ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ του ΙΗ' αιώνα το ηφαίστειο της Σαντορίνης αφυπνίζεται και πάλι. Πενήντα εφτά χρόνια μετά την έκρηξη του 1650 μια καινούργια γεωλογική αναστάτωση σημειώθηκε στην καλδέρα της Θήρας. Την έκρηξη του 1707, πού δημιούργησε τη νησίδα Νέα Καμένη, παρακολούθησε και περιγράφει με δραματικές λεπτομέρειες και ημερολογιακό συναρπαστικό ύφος, ακριβώς όπως ό Πλίνιος την έκρηξη του Βεζούβιου, ένας 'Ιησουίτης μισσιονάριος περιηγητής εγκατεστημένος στη Σαντορίνη, ό πατήρ Tarillon, σε μια έκθεση προς τούς προϊσταμένους του.
Στις 23 Μαΐου 1707 είδε να βγαίνη από τη θάλασσα ένα καινούργιο νησί, ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Καμένη, κάπου τριάντα μίλια από τη Σαντορίνη.
«Πέντε μέρες πριν, στις 18 Μαΐου, δυο μικρές σεισμικές δονήσεις έγιναν αισθητές στο νησί. Δεν έδωσε ωστόσο κανείς προσοχή. Φαίνεται πώς από κείνη τη στιγμή άρχισε να αναδύεται το νησί στα βάθη της θάλασσας και να ανεβαίνη στην επιφάνεια των νερών. Όπως και νάχη το πράγμα, οι ναυτικοί βλέποντας εκείνο το πρωί να ξεμυτίζουν οι κορφές του νησιού πάνω από τα κύματα, φαντάσθηκαν πώς ήταν απομεινάρια από νυχτερινό ναυάγιο. Μπήκαν λοιπόν στα πλεούμενα και έσπευσαν επί τόπου να μαζέψουν τα λείψανα του «καραβιού». 'Αλλά αντί να βρουν ναυάγιο έπεσαν πάνω σε βράχους. Έντρομοι οι Σαντορινιοί γύρισαν γρήγορα γρήγορα στο νησί και διηγήθηκαν το παράξενο φαινόμενο πού είδαν».
Πανικός απλώθηκε σ' ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι αλλοπαρμένοι ζούσαν στιγμές αγωνίας περιμένοντας εκρήξεις και καταποντισμούς.
Πέρασαν όμως τρεις μέρες και καμμιά συμφορά δεν έγινε. Τότε μερικοί θαρραλέοι Σαντορινιοί αποφάσισαν να ζυγώσουν και να δουν από κοντά τί συμβαίνει. Γύρισαν γύρω γύρω με τις βάρκες τους μελετώντας προσεχτικά το καθετί. Έπειτα, βλέποντας πώς δεν υπήρχε κίνδυνος, ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά και πάτησαν στην πρωτοφανέρωτη στεριά. Από περιέργεια πέρασαν από βράχο σε βράχο και διαπίστωσαν πώς βρίσκονταν πάνω σε μια άσπρη λιθόμαζα πού κοβόταν σαν ψωμί. Μάλιστα έμοιαζε τόσο πολύ στο χρώμα, στη σύσταση και στη γεύση ακόμα, πού μερικοί έλεγαν πώς ήταν κριθαρόψωμο. To καλύτερο ωστόσο εύρημα ήταν τα αναρίθμητα στρείδια, πού κολλημένα πάνω στους βράχους, αποτελούσαν κάτι πολύ σπάνιο στη Σαντορίνη. Βάλθηκαν λοιπόν όλοι να μαζεύουν οσα περισσότερα μπορούσαν.
«Ξαφνικά ένοιωσαν να σαλεύουν οι βράχοι κι' όλα να τρέμουν κάτω από τα πόδια τους. Έντρομοι, παράτησαν το νησόπουλο και πήδηξαν στις βάρκες τους. Αύτη ή δόνηση ήταν απλούστατα μια ανεπαίσθητη κίνηση του νησιού, πού μεγάλωνε. Μέσα σε λίγες μέρες άπόχτησε δώδεκα μέτρα φάρδος και έξη ύψος.
«'Ωστόσο το νησάκι δεν μεγάλωνε κανονικά ούτε ομοιόμορφα. Πολλές φορές κατέβαινε και μίκραινε σ' ένα σημείο ενώ σε άλλο φούσκωνε κι' άπλωνε. Μια μέρα πρόβαλε ένας πελώριος βράχος στη μέση ακριβώς της ξέρας και υψώθηκε κάπου 15 μέτρα. Τον παρατηρούσα με προσοχή τέσσερες μέρες. Ξαφνικά ξαναβούλιαξε στη θάλασσα και χάθηκε. Άλλοι όμως βράχοι, αφού βούλιαζαν μερικές μέρες, έβγαιναν και ξανάβγαιναν από τα νερά και τελικά στέριωναν. Όλοι αυτοί οι κλυδωνισμοί συγκλόνιζαν τη Μικρή Καμένη. Μια βαθειά ρωγμή φάνηκε για πρώτη φορά στην κορφή της.
»Στο μεταξύ ή θάλασσα του κόλπου άλλαζε αδιάκοπα χρώματα. Από ζωηρή πράσινη γινόταν κοκκινωπή κι' ύστερα ανοιχτοκίτρινη. Μια βαρειά μυρουδιά ανέβαινε από τα βάθη των νερών.
» Στις 16 'Ιουλίου φάνηκε για πρώτη φορά να βγαίνη καπνός από το καινούργιο νησί. 'Αλλά όχι από το ορατό τμήμα του. Ό καπνός τιναζόταν από ένα κομπολόι μαύρους βράχους πού είχαν αναδυθεί στο σημείο όπου ή θάλασσα ήταν ως τότε άπατη. 'Από αυτούς τούς βράχους σχηματίσθηκαν δυό χωριστά νησόπουλα. Το ένα ώνομάσθηκε 'Ασπρονήσι και το άλλο Μαυρονήσι, από το χρώμα τους. Σε λίγο ωστόσο ενώθηκαν και οι μαύροι βράχοι έγιναν το κέντρο του νησιού. Πυκνός και άσπρουδερός καπνός ανέβαινε αδιάκοπα.
»Τη νύχτα της 19 προς τις 20 Ιουλίου, από το κέντρο αυτού τού καπνού ξεπήδησαν φλόγες. Οι Σαντορινιοί του Σκάρου πανικοβλήθηκαν. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε απόσταση μισής λεύγας και το κάστρο κρεμόταν μετέωρο πάνω σε κάθετους γκρεμούς πού κατέληγαν στη θάλασσα. Περίμεναν ν' ανατιναχθούν από στιγμή σε στιγμή από τη φωτιά πού άπλωνε σίγουρα τα πλοκάμια της και στα έγκατα του δικού τους βράχου. Αποφάσισαν λοιπόν να παρατήσουν το κάστρο, και με τα ύπάρχοντά τους να φύγουν σ' άλλο νησί ή σε μια άλλη γωνιά της Σαντορίνης.
» Οι Τούρκοι πού βρίσκονταν εκείνες τις μέρες στο νησί για να συγκεντρώσουν τούς φόρους είχαν κατατρομοκρατηθή. Ξέφρενοι μπροστά στο θέαμα της φωτιάς πού ανέβαινε από τα σπλάχνα της θάλασσας έξώρκιζαν τον κόσμο να άρχίση δεήσεις στο Θεό και καλούσαν τα παιδιά να βγούν στους δρόμους και να φωνάζουν «(Κύριε Έλέησον». Γιατί, όπως έλεγαν, τα αθώα παιδιά δεν είχαν βλαστημήσει ακόμα το Θεό όπως οι μεγάλοι, ήταν αγνά και ή δέησή τους μπορούσε να κατασιγάση τη θεϊκή οργή.
»Ωστόσο ή φωτιά δεν ήταν ακόμα τίποτα γιατί έβγαινε από ένα μονάχα σημείο του Μαυρονησιού και δεν διακρινόταν διόλου την ημέρα.
» Το Άσπρονήσι φαινόταν ήσυχο: ούτε καπνοί ούτε φωτιά. Το άλλο όμως όλο και μεγάλωνε. Κάθε μέρα έβλεπες να προβάλλουν πελώριοι βράχοι. Έτσι το νησί γινόταν πότε μακρύτερο πότε φαρδύτερο, οι βράχοι άλλοτε έσμιγαν με τον κύριο όγκο του νησιού και άλλοτε χώριζαν κι' αλάργευαν. Μέσα σε ένα μήνα έγιναν τέσσερα μαυρονήσια. Ύστερα έσμιξαν ξαφνικά κι' έγιναν ολα μια μάζα.
» Οι καπνοί πύκνωναν ολοένα και καθώς επικρατούσε άπνοια, ανέβαιναν ψηλά, έτσι πού διακρίνονταν από την Κρήτη, τη Νάξο και άλλα μακρινά νησιά. Τη νύχτα ανέβαινε μια φλεγόμενη στήλη και στη θάλασσα γύρω επέπλεε ένας αφρός, αλλού κοκκινωπός κι' αλλού υποκίτρινος. Ή καπνούρα απλώθηκε ύστερα και τύλιξε ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι πνίγονταν, αγκομαχούσαν και για να περιορίσουν τη φοβερή δυσωδία έκαιγαν λιβάνια και άναβαν φωτιές στους δρόμους. Αυτό ωστόσο δεν κράτησε παρά δυο μέρες μονάχα. Φύσηξε μια δυνατή σοροκάδα και σκόρπισε τον καπνό. 'Αλλά στο μεταξύ είχε περάσει πάνω από τ' αμπέλια κι' έκαψε τα σταφύλια, πού είχαν κιόλας αρχίσει να ωριμάζουν. 'Ασημικά και χαλκώματα άλλαζαν χρώματα από την καπνούρα, θάμπωναν. Και οι άνθρωποι πάθαιναν ημικρανίες και εμετούς. Στα μεταξύ το άσπρο νησί χαμήλωσε ξαφνικά κάπου τρία μέτρα.
» Στις 31 'Ιουλίου ή θάλασσα άρχισε να κοχλάζει σε δυο κυκλικά σημεία, 9 και 18 μέτρα από το μαύρο νησί. Σ' αυτά τα δύο σημεία το νερό καιγόταν σαν λάδι στη φωτιά. Ό βρασμός κράτησε ένα μήνα. Νύχτα μέρα ψόφια ψάρια ξενέριζαν στη στεριά.
» Στην 1 Αυγούστου ακούστηκε ένας βαθύς, υπόκωφος βρόντος, λες και χτυπούσαν πολλά κανόνια μαζί κάπου μακριά. Και σε λίγο δυο φλόγες τινάχτηκαν από το υποθαλάσσιο καμίνι, υψώθηκαν κατακόρυφα κι' έσβησαν.
»Στις 17 Αυγούστου πίδακες πυριφλεγείς ξεπηδούσαν από το νησί και ή θάλασσα γύρω κάπνιζε και κόχλαζε αφρίζοντας. 'Από εξήντα και πάνω στόματα ξεχυνόταν φωτιά. Ή θάλασσα ήταν ακόμα σκεπασμένη με κείνο τον κοκκινωπό αφρό πού ανάδινε μπόχα αβάσταχτη.
» Κάθε νύχτα, ύστερα από τούς συνηθισμένους υπόκωφους βρυχηθμούς, έβλεπες να ξεπηδούν από τα έγκατα της θάλασσας γλώσσες πύρινες απαστράπτουσες, με εκατομμύρια φώτα πού ανέβαιναν μεσούρανα κι' ύστερα ξανάπεφταν, ίδια βροχή αστεριών πάνω στο νησί πού φεγγοβολούσε ολόκληρο. Μέσα σ' αυτό το πύρινο παιγνίδι ένα παράξενο φαινόμενο ήρθε να συνταράξη τούς κατοίκους. Καθώς φτεροκοπούσαν στον αέρα οι φωτιές, ξαφνικά ξεχώρισε μια πύρινη γλώσσα και, μακρόσυρτη, υψώθηκε και στάθηκε κάμποσο ακίνητη πάνω στο κάστρο του Σκάρου. Κι' ενώ σφιγγόταν ή ψυχή των Σαντορινιών γι' αυτό το κακό σημάδι, ή γλώσσα της φωτιάς, τινάχτηκε ψηλά και χάθηκε μέσα στα σύννεφαα.
Στις 26 Αυγούστου 1707 έφθασε στα νερά της Σαντορίνης ο Γάλλος περιηγητής La Mo tray. Την προηγούμενη νύχτα, ενώ βρισκόταν το καράβι του έξω από τη Νάξο, άκουγε βρόντους σαν κανονιές ή σαν αστροπελέκια και ένα μουγκρητό όπως τις ώρες πού αγριεύει το θαλασσινό μπουρίνι. Όταν ζύγωσε το καράβι είδε να τινάζωνται ψηλά φλόγες μαζί με βράχους πυρακτωμένους από ένα μαύρο νησάκι. «Στα ρουθούνια μου έφθασε σε λίγο ή βαρειά μυρουδιά του θειαφιού. Πνιγόμουν, δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. 'Ακολούθησε πονοκέφαλος, λιγοθυμιά, ναυτία». Βγήκε στο Σκάρο της Σαντορίνης. 'Ερημιά. Μονάχα δυό Σαντορινιοί είχαν άπομείνει στο χωριό. Ό ένας ήταν παπάς. Οι αναθυμιάσεις του ηφαιστείου είχαν αλλοιώσει όλα τα μέταλλα και κυρίως τα ασημικά, πού έγιναν ολόμαυρα. Καπνούρα τύλιγε το νησί, ή ατμόσφαιρα ήταν άποπνιχτική. Στις 2 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε σεισμός πού συνωδευόταν από φοβερή έκρηξη. Από τον κρατήρα του ηφαιστείου τινάχτηκαν πελώριοι βράχοι πυρακτωμένοι. Ή αναπνοή έγινε δύσκολη και ο ύπνος αδύνατος από αδιάκοπα μπουμπουνητά».
» Στις 9 Σεπτεμβρίου τα δυό νησόπουλα έσμιξαν κι' έγιναν συμπαγής μάζα. Από τούς εξήντα κρατήρες μονάχα τέσσερες εξακολουθούσαν να ξεχύνουν φωτιά. Καπνός και φλόγες έβγαιναν από τα στόματα, άλλοτε με βρόντους κι άλλοτε με άγρια σφυρίγματα πού σου θύμιζαν ουρλιαχτά αγριμιών.
»Από τις 12 Σεπτεμβρίου ό υποθαλάσσιος ορυμαγδός καταλάγιασε κάπως. Ακούγονταν μονάχα κάθε τόσο βρόντοι πού σου θύμιζαν ομαδική δράση μεγάλου αριθμού πυροβολαρχιών. Κάπου κάπου τινάζονταν από κάθε κρατήρα πελώριες πυρακτωμένες πέτρες. Τα σύννεφα του καπνού γίνονταν ανεμοστρόβιλοι και μια ατέλειωτη βροχή τέφρας έπεφτε πάνω στο νησί.
» Από τις 18 Σεπτεμβρίου οι εκρήξεις δυνάμωσαν. 'Ολόκληροι βράχοι ξεπηδούσαν από τούς κρατήρες και καθώς χτυπούσε ό ένας τον άλλο στον αέρα προκαλούσαν βρόντους τρομακτικούς. "Ύστερα ξανάπεφταν πάνω στη Σαντορίνη και στη θάλασσα με χλαπαταγή. Ή Μικρή Καμένη πολλές φορές φαινόταν ολότελα σκεπασμένη από αυτούς τούς πυρακτωμένους ογκόλιθους κι' άστραφτε μέσα στη νύχτα.
»Στις 21 Σεπτεμβρίου ή Μικρή Καμμένη φλεγόταν ολόκληρη. Ξαφνικά τρεις αστραπές φώτισαν τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη. "Ύστερα το νέο νησί σείστηκε συθέμελα, αναταράχτηκε και σάλεψε πέρα δώθε. Ό ένας κρατήρας καταποντίστηκε και θεόρατα βράχια εκσφενδονίστηκαν σε απόσταση τριών μιλίων. Ακολούθησαν τέσσερες μέρες ηρεμίας. "Ύστερα ή θεομηνία ξαναφούντωσε. Εκρήξεις άπανωτές, τόσο δυνατές πού δύο πρόσωπα, ενώ ξεφώνιζαν πλάι πλάι, δεν μπορούσαν ν' ακουστούν διόλου. Ό κόσμος έτρεξε στις εκκλησιές. Ό βράχος του Σκάρου τραμπαλίστηκε κι' όλες οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν από τη βουή.
»"Ως το Φεβρουάριο του 1708 οι εκρήξεις δεν σταμάτησαν διόλου. Στις 10 Φεβρουαρίου το ηφαίστειο ξέσπασε. 'Ολόκληρα βουνά τινάχτηκαν από τον κρατήρα, το νησί έτρεμε, μουγκρητά υποχθόνια έκοβαν την ανάσα, ή θάλασσα έβραζε. Κάθε δυό λεπτά και μια έκρηξη. Οι φλόγες διακρίνονταν τώρα για πρώτη φορά και την ημέρα.
»Αύτη ή κόλαση συνεχίσθηκε ως τις 23 Μαΐου. Το καινούργιο νησί άπλωνε και ψήλωνε αδιάκοπα. Ό μεγάλος κρατήρας μεγάλωσε από τη λάβα. Ύστερα κόπασε ή θεομηνία».
Στις 15 'Ιουλίου 1708 ό Tarillon αποφάσισε να δη από κοντά το καινούργιο νησί. Μπήκε μ' άλλους Σαντορινιούς σ' ένα καΐκι καλά καλαφατισμένο.
Η τολμηρή συντροφιά ζύγωσε σ' ένα σημείο πού ή θάλασσα δεν έβραζε, αλλά κάπνιζε μονάχα.
Ο μισσιονάριος έγειρε στην κουπαστή, βύθισε το χέρι του στο νερό, δεν ήταν καυτό. Το νέο νησί είχε ύψος εξήντα μέτρα στο ψηλότερο σημείο, πάνω από τριακόσια μέτρα πλάτος και περίμετρο πέντε περίπου μίλια.
Ζύγωσαν για να ξεμπαρκάρουν, αλλά σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή το νερό ήταν ζεματιστό. Μια νέα έκρηξη τούς ανάγκασε να ξαναγυρίσουν στη Σαντορίνη
Οι εκρήξεις, οι δονήσεις, ό βρασμός της θάλασσας και οι υποβρύχιες φλόγες θα συνεχισθούν πολλά χρόνια ακόμα ώσπου να ηρεμήσει το ηφαίστειο.
Ένα γράμμα από τη Σαντορίνη (Σεπτέμβριος 1712) προς το συγγραφέα του χρονικού, πού βρισκόταν πια στο Παρίσι, δίνει νεώτερα στοιχεία : «Πολλές φορές έκανα το γύρο του νέου νησιού, από αλάργα όμως γιατί τα νερά βράζουν σε απόσταση ενός τετάρτου της λεύγας από τις ακτές. Ενώ κωπηλατούμε κάποιος πρέπει να βυθίζη το χέρι του στη θάλασσα. Γιατί υπάρχει κίνδυνος να λειώση ξαφνικά ή πίσσα — όπως έγινε άλλοτε — στο σκαρί και να βουλιάξουμε.
» Οι Σαντορινιοί ώνόμασαν τον κρατήρα του ηφαιστείου Μεγάλο Καμίνι. Κάτω από τον κρατήρα υπάρχουν τρία στόμια πού μοιάζουν με πελώριες θρακιές».
Την έκρηξη του 1707 περιγράφουν και άλλοι δυό αυτόπτες, ό 'Ιησουίτης μισσιονάριος Goree και ένας ντόπιος Σαντορινιός, 'Ιωάννης Δελέντας. Στις άμεσες αυτές μαρτυρίες πρέπει να προστεθή και το χρονικό του Γάλλου περιηγητή Aubry de la Motraye, πού ταξίδεψε στη Σαντορίνη δυό φορές, τον Αύγουστο του 1707 και το 1710. Στο δεύτερο ταξίδι του, το ηφαίστειο βρισκόταν ακόμα σε δράση. Φλόγες, αλλά όχι μεγάλες, ξεπηδούσαν από τον κρατήρα του και λάβα λιγοστή κυλούσε στην πλαγιά. «Οι ψαράδες μου είπαν πώς, αψηφώντας τη ζέστη πού αναδινόταν από τα ηφαίστειο, βγήκαν στο νησόπουλο και μάζεψαν κομμάτια θειάφι τόσο λεπτό, τόσο καλοδουλεμένο από τη φύση, πού θα ήταν αδύνατο να βγή από ανθρώπινο χέρι».
ΠΗΓΗ: Κυρ. Σιμόπουλου «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου