλαγος ή αρπάζουν ξαφνικά τους θνητούς για να τους οδηγήσουν στον άλλο κόσμο.
Στους τρεις ανέμους του Ησιόδου, τον Ζέφυρο, τον Βορέα και τον Νότο, προσθέτει ο Όμηρος και τον Εύρο (Οδύσσεια, ε 295 – 96), που είναι ανατολικός, ή νοτιοανατολικός, όπως χαρακτηρίζεται στο «Ωρολόγιον του Ανδρόνικου του Κυρρήστου» (Πύργος των Ανέμων). Στο οικοδόμημα αυτό της ρωμαικής Αγοράς στην Αθήνα, του δεύτερου τέταρτου του 1ου αι. π.χ. ή κατ’ άλλους του ύστερου 2ου αι. π.χ., εικονίζονται και επιγράφονται όχι μόνο οι κύριοι άνεμοι αλλά και οι ενδιάμεσοι. Όπως ήταν φυσικό, η ονοματολογία των ανέμων τα ονόματα με μυθοπλασίες.
Ο Ζέφυρος, ο Βορέας, ο Νότος εξουσίαζαν με τη δυναμική παρουσία τους και δρούσαν ευεργετικά αλλά και συχνά κακόβουλα απέναντι στους ανθρώπους.
Υπήρχαν όμως και άλλοι συναφείς δαίμονες, όπως οι βορεάδες, οι Άρπυιες, ο Τυφώνας.
Από του τυφώνα τη σπορά πάλι άνεμοι διάφοροι, που δεν κατονομάζονται στο έπος, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των θνητών (Ησίοδ. Θεογ. 869 – 880).
Με ιεροτελεστίες και μαγικές πρακτικές προσπαθούσαν να εξευμενίσουν του ανέμους οι αρχαίοι και όριζαν ειδικούς λειτουργούς για το σκοπό αυτό. Στην Αττική ήταν οι «Ευδάνεμοι», στην Κόρινθο, οι «Ανεμοκοίται». Ακόμη και για τον Εμπεδοκλή παραδίδεται ότι προέβη σε μαγικές πράξεις για την κατάπαυση των «ετήσιων» (Διογ. Λαέρτ. 8,2,60).
Αλλά και στη μυκηναϊκή εποχή το ίδιο θα συνέβαινε, αφού μαρτυρείτε ήδη από τότε το αξίωμα της «ιέρειας των ανέμων».
Ο περιηγητής Παυσανίας, αναφέρει επίσης ότι στην Τιτάνη, κοντά στην Κόρινθο, υπήρχε βωμός των ανέμων, όπου ο ιερέας «ανά παν έτος θύει, δρα δε και άλλα απόρρητα ες βόθρους τέσσαρας, ημερούμενος των πνευμάτων».
Ο Ηρόδοτος (7. 178) πάλι μας πληροφορεί ότι στη θυία, στους Δελφούς, ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων ιερό των ανέμων, όπου οι κάτοικοι τους πρόσφεραν θυσίες, έπειτα από χρησμό που τους δόθηκε, ότι οι άνεμοι θα γίνουν σύμμαχοι των Ελλήνων στον αγώνα τους κατά των Περσών.
Έχουν φωνή οι άνεμοι και γρηγοράδα γι’ αυτό και τους φαντάζονταν φτερωτούς και έτσι τους εικόνιζαν. Τους φαντάζονταν όμως και σαν άλογα φτερωτά που γεννούσαν κιόλας άλλα μυθικά άλογα, όπως γέννησε ο Ζέφυρος με την Αρπυια Ποδάγρη τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Αλλά και τα άλογα των Διοσκούρων, ο φλόγεος και Αρπαγός, γόνοι δικοί της λογίζονταν.
Άλλωστε και ο Ποσειδώνας, κύριος των ανέμων, έπαιρνε πολύ συχνά τη μορφή ίππου στους μύθους.
Τους ανέμους τους εξαπολύουν ή τους καταπραΰνουν ο Ποσειδώνας, ο Δίας, η Αθηνά. Ο Παυσανίας (4,35, 8) αναφέρει ναό της «Αθηνάς Ανεμώτιδος» στη Μεθώνη. Το προσωνύμιο της αυτό γράφει, της το έδωσε, ο μυθικός ήρωας Διομήδης, γιατί η θεά εισάκουσε τη δέηση του να ησυχάσουν οι άνεμοι που έπνεαν εκεί με ασυνήθιστη ορμή και παράκαιρα και ρήμαζαν τη χώρα.
Ο Δίας «νεφεληγερέτης» και «υέτιος», είχε ορίσει «ταμία» των ανέμων τον Αίολο, που έπαυε ή σήκωνε κατά βούληση τους ανέμους, για αυτό και ο Αίολος, όταν κατευόδωσε απ το νησί του τον Οδυσσέα, του ΄δωσε ένα ασκί όπου μέσα του είχε φυλακίσει όλων των λογιών τους ανέμους και όρισε μόνο ο Ζέφυρος να παραπέμψει, ούριος, τα καράβια.
Άλλοτε ωστόσο, ο ίδιος αυτός άνεμος, ο Ζέφυρος, ήταν δυσμενής απέναντι στον Οδυσσέα. Μαζί με τον Νότο, τον Εύρο και τον Βορέα διέλυσαν, με προσταγή του Ποσειδώνα, τη σχεδία του, αυτήν που είχε μαστορέψει στο νησί της καλυψώς για να γυρίσει στην πατρίδα, κι ότι απόμεινε από το πλεούμενο, με τον Οδυσσέα γαντζωμένο πάνω του, το κυλούσαν εδώ και εκεί τα θεόρατα κύματα (οδ. 5, 295 κ.ε.).
Αλλά και η Άρτεμη δεν ήταν που κρατούσε τα καράβια των Ελλήνων στην Αυλίδα και δεν έστελνε άνεμο ευνοϊκό, ώστε να αποπλεύσουν για την Τροία και δεν ήταν η Ιφιγένεια το εξιλαστήριο θύμα που έσβησε το θυμό της.
ΖΕΦΥΡΟΣ
Ο Ζέφυρος είναι δυτικός άνεμος. Σύζυγος της Ιριδας, της προσωποποίησης του ουράνιου τόξου, απέκτησε, έλεγαν, από αυτήν τον Έρωτα. Ωστόσο και από την Αρπυια Ποδάγρη απέκτησε ο Ζέφυρος παιδιά, όταν έσμιξε ερωτικά μαζί της σ’ ένα λιβάδι κοντά στο ρεύμα του μεγάλου ωκεανού. Κι ήταν τα παιδιά τους δυο θαυμαστά άλογα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, που έτρεχαν σαν τον άνεμο (Ομηρος, Ιλιάδα π 148 – 151). Τα άλογα αυτά κληρονόμησε ο Αχιλέας από τον πατέρα τον Πηλέα, χάρισμα γαμήλιο σ’ αυτόν του Ποσειδώνα.
Του Ζέφυρου και του Βορέα τη συνδρομή επικαλείται ο Αχιλλέας για να ανάψουν με την πνοή τους τη νεκρική πυρά του φίλου του, του Πάτροκλου που έπεσε στην Τροία (Ομηρ. Ιλ. Ψ. 192 – 218). Την ικεσία του ήρωα την άκουσε η Ίρις και φτερωτή καθώς ήταν, έφτασε μεμιάς στα ανάκτορα του Ζέφυρου, όπου απάντησε και τους άλλους ανέμους συναγμένους σε κοινό συμπόσιο. Μόλις άκουσαν ο Ζέφυρος και Βορέας το μήνυμα της, «επεκτάθηκαν με θόρυβο, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθεν τους. Και ως διάβαιναν το πέλαγος απ’ την σφοδρή πνοή τους σηκώνονταν τα κύματα και αμ’ έφθασαν στην Τροία, έπεσαν μέσα στην πυρά κι εβρόντα ευθύς η φλόγα. Και ολονυκτίς απ’ την πυράν, κι οι δύο φυσομανώντας τες φλόγες σήκωναν ψηλά» (ομηρ.ιλ.ψ. 212 – 218, μετάφρ. Ιάκ. Πολυλά).
Για τον Ζέφυρο ιστορούσαν ακόμα πως αγάπησε τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα, του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα. Του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο αγαπούσε και ο Απόλλωνας. Κυριευμένος καθώς ήταν ο Ζέφυρος από το πάθος του , όταν κάποτε είδε τον αγαπημένο του να αθλείται στην παλαίστρα με την συντροφιά του θεού, έχασε το νου του, φύσηξε δυνατά και ο δίσκος που έριξε ο Απόλλωνας, ξεφεύγοντας απ’ τον στόχο του, έπεσε με ορμή στο κεφάλι του αγαπημένου του. Έτσι χάθηκε το παλικάρι (Ευριπίδης, Ελένη 1469 – 1474).
Μεταγενέστερες πηγές (Ovid. Fast. 5, 195 – 206) διασώζουν την παράδοση πως ο Ζέφυρος κυνήγησε τη νύμφη Χλωρίδα (Φλώρα) κι από τον έρωτα τους γεννήθηκαν όλα τα λουλούδια της άνοιξης. Ο Ζέφυρος, γρήγορος όσο και ο Βορέας, ήταν άλλοτε καταστροφικός, άλλοτε απαλός και καλοδεχούμενος και δρόσιζε αιώνια τόπους παραδείσιους, όπως ήταν οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια πεδία (ομ. Οδ. 7, 112 κ.ε. και 4, 563 – 568).
Η λατρεία του Ζέφυρου στην Αθήνα επιβεβαιώνετε από βωμό που του είχαν στήσει όχι μακριά από τα τείχη της πόλης, στην Ιερά Οδό (Παυς. 1, 37, 2).
ΒΟΡΕΑΣ
Για τον Βορέα, τον βόρειο άνεμο που κατέβαινε από τη Θράκη κι έφερνε το χαλάζι και το χιόνι (ομ. ιλ. Ο 170 – 171. Τ 357 – 358), έλεγαν πως όταν είδε τις φοράδες του Εριχθόνιου, του γιου του Δάρδανου, στην Τροία τις πόθησε και αφού πήρε τη μορφή του ίππου, πλάγιασε μαζί τους. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δώδεκα πουλάρια που έτρεχαν σαν τον άνεμο, θαρρείς, πετούσαν πάνω από γη και πέλαγο χωρίς να τα αγγίζουν (ομ. Ιλ. Υ. 219 – 229).
Κάποτε πάλι, όταν ο Βορέας βρέθηκε στην Αττική, η μοίρα το ‘φερε να απαντήσει την Ωρείθυια, τη θυγατέρα του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, να παίζει με τις φίλες της ή σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, να χορεύει, ή να μαζεύει λουλούδια. Αμέσως τότε την ερωτεύτηκε. Πού ακριβώς την πρωτοείδε κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα, άλλοι πίστευαν στις πηγές του Κηφισού, άλλοι στην περιοχή της ακρόπολης. Όπου κι αν ήταν πάντως, ένα ήταν βέβαιο, πως όρμησε στη συντροφιά των κοριτσιών, άρπαξε την Ωρείθυια και πετώντας τη μετέφερε στη μακρινή πατρίδα του. Από το γάμο τουε γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς και δύο θυγατέρες, η κλεοπάτρα και η Χιόνη. Η Κλεοπάτρα παντρεύτηκε το Φινέα, βασιλιά στη Θράκη, ενώ τη Χιόνη την αγάπησε ο Ποσειδώνας και μαζί απέκτησαν τον Εύμολπο.
Η ξαφνική δημοτικότητα του μύθου της απαγωγής της Ωρείθυιας κατά τις αρχές του 5ου αι. π.χ. οφείλεται σε μια παράδοση που αναφέρει ο Ηρόδοτος (7, 189). Κατά τους Περσικούς πολέμους και πριν από τη μάχη στο Αρτεμίσιο, το 480 π.χ., δόθηκε στους Αθηναίους χρησμός να ζητήσουν τη βοήθεια του «γαμβρού» τους. Οι Αθηναίοι, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν τον θεϊκό λόγο, θυμήθηκαν πως, παλιά, ο Βορέας είχε αρπάξει την αθηναία βασιλοκόρη Ωρείθυια και επομένως αυτός και δεν αμφέβαλλαν καθόλου, ήταν το πρόσωπο που υπαινισσόταν ο χρησμός. Γι’ αυτό και ικέτεψαν τη βοήθεια αυτού και της Ωρείθυιας για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Πραγματικά ξέσπασε τότε ένας δυνατός βόρειος άνεμος που κράτησε τρείς ολάκαιρες μέρες και κατέστρεψε 400 πλοία του περσικού στόλου. Ευγνώμονες μετά τη νίκη τους οι Αθηναίοι ίδρυσαν ιερό στον Βορέα στις όχθες του Ιλισσού. Για ανάλογες περιπτώσεις ιδρύθηκαν ιερά του και σε άλλα μέρη (Παυσανίας 8. 36.6).
ΒΟΡΕΑΔΕΣ
Οι Βορεάδες, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα Ζήτης και Κάλαϊς, κατέρχονταν ορμητικοί απ’ τον αιθέρα, όπως ο πατέρας τους. Το πιο σημαντικό ίσως γεγονός της μυθικής ζωής τους ήταν ότι πήραν κι αυτοί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με ονομαστούς ήρωες. Στον δρόμο για την Κολχίδα συνάντησαν στη θράκη τις φτερωτές Αρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, του τυφλού μάντη και της Σαλμυδησσού, ή τη βρόμιζαν τόσο, ώστε ο δύστυχος δεν μπορούσε πια να τη γευτεί. Ο Ζαήτης και ο Κάλαϊς άρχισαν τότε να τις καταδιώκουν πέρα από στεριές και θάλασσες ώσπου στο τέλος τις πρόφτασαν στα νησιά Πλωτές, δυτικά της Πελοποννήσου και τις έπεισαν να φύγουν μακριά. Έτσι γλίτωσε ο Φινέας από τη βασανιστική παρουσία τους. Οι Βορεάδες μετά απ’ αυτά «έστρεψαν» πάλι προς το μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν γι’ αυτό και τα νησιά Πλωτές, έλεγαν, πως από τότε ονομάστηκαν Στροφάδες.
Ωστόσο, γύρω απ’ το θέμα της σωτηρίας του Φινέα υπάρχουν και άλλες διηγήσεις, με παραλλάσσουσα την κατάληξη της καταδίωξης των Αρπυιών από τους Βορεάδες, όπου από τους πρωταγωνιστές επιζούν ή πεθαίνουν άλλοτε άλλοι. Μάλιστα κατά μία εκδοχή οι Βορεάδες φονεύθηκαν από τον Ηρακλή στην Τήνο (Απολλ. Ροδ. 1, 1300 – 1309).
Θυγατέρα του Βορέα, σύμφωνα με ύστερη μυθική εκδοχή, ήταν και η Αύρα και ήταν αυτή που έφερε στον Αρη το άγελμα του θανάτου της θυγατέρας του, της Αμαζόνας Πενθεσίλειας, στην Τροία. Στον πληθυντικό οι Αύρες ήταν προσωποποιήσεις των ήπιων, δροσερών ανέμων.
Υπάρχουν και άλλες, μεταγενέστερες, πληροφορίες για την Αύρα. Μια από αυτές ήταν πως προκάλεσε αναίτια τη ζήλια και το θάνατο της Πρόκριδας, της αδελφής της Ωρείθυιας. Κι αυτό, γιατί η Πρόκριδα τη θεώρησε αντίζηλό της στην αγάπη της για τον Κέφαλο όταν τον άκουσε στο δάσος να καλεί την αύρα να τον αναζωογονήσει από την κούραση του κυνηγιού. Εκεί βρήκε τραγικό θάνατο η Πρόκριδα από το ακόντιο του ίδιου του Κέφαλου που την πέρασε για αγρίμι, κρυμμένη καθώς ήταν στις φυλλωσιές για να τον παρακολουθήσει.
Άρπυιες
Οι φτερωτές Άρπυιες, ήταν και αυτές, όπως οι Βορεάδες, δαίμονες του ανέμου. Αυτό άλλωστε υπαινίσσονται και τα ονόματα που τους αποδίδει ο Ησίοδος: Αελλώ και Ωκυπέτη, αφού η πρώτη ταυτίζεται με την άελλα, τον ανεμοστρόβιλο και η δεύτερη είναι εκείνη που πετά γρήγορα.
Θυγατέρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, η Αελλώ και η Ωκυπέτη είχαν αδελφή τους την Ίριδα. Στον Όμηρο ο αριθμός τους είναι ακαθόριστος. Ωστόσο μνημονεύεται μια από αυτές, η Ποδάργη.
Οι Άρπυιες είχαν την καταστροφική δύναμη της θύελλας και μ΄αυτήν ταυτίζονται στον Όμηρο. Προκαλούσαν τρόμο στους ανθρώπους γιατί τους άρπαζαν αυτούς και τα υπάρχοντά τους (Ομ. Οδ.. α. 241.ξ. 371), όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους, (Άρπυιες – ανερέπτομαι – αρπάζω). Έτσι άρπαξαν και τις θυγατέρες του Πανδάρεου και τις πήγαν δούλες στις Ερινύες(Ομ. Οδ. υ 66-78). Ως θεότητες του ανέμου σχετίζονται άμεσα με τον κόσμο των νεκρών, αφού όποιον θνητό άρπαζαν εκείνος δεν γύριζε ξανά πίσω.
Γι΄αυτό και η Πηνελόπη, απελπισμένη από την πολύχρονη απουσία του άνδρα της, του Οδυσσέα, παρακαλεί να την πάρουν οι θύελλες για να σωθεί από τα βάσανα της ζωής της (Ομ. Οδ. υ 79).
Ο τρομακτικός Τυφώνας
Όταν οι θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία κι έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη, για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε, στερνό αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Τέρας ήταν ο Τυφώνας με χέρια δυνατά και ακάματα πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού που πέταγαν έξω τις γλώσσες τους και γλείφονταν. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών τους, ενώ από τα στόματά τους έβγαιναν λογιών λογιών φωνές που ξεσήκωναν απερίγραπτη βοή.
Στην αναμέτρησή τους με τον Δία ήταν ο θεός από τη μια με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς του κι αυτός από την άλλη με τους μανιασμένους ανέμους και τις φλόγες. Μέσα στην κοσμογονική αυτή αναταραχή, η γη σειόταν κι η θάλασσα ύψωνε τεράστια κύματα κι έβραζε γη, ουρανός και πόντος. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου (Ησιοδ. Θεογ. 820 κ.ε.)
Στον Απολλόδωρο (Βιβλ. 1,6,3), η γιγάντια, τρομακτική μορφή του Τυφώνα περιγράφεται με κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια και η μονομαχία του με τον Δϊα παρουσιάζεται ακόμα πιο σκληρή. Κι ενώ οι άλλοι θεοί για να αποφύγουν τον Τυφώνα κατέφυγαν έντρομοι στην Αίγυπτο, μεταμορφώθηκαν μάλιστα και σε ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, ο ύψιστος θεός του Ολύμπου μετά βίας κατόρθωσε να σωθεί – ο αντίπαλός του τον ακινητοποίησε κόβοντας τα νέυρα των άκρων του – και τελικά να τον νικήσει και να τον θάψει κάτω από την Αίτνα.
Αλλά οι μύθοι για τον Τυφώνα, προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της Ανατολής, δεν τελειώνουν εδώ. Μεταγενέστεροι μυθοπλάστες πρόσθεσαν κι αυτοί τις δικές τους εκδοχές για την γέννηση και τη δράση του δαιμονικού όντος.
Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους Αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που ανατρέπουν την εύρυθμη λειτουργία των φυσικών μηχανισμών και απειλούν τις ίδιες τις θεότητες που επιτηρούν και διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.
Από τον Τυφώνα γεννήθηκαν οι άνεμοι που φυσούν υγροί στη θάλασσα και λυσσομανούν, μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, έτσι όπως χάνονται κι αυτοί μαζί με τα καράβια τους στον πόντο. Το ίδιο φυσούν και στην ξηρά και καταστρέφουν την ανθόσπαρτη γη σκεπάζοντας τα πάντα με σκόνη και προκαλώντας δεινή ταραχή (Ησιοδ. Θεογ. 869-880)
Του Τυφώνα γόνοι ήταν εξάλλου και ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλα και άλλα αποτρόπαια όντα.
Στοιχεία της φύσης οι άνεμοι, που τα συνέλαβαν ως πανίσχυρους δαίμονες οι πρώτοι άνθρωποι και τους έδωσαν σχήμα, μετουσιώνοντας τα αόρατο και το ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο για να πληρώσουν την αδήριτη ανάγκη κατανόησης του κόσμου τους. Προοδευτικά ωστόσο, ο νους εκτόπισε την ασυγκράτητη φαντασία και παρακάμπτοντας τους μύθους κατέλαβε αυτός την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της, έλλογης πλέον, ερμηνείας του σύμπαντος.
arxaia-ellinika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου