Το 1937, η Εταιρία Ψυχικών Ερευνών ξεκίνησε εκ νέου τα τηλεπαθητικά
πειράματα μεταξύ Αθηνών και Βαρσοβίας, τα οποία είχαν στεφθεί από μεγάλη
επιτυχία και κατά τα προηγούμενα έτη.
Τα πειράματα διεξάγονταν στην Αθήνα υπό τη διεύθυνση του Άγγελου Τανάγρα και στη Βαρσοβία, υπό τον έλεγχο του πανεπιστημιακού καθηγητή Carl Vett.
Με τα πειράματα αυτά επιτεύχθηκε η τηλεπαθητική μεταβίβαση της σκέψης από τη Βαρσοβία στην Αθήνα και το αντίστροφο, δίχως τη μεσολάβηση άλλου μέσου, πλην της προσπάθειας, την οποία κατέβαλαν ισχυρά μέντιουμ.
Τα μέντιουμ χωρίζονταν σε ομάδες: ομάδες πομπούς και ομάδες δέκτες. Κατά την ώρα του πειραματισμού, και οι δύο ομάδες αποσύρονταν μέσα σ’ έναν λευκό θάλαμο, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή τους από εξωτερικά ερεθίσματα και να επικρατεί απόλυτη σιγή, ώστε να επιτυγχάνεται πλήρης αυτοσυγκέντρωση.
Η ομάδα-πομπός είχε μπροστά της ένα ορισμένο αντικείμενο ή σχήμα, το οποίο τα μέντιουμ υποχρεούνταν να σκέπτονται διαρκώς και εντατικώς, εφόσον διαρκούσε το εν λόγω πείραμα. Η ομάδα-δέκτης συγκέντρωνε την προσοχή της και κάθε μέντιουμ σχεδίαζε σε φύλλο χαρτιού το σχέδιο, το οποίο θα έφτανε στον νου τους τηλεπαθητικά από την πρώτη ομάδα.
Τα σχέδια αυτά ταχυδρομούνταν αμέσως από την πολωνική πρωτεύουσα στην ελληνική και αντιστρόφως, ενώ ευθύς γινόταν ο έλεγχος της επιτυχίας των τηλεπαθητικών πειραμάτων.
Όπως φαίνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο της εφημερίδας, το σχήμα ψαλιδιού, που είχε εκπεμφθεί από ανάλογα πειράματα, που είχαν πραγματοποιηθεί στη Βιέννη, είχε ληφθεί με μεγάλη σαφήνεια στην Αθήνα από το μέντιουμ Ι. Νικολαΐδου, ενώ το γράμμα Ρ και το σχέδιο του χεριού είχαν αποτυπωθεί με αρκετή προσέγγιση από τα μέντιουμ Κωνσταντία, Ελένη Κικίδου, Ελένη Ζακυνθινού, Ελπίδα Παυλάτου και Κλειώ.
Τα πειράματα αυτά αποδείκνυαν ότι ήταν αναμφισβήτητη η μεταβίβαση της σκέψης τηλεπαθητικά, η οποία ελεγχόταν και από άλλα περιστατικά, όπως ήταν τα δύο τρομερά όνειρα ετοιμοθάνατων ανθρώπων, όπως παρατίθενται παρακάτω.
Το πρώτο το ανέφερε στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών ο Αρχίατρος Χρ. Κουσουράκης, που το είχε διηγηθεί ως εξής:
Την άνοιξη του 1922, υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιατρός (Λοχαγός) στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κίου Μικράς Ασίας. Κατά τις 4 τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου, ενώ βρισκόταν εν ημιεγρηγόρσει, είδε τον πατέρα του, που ήταν Ταγματάρχης εν αποστρατεία, με εντελώς καινούρια στολή, απαστράπτοντα από τα χρυσά γαλόνια της εποχής εκείνης, να φέρει τα λευκά του γάντια και το ξίφος του, αλλά του φάνηκε πολύ νεότερος και ωραιότερος. Ο πατέρας του τού έδωσε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει και έφυγε.
Ο στρατιωτικός ιατρός δεν ήξερε πώς να εξηγήσει το παράδοξο εκείνο όνειρο, που το είδε μισοκοιμισμένος. Μα, την επόμενη ημέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα, που του ανήγγειλε τον θάνατο του πατέρα του ακριβώς στις 4 τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου, δηλαδή την ίδια ώρα που είχε δει το περίεργο εκείνο όνειρο.
Τι είχε προηγηθεί;
Ο αποθανών, λίγες μέρες πριν πεθάνει, ζητούσε επιμόνως να δει τον γιο του, που υπηρετούσε ως ιατρός στη Μικρά Ασία, επειδή είχε την πεποίθηση ότι θα τον θεράπευε, μόλις επέστρεφε. Μάλιστα, την ύστατη ώρα του, έστρεψε το βλέμμα του προς την πόρτα και απεβίωσε με τη φράση: “Δεν έχω τίποτε. Όταν έρθει ο γιος μου, θα με γιατρέψει…”
Η έσχατη εκείνη έντονη και διαρκής επιθυμία του ετοιμοθάνατου πατέρα λειτούργησε ως πομπός και μετέδωσε τη σκέψη στον γιο του, που βρισκόταν τόσο μακριά.
Το δεύτερο όνειρο το ανέφερε ο ιατρός στην Προσοτσάνη της Δράμας, Αναστ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
Μάλιστα, έγραφε σε επιστολή του προς την Εταιρία Ψυχικών Ερευνών: “Τη Δευτέρα της 10ης Αυγούστου του 1936, ο γιος μου, τριτοετής αριστούχος σπουδαστής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου, πήγε για κυνήγι, παρά το ανεξήγητο κακό προαίσθημα, που του υπαγόρευε να πράξει το αντίθετο. Τελικά, τραυματίστηκε σοβαρά στον αριστερό του βραχίονα και παρά την έντονη αντιτετανική οροθεραπεία που έλαβε, πέθανε από μυοκαρδίτιδα.
Την 25η Σεπτεμβρίου, λοιπόν, τρίτη ημέρα της οροθεραπείας, το πρωί μεταξύ 9ης και 10ης π.μ., τη στιγμή που η μητέρα του τού δρόσιζε με πάγο το μέτωπό του, μισοκοιμισμένος όπως ήταν, άνοιξε τα μάτια του και ατένιζε εκστατικά προς το άνω μέρος της απέναντι πόρτας του δωματίου, δείχνοντας με το ασθενικό του δάχτυλο τον άνθρωπο, τον οποίο φαινόταν πως έβλεπε: “Κοίτα, μαμά. Να τος! Δεν τον βλέπεις;”
Η μητέρα του ταράχτηκε και αμέσως κατάλαβε πως το τέλος του παιδιού της πλησίαζε, ξεσπώντας σε λυγμούς. Πράγματι, ο γιος μας πέθανε επτά ημέρες μετά το όραμα, που είχε δει, παρά τις αντίθετες επιβεβαιώσεις των ιατρών του ότι είχε πλέον ξεπεράσει τον κίνδυνο.
Το περίεργο ήταν ότι και ο άνθρωπος, τον οποίο είχε δει ο ετοιμοθάνατος γιος μας στο όραμά του, έχασε κι εκείνος τη ζωή του από ένα τραγικό δυστύχημα”.
Όλα αυτά αποδείκνυαν πόσο αληθινή ήταν η τηλεπαθητική μεταβίβαση της σκέψης, η οποία εκδηλωνόταν κάτω από τόσο ασυνήθιστες συνθήκες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 06/03/1937…
Τα πειράματα διεξάγονταν στην Αθήνα υπό τη διεύθυνση του Άγγελου Τανάγρα και στη Βαρσοβία, υπό τον έλεγχο του πανεπιστημιακού καθηγητή Carl Vett.
Με τα πειράματα αυτά επιτεύχθηκε η τηλεπαθητική μεταβίβαση της σκέψης από τη Βαρσοβία στην Αθήνα και το αντίστροφο, δίχως τη μεσολάβηση άλλου μέσου, πλην της προσπάθειας, την οποία κατέβαλαν ισχυρά μέντιουμ.
Τα μέντιουμ χωρίζονταν σε ομάδες: ομάδες πομπούς και ομάδες δέκτες. Κατά την ώρα του πειραματισμού, και οι δύο ομάδες αποσύρονταν μέσα σ’ έναν λευκό θάλαμο, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή τους από εξωτερικά ερεθίσματα και να επικρατεί απόλυτη σιγή, ώστε να επιτυγχάνεται πλήρης αυτοσυγκέντρωση.
Η ομάδα-πομπός είχε μπροστά της ένα ορισμένο αντικείμενο ή σχήμα, το οποίο τα μέντιουμ υποχρεούνταν να σκέπτονται διαρκώς και εντατικώς, εφόσον διαρκούσε το εν λόγω πείραμα. Η ομάδα-δέκτης συγκέντρωνε την προσοχή της και κάθε μέντιουμ σχεδίαζε σε φύλλο χαρτιού το σχέδιο, το οποίο θα έφτανε στον νου τους τηλεπαθητικά από την πρώτη ομάδα.
Τα σχέδια αυτά ταχυδρομούνταν αμέσως από την πολωνική πρωτεύουσα στην ελληνική και αντιστρόφως, ενώ ευθύς γινόταν ο έλεγχος της επιτυχίας των τηλεπαθητικών πειραμάτων.
Όπως φαίνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο της εφημερίδας, το σχήμα ψαλιδιού, που είχε εκπεμφθεί από ανάλογα πειράματα, που είχαν πραγματοποιηθεί στη Βιέννη, είχε ληφθεί με μεγάλη σαφήνεια στην Αθήνα από το μέντιουμ Ι. Νικολαΐδου, ενώ το γράμμα Ρ και το σχέδιο του χεριού είχαν αποτυπωθεί με αρκετή προσέγγιση από τα μέντιουμ Κωνσταντία, Ελένη Κικίδου, Ελένη Ζακυνθινού, Ελπίδα Παυλάτου και Κλειώ.
Τα πειράματα αυτά αποδείκνυαν ότι ήταν αναμφισβήτητη η μεταβίβαση της σκέψης τηλεπαθητικά, η οποία ελεγχόταν και από άλλα περιστατικά, όπως ήταν τα δύο τρομερά όνειρα ετοιμοθάνατων ανθρώπων, όπως παρατίθενται παρακάτω.
Το πρώτο το ανέφερε στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών ο Αρχίατρος Χρ. Κουσουράκης, που το είχε διηγηθεί ως εξής:
Την άνοιξη του 1922, υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιατρός (Λοχαγός) στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κίου Μικράς Ασίας. Κατά τις 4 τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου, ενώ βρισκόταν εν ημιεγρηγόρσει, είδε τον πατέρα του, που ήταν Ταγματάρχης εν αποστρατεία, με εντελώς καινούρια στολή, απαστράπτοντα από τα χρυσά γαλόνια της εποχής εκείνης, να φέρει τα λευκά του γάντια και το ξίφος του, αλλά του φάνηκε πολύ νεότερος και ωραιότερος. Ο πατέρας του τού έδωσε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει και έφυγε.
Ο στρατιωτικός ιατρός δεν ήξερε πώς να εξηγήσει το παράδοξο εκείνο όνειρο, που το είδε μισοκοιμισμένος. Μα, την επόμενη ημέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα, που του ανήγγειλε τον θάνατο του πατέρα του ακριβώς στις 4 τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου, δηλαδή την ίδια ώρα που είχε δει το περίεργο εκείνο όνειρο.
Τι είχε προηγηθεί;
Ο αποθανών, λίγες μέρες πριν πεθάνει, ζητούσε επιμόνως να δει τον γιο του, που υπηρετούσε ως ιατρός στη Μικρά Ασία, επειδή είχε την πεποίθηση ότι θα τον θεράπευε, μόλις επέστρεφε. Μάλιστα, την ύστατη ώρα του, έστρεψε το βλέμμα του προς την πόρτα και απεβίωσε με τη φράση: “Δεν έχω τίποτε. Όταν έρθει ο γιος μου, θα με γιατρέψει…”
Η έσχατη εκείνη έντονη και διαρκής επιθυμία του ετοιμοθάνατου πατέρα λειτούργησε ως πομπός και μετέδωσε τη σκέψη στον γιο του, που βρισκόταν τόσο μακριά.
Το δεύτερο όνειρο το ανέφερε ο ιατρός στην Προσοτσάνη της Δράμας, Αναστ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
Μάλιστα, έγραφε σε επιστολή του προς την Εταιρία Ψυχικών Ερευνών: “Τη Δευτέρα της 10ης Αυγούστου του 1936, ο γιος μου, τριτοετής αριστούχος σπουδαστής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου, πήγε για κυνήγι, παρά το ανεξήγητο κακό προαίσθημα, που του υπαγόρευε να πράξει το αντίθετο. Τελικά, τραυματίστηκε σοβαρά στον αριστερό του βραχίονα και παρά την έντονη αντιτετανική οροθεραπεία που έλαβε, πέθανε από μυοκαρδίτιδα.
Την 25η Σεπτεμβρίου, λοιπόν, τρίτη ημέρα της οροθεραπείας, το πρωί μεταξύ 9ης και 10ης π.μ., τη στιγμή που η μητέρα του τού δρόσιζε με πάγο το μέτωπό του, μισοκοιμισμένος όπως ήταν, άνοιξε τα μάτια του και ατένιζε εκστατικά προς το άνω μέρος της απέναντι πόρτας του δωματίου, δείχνοντας με το ασθενικό του δάχτυλο τον άνθρωπο, τον οποίο φαινόταν πως έβλεπε: “Κοίτα, μαμά. Να τος! Δεν τον βλέπεις;”
Η μητέρα του ταράχτηκε και αμέσως κατάλαβε πως το τέλος του παιδιού της πλησίαζε, ξεσπώντας σε λυγμούς. Πράγματι, ο γιος μας πέθανε επτά ημέρες μετά το όραμα, που είχε δει, παρά τις αντίθετες επιβεβαιώσεις των ιατρών του ότι είχε πλέον ξεπεράσει τον κίνδυνο.
Το περίεργο ήταν ότι και ο άνθρωπος, τον οποίο είχε δει ο ετοιμοθάνατος γιος μας στο όραμά του, έχασε κι εκείνος τη ζωή του από ένα τραγικό δυστύχημα”.
Όλα αυτά αποδείκνυαν πόσο αληθινή ήταν η τηλεπαθητική μεταβίβαση της σκέψης, η οποία εκδηλωνόταν κάτω από τόσο ασυνήθιστες συνθήκες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 06/03/1937…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου