Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ


 

 Εκτός από τα γνωστά πολεμικά μέσα των προγόνων μας (πολεμικά πλοία, πολεμικές μηχανές, υγρό πυρ κλπ) υπάρχουν αναφορές στην Ελληνική ιστορία, απώτερη και νεώτερη (προϊστορία) για κάποια άλλα άγνωστα όπλα ή τεχνικές, με καταπληκτικά (ακόμα και για την σημερινή εποχή) αποτελέσματα.
Αναφορές της “Θεογονίας”, του Ομήρου και του Ηροδότου:Κεραυνοί ανετίνασσαν τις κορυφές του Παρνασσού (κατά την εισβολή των Περσών) «Οι δε κάτοικοι των Δελφών πληροφορούμενοι ταύτα κατετρόμαξαν και πανικόβλητοι ερωτούσαν το μαντείον δια τα ιερά πράγματα, εάν δηλαδή έπρεπε να τα τοποθετήσουν μέσα εις την γην ή να τα στείλουν εις άλλον τόπον. Ο Θεός όμως δεν τους άφησε να τα μετακινήσουν, ειπών ότι αυτός είναι ικανός να προστατεύει τα ιδικά του πράγματα.


Οι κάτοικοι των Δελφών ακούσαντες ταύτα εφρόντιζον δια τον εαυτόν των»
(σημ. τα παιδιά και οι γυναίκες εστάλησαν στην Αχαΐα και από τους άντρες οι περισσότεροι ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού και άφησαν τα πράγματά τους στο Κωρήκιο άντρον, άλλοι έφυγαν στην Άμφισσα).

«Ώστε όλοι οι κάτοικοι των Δελφών εγκατέλειψαν την πόλιν εκτός εξήκοντα ανδρών και του ερμηνευτού της θελήσεως του Θεού. Ότε δε οι βάρβαροι επερχόμενοι επλησίασαν τόσον, ώστε να διακρίνουν το ιερόν, τότε ο ερμηνευτής της θελήσεως του Θεού, του οποίου το όνομα ήτο Ακήρατος, βλέπει έμπροσθεν του ναού στημένα τα ιερά όπλα, τα οποία είχον βγεί έξω από το άδυτον του ιερού των Δελφών και τα οποία δεν επετρέπετο κανείς να εγγίσει. Και ούτος μεν επήγαινε, δια να φανερώσει το Θείον εις τους ευρισκομένους κατοίκους των Δελφών . Ότε δε οι βάρβαροι σπεύδοντες έφθασαν εις την περιοχήν της Προναίας Αθηνάς, συνέβησαν εις αυτούς θεία σημεία ακόμη σπουδαιότερα . Διότι και τούτο βεβαίως είναι θαύμα μεγάλο, όπλα πολεμικά μόνα των εφάνησαν στημένα έξω από τον ναό. Τα μετά ταύτα όμως γενόμενα είναι άξια θαυμασμού περισσότερο απ’ όλα.Ότε οι βάρβαροι επερχόμενοι ήσαν κοντά εις το ιερόν της Προναίας Αθηνάς, τότε από μεν τον ουρανόν έπιπτον επάνω των κεραυνοί, από δε τον Παρνασσόν αποκοπείσαι δύο κορυφαί ήρχοντο εναντίον των και επρόφθασον πολλούς από αυτούς , προσέτι και από το ιερόν της Προναίας ήρχετο βοή και αλαλαγμός.» (Ηρόδοτος, Η’ Ουρανία 36-37)

Ανάλογη τύχη με τους Πέρσες είχαν και οι Γαλάτες οι οποίοι επίσης προσπάθησαν να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, το 279 π.Χ.
Μόλις λοιπόν συνεπλάκησαν, αμέσως κεραυνοί κατευθύνονταν εναντίων των Γαλατών και πέτρες που αποκόπηκαν από τον Παρνασσό, και άνδρες οπλισμένοι πρόξενοι, τρόμου ορθώθηκαν εναντίον των βαρβάρων. Απ' αυτούς λέγεται ότι άλλοι μεν ήλθαν από τους Υπερβόρειους. Ο Υπέροχος και ο Αμάδοκος και τρίτος, ο Πυρρός του Αχιλλέως. (Παυσανίας, Αττικά, 4,4)

Το υγρό πυρ επινοήθηκε ή τελειοποιήθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Καλλίνικο (από την Ηλιούπολη της Συρίας). Υπήρξε ένα από τα φοβερότερα όπλα του μεσαίωνα και επανειλημμένα έσωσε το Βυζάντιο από εχθρικές επιθέσεις. Γενικά Η χρήση της φωτιάς για πολεμικούς σκοπούς είναι τόσο παλιά όσο και η πολεμική τέχνη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τρώες κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών με φωτιά «…και οι Τρώες ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαρφί και φλόγα απάνω ευθύς του χύθηκε ρημάχτρα…».

Κατά την Βυζαντινή περίοδο εμπρηστικά μείγματα χρησιμοποιούντο ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η σύνθεσή του παρέμεινε μυστική στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάρρευση του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί η διαρροή της σε άλλους λαούς. Διακηρύχθηκε από πολύ νωρίς ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει τον τρόπο προετοιμασίας του υγρού πυρός θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Τα αυστηρά μέτρα που κατά καιρούς ελήφθησαν πέτυχαν ώστε η σύνθεση του υγρού πυρός να παραμείνει μυστική, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το εμπρηστικό μείγμα περιβλήθηκε από μυστήριο, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να αποδίδονται σε αυτό κάποιες υπερφυσικές ιδιότητες και να υπάρχουν βασικά ερωτήματα αναφορικά με τα συστατικά του στοιχεία και τις μεθόδους εκτόξευσής του.

Η πρώτη ιστορική αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος προέρχεται από τον χρονικογράφο Μαλάλα (6ος αιώνας), ο οποίος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α’ (491-518 μ.Χ.) προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση του κόμη των Φοιδεράτων Βιταλιανού, κάλεσε από την Αθήνα κάποιο φιλόσοφο ονόματι Πρόκλο, ο οποίος φαίνεται ότι ασχολείτο με την παρασκευή εύφλεκτων υλών. Ο Πρόκλος κατασκεύασε από “ΘΕΙΟΝ ΑΠΥΡΟΝ” (άκαυτο θειάφι) μία πολύ ψιλή σκόνη την οποία παρέδωσε στον αρχηγό του Βασιλικού Πλωίμου (στόλου) Μαρίνο, λέγοντάς του “όπου και αν τη ρίξεις, είτε σε κτίρια, είτε σε πλοία, η σκόνη με την ανατολή του ηλίου αναφλέγεται και καίει τα πάντα.”. Έτσι και έγινε. Αυτή λοιπόν πρέπει να είναι η πρώτη αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος το οποίο υπήρξε ο πρόγονος του Ελληνικού υγρού πυρός.

Υπάρχουν αρκετές αναφορές που μιλάνε για την αυτανάφλεξη του υγρού πυρός μόλις αυτό ερχόταν σε επαφή με το νερό (ιδιότητα που το καθιστούσε πρακτικώς άσβεστο σε επιθέσεις εναντίον πλοίων) ιδιότητα που σύμφωνα με μερικούς ερευνητές πρέπει να οφείλεται στην παρουσία ασβέστη ή φωσφορούχου ασβεστίου. Άλλα συστατικά του σύμφωνα με τους ερευνητές πρέπει να ήταν η νάφθα, σε μορφή αργού ή αποσταγμένου πετρελαίου και στερεά συστατικά όπως νίτρο, θείο, ρητίνη ή και άλλες εύφλεκτες ύλες. Σύμφωνα με κάποιους άλλους ερευνητές δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το υγρό πύρ να ήταν και κάποιας μορφής πυρίτιδα (συμπέρασμα που προέρχεται από τις αναφορές για καπνούς και βροντές κατά την διάρκεια εκτόξευσής του). Όπως για την σύνθεση του υγρού πυρός, έτσι και για τα μέσα εκτόξευσής του τα Βυζαντινά κείμενα που αναφέρουν σχετικές πληροφορίες είναι ελάχιστα και ασαφή.

Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ως βασικό μέσο εκτόξευσή του πυρός αναφέρουν τον σίφωνα, ο οποίος έπρεπε πάντοτε να είναι επενδυμένος στο στόμιό του με χαλκό. Με βάση λοιπόν τις αναφορές οι νεότεροι ερευνητές δέχθηκαν ότι ο όρος “σιφών” σημαίνει “σωλήνας εκτόξευσης”, ενώ υπήρξαν μερικοί που υποστήριξαν ότι ο όρος “σιφών” σημαίνει “καταθλιπτική αντλία”, συνδεδεμένη όμως με σωλήνα εκτόξευσης. Η εκτόξευσή του γινόταν σίγουρα με μηχανικό τρόπο. Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές ο “σιφών” ήταν κάποιο καζάνι στο οποίο θερμαινόταν το υγρό πύρ και οι “σιφωνάριοι” (εκπαιδευμένοι χειριστές πυροτεχνουργοί) σημάδευαν με το ακροφύσιο (το οποίο πολλές φορές είχε την μορφή προτομής λέοντα ή άλλου αγρίου ζώου με το στόμα ανοικτό) το εχθρικό πλοίο και εκτόξευαν το υγρό πύρ (το οποίο αποκτούσε υψηλή πίεση μέσω καταθλιπτικής αντλίας, σύμφωνα με μία μερίδα ερευνητών ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές το υγρό πύρ αποκτούσε πίεση μέσα στο καζάνι είτε λόγω της θέρμανσης ή βρασμού του, είτε λόγω κάποιας ελεγχόμενης έκρηξη)

Εκτός των “σιφώνων” οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το υγρό πύρ μπορούσε επίσης να εκτοξευτεί εναντίον των πλοίων, των πολεμικών μηχανών, των εγκαταστάσεων και των στρατευμάτων του εχθρού και με διάφορους άλλους τρόπους
α) Μέσα σε πήλινες χύτρες (δοχεία) που εξακοντίζονταν με εκηβόλους πολεμικές μηχανές, όπως βαλλίστρες (μεγάλοι καταπέλτες σταθερής βάσης) ή αλακάτια και γεράνια (μικροί καταπέλτες περιστρεφόμενης βάσης)
β) Μέσα σε “χειροσιφώνες”, δηλαδή σε μικρές γυάλινες ή πήλινες σφαίρες τις οποίες οι στρατιώτες εξακόντιζαν με τα χέρια τους, αφού πρώτα άναβαν την θρυαλλίδα ή το στουπί που προεξείχε από την μοναδική οπή της σφαίρας (στην περίπτωση του μη αυταναφλεγόμενου υγρού πυρός) καλυπτόμενοι πίσω από σιδερένιες ασπίδες.
γ) Με δόρατα, ακόντια και βέλη στην άκρη των οποίων είχαν τοποθετηθεί φλεγόμενα στουπιά βουτηγμένα στο υγρό πύρ. Το βεληνεκές των μέσων εκτόξευσης του υγρού πυρός και ειδικότερα των “σιφώνων” μας είναι άγνωστο μιας και οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό.
Το υγρό πύρ όμως ήταν ακαταμάχητο και στον ψυχολογικό τομέα. Η επίδρασή του στο ηθικό του εχθρού ήταν καταλυτική. Εκατοντάδες κείμενα εξιστορούν τον τρόμο που προκαλούσε η χρήση του “Ελληνικού πυρός” όπως συνήθως το αποκαλούσαν. Από τον 15ο αιώνα και μετά με την τελειοποίηση της μαύρης πυρίτιδας και την χρησιμοποίηση των πυροβόλων όπλων, το υγρό πύρ και γενικά οι εμπρηστικές ύλες εγκαταλείφθηκαν σταδιακά.

Σκυρόδεμα (τσιμέντο) του 1000 π.Χ. Το εύρημα αυτό, που έχει τεράστιο επιστημονικό, και ιστορικό ενδιαφέρον δεν προεβλήθη απ’ το Ελληνικό κράτος. Στον λόφο όπου εντοπίζεται η ακρόπολη της αρχαίας Καμίρου στην Ρόδο, πλησίον του ναού της Αθηνάς Καμιράδος, βρίσκεται αρχαιότατη δεξαμενή χωρητικότητας 600 περίπου κυβικών μέτρων. Η δεξαμενή αυτή, το κτίσιμο της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στο 900 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από ένα υλικό σκληρό και αδιάβροχο, η παρουσία του οποίου προέτρεψε προ ετών τον επίτιμο διευθυντή του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Ευστάθιο Ευσταθιάδη να λάβει δείγματα του υλικού αυτού και να προχωρήσει σε χημική ανάλυσή τους. Όπως τελικά διεπίστωσε, πρόκειται για ένα μείγμα αδρανούς υλικού, το οποίο συνιστά έναν τύπο σκυροδέρματος (τσιμέντου), που ελάχιστα διαφέρει από το εν χρήσει σημερινό (τύπου πόρτλαντ). Ο κ. Ευσταθιάδης συνέγραψε και ειδική μονογραφία για το θέμα με πληθώρα ιστορικών, τεχνικών και χημικών πληροφοριών.

Η τεχνολογία του σημερινού μπετόν, που χρησιμοποιείται στα οποιαδήποτε έργα, οικοδομές, λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, είναι ακριβώς ίδια με αυτήν του αρχαίου Ελληνικού μπετόν. Μία μικρή ωστόσο αλλά αξιοπρόσεκτη και σημαντική υπέρ του αρχαίου Ελληνικού σκυροδέματος διαφορά είναι, ότι οι αρχαίοι πρόσεξαν να δώσουν στην τσιμεντένια μεμβράνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ όλων των κόκκων της συνθέσεως του μπετόν, λίγο μεγαλύτερο πάχος απ’ ότι βλέπει κανείς στο σημερινό μπετόν. Υπάρχουν δεξαμενές και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου η διατήρηση όμως της στεγανοποίησης αυτών δεν ήταν τόσο καλή, όσο αυτή της προτύπου κατασκευής της Καμίρου. Οι τεχνικοί είχαν την σοφία, παράλληλα με όλες τις άλλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις τους, να παρατηρήσουν ότι το χώμα της Σαντορίνης, που είχε βγει από το ηφαίστειο, έχει ιδιαίτερες ιδιότητες, που το κάνουν να διαφέρει από όλα τα γνωστά ανά τον Ελλαδικό χώρο εδάφη.

Πειραματίστηκαν επάνω σ’ αυτό, αφού τους κίνησε την περιέργεια, και κατέληξαν όχι μόνο να το χρησιμοποιούν αναμιγνύοντάς το με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, αλλά και να παράγουν μία “λάσπη”, η οποία άντεχε περισσότερο στο νερό και μπορούσε να πήξει μέσα σε αυτό, σε αντίθεση με άλλα κοιτάσματα από φυσική άμμο και ασβέστη. Αλλά εν συνεχεία, αφού επεξέτειναν τις μελέτες τους, διεπίστωσαν ότι το λεπτότατο υλικό της “Θηραϊκής γης”, που υφίσταται σε πολύ μικρό ποσοστό, ίσως κάτω του 20%, είναι και το πλέον ουσιώδες. Γι’ αυτό το λόγο επενόησαν κάποια γνωστή μόνο σ’ αυτούς μέθοδο την οποία εφήρμοσαν σε εκτεταμένη κλίμακα για την παραγωγή των γεωδών χρωστικών υλών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την βαφή και ζωγραφική των αρχαίων Ελληνικών αγγείων. Κατασκεύαζαν έτσι αυτά τα απαράμιλλα έργα τέχνης, η αντοχή των οποίων ακόμα και μέσα στην θάλασσα με την πάροδο όχι μόνο των αιώνων αλλά και των χιλιετιών παραμένει αναλοίωτη.

Σε ότι αφορά την παραγωγή, η διαφορά με το σημερινό τσιμέντο είναι ότι σε όλη την υφήλιο παρασκευάζεται μέσα σε απλές καμίνους, στις οποίες προσθέτουν το μίγμα των πρώτων υλών, το οποίο ψήνεται εκεί, ενώ στην αρχαία Ελλάδα θεωρώ ότι χρησιμοποιούσαν διπλές καμίνους. Η μία εξ’ αυτών δεν ήταν άλλη από το ηφαίστειο, όπου στα έγκατα της γης ψηνόταν το φυσικό γεώδες υλικό, που κατόπιν χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη, για να παρασκευάσουν το τσιμέντο. Το δεύτερο καμίνι ήταν το τεχνητό, όπου έψηναν τον ασβεστόλιθο και έβγαζαν ασβέστη. Σε συνδυασμό τώρα της μεθόδου της “υδαταιώρησης” του επεξεργασμένου υλικού του ηφαιστείου, της αναμίξεως δηλαδή της Θηραϊκής γης με νερό και της αφαιρέσεως του νερού μετά από εικοσιτετράωρη καθίζηση, πετύχαιναν την λήψη του ανωτάτου στρώματος της στάθμης, που αποτελεί και το ένα συστατικό του τσιμέντου. Το δεύτερο συστατικό, όπως είπαμε, ήταν ο ασβέστης που ψηνόταν σε δεύτερο καμίνι. Τα δύο αυτά υλικά σε ορισμένη αναλογία μεταξύ τους και με την προσθήκη νερού δίνουν ένα κράμα, που έχει τις ίδιες χημικές ιδιότητες με το σημερινό τσιμέντο “Portland”. Επομένως η μόνη ουσιαστική διαφορά του αρχαίου τσιμέντου με το σημερινό τσιμέντο είναι, ότι το πρώτο παρήγετο με βάση την εμπνευσμένη τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων τεχνικών.

Το 1992 η Αμερικανίδα φυσικοχημικός Μάρθα Μπουντγουαίη έκανε μία ανακοίνωση σε συνέδριο στην Βοστώνη, στην οποία έλεγε ότι το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των αρχαίων μεταλλευτικών δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια. Πρόκειται για ένα είδος τσιμέντου που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες 3000 χρόνια πρίν – τουλάχιστον. Μάλιστα η κυρία Μπουντγουαίη συνέστησε να χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων!

Ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε, ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι “χυμευταί”, κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών ή χημικών μηχανικών. Ο καθηγητής Ζαχαρίας υποστήριξε, ότι η Χημεία έπρεπε να γράφεται με υ και να αναφέρεται και ως “Χυμευτική”. Οι αρχαίοι έλεγαν, πως, για να γίνει μία χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του “χύματος”, που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο “χύμα” και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν “χυμίζειν” ή ακριβέστερα “χυμεύειν”. Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν “χυμευταί”. Σας αναφέρω τον Θεόδωρο τον Σάμιο (6ος π.Χ. αιών), τον Γλαύκο τον Χίο (6ος – 5ος π.Χ.), τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, που ανακάλυψε, που ανακάλυψε και την πρώτη πετομηχανή (αεριωθούμενο) κ.λ.π. Δεν υπάρχουν στα αρχαία κείμενα οι λέξεις χυμευτική και χυμευτής διότι τα σχετικά βιβλία κάηκαν το 323 στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Στην Αίγυπτο την εποχή αυτή οι Ελληνομεμφίτες είχαν αποκτήσει τεράστιο πλούτο, λόγω της ικανότητάς τους να μετατρέπουν διάφορα ευγενή μέταλλα σε χρυσό, τα οποία πούλαγαν σε υψηλές τιμές, και έτσι αποτέλεσαν απειλή για την οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οχι να φτιάχνουν χρυσό αλλά πρόκειται για επιχρυσώσεις. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν πάρει από τους Έλληνες χυμευτάς, που με τον Μ. Αλέξανδρο έφτασαν εκεί. Έτσι ο Διοκλητιανός διατάζει, όλα τα βιβλία που περιείχαν τις λέξεις “Χυμεία” και “Χυμευτική” να καούν, όπως και έγινε. Τα έκαψαν και στο Σεράπειο και στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Οι στρατιώτες έμπαιναν ακόμη και σε σπίτια, όπου είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν τέτοια βιβλία. Κάποιοι χυμευτές πέθαναν πριν τον διωγμό, ήταν Αιγύπτιοι με Ελληνική μόρφωση. Έτσι στις Θήβες της Αιγύπτου τον 19ο αιώνα βρέθηκαν δύο μούμιες, που περιείχαν χειρόγραφα Χυμευτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Λέυντεν της Ολλανδίας, που αναφέρουν εκπληκτικά πράγματα. Παρασκευή χρωμάτων, γυαλιών, τεχητών πολύτιμων λίθων, επιχρυσώσεις, όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, και ονομασίες στοιχείων όπως π.χ. η σημερινή σόδα ήταν το “νίτρον” αρχαίων Ελλήνων. Αυτά διάβασε ο Μπερτελώ και πείσθηκε, πως η σημερινή επιστήμη της Χημείας προέρχεται απ’ τους αρχαίους Έλληνες. Το “λεξικό της Σούδας” – και όχι του “Σουΐδα”, όπως το λένε – αναφέρει, ότι σύμφωνα με το διάταγμα του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια, και πιθανώς και σε άλλες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακάηκαν

“ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΥΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙΟΙΣ ΑΥΤΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΣ ΜΗΚΕΤΙ ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΤΙ ΤΟΙΑΥΤΗΣ ΠΕΡΙΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΗΔΕ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥΣ ΘΑΡΡΟΥΝΤΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΝΤΑΙΡΕΙΝ”
[= τα περί χημείας και χρυσού βιβλία που είχαν γράψει οι αρχαίοι, για να μην πλουτίζουν πια οι Αιγύπτιοι ασχολούμενοι με την τέχνη αυτή και με τα χρήματα να αποκτούν θάρρος, για να επαναστατούν εναντίον των ρωμαίων].

Οι χυμευτές, αυτοί οι πρακτικοί φιλόσοφοι, ήταν κατά κάποιο τρόπο η πειραματική πλευρά και ταυτόχρονα η εφαρμογή της επιστημονικής θεωρίας. Αν δεν υπήρχε ο Μπερτελώ, δεν θα ξέραμε τίποτε για την συμβολή των Ελλήνων στην Χημεία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλες τις επιστήμες.


ΠΗΓΗ : http://isxys.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: