Οι παλιοί Αθηναίοι είχαν κρατήσει ζωηρά στις αναμνήσεις τους την
παράξενη, λεπτοκαμωμένη και λευκοντυμένη γριούλα, που έβγαινε στους
δρόμους της πόλης το 1854, πάνω στη μεγαλοπρεπή άμαξά της, συνοδευόμενη
πάντοτε από τα δυο πελώρια σκυλιά της.
Η ιδιόρρυθμη εκείνη πλούσια ξένη είχε την τόλμη να περιφέρεται σε όλη την Αττική, χωρίς να λογαριάζει καθόλου τον τρόμο που έσπερναν τότε οι πολυάριθμες ληστρικές συμμορίες, οι οποίες κατέβαιναν έως και τις παρυφές τις Αθήνας. Μάλιστα, είχε συναντηθεί πολλές φορές με επικίνδυνους ληστές και έλεγαν ότι ο περίφημος αρχιληστής Σπύρος Μπίμπισης, ο οποίος είχε στήσει το λημέρι του στον Ελαιώνα, είχε έρθει σε συνεννόηση μαζί της και την προστάτευε από κάθε ληστοσυμμορία.
Η περίφημη Δούκισσα της Πλακεντίας ονομαζόταν Σοφία και ήταν κόρη του Μαρκησίου Francois Barbe Marbois. Είχε παντρευτεί τον πρωτότοκο γιο του Δούκα της Πλακεντίας Charles Francois Lebrun, τον Anne Charles. Μα, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της επέφερε τη συζυγική ρήξη και έτσι, η Σοφία ξαναπήρε την ελευθερία της.
Πριν παντρευτεί, είχε χρηματίσει “Κυρία των Τιμών” της Αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας και της Μαρίας Λουίζας. Άλλωστε, η ομορφιά της, η μόρφωσή της και η τόλμη της την είχαν κάνει μια ισχυρή προσωπικότητα της Γαλλικής Αυλής. Ο Μέγας Ναπολέων, ο οποίος πάντοτε πίστευε ότι είχε τη δύναμη να κυριεύει τις γυναίκες και τα φρούρια με περίσσεια ευκολία, την πολιόρκησε στενά, αλλά απέτυχε να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης και ανυπότακτης Σοφίας.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον Lebrun μια κορούλα, την Ελίζα, που τη λάτρευε και που ονειρευόταν για αυτήν μεγαλεία και θρόνους, αλλά ο ασθενικός οργανισμός της έδειχνε ότι δε θα προλάβαινε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της μητέρας της.
Όσον καιρό ζούσε ο πανίσχυρος πεθερός της Σοφίας, ο χωρισμός από τον άντρα της δεν είχε εκδηλωθεί επισήμως. Αλλά, μετά τον θάνατό του, η Δούκισσα άρχισε να ζει πιο ελεύθερα, μετέβαλε τις σάλες της σε φιλολογικά σαλόνια, όπου μαζεύονταν ποιητές, λογογράφοι, μουσικοί, ζωγράφοι και γενικά, άνθρωποι των Τεχνών και των Γραμμάτων. Ένας από αυτούς ήταν και ο σπουδαίος Γάλλος ποιητής Casimir Delavigne, τον οποίο η Δούκισσα τον είχε αγαπήσει περιπαθώς. Σε μια στενή της φίλη έγραφε τα ακόλουθα για τον έρωτά της:
“Γνώρισα τον Casimir το 1820, προτού ακόμη γίνει γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους. Άστραφτε, όμως, από τότε το πνεύμα του, δίνοντας ακαταμάχητα θέλγητρα στην ωραία μορφή του. Έρως δυνατός με κυρίευσε. Για να κρατήσω την υπερηφάνεια μου, αγωνιζόμουν εναντίον του αισθήματος αυτού, μα στο τέλος προδόθηκα. Αγάπησα τον φτωχό ποιητή, αν και είχα αντισταθεί σθεναρά στις ορέξεις του Κοσμοκράτορα Ναπολέοντα!
Ένα βράδυ, που ο ποιητής γονατιστός μου φανέρωνε τα τρυφερά του αισθήματα, ομολόγησα κι εγώ ότι συμμεριζόμουν το πάθος του και γίναμε και οι δύο ευτυχείς. Του πρότεινα, λοιπόν, να κάνουμε μια εκδρομή στην Ιταλία και εκεί, να αφεθούμε ελεύθεροι να απολαύσουμε την αγάπη μας. Έτσι, ναύλωσα ένα γαλλικό καράβι και ξεκινήσαμε για τη Γένοβα.
Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού μας υπήρξαν μαγευτικές, αλλά το ειδύλλιό μας το διέλυσε μια ξαφνική καταιγίδα. Εκεί που η θάλασσα πρόσφερε στα μάτια μας τη μεγαλοπρεπέστατη όψη της, έξαφνα ένα τεράστιο μαύρο νέφος παρουσιάστηκε στο βάθος του ορίζοντα. Ο πλοίαρχος ανησύχησε. Σε λίγες στιγμές, η καταιγίδα ξέσπασε άγρια και απειλητική, ενώ θα αναποδογύριζε το πλοίο μας, εάν οι ναύτες δεν πρόφταιναν να μαζέψουν τα πανιά του γρήγορα. Για μερικές ώρες, το πλοίο κινδύνευε να βουλιάξει και ο πλοίαρχος με παρακάλεσε να κατέβω στην αίθουσα, από την πρώτη κιόλας στιγμή του κινδύνου.
Μα, εγώ επιθυμούσα να απολαύσω το θέαμα της καταιγίδας και των εξαγριωμένων κυμάτων. Διέταξα, λοιπόν, παρά τις αντιρρήσεις, να με δέσουν στο μεσαίο κατάρτι του καραβιού, για να βλέπω τον δαιμονισμένο χορό της ξέφρενης θάλασσας και την απόκοσμη λάμψη των αστραπών, που μαστίγωναν τον ουράνιο θόλο.
Την ίδια ακριβώς επιθυμία εξέφρασε και ο ποιητής μου, αλλά ταχέως έγινε ξεκάθαρα αντιληπτή η αντίθεση των χαρακτήρων μας. Ενώ, δηλαδή, εγώ, με γενναιότητα και αταραξία, απολάμβανα την ισχύ της καταιγίδας, ο Casimir Delavigne άρχισε να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, που αποδέχτηκε να ακολουθήσει την ιδιοτροπία μου. Έβριζε, κλαψούριζε, έτρεμε σαν το ψάρι και στο τέλος, άρχισε να ξερνάει απελπιστικώς. Ήταν μια σιχαμάρα να τον βλέπει κανείς. Όλη η γοητεία του χάθηκε ευθύς μπροστά στα μάτια μου, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Δύο ώρες αργότερα, η τρικυμία έπαυσε και μετά από τρεις περίπου ώρες, το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Γένοβα. Ο ποιητής με πλησίασε, αλλά εγώ, κοιτάζοντάς τον περιφρονητικά, του είπα με χαμηλωμένη φωνή, για να μη με ακούσει ο πλοίαρχος:
“Η Θεία Πρόνοια θέλησε να με σώσει από έναν άντρα, όπως εσείς, δείχνοντάς μου τον εγωισμό και τη δειλία σας! Χαίρετε, κύριε!”
Το αποκαλυπτικό γράμμα της Δούκισσας τελείωνε ως εξής: “Το ειδύλλιό μας διακόπηκε πάραυτα. Μια τρικυμία παρέσυρε σε διάστημα τριών ωρών τον έρωτα, ο οποίος είχε ριζώσει στην καρδιά μου εδώ και τόσον καιρό…”
Το 1831, η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε να κατεβεί στην Ελλάδα, έφτασε στο Ναύπλιο, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένη από τη γνωριμία της με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Το σαλόνι της, στην πρώτη εκείνη πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους, είχε γίνει το κέντρο των δυσαρεστημένων πολιτών εναντίον του Κυβερνήτη. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Δούκισσα επέστρεψε στην Αθήνα, όπου αγόρασε άπειρα οικόπεδα, ελαιώνες, χωράφια και ένα μεγάλο τμήμα της Πεντέλης.
Αρχικά, επί της Βασιλείας του Όθωνα, κατοίκησε σ’ ένα πελώριο, για την εποχή, σπίτι, εκεί που αργότερα χτίστηκε το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα. Η Δούκισσα έφερε την πρώτη ιδιωτική άμαξα στην Αθήνα. Ζούσε μεγαλοπρεπώς, καθώς είχε ετήσιο εισόδημα 150 χιλιάδες φράγκα.
Μαζί με τους υπόλοιπους που μαζεύονταν στο σπίτι της, ήταν και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, ένας πανέμορφος και εντυπωσιακός άντρας, αν και δεν ήταν πλέον στην πρώτη του νεότητα. Ο Μαυρομιχάλης ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών. Εκεί γνωρίστηκε με την κόρη της Σοφίας, η οποία, όμως, είχε προσβληθεί από φυματίωση. Η ασθενική κόρη αγάπησε τον ωραίο Μανιάτη με έρωτα φλογερό και τούτο χειροτέρευε την ήδη κακή υγεία της. Η Δούκισσα παρακάλεσε τον Μαυρομιχάλη να νυμφευτεί την κόρη της Ελίζα, αλλά εκείνος, που ήξερε την κατάστασή της, αρνήθηκε.
Η κόρη της σε λίγο καιρό πέθανε. Η Δούκισσα μητέρα της ήταν απαρηγόρητη, που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της. Για να μην την αποχωριστεί, ταρίχευσε το πτώμα της και το διατηρούσε στα υπόγεια του μεγάρου της, μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο φέρετρο. Κάθε πρωί, μαυροντυμένη, βαστώντας άνθη, κατέβαινε στο υπόγειο και άναβε λαμπάδες γύρω από την κάσα, ενώ καθόταν με τις ώρες στο πλάι της, κλαίγοντας γοερά.
Μα, κατά τον Ιούλιο του 1847, μια από τις λαμπάδες αναποδογύρισε και το σπίτι πήρε γρήγορα φωτιά, που έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Κατάχλομη η Δούκισσα, βγήκε στον δρόμο και φώναζε, τάζοντας γενναία πληρωμή σε εκείνον που θα κατόρθωνε να διασώσει το πτώμα της Ελίζας. Αλλά, αυτό στάθηκε αδύνατον και το ταριχευμένο πτώμα έγινε στάχτη. Η απαρηγόρητη μητέρα μάζεψε τη στάχτη της θυγατέρας της και την έθαψε με πομπή στο μέγαρο, που είχε χτίσει στο δάσος της Πεντέλης.
Κατόπιν, η Δούκισσα της Πλακεντίας έχτισε κοντά στον Ιλισσό ένα καινούριο, ευρύχωρο μέγαρο. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αριστοκράτες της εποχής έπαιρναν εκεί συχνά το τσάι τους. Όμως, όσοι συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις της, όφειλαν να φορούν πάντοτε γάντια, πράγμα που ενοχλούσε τους άντρες του Αγώνος. Η Δούκισσα είχε καταργήσει τον κορσέ και το κρινολίνο, ενώ σιχαινόταν τα άσχημα και γεροντικά πρόσωπα.
Ως Δεσποινίδα επί των Τιμών είχε πάρει τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, η οποία έγινε αργότερα επί των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας. Τότε, η Σοφία πήρε τη θυγατέρα του Μεσολογγίτη Χρήστου Κριάλη, την οποία και υπεραγαπούσε και την πάντρεψε με τον Γεώργιο Σκούτα.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας λάτρευε τους σκύλους. Στο κτήμα της, στην Πεντέλη, συντηρούσε ολόκληρο κυνοτροφείο, με δεκάδες σκυλιά κάθε ράτσας, ιδίως κυνηγετικά, αλλά και μερικά τσοπανόσκυλα.
Μια μέρα, ο σκυλοτρόφος της άφησε κάποια ελεύθερα στην αυλή. Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε στο κτήμα ένα κοριτσάκι, κόρη ενός δασοφύλακα. Οι άγριοι σκύλοι χίμηξαν καταπάνω του και το κατασπάραξαν. Άλλοτε, τα σκυλιά τριγύριζαν μες στην έπαυλη και κάθονταν όπου επιθυμούσαν, χωρίς να τολμά κανείς να τους διώξει. Αν κανείς από τους πολυάριθμους επισκέπτες τολμούσε να απομακρύνει κάποιον σκύλο, μη γνωρίζοντας τις συνήθειες του σπιτιού, η ιδιότροπη Δούκισσα έδειχνε έκδηλα τη δυσαρέσκειά της και μάλωνε έντονα τον επισκέπτη της.
Το 1854, η Σοφία, ηλικιωμένη και πάσχουσα από υδρωπικία, κλείστηκε στην κάμαρά της και δεν παρουσιαζόταν πια με τους σκύλους της στους δρόμους της πόλης των Αθηνών. Μόνο η κυρία Σκουζέ έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά της και της απήγγελε στίχους από τον πιο αγαπημένο της ποιητή, τον Alphonse de Lamartine.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Δούκισσα βασανιζόταν από τον φόβο να μην ταφεί ζωντανή. Κάποτε, στο Παρίσι, όταν ανέσκαπταν ένα νεκροταφείο, έτυχε να δει το αποτρόπαιο θέαμα σκελετών παραμορφωμένων, καθώς οι δυστυχείς ιδιοκτήτες τους είχαν ταφεί εν ζωή. Έτσι, είχε υποδείξει άλλους τρόπους, ώστε να πιστοποιηθεί ο θάνατός της.
Τέλος, ένα κρύο βράδυ, η Δούκισσα της Πλακεντίας πέθανε κατάκλειστη στη μελαγχολική της κάμαρα. Οι κληρονόμοι της φρόντισαν να πουλήσουν την περιουσία της στο Ελληνικό Δημόσιο και στον Γεώργιο Σκουζέ.
Ενταφιάστηκε στο κτήμα της στην Πεντέλη, κοντά στον τάφο της λατρευτής της Ελίζας. Σύμφωνα με ρητή θέλησή της, δεξιά και αριστερά της θάφτηκαν τα δυο πιστά σκυλιά της, που την ακολουθούσαν πάντοτε, σε κάθε βήμα της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 19/07/1928…
Η ιδιόρρυθμη εκείνη πλούσια ξένη είχε την τόλμη να περιφέρεται σε όλη την Αττική, χωρίς να λογαριάζει καθόλου τον τρόμο που έσπερναν τότε οι πολυάριθμες ληστρικές συμμορίες, οι οποίες κατέβαιναν έως και τις παρυφές τις Αθήνας. Μάλιστα, είχε συναντηθεί πολλές φορές με επικίνδυνους ληστές και έλεγαν ότι ο περίφημος αρχιληστής Σπύρος Μπίμπισης, ο οποίος είχε στήσει το λημέρι του στον Ελαιώνα, είχε έρθει σε συνεννόηση μαζί της και την προστάτευε από κάθε ληστοσυμμορία.
Η περίφημη Δούκισσα της Πλακεντίας ονομαζόταν Σοφία και ήταν κόρη του Μαρκησίου Francois Barbe Marbois. Είχε παντρευτεί τον πρωτότοκο γιο του Δούκα της Πλακεντίας Charles Francois Lebrun, τον Anne Charles. Μα, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της επέφερε τη συζυγική ρήξη και έτσι, η Σοφία ξαναπήρε την ελευθερία της.
Πριν παντρευτεί, είχε χρηματίσει “Κυρία των Τιμών” της Αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας και της Μαρίας Λουίζας. Άλλωστε, η ομορφιά της, η μόρφωσή της και η τόλμη της την είχαν κάνει μια ισχυρή προσωπικότητα της Γαλλικής Αυλής. Ο Μέγας Ναπολέων, ο οποίος πάντοτε πίστευε ότι είχε τη δύναμη να κυριεύει τις γυναίκες και τα φρούρια με περίσσεια ευκολία, την πολιόρκησε στενά, αλλά απέτυχε να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης και ανυπότακτης Σοφίας.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον Lebrun μια κορούλα, την Ελίζα, που τη λάτρευε και που ονειρευόταν για αυτήν μεγαλεία και θρόνους, αλλά ο ασθενικός οργανισμός της έδειχνε ότι δε θα προλάβαινε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της μητέρας της.
Όσον καιρό ζούσε ο πανίσχυρος πεθερός της Σοφίας, ο χωρισμός από τον άντρα της δεν είχε εκδηλωθεί επισήμως. Αλλά, μετά τον θάνατό του, η Δούκισσα άρχισε να ζει πιο ελεύθερα, μετέβαλε τις σάλες της σε φιλολογικά σαλόνια, όπου μαζεύονταν ποιητές, λογογράφοι, μουσικοί, ζωγράφοι και γενικά, άνθρωποι των Τεχνών και των Γραμμάτων. Ένας από αυτούς ήταν και ο σπουδαίος Γάλλος ποιητής Casimir Delavigne, τον οποίο η Δούκισσα τον είχε αγαπήσει περιπαθώς. Σε μια στενή της φίλη έγραφε τα ακόλουθα για τον έρωτά της:
“Γνώρισα τον Casimir το 1820, προτού ακόμη γίνει γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους. Άστραφτε, όμως, από τότε το πνεύμα του, δίνοντας ακαταμάχητα θέλγητρα στην ωραία μορφή του. Έρως δυνατός με κυρίευσε. Για να κρατήσω την υπερηφάνεια μου, αγωνιζόμουν εναντίον του αισθήματος αυτού, μα στο τέλος προδόθηκα. Αγάπησα τον φτωχό ποιητή, αν και είχα αντισταθεί σθεναρά στις ορέξεις του Κοσμοκράτορα Ναπολέοντα!
Ένα βράδυ, που ο ποιητής γονατιστός μου φανέρωνε τα τρυφερά του αισθήματα, ομολόγησα κι εγώ ότι συμμεριζόμουν το πάθος του και γίναμε και οι δύο ευτυχείς. Του πρότεινα, λοιπόν, να κάνουμε μια εκδρομή στην Ιταλία και εκεί, να αφεθούμε ελεύθεροι να απολαύσουμε την αγάπη μας. Έτσι, ναύλωσα ένα γαλλικό καράβι και ξεκινήσαμε για τη Γένοβα.
Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού μας υπήρξαν μαγευτικές, αλλά το ειδύλλιό μας το διέλυσε μια ξαφνική καταιγίδα. Εκεί που η θάλασσα πρόσφερε στα μάτια μας τη μεγαλοπρεπέστατη όψη της, έξαφνα ένα τεράστιο μαύρο νέφος παρουσιάστηκε στο βάθος του ορίζοντα. Ο πλοίαρχος ανησύχησε. Σε λίγες στιγμές, η καταιγίδα ξέσπασε άγρια και απειλητική, ενώ θα αναποδογύριζε το πλοίο μας, εάν οι ναύτες δεν πρόφταιναν να μαζέψουν τα πανιά του γρήγορα. Για μερικές ώρες, το πλοίο κινδύνευε να βουλιάξει και ο πλοίαρχος με παρακάλεσε να κατέβω στην αίθουσα, από την πρώτη κιόλας στιγμή του κινδύνου.
Μα, εγώ επιθυμούσα να απολαύσω το θέαμα της καταιγίδας και των εξαγριωμένων κυμάτων. Διέταξα, λοιπόν, παρά τις αντιρρήσεις, να με δέσουν στο μεσαίο κατάρτι του καραβιού, για να βλέπω τον δαιμονισμένο χορό της ξέφρενης θάλασσας και την απόκοσμη λάμψη των αστραπών, που μαστίγωναν τον ουράνιο θόλο.
Την ίδια ακριβώς επιθυμία εξέφρασε και ο ποιητής μου, αλλά ταχέως έγινε ξεκάθαρα αντιληπτή η αντίθεση των χαρακτήρων μας. Ενώ, δηλαδή, εγώ, με γενναιότητα και αταραξία, απολάμβανα την ισχύ της καταιγίδας, ο Casimir Delavigne άρχισε να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, που αποδέχτηκε να ακολουθήσει την ιδιοτροπία μου. Έβριζε, κλαψούριζε, έτρεμε σαν το ψάρι και στο τέλος, άρχισε να ξερνάει απελπιστικώς. Ήταν μια σιχαμάρα να τον βλέπει κανείς. Όλη η γοητεία του χάθηκε ευθύς μπροστά στα μάτια μου, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Δύο ώρες αργότερα, η τρικυμία έπαυσε και μετά από τρεις περίπου ώρες, το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Γένοβα. Ο ποιητής με πλησίασε, αλλά εγώ, κοιτάζοντάς τον περιφρονητικά, του είπα με χαμηλωμένη φωνή, για να μη με ακούσει ο πλοίαρχος:
“Η Θεία Πρόνοια θέλησε να με σώσει από έναν άντρα, όπως εσείς, δείχνοντάς μου τον εγωισμό και τη δειλία σας! Χαίρετε, κύριε!”
Το αποκαλυπτικό γράμμα της Δούκισσας τελείωνε ως εξής: “Το ειδύλλιό μας διακόπηκε πάραυτα. Μια τρικυμία παρέσυρε σε διάστημα τριών ωρών τον έρωτα, ο οποίος είχε ριζώσει στην καρδιά μου εδώ και τόσον καιρό…”
Το 1831, η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε να κατεβεί στην Ελλάδα, έφτασε στο Ναύπλιο, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένη από τη γνωριμία της με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Το σαλόνι της, στην πρώτη εκείνη πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους, είχε γίνει το κέντρο των δυσαρεστημένων πολιτών εναντίον του Κυβερνήτη. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Δούκισσα επέστρεψε στην Αθήνα, όπου αγόρασε άπειρα οικόπεδα, ελαιώνες, χωράφια και ένα μεγάλο τμήμα της Πεντέλης.
Αρχικά, επί της Βασιλείας του Όθωνα, κατοίκησε σ’ ένα πελώριο, για την εποχή, σπίτι, εκεί που αργότερα χτίστηκε το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα. Η Δούκισσα έφερε την πρώτη ιδιωτική άμαξα στην Αθήνα. Ζούσε μεγαλοπρεπώς, καθώς είχε ετήσιο εισόδημα 150 χιλιάδες φράγκα.
Μαζί με τους υπόλοιπους που μαζεύονταν στο σπίτι της, ήταν και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, ένας πανέμορφος και εντυπωσιακός άντρας, αν και δεν ήταν πλέον στην πρώτη του νεότητα. Ο Μαυρομιχάλης ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών. Εκεί γνωρίστηκε με την κόρη της Σοφίας, η οποία, όμως, είχε προσβληθεί από φυματίωση. Η ασθενική κόρη αγάπησε τον ωραίο Μανιάτη με έρωτα φλογερό και τούτο χειροτέρευε την ήδη κακή υγεία της. Η Δούκισσα παρακάλεσε τον Μαυρομιχάλη να νυμφευτεί την κόρη της Ελίζα, αλλά εκείνος, που ήξερε την κατάστασή της, αρνήθηκε.
Η κόρη της σε λίγο καιρό πέθανε. Η Δούκισσα μητέρα της ήταν απαρηγόρητη, που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της. Για να μην την αποχωριστεί, ταρίχευσε το πτώμα της και το διατηρούσε στα υπόγεια του μεγάρου της, μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο φέρετρο. Κάθε πρωί, μαυροντυμένη, βαστώντας άνθη, κατέβαινε στο υπόγειο και άναβε λαμπάδες γύρω από την κάσα, ενώ καθόταν με τις ώρες στο πλάι της, κλαίγοντας γοερά.
Μα, κατά τον Ιούλιο του 1847, μια από τις λαμπάδες αναποδογύρισε και το σπίτι πήρε γρήγορα φωτιά, που έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Κατάχλομη η Δούκισσα, βγήκε στον δρόμο και φώναζε, τάζοντας γενναία πληρωμή σε εκείνον που θα κατόρθωνε να διασώσει το πτώμα της Ελίζας. Αλλά, αυτό στάθηκε αδύνατον και το ταριχευμένο πτώμα έγινε στάχτη. Η απαρηγόρητη μητέρα μάζεψε τη στάχτη της θυγατέρας της και την έθαψε με πομπή στο μέγαρο, που είχε χτίσει στο δάσος της Πεντέλης.
Κατόπιν, η Δούκισσα της Πλακεντίας έχτισε κοντά στον Ιλισσό ένα καινούριο, ευρύχωρο μέγαρο. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αριστοκράτες της εποχής έπαιρναν εκεί συχνά το τσάι τους. Όμως, όσοι συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις της, όφειλαν να φορούν πάντοτε γάντια, πράγμα που ενοχλούσε τους άντρες του Αγώνος. Η Δούκισσα είχε καταργήσει τον κορσέ και το κρινολίνο, ενώ σιχαινόταν τα άσχημα και γεροντικά πρόσωπα.
Ως Δεσποινίδα επί των Τιμών είχε πάρει τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, η οποία έγινε αργότερα επί των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας. Τότε, η Σοφία πήρε τη θυγατέρα του Μεσολογγίτη Χρήστου Κριάλη, την οποία και υπεραγαπούσε και την πάντρεψε με τον Γεώργιο Σκούτα.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας λάτρευε τους σκύλους. Στο κτήμα της, στην Πεντέλη, συντηρούσε ολόκληρο κυνοτροφείο, με δεκάδες σκυλιά κάθε ράτσας, ιδίως κυνηγετικά, αλλά και μερικά τσοπανόσκυλα.
Μια μέρα, ο σκυλοτρόφος της άφησε κάποια ελεύθερα στην αυλή. Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε στο κτήμα ένα κοριτσάκι, κόρη ενός δασοφύλακα. Οι άγριοι σκύλοι χίμηξαν καταπάνω του και το κατασπάραξαν. Άλλοτε, τα σκυλιά τριγύριζαν μες στην έπαυλη και κάθονταν όπου επιθυμούσαν, χωρίς να τολμά κανείς να τους διώξει. Αν κανείς από τους πολυάριθμους επισκέπτες τολμούσε να απομακρύνει κάποιον σκύλο, μη γνωρίζοντας τις συνήθειες του σπιτιού, η ιδιότροπη Δούκισσα έδειχνε έκδηλα τη δυσαρέσκειά της και μάλωνε έντονα τον επισκέπτη της.
Το 1854, η Σοφία, ηλικιωμένη και πάσχουσα από υδρωπικία, κλείστηκε στην κάμαρά της και δεν παρουσιαζόταν πια με τους σκύλους της στους δρόμους της πόλης των Αθηνών. Μόνο η κυρία Σκουζέ έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά της και της απήγγελε στίχους από τον πιο αγαπημένο της ποιητή, τον Alphonse de Lamartine.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Δούκισσα βασανιζόταν από τον φόβο να μην ταφεί ζωντανή. Κάποτε, στο Παρίσι, όταν ανέσκαπταν ένα νεκροταφείο, έτυχε να δει το αποτρόπαιο θέαμα σκελετών παραμορφωμένων, καθώς οι δυστυχείς ιδιοκτήτες τους είχαν ταφεί εν ζωή. Έτσι, είχε υποδείξει άλλους τρόπους, ώστε να πιστοποιηθεί ο θάνατός της.
Τέλος, ένα κρύο βράδυ, η Δούκισσα της Πλακεντίας πέθανε κατάκλειστη στη μελαγχολική της κάμαρα. Οι κληρονόμοι της φρόντισαν να πουλήσουν την περιουσία της στο Ελληνικό Δημόσιο και στον Γεώργιο Σκουζέ.
Ενταφιάστηκε στο κτήμα της στην Πεντέλη, κοντά στον τάφο της λατρευτής της Ελίζας. Σύμφωνα με ρητή θέλησή της, δεξιά και αριστερά της θάφτηκαν τα δυο πιστά σκυλιά της, που την ακολουθούσαν πάντοτε, σε κάθε βήμα της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 19/07/1928…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου