Τα
γεγονότα που οδήγησαν στην περσική εκστρατεία κατά της Αθήνας και στη
μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. είναι λίγο πολύ γνωστά. Αυτό που
παραμένει σχετικά άγνωστο είναι οι στρατηγικές και οι τακτικές κινήσεις
που προηγήθηκαν της μάχης αυτής, ανάμεσα σε 10.000 Έλληνες και 120.000
Πέρσες.
Μετά την άγρια καταστολή της Ιωνικής επανάστασης από τους Πέρσες, ο Δαρείος αποφάσισε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στα δυτικά σύνορα του κράτους του. Οι Πέρσες θα εκστράτευαν κατά της Ελλάδας σε κάθε περίπτωση, είτε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς βοηθούσαν στους Ίωνες, είτε όχι.
Ο περσικός στόλος, υπό τους Δάτη και Αρταφέρνη, συνοδεία του Ιππία, διέπλευσε το Αιγαίο και
επιτέθηκε στην Ερέτρια την οποία και κυρίευσε. Κατόπιν στράφηκε προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, μετά την άλωση της Ερέτριας γνώριζαν ότι η πόλη τους αποτελούσε τον βασικό αντικειμενικό σκοπό της περσικής εκστρατείας. Γνώριζαν επίσης την φρικτή τύχη που τους περίμενε σε περίπτωση ήττας. Παρόλα ταύτα, οι Αθηναίοι επίσης δεν ομονόησαν. Αρκετοί, φοβούμενοι ότι ήταν αδύνατον να αντέξουν στην περσική επίθεση, πρότειναν συνθηκολόγηση με τον εχθρό.
Οι πολλοί όμως αρνούνταν έστω να ακούσουν κάτι τέτοιο και πρότειναν την μέχρις εσχάτων αντίσταση στον εισβολέα. Η «φιλοπόλεμη» μερίδα είχε ως επικεφαλής έναν παλαιό γνώριμο των Περσών, τον Μιλτιάδη, τον κάποτε άρχοντα της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, έναν από τους Ίωνες στρατηγούς που είχε υποχρεωτικώς εκστρατεύσει με τον Δαρείο κατά των Σκυθών και αυτόν που είχε αποδεχτεί την πρόταση των τελευταίων να καταστρέψει τις γέφυρες του Δούναβη, ώστε να παγιδευτεί και να αφανιστεί η περσική στρατιά.
Γνώση του εχθρού
Ο Μιλτιάδης ήταν άνδρας άμεμπτος, γενναίος και με ήθος. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής του αριστοκρατικού κόμματος, αλλά ήταν και βαθιά προσηλωμένος στις αρχές της δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά οπαδοί της συνδιαλλαγής με τους Πέρσες ήσαν κυρίως οι οπαδοί των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τους Πέρσες ακολουθούσε ο Ιππίας, ο οποίος με τη βοήθεια τους θα ανακαταλάμβανε την εξουσία. Υπ’ αυτήν την οπτική δεν θεωρούσαν ότι η συνδιαλλαγή με το εχθρό συνιστά προδοσία. Πίστευαν ότι οι Πέρσες απλώς θα επέβαλαν την εξουσία του Ιππία και θα αποχωρούσαν.
Ο Μιλτιάδης ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμήν. Ο ίδιος γνώριζε καλά τους Πέρσες, τις συνήθειες και τις τακτικές τους. Γνώριζε επίσης και την εσωτερική κατάσταση των Αθηνών. Για αυτό προέβη σε προσεκτικές κινήσεις. Για αυτό επιχείρησε να «εθνικοποιήσει» τον αγώνα, καθιστώντας τον από μια σύγκρουση Αθηνών Περσικής Αυτοκρατορίας, σε αγώνα των Πανελλήνων κατά των βαρβάρων εισβολέων.
Για τον σκοπό αυτό απέστειλε αγγελιοφόρους σε πολλές πόλεις, ζητώντας την συνδρομή τους. Μια τέτοια ενέργεια είχε πολλά πλεονεκτήματα. Σε πρώτη φάση αποδυνάμωνε και περιθωριοποιούσε τους οπαδούς του Ιππία, καθιστώντας τους αυτομάτως προδότες του Ελληνισμού. Από την άλλη καθησύχαζε τους Αθηναίους στο σύνολο τους, εφόσον δεν θα ήσαν πλέον μόνοι κατά του εχθρού. Ωστόσο οι απαντήσεις που ελήφθησαν από τις διάφορες πόλεις δεν ήσαν αρκούντως ενθαρρυντικές. Μόνο οι Σπαρτιάτες και οι Πλαταιείς υποσχέθηκαν να βοηθήσουν.
Η υπόσχεση των Σπαρτιατών, αν και δεν υλοποιήθηκε τελικά, ανέβασε κατακόρυφα το ηθικό των Αθηναίων και υποχρέωσε σε σιγή όλες τις εντός τις πόλεως προδοτικές φωνές. Από την άλλη οι Πλαταιείς απέστειλαν όλη τους την δύναμιν, συμποσούμενη σε 1.000 οπλίτες. Οι άνδρες αυτοί, μαζί με 10.000 Αθηναίους θα αποτελούσαν την ελληνική στρατιά, η οποία θα αντιμετώπιζε τους «χρυσοφόρους Μήδους» στο πεδίο του Μαραθώνα.
Οι Πέρσες στον Μαραθώνα
Στο μεταξύ ο περσικός στόλος μετά την καταστροφή της Ερέτριας ανοίχθηκε και πάλι στο πέλαγος. Στόχος του ήταν η παραλία του Σχοινιά στον Μαραθώνα. Η επιλογή της τοποθεσίας αποβάσεως και δημιουργίας στρατοπέδου αποφασίσθηκε κατά τα φαινόμενα από τον Ιππία. Ο πρώην τύραννος γνώριζε ότι η περιοχή του Μαραθώνα παρουσίαζε σοβαρά πλεονεκτήματα για τους σκοπούς του ιδίου και των προστατών του.
Κατά πρώτον ο Μαραθώνας αποτελούσε κατάλληλο πεδίο για τη δράση ιππικού, τα ο οποίο άλλωστε αποτελούσε το πλέον επίλεκτο τμήμα του περσικού στρατού. Από τη άλλη στον Μαραθώνα και γενικότερα στα Μεσόγεια κατοικούσαν πολλοί οπαδοί των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι, φιλοδοξούσε ο Ιππίας, ότι θα εξεγείρονταν υπέρ του. Τέλος ο Μαραθώνας βρισκόταν απέναντι σχεδόν από τη Ερέτρια, η οποία μετά την κατάληψή της αποτελούσε την προκεχωρημένη επιμελητειακή βάση των Περσών.
Θα μπορούσαν οι Πέρσες να αποβιβαστούν άλλου; Το ερώτημα αυτό είναι προϊόν συζητήσεως εδώ και αιώνες. Θα μπορούσαν οι Πέρσες να έχουν αποβιβαστεί κάπου στον Φαληρικό όρμο, υπερεκτείνοντας όμως τις γραμμές τω συγκοινωνιών τους. Το Φάληρο σαφώς παρείχε στους Πέρσες περισσότερα πλεονεκτήματα, εφόσον εάν αποβιβάζονταν εκεί η αθηναϊκή στρατιά δεν θα τολμούσε ποτέ να εγκαταλείψει την πόλη, αλλά θα περιοριζόταν εξ αρχής σε παθητική άμυνα.
Όμως υπήρχε ο κίνδυνος μεμονωμένα αθηναϊκά αποσπάσματα να διαρρεύσουν και να πλήξουν τις γραμμές συγκοινωνιών των Περσών. Σε μια τέτοια περίπτωση η πολυάριθμη στρατιά των Δάτη και Αρταφέρνη θα καταστρέφονταν ελλείψει εφοδίων. Για τον λόγο αυτό η επιμελητειακή βάσις των Περσών, η Ερέτρια, έπρεπε να βρίσκεται όσο το δυνατό πιο κοντά στο πεδίο επιχειρήσεων της στρατιάς. Για αυτό το πεδίο του Μαραθώνα ήταν προσφορότερο.
Παρόλα ταύτα το πεδίο του Μαραθώνα δεν παρουσίαζε και τόσα πλεονεκτήματα για τους Πέρσες, όσα τουλάχιστον ορισμένοι υποστηρίζουν. Οι Πέρσες στρατοπέδευσαν μεταξύ της παραλίας του Σχοινιά και του υψώματος Σταυροκοράκι (υψ. 310). Επέλεξαν το σημείο αυτό διότι εκεί υπήρχε η Μακάρια κρήνη, από την οποία μπορούσαν να τροφοδοτούνται με νερό.
Το στρατόπεδο τους όμως κοβόταν στην κυριολεξία στη μέση από τα έλη που υπήρχαν τότε στον Μαραθώνα, έλη που τροφοδοτούνταν από τον μικρό ποταμό Χάραδρο και τη θάλασσα. Αυτά ακριβώς τα έλη έμελλε να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην επερχόμενη μάχη. Η πεδιάδα λοιπόν του Μαραθώνα δεν ήταν εκ των πραγμάτων τόσο εκτεταμένη όσο θα χρειαζόταν για την ανάπτυξη του περσικού στρατού.
Η κατάσταση μάλιστα των Περσών χειροτέρευσε όταν την επομένη τη εγκαταστάσεως των εμφανίσθηκε στην περιοχή και η ελληνική στρατιά. Οι Αθηναίοι, έχοντας πληροφορηθεί την αποβίβαση των αντιπάλων απεφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν στο σημείο αποβάσεως, αντί να περιμένουν παθητικά εντός των τειχών.
Η απόφαση αυτή ελήφθη από τους 10 Αθηναίους στρατηγούς, οι οποίοι παραδοσιακά διοικούσαν τον στρατό, ένας τους άνδρες κάθε φυλής. Η απόφαση όμως ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων καθώς πολλοί πολίτες επέμενα ότι δεν θα έπρεπε να διακινδυνεύσουν συγκρουόμενοι σε ανοικτό πεδίο, με τόσο πολυάριθμους εχθρούς. Ευτυχώς η πρόταση τους δεν εισακούστηκε και η Αθήνα δεν υπέστη την τύχη της Ερέτριας. Ωστόσο οι στρατηγοί δεν θα οδηγούσαν στον Μαραθώνα το σύνολο των αθηναϊκών δυνάμεων.
Υπολογίζεται ότι η Αθήνα εκείνην την περίοδο μπορούσε να παρατάξει στρατό περί τους 15.000 οπλίτες. Ο Μιλτιάδης και οι στρατηγοί του όμως οδήγησαν μόνον 10.000 άνδρες στον Μαραθώνα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και λίγοι ελαφρά οπλισμένοι απελεύθεροι δούλοι. Άφησαν δηλαδή πίσω τους τουλάχιστον το 1/3 των μαχίμων ανδρών.
Η κίνηση αυτή ίσως με την πρώτη ματιά φαντάζει ακατανόητη. Όταν έχεις στη διάθεση σου ένα μικρό έτσι κι αλλιώς στράτευμα έναντι υπεραρίθμων αντιπάλων είναι λογικό να συγκεντρώνεις το σύνολο του δυναμικού μάχης που διαθέτεις για την κρίσιμη μάχη. Μια προσεκτικότερη όμως εξέταση των πραγμάτων οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα.
Οι Αθηναίοι στρατηγοί ήταν υποχρεωμένοι να αφήσουν πίσω τους ισχυρή φρουρά στην Αθήνα, ώστε και τα τείχη να φρουρούνται, σε περίπτωση που χάσουν τη μάχη, αλλά και οι οπαδοί του Ιππία και γενικότερα οι φιλοπερσικές φωνές να τηρούνται υπό έλεγχο. Εξάλλου οι Αθηναίοι στρατηγοί υπολόγιζαν και στην άφιξη του επικουρικού σπαρτιατικού σώματος.
Οπότε οι άνδρες που άφηναν πίσω, προφανώς οι λιγότερο κατάλληλοι για επιχειρήσεις πεδίου, θα αναπληρώνονταν από τους επίλεκτους Σπαρτιάτες. Με αυτά κατά νου οι 10 στρατηγοί τάχθηκαν επικεφαλής των 10.000 ανδρών τους και κίνησαν για τον Μαραθώνα. Όσον αφορά τους Πλαταιείς αυτοί κατά πάσα πιθανότητα ενώθηκαν με τους Αθηναίους, μετά την άφιξη των τελευταίων στον Μαραθώνα και όχι νωρίτερα.
Ελιγμοί και στρατηγήματα
Οι Αθηναίοι αναχώρησαν από την πόλη εν μέσω συγκινητικών εκδηλώσεων με υψηλό ηθικό, καθώς ταίριαζε σε προμάχους της πατρίδος και της ελευθερίας. Η στρατιά πορεύθηκε από την Κηφισιά προς τα Μεσόγεια. Οι στρατηγοί προτίμησαν να αποφύγουν την παράκτια οδό, φοβούμενοι ότι οι Πέρσες θα τους εντόπιζαν, αλλά και γιατί η συγκεκριμένη οδός ήταν ημιορεινή και άρα ασφαλής από τυχόν επίθεση του περσικού ιππικού.
Όπως ανεφέρθη η στρατιά έφτασε στον Μαραθώνα ή το βράδυ της επομένης της περσικής αποβάσεως ή το πρωί της μεθεπομένης ημέρας. Οι Έλληνες εντόπισαν το βαρβαρικό στρατόπεδο και απεφάσισαν να στρατοπεδεύσουν κοντά στο σημερινό χωριό Βράνα στους πρόποδες των λόφων Αγριλίκι (υψ. 557) και Κοτρώνι (υψ. 220). Εκεί βρισκόταν ένα τέμενος του Ηρακλή το οποίο λειτούργησε ως στρατηγείο των Ελλήνων.
Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν εκεί για προφανείς λόγους. Το ορεινό έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για δράση ιππικού. Έτσι θα μπορούσαν ήσυχοι και ασφαλείς να προετοιμασθούν για τη μάχη, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής προσβολής τους από το ευκίνητο τμήμα της αντιπάλου στρατιάς. Παράλληλα ο γνώστης της περσικής τακτικής Μιλτιάδης διέταξε τους άνδρες του κατασκευάσουν φορητά ξύλινα φράγματα.
Αυτά αποτελούντο από μια μεγάλη εγκάρσια δοκό επί της οποίας τοποθετούνταν κάθετα μερικές δεκάδες μυτεροί πάσσαλοι. Το όπλο αυτό που για πρώτη φορά φαίνεται να υιοθέτησε ο Μιλτιάδης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην Ευρώπη του 16ου έως του 19ου αιώνος μ.Χ. από στρατούς που αντιμετώπιζαν αντίπαλο με συντριπτική υπεροχή σε ιππικό.
Χάρη σε αυτά τα φορητά φράγμα – σεβώ ντε φρις, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στρατιωτική ορολογία – οι Αυστριακοί επέτυχαν μεγάλες νίκες κατά των Οθωμανών. Ακόμα και στην καταλυτική πολιορκία και μάχη της Βιέννης το 1683 τα γερμανικά στρατεύματα χρησιμοποίησαν τέτοια φράγματα, αδρανοποιώντας το περίφημο και πολυάριθμο οθωμανικό ιππικό και κατακόπτοντας, με την ησυχία τους, το άτακτο εν πολλοίς οθωμανικό πεζικό.
Πίσω από τα ξύλινα φράγματα οι Έλληνες λοιπόν παρέμεναν ασφαλείς. Και όχι μόνο αυτό. Η παρουσία της μικρής ελληνικής στρατιάς σε τόσο κοντινή των βαρβάρων θέση απέτρεψε τους τελευταίους από το να σκεφθούν ακόμη να ξεμακρύνουν από το στρατόπεδο τους. Έτσι και να λεηλατήσουν την αττική ύπαιθρο αδυνατούσαν και αποκλειστικά μέσω Ερέτριας εξαρτούσαν τον εφοδιασμό τους. Τα δύο αυτά γεγονότα έχουν μεγάλη σημασία, πρακτική και ψυχολογική.
Οι Πέρσες που αποβιβάσθηκαν στη Αττική γη νικητές και τροπαιούχοι, έτοιμοι να συντρίψουν την Αθήνα, είχαν τώρα περιορισθεί αυτοί σε παθητικό ρόλο, πολιορκημένοι ουσιαστικά στο στρατόπεδο τους, αποκλεισμένοι από τους λιγοστούς Έλληνες. Το πρωτοφανές στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά αυτό γεγονός, πέραν του αντίκτυπου που είχε στο ηθικό των Περσών τους δημιουργούσε και πρακτικά προβλήματα, ιδιαιτέρως όσον αφορά το ιππικό τους. Οι ίπποι των Περσών είχαν προφανώς μεταφερθεί από την Ασία με ιππαγωγά σκάφη.
Είναι λογικό να υποτεθεί ότι κάθε φορά που ο στόλος αγκυροβολούσε οι ίπποι αποβιβάζονταν για να συνέλθουν από το ταξίδι και για να τραφούν με φρέσκο χορτάρι. Και κατά την αποβίβαση στον Μαραθώνα θα πρέπει να ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική, κοινή άλλωστε σε όλους τους αρχαίους στρατούς.
Μετά την άφιξη και την αμυντική εγκατάσταση όμως των Ελλήνων σε απόσταση αναπνοής από το περσικό στρατόπεδο – η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατόπεδα δεν ήταν μεγαλύτερη των 2 χλμ. – οι Πέρσες ιπποκόμοι αδυνατούσαν να οδηγήσουν τους ίππους στον πλούσιο κάμπο να βοσκήσουν φοβούμενοι ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να τους επιτεθούν αιφνιδιαστικά και να τους αρπάξουν τα πολύτιμα ζώα. Έτσι οι ίπποι των Περσών περιορίσθηκαν στο βορειοανατολικό άκρο του πεδίου, μεταξύ της Μακάριας κρήνης και των ελών.
Το ιππικό αποτελούσε πράγματι το επίλεκτο όπλο των Περσών. Το ίδιο όμως υπόκειντο σε ορισμένους περιορισμούς. Το ιππικό δεν μπορούσε να παραμείνει σε θέσεις μάχης για απεριόριστο χρόνο. Οι ίπποι επίσης χρειάζονταν καθημερινή περιποίηση. Τις νύκτες επίσης οι ίπποι έπρεπε να δένονται από τα πόδια, ώστε να μην μπορούν να φύγουν, ακόμη και αν πανικοβληθούν. Οι Πέρσες φοβούνταν, δικαίως, ότι ήταν δυνατό κάποιος Έλληνας να διεισδύσει νύκτα στο στρατόπεδο τους και να τρομάξει τους ίππους, ανάβοντας για παράδειγμα φωτιά κοντά τους.
Τα ζώα λειτουργούν με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Αν λοιπόν δεν ήσαν καλά δεμένα θα τρέπονταν σε φυγή. Από την άλλη πλευρά όμως το δέσιμο των ίππων στερούσε από τους Πέρσες ιππείς πολύτιμο χρόνο ετοιμότητας. Ένας ιππέας χρειαζόταν ούτως ή άλλως διπλάσιο χρόνο προετοιμασίας πριν τη μάχη από έναν πεζό.
Ο χρόνος αυτός τώρα αυξάνονταν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το γεγονός αυτό δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Τι θα γινόταν όμως εάν οι Έλληνες εξαπέλυαν αιφνιδιαστική επίθεση ; Θα προλάβαιναν οι εκλεκτοί Πέρσες ιππείς να ετοιμαστούν και να λάβουν μέρος στη μάχη;
Φοβούμενοι ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο οι Πέρσες επιχείρησαν να προκαλέσουν τους Έλληνες σε μάχη. Την δευτέρα της αποβάσεως των ημέρα παρέταξαν τον στρατό τους προς μάχη μεταξύ του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης, στο ύψος της σημερινής κοίτης του ποταμού Χάραδρου. Οι Πέρσες παρατάχθηκαν στο ευνοϊκότερο για αυτούς σημείο του πεδίου και ανέμεναν την ελληνική επίθεση.
Φυσικά οι Έλληνες δεν κινήθηκαν. Θα ήταν πολύ ανόητο από μέρους τους να εμπλακούν με τον αντίπαλο υπό ευνοϊκές για αυτόν συνθήκες. Αντιθέτως αποφάσισαν να περιμένουν, διατηρώντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία των κινήσεων.Οι Πέρσες αφού μάταια περίμεναν για ώρες, τελικώς έσπασαν τους σχηματισμούς των και επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους.
Οι Πέρσες στρατηγοί επίσης δεν φάνηκαν πρόθυμοι να αποτολμήσουν μια κατά μέτωπο επίθεση στην ελληνική τοποθεσία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε μια άκρως αιματηρή αποτυχία. Η περσική πάντως πρόκληση προκάλεσε διχογνωμίες στο ελληνικό στρατόπεδο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι πέντε Αθηναίοι στρατηγοί εξέφρασαν την άποψη ότι δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εμπλακούν με τις μυριάδες εχθρών πριν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι λοιποί, με επικεφαλής τον Μιλτιάδη, αντιθέτως, υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να επιτεθούν στον εχθρό την κατάλληλη στιγμή. Τη λύση έδωσε τελικώς ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο οποίος συντάχθηκε με την άποψη του Μιλτιάδη. Έτσι κατά πλειοψηφία ελήφθη η απόφαση να επιτεθούν οι λίγοι στους πολλούς με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία.
Το πρώτο βήμα στο οποίο προχώρησε ο Μιλτιάδης, ο ουσιαστικός ηγέτης πλέον των ελληνικών δυνάμεων, ήταν να προωθήσει τις θέσεις του πλησιέστερα στις περσικές. Οι Έλληνες πλησίασαν σε απόσταση περίπου 1.500 μ. – 8 στάδια κατά τον Ηρόδοτο – από τις περσικές προφυλακές, μεταφέροντας μαζί τους και τα ξύλινα φράγματα που είχαν κατασκευάσει.
Αυτά τα τοποθέτησαν κυρίως στα πλευρά της παρατάξεως των, ώστε να είναι προστατευμένοι από περσικές απόπειρες υπερφαλαγγίσεως. Κατά μέτωπο η οπλιτική φάλαγγα ήταν πολύ ισχυρή για να διασπαστεί, ακόμα και από επέλαση ιππικού. Εξάλλου δεν υπήρχε ακόμη ιππικό ικανό να επελάσει μετωπικά κατά της φάλαγγας. Οι ίπποι, χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αρνούνταν κατηγορηματικώς να επελάσουν κατά του δάσους λογχών της φάλαγγας.
Η προσφιλής τακτική των Περσών κατά της ελληνικής φάλαγγας ήταν η προσβολή της από τα πλευρά. Τώρα όμως που τα πλευρά ήταν καλυμμένα από τα ξύλινα φράγματα όλος ο περσικός σχεδιασμός ανατρεπόταν. Στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση οι Πέρσες ιππείς θα ελίσσονταν ενώπιον της ελληνικής παρατάξεως εξαπολύοντας τα ακόντια των εναντίον της, δεχόμενοι όμως τα βλήματα των Ελλήνων ψιλών.
Παρά την επιθετική του κίνηση να προσεγγίσει το εχθρικό στρατόπεδο, ο Μιλτιάδης δεν διέταξε την εκτέλεση της επιθέσεως. Βαθύς γνώστης της περσικής νοοτροπίας, επιχείρησε να «αποκοιμίσει» τους αντιπάλους διοικητές. Και πράγματι το επέτυχε.
Οι Πέρσες στρατηγοί, βλέποντας τους Έλληνες να μην επιτίθενται, προφανώς κατόπιν γνωμοδοτήσεως και του Ιππία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι δεν θα εφορμούσαν εναντίον τους πριν την άφιξη ενισχύσεων. Με αυτό το σκεπτικό χαλάρωσαν τα μέτρα επιφυλακής των, καθώς οι ημέρες περνούσαν και οι δύο αντίπαλες στρατιές συνήθισαν η μια στην παρουσία της άλλης.
Οι Πέρσες ειδικά, οι οποίοι λόγω τους έως τότε αήττητου τους από τους Έλληνες, αλλά και λόγω της μεγάλης τους αριθμητικής υπεροχής, η οποία πλέον καθίστατο απτή, εφόσον έβλεπαν το μικρό μέγεθος της ελληνικής στρατιάς, άρχισαν να αισθάνονται πολύ σίγουροι για του εαυτό τους, γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή, όπως πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα αποδεικνύουν.
Από τις νέες τους θέσεις οι Έλληνες παρατηρούσαν με προσοχή τους εχθρούς. Παρατηρούσαν κάθε τους κίνηση, κάθε τους συνήθεια. Βάσει των παρατηρήσεων των αυτών, οι οποίες μεταφέρονταν στους στρατηγούς, καταστρώθηκε και το τελικό σχέδιο μάχης.
Ο Μιλτιάδης κατέστρωσε το σχέδιο δράσεως, το οποίο παρουσίασε στους λοιπούς στρατηγούς, οι οποίοι προφανώς το αποδέχθηκαν. Το σχέδιο των Ελλήνων ήταν προσαρμοσμένο, όχι στην τακτική μάχης των πολεμίων, αλλά και στην καταγραφή των κινήσεων και των συνηθειών τους.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε ότι κάθε στρατιά του Μεγάλου Βασιλέως, η οποία περιελάμβανε περσικά και συμμαχικά τμήματα, πολεμούσε με τους Πέρσες στο κέντρο και τους υποτελείς στα πλευρά. Οι Πέρσες αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα της στρατιάς και ήταν προετοιμασμένοι να πολεμήσουν μέχρι τον θάνατο αν χρειαζόταν. Αντιθέτως οι υποτελείς στρατιώτες, και δικαίως, δεν έδειχναν την ίδια προθυμία να πεθάνουν για την δόξα του Πέρση βασιλέα. Πολεμούσαν ικανοποιητικά μεν, μέχρις κάποιου ορίου δε.
Οι Πέρσες στρατηγοί το γνώριζαν αυτό και για αυτόν τον λόγο έτασσαν τα συμμαχικά και υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παρατάξεως των. Ακόμα και αν αυτά «έσπαζαν» και τρέπονταν σε φυγή, τα περσικά ή μηδικά τμήματα στο κέντρο θα συνέχιζαν τη μάχη.
Και επειδή συνήθως οι περσικές στρατιές ήταν τεράστιες σε αριθμό ανδρών, ακόμη και η θραύση της μίας ή και των δύο πτερύγων του στρατού δεν προκαλούσε και την υπερφαλάγγισή του, εφόσον το μέτωπο ήταν συνήθως τόσο εκτεταμένο ώστε να απαγορεύει την υπερκέρασή του.
Τι θα συνέβαινε όμως σε περίπτωση που τα δύο κέρατα του στρατού «έσπαζαν» αν θα στηρίζονταν σε φυσικά κωλύματα; Η περίπτωση αυτή μάλλον δεν ελήφθη καθόλου υπόψη από τους Πέρσες στρατηγούς στον Μαραθώνα. Εδώ η στενότητα του πεδίου θα τους εξανάγκαζε να δώσουν μάχη μεταξύ είτε του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης (άποψη του Κούρτιου), είτε μεταξύ του όρους Σταυροκοράκι και της θαλάσσης, όπως θέλει η πλέον διαδεδομένη άποψη.
Και στις δύο περιπτώσεις ο περσικός στρατός θα στήριζε το δεξιό πλευρό του στο λόφο ή στο όρος και το αριστερό του στη θάλασσα. Παρατασσόμενος με τον κλασσικό για αυτόν τρόπο, οι στρατηγοί του θα έτασσαν τους επίλεκτους Μήδους και Πέρσες στο κέντρο και τους υποτελείς Σάκες στα δύο κέρατα.
Πίσω όμως από το μέτωπο της στρατιάς εκτεινόταν έλη, γεγονός που σε περίπτωση διασπάσεως του μετώπου θα οδηγούσε σε καταστροφή κατά τη φάση της υποχωρήσεως. Σε περίπτωση μάλιστα διασπάσεως των δύο κεράτων της παρατάξεως ούτε οι επίλεκτοι πολεμιστές του κέντρου θα μπορούσαν να σώσουν την κατάσταση, διότι απλούστατα θα υπερφαλαγγίζονταν και θα κατακόπτονταν.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν μελέτησε σε βάθος το σχέδιο δράσης της μικρής ελληνικής στρατιάς και κατέληξε ότι θα έπρεπε αυτή να ταχθεί με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο της περσικής, δηλαδή με ισχυρά κέρατα και σχετικώς αδύναμο κέντρο. Ο μικρός αριθμός των ανδρών που διέθετε, σε σχέση με τους εχθρούς, δεν του επέτρεπε να καλύψει όλο το μήκος του μετώπου παρά μόνο στο στενότερο τμήμα του, μεταξύ του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης, το οποίο έχει μήκος περί τα 1.500 μέτρα.
Αντίστοιχο όμως μήκος έχει το πεδίο του Μαραθώνα και στο μεταξύ του όρους Σταυροκοράκι και της θαλάσσης διάστημα. Εκεί η ελληνική στρατιά των 10.000 ανδρών θα μπορούσε να αναπτυχθεί με 4.000 άνδρες ανά κέρας, ταγμένους εις βάθος οκτώ ζυγών (απλή φάλαγγα) και με 2.000 άνδρες στο κέντρο ταγμένους σε βάθος τεσσάρων μόλις ζυγών (μισή φάλαγγα).
Υπολογίζοντας μέτωπο κατ’ άνδρα της τάξεως των 0.90 μέτρων, το συνολικό μήκος του ελληνικού μετώπου δεν θα ξεπερνούσε τα 1.400 μέτρα, περιλαμβανομένων και των μικρών κενών διαστημάτων, μεταξύ των υπομονάδων. Εάν η ελληνική στρατιά αριθμούσε 11.000 άνδρες το μέτωπο της θα έφτανε τα 1.500 περίπου μέτρα. Η στρατιά θα παρουσίαζε μέτωπο 1.500 έως 1.625 ανδρών αντιστοίχως.
Οι Πέρσες από την άλλη πλευρά μπορούσαν στο ίδιο μήκος μετώπου να παρατάξουν έως και 150.000 στρατιώτες, ταγμένους με μέτωπο 1.500 ανδρών και βάθος έως 100 ζυγών. Το πολύ μεγάλο βάθος του περσικού σχηματισμού δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού ήταν συνηθισμένη πρακτική στους στρατούς των ανατολικών εθνών. Οι ανατολικοί λαοί, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Μήδοι, Πέρσες, από την στιγμή που υιοθέτησαν τον σχηματισμό σπαραμπάρα, παρέτασσαν το πεζικό τους σε μεγάλο βάθος, ώστε να αποκτά τη απαραίτητο συνοχή, που ούτε ο οπλισμός, ούτε η εκπαίδευσή του, του προσέδιδαν.
Σε βάθος 100 ζυγών ετάχθησαν άλλωστε οι Πέρσες και στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), συμφώνως με την περιγραφή του Ηροδότου, αλλά και στη μάχη στα Κούναξα (400 π.Χ.) συμφώνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα. Όσον αφορά το μήκος του μετώπου τους σε άνδρες υπολογίζεται βάσει του πλάτους της ασπίδας τους, το οποίο έφτανε το 1 περίπου μέτρο.
Αντιστοίχως η διάμετρος της ελληνικής αργολικής ασπίδας, με την οποία ήταν εφοδιασμένοι οι Έλληνες, έφτανε τα 0.90 μέτρα. Όταν η φάλαγγα «συνασπιζόταν» λοιπόν στον κάθε οπλίτη αντιστοιχούσε πλάτος μετώπου ίσο ακριβώς με την ασπίδα του.
Με τον σχηματισμό που επινόησε λοιπόν ο Μιλτιάδης, ήταν σε θέση να καλύψει όλο το μήκος του μετώπου, παρά την συντριπτική εχθρική αριθμητική υπεροχή. Έχοντας καταστρώσει το σχέδιο δράσεως ο Μιλτιάδης ανέμενε πλέον την κατάλληλο στιγμήν για να προσβάλει και να αφανίσει τους Πέρσες. Όλοι οι μελετητές της μάχης συμφωνούν, στο σημείο αυτό, ότι ο Μιλτιάδης ανέμενε το «άδειασμα» της Σελήνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι και η τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς, όπου εικόνιζε την μάχη του Μαραθώνα, επάνω από τους επιτιθέμενους Έλληνες εικόνιζε την θεά Σελήνη, ενώ στο αντίθετο άκρο της, εκεί που παρουσίαζε τους φεύγοντες προς τα πλοία Πέρσες εικόνιζε τον θεό Ήλιο. Είχε διέλθει η πανσέληνος και μεταξύ της δύσης της Σελήνης και της ανατολής του Ηλίου υπήρχε ένα «νεκρό» σημείο, με απόλυτο σκότος. Το σκότος αυτό εκμεταλλεύθηκαν μερικοί Ίωνες και αυτομόλησαν στους ομοφύλους τους Αθηναίους, αθέατοι λόγω του σκότους από τους Πέρσες.
Οι Ίωνες που με τη βία ακολουθούσαν τους Πέρσες, προφανώς ως ναύτες, ανέφεραν στον Μιλτιάδη ότι οι Πέρσες είχαν χαλαρώσει τα μέτρα ασφαλείας τους και είχαν αποσύρει το ιππικό τους πίσω από τις θέσεις του πεζικού, μεταξύ των ελών και της Μακάριας κρήνης. Η ευκαιρία που ο Μιλτιάδης αναζητούσε είχε εμφανιστεί! Την πληροφορία πάντως περί των Ιώνων αυτόμολων δεν την αναφέρει ο Ηρόδοτος. Αναφέρεται όμως στο περίφημο Λεξικό της Σούδας (ή Σουίδα), το οποίο αναφέρει ότι οι Ίωνες έφτασαν έως τα ξύλινα οχυρώματα και ενημέρωσαν τον Μιλτιάδη ότι περσικό ιππικό ήταν απροετοίμαστο. Τότε αυτός εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία επιτέθηκε στους εχθρούς και τους νίκησε.
Ελληνική επίθεση
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Ο Πλούταρχος τοποθετούσε τη μάχη στις 6 Οκτωβρίου του 490 π.Χ. Συμφώνως όμως με νεότερους υπολογισμούς τρεις θεωρούνται αι πιθανότερες ημερομηνίες διεξαγωγής της μάχης, η 10η Αυγούστου, η 9η Σεπτεμβρίου και η 8η Οκτωβρίου. Γνωρίζουμε όμως ότι ελληνική έφοδος εκδηλώθηκε μια ώρα πριν το ξημέρωμα, αιφνιδιάζοντας τους Πέρσες και αχρηστεύοντας το κυριότερο τους όπλο, το ιππικό. Περί τα 1.500 μέτρα χώριζαν τους δύο αντιπάλους.
Οι Πέρσες, στο άκουσμα της ελληνικής εφόδου, έσπευδαν φύρδην – μίγδην να λάβουν θέσεις μάχης. Οι ιππείς και οι ιπποκόμοι προσπαθούσαν να ετοιμάσουν τους ίππους και να εξοπλισθούν. Βρισκόταν όμως πίσω από τις γραμμές του φίλιου πεζικού και μοιραία, ακόμη και όταν ετοιμάσθηκε για μάχη, ετάχθη πίσω από αυτό, σε δεύτερη γραμμή, ως γενική εφεδρεία, εφόσον δεν υπήρχε χώρος για να ταχθεί στην πρώτη γραμμή.
Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες επιτέθηκαν τρέχοντας κατά των Περσών σε σημείο οι τελευταίοι να τους περάσουν για τρελούς. Κάτι τέτοιο πάντως θα ήταν μάλλον απίθανο να έχει συμβεί. Μεταφέροντες οπλισμό βάρους τουλάχιστον 30 κιλών, οι Έλληνες οπλίτες δε θα άντεχαν να καλύψουν τρέχοντας τα 1.500 μέτρα που τους χώριζαν από τους Πέρσες και στη συνέχεια να τους πολεμήσουν επί τουλάχιστον τρεις ώρες.
Εξάλλου οι Έλληνες οπλίτες δεν εκτελούσαν ποτέ τρέχοντας τις κινήσεις προσπέλασης γιατί και κόπωση στους άνδρες μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε και τη συνοχή, πάνω από όλα, της φάλαγγας θα διατάρασσε. Η ισχύς της φάλαγγας ήταν ακριβώς η συνοχή της. Δεν είχε νόημα να πλήξει ένας οπλίτης την εχθρική παράταξη. Το πλήγμα έπρεπε να είναι συγκεντρωτικό από τον μεγαλύτερο αριθμό ανδρών ταυτοχρόνως.
Εξάλλου δεν υπήρχε λόγος να διανύσουν οι Έλληνες ολόκληρη την απόσταση τρέχοντας, από την στιγμή που το δραστικό βεληνεκές των περσικών τόξων έφτανε τα 200 περίπου μέτρα. Αρκούσε να διανύσουν τρέχοντας ακριβώς τα 200 αυτά μέτρα, στα οποία ήσαν σχετικά τρωτοί από τα περσικά βέλη και να επιπέσουν με ακμαίες τις δυνάμεις τους επί της εχθρικής παρατάξεως.
Αυτό ακριβώς και έπραξαν. Λίγος μετά τις 05.30 το πρωί η ελληνική φάλαγγα, αφού ξεπέρασε χωρίς σοβαρές απώλειες τον περσικό φραγμό βελών, επέπεσε με ορμή στην εχθρική παράταξη και ενεπλάκη σε αγώνα εκ του συστάδην. Τότε ακούστηκε η φρικτή κλαγγή των όπλων καθώς οι ασπίδες έσμιξαν μεταξύ τους και τα δόρατα πήραν τον λόγο. Οι Έλληνες ευθύς εξ αρχής άρχισαν να πιέζουν τους Πέρσες στα δύο κέρατα.
Διέσπασαν το φράγμα των ασπίδων των Περσών και άρχισαν να σφαγιάζουν τους Σάκες τοξότες κατά δεκάδες. Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των πολεμίων ώστε οι απώλειες δεν προκάλεσαν, άμεσα τουλάχιστον, την διάλυση των γραμμών τους.
Στο κέντρο αντιθέτως η λεπτή ελληνική γραμμή, η αποτελούμενη από 2.000 Αθηναίους οπλίτες, πιέστηκε με τη σειρά της και ωθήθηκε προς τα πίσω από το πλήθος των επίλεκτων Περσών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κέντρο πολεμούσε, ως απλός στρατιώτης και ο μετέπειτα σωτήρας της Ελλάδος, ο Θεμιστοκλής. Το σχέδιο πάντως του Μιλτιάδη εξελισσόταν κανονικώς.
Οι Έλληνες έκαναν θραύση στις δύο πτέρυγες, σκοτώνοντας τώρα τους Σάκες κατά εκατοντάδες. Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (περσικά ξιφίδια) των βαρβάρων δεν προξενούσαν την παραμικρή εντύπωση στους καλά θωρακισμένους και άριστα εκπαιδευμένους Έλληνες οπλίτες. Σταδιακά η πίεση και οι απώλειες απέδωσαν και οι Σάκες άρχισαν να «σπάζουν» τους σχηματισμούς τους και να διαρρέουν, αρχικώς σε μικρές ομάδες, προς τα μετόπισθεν.
Συντόμως ο πανικός εξαπλώθηκε και τα δύο κέρατα της περσικής στρατιάς διαλύθηκαν. Την ίδια ώρα στο κέντρο οι 2.000 Αθηναίοι άντεχαν στην περσική πίεση και αν και εξαναγκάσθηκαν σε μικρή υποχώρηση, δεν διασπάστηκαν. Έτσι έδωσαν τον αναγκαίο χρόνο στα δύο νικηφόρα ελληνικά κέρατα να συγκλίνουν προς το κέντρο και να υπερφαλαγγίσου, αρχικά, και να περικυκλώσουν, κατά τα ¾ κατόπιν τους Πέρσες. Ακολούθησε άγρια σφαγή των εχθρών.
Ο Μιλτιάδης φρόντισε να μην κυκλώσει εντελώς τους Πέρσες, αφήνοντάς τους μια οδό διαφυγής προς τα πλοία. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να κατακριθεί από ορισμένους. Ήταν όμως απόλυτα δικαιολογημένη. Αν περικύκλωνε τελείως τους Πέρσες, οι τελευταίο, μη έχοντας άλλη διέξοδο, θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους.
Έπρεπε να εξοντώσουν συντόμως το περσικό πεζικό, πριν το ιππικό προλάβει να επέμβει. Αφήνοντας λοιπόν ανοικτή οδό διαφυγής, ο Μιλτιάδης επέτυχε δύο πράγματα. Πρώτον, προκάλεσε τους Πέρσες να προτιμήσουν την φυγή από τον μέχρις εσχάτων αγώνα και δεύτερον εμπόδισε την εμπλοκή του ιππικού τους στη μάχη.
Όπως ανεφέρθη το περσικό ιππικό μόλις ετοιμάσθηκε, ελλείψει χώρου, ετάχθη σε δεύτερη γραμμή πίσω από το πεζικό. Η φυγή των Σακών όμως, οι οποίοι φεύγοντες διαπέρασαν τις τάξεις του, προκάλεσε σύγχυση και ίσως πανικό. Πριν προλάβει να ανασυνταχθεί το ιππικό βρέθηκε να αντιμετωπίζει ένα νέο κύμα φυγάδων, Περσών αυτή τη φορά.
Έτσι κυριολεκτικώς μπλεγμένοι οι ιππείς ανάμεσα στους πανικόβλητους πεζούς δεν μπορούσαν να πράξουν το παραμικρό, όχι να πολεμήσουν, αλλά ούτε καν να κινηθούν. Μοιραία, ενώπιον της συνεχιζόμενης πίεσης των Ελλήνων, οι άνδρες του Δάτη και του Αρταφέρνη πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε γενική φυγή προς τα πλοία τους, προσπαθώντας να μπουν σε αυτά και να γλιτώσουν αποπλέοντας.
Εκεί όμως επενέβη και η ελληνική γη και εκδικήθηκε την προσβολή που της έκαναν οι Πέρσες πατώντας το χώμα της. Οι Πέρσες πανικόβλητοι έπεσαν μέσα στα έλη. Τα πόδια ανδρών και ίππων κόλλησαν στη λάσπη με αποτέλεσμα να βρουν φρικτό θάνατο. Αρκετοί άλλοι έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν.
Οι Έλληνες στο μεταξύ καταδίωξαν τους Πέρσες. Γνωρίζοντας καλύτερα το έδαφος, πραγματοποίησαν μια μικρή παράκαμψη, απέφυγαν τα έλη και επέπεσαν επί των εχθρών την ώρα που αυτοί επιχειρούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία τους. Τότε έπεσε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, επικεφαλής του ελληνικού δεξιού. Ο θάνατός του δεν σταμάτησε όμως τους Έλληνες από το έργο τους.
Καταδιώκοντας τους Πέρσες οι Έλληνες έφτασαν τελικώς στα πλοία. Εκεί νέες άγριες συμπλοκές πραγματοποιήθηκαν, καθώς οι Έλληνες προσπαθούσαν να κυριεύσουν τα εχθρικά πλοία και οι Πέρσες να σώσουν τις ζωές τους. Σκηνές ομηρικές εκτυλίχθηκαν, με τους Έλληνες να ορμούν στα πλοία των εχθρών. Σε αυτή τη φάση σκοτώθηκε ο Κυναίγειρος, ο αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου.
Τελικώς μόνο 6 εχθρικά πλοία κυριεύθηκαν, τα υπόλοιπα άνοιξαν πανιά και έπλευσαν νότια, κατόπιν οπτικού σήματος που τους εδόθη, από το όρος Αγριλίκι. Αμέσως ο Μιλτιάδης κατάλαβε. Η ώρα ήταν περίπου 08.30. μόλις τρεις ώρες είχε διαρκέσει η ένδοξος μάχη. Οι Πέρσες όμως δεν είχαν ακόμη αποδεχτεί την ήττα τους. Εξάλλου, παρά τις βαρύτατες απώλειες, εξακολουθούσαν να υπερέχουν συντριπτικώς των Ελλήνων σε αριθμό ανδρών.
Στράφηκαν λοιπόν προς τα νότια με σκοπό να αποβιβασθούν στον Φαληρικό όρμο, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν την Αθήνα εξαπίνης. Ο Μιλτιάδης όμως αμέσως αναδιοργάνωσε την στρατιά και αφού άφησε πίσω τα πλέον καταπονημένα τμήματα του κέντρου να φυλάσσουν το πεδίο της μάχης, αναχώρησε ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα με κατεύθυνση ακριβώς το Φάληρο.
Ύστερα από σύντονο, επίπονη πορεία οκτώ ωρών οι Έλληνες έφτασαν πρώτοι στο Φάληρο! Μια ώρα αργότερα, περί τις 17.30, φάνηκαν στον ορίζοντα τα πανιά των περσικών πλοίων. Όταν όμως τα περσικά πλοία πλησίασαν, οι στρατηγοί είδαν τον λαμπρό απογευματινό ήλιο να χρυσώνει με τις αχτίδες του τα όπλα των Μαραθωνομάχων.
Το θέαμα αποκαρδίωσε εντελώς τους Πέρσες στρατηγούς, οι οποίοι αποφάσισαν, αιώνια ντροπιασμένοι, να λάβουν την άγουσα προς την Ασία, μαζί με τους προδότες φίλους τους. Η μάχη του Μαραθώνα είχε λήξει. Οι Έλληνες είχαν συντρίψει τους υπερήφανους Πέρσες, καταρρίπτοντας και τον περί του αήττητού τους μύθο. Οι «Χρυσοφόροι Μήδοι» δεν τρόμαξαν τους λιγοστούς της ελευθερίας προμάχους, ούτε με τον αριθμό τους, ούτε με το χρυσάφι τους.
ΠΗΓΗ defencepoint.gr
Μετά την άγρια καταστολή της Ιωνικής επανάστασης από τους Πέρσες, ο Δαρείος αποφάσισε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στα δυτικά σύνορα του κράτους του. Οι Πέρσες θα εκστράτευαν κατά της Ελλάδας σε κάθε περίπτωση, είτε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς βοηθούσαν στους Ίωνες, είτε όχι.
Ο περσικός στόλος, υπό τους Δάτη και Αρταφέρνη, συνοδεία του Ιππία, διέπλευσε το Αιγαίο και
επιτέθηκε στην Ερέτρια την οποία και κυρίευσε. Κατόπιν στράφηκε προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, μετά την άλωση της Ερέτριας γνώριζαν ότι η πόλη τους αποτελούσε τον βασικό αντικειμενικό σκοπό της περσικής εκστρατείας. Γνώριζαν επίσης την φρικτή τύχη που τους περίμενε σε περίπτωση ήττας. Παρόλα ταύτα, οι Αθηναίοι επίσης δεν ομονόησαν. Αρκετοί, φοβούμενοι ότι ήταν αδύνατον να αντέξουν στην περσική επίθεση, πρότειναν συνθηκολόγηση με τον εχθρό.
Οι πολλοί όμως αρνούνταν έστω να ακούσουν κάτι τέτοιο και πρότειναν την μέχρις εσχάτων αντίσταση στον εισβολέα. Η «φιλοπόλεμη» μερίδα είχε ως επικεφαλής έναν παλαιό γνώριμο των Περσών, τον Μιλτιάδη, τον κάποτε άρχοντα της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, έναν από τους Ίωνες στρατηγούς που είχε υποχρεωτικώς εκστρατεύσει με τον Δαρείο κατά των Σκυθών και αυτόν που είχε αποδεχτεί την πρόταση των τελευταίων να καταστρέψει τις γέφυρες του Δούναβη, ώστε να παγιδευτεί και να αφανιστεί η περσική στρατιά.
Γνώση του εχθρού
Ο Μιλτιάδης ήταν άνδρας άμεμπτος, γενναίος και με ήθος. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής του αριστοκρατικού κόμματος, αλλά ήταν και βαθιά προσηλωμένος στις αρχές της δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά οπαδοί της συνδιαλλαγής με τους Πέρσες ήσαν κυρίως οι οπαδοί των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τους Πέρσες ακολουθούσε ο Ιππίας, ο οποίος με τη βοήθεια τους θα ανακαταλάμβανε την εξουσία. Υπ’ αυτήν την οπτική δεν θεωρούσαν ότι η συνδιαλλαγή με το εχθρό συνιστά προδοσία. Πίστευαν ότι οι Πέρσες απλώς θα επέβαλαν την εξουσία του Ιππία και θα αποχωρούσαν.
Ο Μιλτιάδης ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμήν. Ο ίδιος γνώριζε καλά τους Πέρσες, τις συνήθειες και τις τακτικές τους. Γνώριζε επίσης και την εσωτερική κατάσταση των Αθηνών. Για αυτό προέβη σε προσεκτικές κινήσεις. Για αυτό επιχείρησε να «εθνικοποιήσει» τον αγώνα, καθιστώντας τον από μια σύγκρουση Αθηνών Περσικής Αυτοκρατορίας, σε αγώνα των Πανελλήνων κατά των βαρβάρων εισβολέων.
Για τον σκοπό αυτό απέστειλε αγγελιοφόρους σε πολλές πόλεις, ζητώντας την συνδρομή τους. Μια τέτοια ενέργεια είχε πολλά πλεονεκτήματα. Σε πρώτη φάση αποδυνάμωνε και περιθωριοποιούσε τους οπαδούς του Ιππία, καθιστώντας τους αυτομάτως προδότες του Ελληνισμού. Από την άλλη καθησύχαζε τους Αθηναίους στο σύνολο τους, εφόσον δεν θα ήσαν πλέον μόνοι κατά του εχθρού. Ωστόσο οι απαντήσεις που ελήφθησαν από τις διάφορες πόλεις δεν ήσαν αρκούντως ενθαρρυντικές. Μόνο οι Σπαρτιάτες και οι Πλαταιείς υποσχέθηκαν να βοηθήσουν.
Η υπόσχεση των Σπαρτιατών, αν και δεν υλοποιήθηκε τελικά, ανέβασε κατακόρυφα το ηθικό των Αθηναίων και υποχρέωσε σε σιγή όλες τις εντός τις πόλεως προδοτικές φωνές. Από την άλλη οι Πλαταιείς απέστειλαν όλη τους την δύναμιν, συμποσούμενη σε 1.000 οπλίτες. Οι άνδρες αυτοί, μαζί με 10.000 Αθηναίους θα αποτελούσαν την ελληνική στρατιά, η οποία θα αντιμετώπιζε τους «χρυσοφόρους Μήδους» στο πεδίο του Μαραθώνα.
Οι Πέρσες στον Μαραθώνα
Στο μεταξύ ο περσικός στόλος μετά την καταστροφή της Ερέτριας ανοίχθηκε και πάλι στο πέλαγος. Στόχος του ήταν η παραλία του Σχοινιά στον Μαραθώνα. Η επιλογή της τοποθεσίας αποβάσεως και δημιουργίας στρατοπέδου αποφασίσθηκε κατά τα φαινόμενα από τον Ιππία. Ο πρώην τύραννος γνώριζε ότι η περιοχή του Μαραθώνα παρουσίαζε σοβαρά πλεονεκτήματα για τους σκοπούς του ιδίου και των προστατών του.
Κατά πρώτον ο Μαραθώνας αποτελούσε κατάλληλο πεδίο για τη δράση ιππικού, τα ο οποίο άλλωστε αποτελούσε το πλέον επίλεκτο τμήμα του περσικού στρατού. Από τη άλλη στον Μαραθώνα και γενικότερα στα Μεσόγεια κατοικούσαν πολλοί οπαδοί των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι, φιλοδοξούσε ο Ιππίας, ότι θα εξεγείρονταν υπέρ του. Τέλος ο Μαραθώνας βρισκόταν απέναντι σχεδόν από τη Ερέτρια, η οποία μετά την κατάληψή της αποτελούσε την προκεχωρημένη επιμελητειακή βάση των Περσών.
Θα μπορούσαν οι Πέρσες να αποβιβαστούν άλλου; Το ερώτημα αυτό είναι προϊόν συζητήσεως εδώ και αιώνες. Θα μπορούσαν οι Πέρσες να έχουν αποβιβαστεί κάπου στον Φαληρικό όρμο, υπερεκτείνοντας όμως τις γραμμές τω συγκοινωνιών τους. Το Φάληρο σαφώς παρείχε στους Πέρσες περισσότερα πλεονεκτήματα, εφόσον εάν αποβιβάζονταν εκεί η αθηναϊκή στρατιά δεν θα τολμούσε ποτέ να εγκαταλείψει την πόλη, αλλά θα περιοριζόταν εξ αρχής σε παθητική άμυνα.
Όμως υπήρχε ο κίνδυνος μεμονωμένα αθηναϊκά αποσπάσματα να διαρρεύσουν και να πλήξουν τις γραμμές συγκοινωνιών των Περσών. Σε μια τέτοια περίπτωση η πολυάριθμη στρατιά των Δάτη και Αρταφέρνη θα καταστρέφονταν ελλείψει εφοδίων. Για τον λόγο αυτό η επιμελητειακή βάσις των Περσών, η Ερέτρια, έπρεπε να βρίσκεται όσο το δυνατό πιο κοντά στο πεδίο επιχειρήσεων της στρατιάς. Για αυτό το πεδίο του Μαραθώνα ήταν προσφορότερο.
Παρόλα ταύτα το πεδίο του Μαραθώνα δεν παρουσίαζε και τόσα πλεονεκτήματα για τους Πέρσες, όσα τουλάχιστον ορισμένοι υποστηρίζουν. Οι Πέρσες στρατοπέδευσαν μεταξύ της παραλίας του Σχοινιά και του υψώματος Σταυροκοράκι (υψ. 310). Επέλεξαν το σημείο αυτό διότι εκεί υπήρχε η Μακάρια κρήνη, από την οποία μπορούσαν να τροφοδοτούνται με νερό.
Το στρατόπεδο τους όμως κοβόταν στην κυριολεξία στη μέση από τα έλη που υπήρχαν τότε στον Μαραθώνα, έλη που τροφοδοτούνταν από τον μικρό ποταμό Χάραδρο και τη θάλασσα. Αυτά ακριβώς τα έλη έμελλε να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην επερχόμενη μάχη. Η πεδιάδα λοιπόν του Μαραθώνα δεν ήταν εκ των πραγμάτων τόσο εκτεταμένη όσο θα χρειαζόταν για την ανάπτυξη του περσικού στρατού.
Η κατάσταση μάλιστα των Περσών χειροτέρευσε όταν την επομένη τη εγκαταστάσεως των εμφανίσθηκε στην περιοχή και η ελληνική στρατιά. Οι Αθηναίοι, έχοντας πληροφορηθεί την αποβίβαση των αντιπάλων απεφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν στο σημείο αποβάσεως, αντί να περιμένουν παθητικά εντός των τειχών.
Η απόφαση αυτή ελήφθη από τους 10 Αθηναίους στρατηγούς, οι οποίοι παραδοσιακά διοικούσαν τον στρατό, ένας τους άνδρες κάθε φυλής. Η απόφαση όμως ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων καθώς πολλοί πολίτες επέμενα ότι δεν θα έπρεπε να διακινδυνεύσουν συγκρουόμενοι σε ανοικτό πεδίο, με τόσο πολυάριθμους εχθρούς. Ευτυχώς η πρόταση τους δεν εισακούστηκε και η Αθήνα δεν υπέστη την τύχη της Ερέτριας. Ωστόσο οι στρατηγοί δεν θα οδηγούσαν στον Μαραθώνα το σύνολο των αθηναϊκών δυνάμεων.
Υπολογίζεται ότι η Αθήνα εκείνην την περίοδο μπορούσε να παρατάξει στρατό περί τους 15.000 οπλίτες. Ο Μιλτιάδης και οι στρατηγοί του όμως οδήγησαν μόνον 10.000 άνδρες στον Μαραθώνα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και λίγοι ελαφρά οπλισμένοι απελεύθεροι δούλοι. Άφησαν δηλαδή πίσω τους τουλάχιστον το 1/3 των μαχίμων ανδρών.
Η κίνηση αυτή ίσως με την πρώτη ματιά φαντάζει ακατανόητη. Όταν έχεις στη διάθεση σου ένα μικρό έτσι κι αλλιώς στράτευμα έναντι υπεραρίθμων αντιπάλων είναι λογικό να συγκεντρώνεις το σύνολο του δυναμικού μάχης που διαθέτεις για την κρίσιμη μάχη. Μια προσεκτικότερη όμως εξέταση των πραγμάτων οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα.
Οι Αθηναίοι στρατηγοί ήταν υποχρεωμένοι να αφήσουν πίσω τους ισχυρή φρουρά στην Αθήνα, ώστε και τα τείχη να φρουρούνται, σε περίπτωση που χάσουν τη μάχη, αλλά και οι οπαδοί του Ιππία και γενικότερα οι φιλοπερσικές φωνές να τηρούνται υπό έλεγχο. Εξάλλου οι Αθηναίοι στρατηγοί υπολόγιζαν και στην άφιξη του επικουρικού σπαρτιατικού σώματος.
Οπότε οι άνδρες που άφηναν πίσω, προφανώς οι λιγότερο κατάλληλοι για επιχειρήσεις πεδίου, θα αναπληρώνονταν από τους επίλεκτους Σπαρτιάτες. Με αυτά κατά νου οι 10 στρατηγοί τάχθηκαν επικεφαλής των 10.000 ανδρών τους και κίνησαν για τον Μαραθώνα. Όσον αφορά τους Πλαταιείς αυτοί κατά πάσα πιθανότητα ενώθηκαν με τους Αθηναίους, μετά την άφιξη των τελευταίων στον Μαραθώνα και όχι νωρίτερα.
Ελιγμοί και στρατηγήματα
Οι Αθηναίοι αναχώρησαν από την πόλη εν μέσω συγκινητικών εκδηλώσεων με υψηλό ηθικό, καθώς ταίριαζε σε προμάχους της πατρίδος και της ελευθερίας. Η στρατιά πορεύθηκε από την Κηφισιά προς τα Μεσόγεια. Οι στρατηγοί προτίμησαν να αποφύγουν την παράκτια οδό, φοβούμενοι ότι οι Πέρσες θα τους εντόπιζαν, αλλά και γιατί η συγκεκριμένη οδός ήταν ημιορεινή και άρα ασφαλής από τυχόν επίθεση του περσικού ιππικού.
Όπως ανεφέρθη η στρατιά έφτασε στον Μαραθώνα ή το βράδυ της επομένης της περσικής αποβάσεως ή το πρωί της μεθεπομένης ημέρας. Οι Έλληνες εντόπισαν το βαρβαρικό στρατόπεδο και απεφάσισαν να στρατοπεδεύσουν κοντά στο σημερινό χωριό Βράνα στους πρόποδες των λόφων Αγριλίκι (υψ. 557) και Κοτρώνι (υψ. 220). Εκεί βρισκόταν ένα τέμενος του Ηρακλή το οποίο λειτούργησε ως στρατηγείο των Ελλήνων.
Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν εκεί για προφανείς λόγους. Το ορεινό έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για δράση ιππικού. Έτσι θα μπορούσαν ήσυχοι και ασφαλείς να προετοιμασθούν για τη μάχη, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής προσβολής τους από το ευκίνητο τμήμα της αντιπάλου στρατιάς. Παράλληλα ο γνώστης της περσικής τακτικής Μιλτιάδης διέταξε τους άνδρες του κατασκευάσουν φορητά ξύλινα φράγματα.
Αυτά αποτελούντο από μια μεγάλη εγκάρσια δοκό επί της οποίας τοποθετούνταν κάθετα μερικές δεκάδες μυτεροί πάσσαλοι. Το όπλο αυτό που για πρώτη φορά φαίνεται να υιοθέτησε ο Μιλτιάδης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην Ευρώπη του 16ου έως του 19ου αιώνος μ.Χ. από στρατούς που αντιμετώπιζαν αντίπαλο με συντριπτική υπεροχή σε ιππικό.
Χάρη σε αυτά τα φορητά φράγμα – σεβώ ντε φρις, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στρατιωτική ορολογία – οι Αυστριακοί επέτυχαν μεγάλες νίκες κατά των Οθωμανών. Ακόμα και στην καταλυτική πολιορκία και μάχη της Βιέννης το 1683 τα γερμανικά στρατεύματα χρησιμοποίησαν τέτοια φράγματα, αδρανοποιώντας το περίφημο και πολυάριθμο οθωμανικό ιππικό και κατακόπτοντας, με την ησυχία τους, το άτακτο εν πολλοίς οθωμανικό πεζικό.
Πίσω από τα ξύλινα φράγματα οι Έλληνες λοιπόν παρέμεναν ασφαλείς. Και όχι μόνο αυτό. Η παρουσία της μικρής ελληνικής στρατιάς σε τόσο κοντινή των βαρβάρων θέση απέτρεψε τους τελευταίους από το να σκεφθούν ακόμη να ξεμακρύνουν από το στρατόπεδο τους. Έτσι και να λεηλατήσουν την αττική ύπαιθρο αδυνατούσαν και αποκλειστικά μέσω Ερέτριας εξαρτούσαν τον εφοδιασμό τους. Τα δύο αυτά γεγονότα έχουν μεγάλη σημασία, πρακτική και ψυχολογική.
Οι Πέρσες που αποβιβάσθηκαν στη Αττική γη νικητές και τροπαιούχοι, έτοιμοι να συντρίψουν την Αθήνα, είχαν τώρα περιορισθεί αυτοί σε παθητικό ρόλο, πολιορκημένοι ουσιαστικά στο στρατόπεδο τους, αποκλεισμένοι από τους λιγοστούς Έλληνες. Το πρωτοφανές στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά αυτό γεγονός, πέραν του αντίκτυπου που είχε στο ηθικό των Περσών τους δημιουργούσε και πρακτικά προβλήματα, ιδιαιτέρως όσον αφορά το ιππικό τους. Οι ίπποι των Περσών είχαν προφανώς μεταφερθεί από την Ασία με ιππαγωγά σκάφη.
Είναι λογικό να υποτεθεί ότι κάθε φορά που ο στόλος αγκυροβολούσε οι ίπποι αποβιβάζονταν για να συνέλθουν από το ταξίδι και για να τραφούν με φρέσκο χορτάρι. Και κατά την αποβίβαση στον Μαραθώνα θα πρέπει να ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική, κοινή άλλωστε σε όλους τους αρχαίους στρατούς.
Μετά την άφιξη και την αμυντική εγκατάσταση όμως των Ελλήνων σε απόσταση αναπνοής από το περσικό στρατόπεδο – η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατόπεδα δεν ήταν μεγαλύτερη των 2 χλμ. – οι Πέρσες ιπποκόμοι αδυνατούσαν να οδηγήσουν τους ίππους στον πλούσιο κάμπο να βοσκήσουν φοβούμενοι ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να τους επιτεθούν αιφνιδιαστικά και να τους αρπάξουν τα πολύτιμα ζώα. Έτσι οι ίπποι των Περσών περιορίσθηκαν στο βορειοανατολικό άκρο του πεδίου, μεταξύ της Μακάριας κρήνης και των ελών.
Το ιππικό αποτελούσε πράγματι το επίλεκτο όπλο των Περσών. Το ίδιο όμως υπόκειντο σε ορισμένους περιορισμούς. Το ιππικό δεν μπορούσε να παραμείνει σε θέσεις μάχης για απεριόριστο χρόνο. Οι ίπποι επίσης χρειάζονταν καθημερινή περιποίηση. Τις νύκτες επίσης οι ίπποι έπρεπε να δένονται από τα πόδια, ώστε να μην μπορούν να φύγουν, ακόμη και αν πανικοβληθούν. Οι Πέρσες φοβούνταν, δικαίως, ότι ήταν δυνατό κάποιος Έλληνας να διεισδύσει νύκτα στο στρατόπεδο τους και να τρομάξει τους ίππους, ανάβοντας για παράδειγμα φωτιά κοντά τους.
Τα ζώα λειτουργούν με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Αν λοιπόν δεν ήσαν καλά δεμένα θα τρέπονταν σε φυγή. Από την άλλη πλευρά όμως το δέσιμο των ίππων στερούσε από τους Πέρσες ιππείς πολύτιμο χρόνο ετοιμότητας. Ένας ιππέας χρειαζόταν ούτως ή άλλως διπλάσιο χρόνο προετοιμασίας πριν τη μάχη από έναν πεζό.
Ο χρόνος αυτός τώρα αυξάνονταν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το γεγονός αυτό δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Τι θα γινόταν όμως εάν οι Έλληνες εξαπέλυαν αιφνιδιαστική επίθεση ; Θα προλάβαιναν οι εκλεκτοί Πέρσες ιππείς να ετοιμαστούν και να λάβουν μέρος στη μάχη;
Φοβούμενοι ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο οι Πέρσες επιχείρησαν να προκαλέσουν τους Έλληνες σε μάχη. Την δευτέρα της αποβάσεως των ημέρα παρέταξαν τον στρατό τους προς μάχη μεταξύ του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης, στο ύψος της σημερινής κοίτης του ποταμού Χάραδρου. Οι Πέρσες παρατάχθηκαν στο ευνοϊκότερο για αυτούς σημείο του πεδίου και ανέμεναν την ελληνική επίθεση.
Φυσικά οι Έλληνες δεν κινήθηκαν. Θα ήταν πολύ ανόητο από μέρους τους να εμπλακούν με τον αντίπαλο υπό ευνοϊκές για αυτόν συνθήκες. Αντιθέτως αποφάσισαν να περιμένουν, διατηρώντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία των κινήσεων.Οι Πέρσες αφού μάταια περίμεναν για ώρες, τελικώς έσπασαν τους σχηματισμούς των και επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους.
Οι Πέρσες στρατηγοί επίσης δεν φάνηκαν πρόθυμοι να αποτολμήσουν μια κατά μέτωπο επίθεση στην ελληνική τοποθεσία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε μια άκρως αιματηρή αποτυχία. Η περσική πάντως πρόκληση προκάλεσε διχογνωμίες στο ελληνικό στρατόπεδο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι πέντε Αθηναίοι στρατηγοί εξέφρασαν την άποψη ότι δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εμπλακούν με τις μυριάδες εχθρών πριν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι λοιποί, με επικεφαλής τον Μιλτιάδη, αντιθέτως, υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να επιτεθούν στον εχθρό την κατάλληλη στιγμή. Τη λύση έδωσε τελικώς ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο οποίος συντάχθηκε με την άποψη του Μιλτιάδη. Έτσι κατά πλειοψηφία ελήφθη η απόφαση να επιτεθούν οι λίγοι στους πολλούς με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία.
Το πρώτο βήμα στο οποίο προχώρησε ο Μιλτιάδης, ο ουσιαστικός ηγέτης πλέον των ελληνικών δυνάμεων, ήταν να προωθήσει τις θέσεις του πλησιέστερα στις περσικές. Οι Έλληνες πλησίασαν σε απόσταση περίπου 1.500 μ. – 8 στάδια κατά τον Ηρόδοτο – από τις περσικές προφυλακές, μεταφέροντας μαζί τους και τα ξύλινα φράγματα που είχαν κατασκευάσει.
Αυτά τα τοποθέτησαν κυρίως στα πλευρά της παρατάξεως των, ώστε να είναι προστατευμένοι από περσικές απόπειρες υπερφαλαγγίσεως. Κατά μέτωπο η οπλιτική φάλαγγα ήταν πολύ ισχυρή για να διασπαστεί, ακόμα και από επέλαση ιππικού. Εξάλλου δεν υπήρχε ακόμη ιππικό ικανό να επελάσει μετωπικά κατά της φάλαγγας. Οι ίπποι, χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αρνούνταν κατηγορηματικώς να επελάσουν κατά του δάσους λογχών της φάλαγγας.
Η προσφιλής τακτική των Περσών κατά της ελληνικής φάλαγγας ήταν η προσβολή της από τα πλευρά. Τώρα όμως που τα πλευρά ήταν καλυμμένα από τα ξύλινα φράγματα όλος ο περσικός σχεδιασμός ανατρεπόταν. Στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση οι Πέρσες ιππείς θα ελίσσονταν ενώπιον της ελληνικής παρατάξεως εξαπολύοντας τα ακόντια των εναντίον της, δεχόμενοι όμως τα βλήματα των Ελλήνων ψιλών.
Παρά την επιθετική του κίνηση να προσεγγίσει το εχθρικό στρατόπεδο, ο Μιλτιάδης δεν διέταξε την εκτέλεση της επιθέσεως. Βαθύς γνώστης της περσικής νοοτροπίας, επιχείρησε να «αποκοιμίσει» τους αντιπάλους διοικητές. Και πράγματι το επέτυχε.
Οι Πέρσες στρατηγοί, βλέποντας τους Έλληνες να μην επιτίθενται, προφανώς κατόπιν γνωμοδοτήσεως και του Ιππία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι δεν θα εφορμούσαν εναντίον τους πριν την άφιξη ενισχύσεων. Με αυτό το σκεπτικό χαλάρωσαν τα μέτρα επιφυλακής των, καθώς οι ημέρες περνούσαν και οι δύο αντίπαλες στρατιές συνήθισαν η μια στην παρουσία της άλλης.
Οι Πέρσες ειδικά, οι οποίοι λόγω τους έως τότε αήττητου τους από τους Έλληνες, αλλά και λόγω της μεγάλης τους αριθμητικής υπεροχής, η οποία πλέον καθίστατο απτή, εφόσον έβλεπαν το μικρό μέγεθος της ελληνικής στρατιάς, άρχισαν να αισθάνονται πολύ σίγουροι για του εαυτό τους, γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή, όπως πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα αποδεικνύουν.
Από τις νέες τους θέσεις οι Έλληνες παρατηρούσαν με προσοχή τους εχθρούς. Παρατηρούσαν κάθε τους κίνηση, κάθε τους συνήθεια. Βάσει των παρατηρήσεων των αυτών, οι οποίες μεταφέρονταν στους στρατηγούς, καταστρώθηκε και το τελικό σχέδιο μάχης.
Ο Μιλτιάδης κατέστρωσε το σχέδιο δράσεως, το οποίο παρουσίασε στους λοιπούς στρατηγούς, οι οποίοι προφανώς το αποδέχθηκαν. Το σχέδιο των Ελλήνων ήταν προσαρμοσμένο, όχι στην τακτική μάχης των πολεμίων, αλλά και στην καταγραφή των κινήσεων και των συνηθειών τους.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε ότι κάθε στρατιά του Μεγάλου Βασιλέως, η οποία περιελάμβανε περσικά και συμμαχικά τμήματα, πολεμούσε με τους Πέρσες στο κέντρο και τους υποτελείς στα πλευρά. Οι Πέρσες αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα της στρατιάς και ήταν προετοιμασμένοι να πολεμήσουν μέχρι τον θάνατο αν χρειαζόταν. Αντιθέτως οι υποτελείς στρατιώτες, και δικαίως, δεν έδειχναν την ίδια προθυμία να πεθάνουν για την δόξα του Πέρση βασιλέα. Πολεμούσαν ικανοποιητικά μεν, μέχρις κάποιου ορίου δε.
Οι Πέρσες στρατηγοί το γνώριζαν αυτό και για αυτόν τον λόγο έτασσαν τα συμμαχικά και υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παρατάξεως των. Ακόμα και αν αυτά «έσπαζαν» και τρέπονταν σε φυγή, τα περσικά ή μηδικά τμήματα στο κέντρο θα συνέχιζαν τη μάχη.
Και επειδή συνήθως οι περσικές στρατιές ήταν τεράστιες σε αριθμό ανδρών, ακόμη και η θραύση της μίας ή και των δύο πτερύγων του στρατού δεν προκαλούσε και την υπερφαλάγγισή του, εφόσον το μέτωπο ήταν συνήθως τόσο εκτεταμένο ώστε να απαγορεύει την υπερκέρασή του.
Τι θα συνέβαινε όμως σε περίπτωση που τα δύο κέρατα του στρατού «έσπαζαν» αν θα στηρίζονταν σε φυσικά κωλύματα; Η περίπτωση αυτή μάλλον δεν ελήφθη καθόλου υπόψη από τους Πέρσες στρατηγούς στον Μαραθώνα. Εδώ η στενότητα του πεδίου θα τους εξανάγκαζε να δώσουν μάχη μεταξύ είτε του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης (άποψη του Κούρτιου), είτε μεταξύ του όρους Σταυροκοράκι και της θαλάσσης, όπως θέλει η πλέον διαδεδομένη άποψη.
Και στις δύο περιπτώσεις ο περσικός στρατός θα στήριζε το δεξιό πλευρό του στο λόφο ή στο όρος και το αριστερό του στη θάλασσα. Παρατασσόμενος με τον κλασσικό για αυτόν τρόπο, οι στρατηγοί του θα έτασσαν τους επίλεκτους Μήδους και Πέρσες στο κέντρο και τους υποτελείς Σάκες στα δύο κέρατα.
Πίσω όμως από το μέτωπο της στρατιάς εκτεινόταν έλη, γεγονός που σε περίπτωση διασπάσεως του μετώπου θα οδηγούσε σε καταστροφή κατά τη φάση της υποχωρήσεως. Σε περίπτωση μάλιστα διασπάσεως των δύο κεράτων της παρατάξεως ούτε οι επίλεκτοι πολεμιστές του κέντρου θα μπορούσαν να σώσουν την κατάσταση, διότι απλούστατα θα υπερφαλαγγίζονταν και θα κατακόπτονταν.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν μελέτησε σε βάθος το σχέδιο δράσης της μικρής ελληνικής στρατιάς και κατέληξε ότι θα έπρεπε αυτή να ταχθεί με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο της περσικής, δηλαδή με ισχυρά κέρατα και σχετικώς αδύναμο κέντρο. Ο μικρός αριθμός των ανδρών που διέθετε, σε σχέση με τους εχθρούς, δεν του επέτρεπε να καλύψει όλο το μήκος του μετώπου παρά μόνο στο στενότερο τμήμα του, μεταξύ του λόφου Κοτρώνι και της θαλάσσης, το οποίο έχει μήκος περί τα 1.500 μέτρα.
Αντίστοιχο όμως μήκος έχει το πεδίο του Μαραθώνα και στο μεταξύ του όρους Σταυροκοράκι και της θαλάσσης διάστημα. Εκεί η ελληνική στρατιά των 10.000 ανδρών θα μπορούσε να αναπτυχθεί με 4.000 άνδρες ανά κέρας, ταγμένους εις βάθος οκτώ ζυγών (απλή φάλαγγα) και με 2.000 άνδρες στο κέντρο ταγμένους σε βάθος τεσσάρων μόλις ζυγών (μισή φάλαγγα).
Υπολογίζοντας μέτωπο κατ’ άνδρα της τάξεως των 0.90 μέτρων, το συνολικό μήκος του ελληνικού μετώπου δεν θα ξεπερνούσε τα 1.400 μέτρα, περιλαμβανομένων και των μικρών κενών διαστημάτων, μεταξύ των υπομονάδων. Εάν η ελληνική στρατιά αριθμούσε 11.000 άνδρες το μέτωπο της θα έφτανε τα 1.500 περίπου μέτρα. Η στρατιά θα παρουσίαζε μέτωπο 1.500 έως 1.625 ανδρών αντιστοίχως.
Οι Πέρσες από την άλλη πλευρά μπορούσαν στο ίδιο μήκος μετώπου να παρατάξουν έως και 150.000 στρατιώτες, ταγμένους με μέτωπο 1.500 ανδρών και βάθος έως 100 ζυγών. Το πολύ μεγάλο βάθος του περσικού σχηματισμού δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού ήταν συνηθισμένη πρακτική στους στρατούς των ανατολικών εθνών. Οι ανατολικοί λαοί, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Μήδοι, Πέρσες, από την στιγμή που υιοθέτησαν τον σχηματισμό σπαραμπάρα, παρέτασσαν το πεζικό τους σε μεγάλο βάθος, ώστε να αποκτά τη απαραίτητο συνοχή, που ούτε ο οπλισμός, ούτε η εκπαίδευσή του, του προσέδιδαν.
Σε βάθος 100 ζυγών ετάχθησαν άλλωστε οι Πέρσες και στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), συμφώνως με την περιγραφή του Ηροδότου, αλλά και στη μάχη στα Κούναξα (400 π.Χ.) συμφώνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα. Όσον αφορά το μήκος του μετώπου τους σε άνδρες υπολογίζεται βάσει του πλάτους της ασπίδας τους, το οποίο έφτανε το 1 περίπου μέτρο.
Αντιστοίχως η διάμετρος της ελληνικής αργολικής ασπίδας, με την οποία ήταν εφοδιασμένοι οι Έλληνες, έφτανε τα 0.90 μέτρα. Όταν η φάλαγγα «συνασπιζόταν» λοιπόν στον κάθε οπλίτη αντιστοιχούσε πλάτος μετώπου ίσο ακριβώς με την ασπίδα του.
Με τον σχηματισμό που επινόησε λοιπόν ο Μιλτιάδης, ήταν σε θέση να καλύψει όλο το μήκος του μετώπου, παρά την συντριπτική εχθρική αριθμητική υπεροχή. Έχοντας καταστρώσει το σχέδιο δράσεως ο Μιλτιάδης ανέμενε πλέον την κατάλληλο στιγμήν για να προσβάλει και να αφανίσει τους Πέρσες. Όλοι οι μελετητές της μάχης συμφωνούν, στο σημείο αυτό, ότι ο Μιλτιάδης ανέμενε το «άδειασμα» της Σελήνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι και η τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς, όπου εικόνιζε την μάχη του Μαραθώνα, επάνω από τους επιτιθέμενους Έλληνες εικόνιζε την θεά Σελήνη, ενώ στο αντίθετο άκρο της, εκεί που παρουσίαζε τους φεύγοντες προς τα πλοία Πέρσες εικόνιζε τον θεό Ήλιο. Είχε διέλθει η πανσέληνος και μεταξύ της δύσης της Σελήνης και της ανατολής του Ηλίου υπήρχε ένα «νεκρό» σημείο, με απόλυτο σκότος. Το σκότος αυτό εκμεταλλεύθηκαν μερικοί Ίωνες και αυτομόλησαν στους ομοφύλους τους Αθηναίους, αθέατοι λόγω του σκότους από τους Πέρσες.
Οι Ίωνες που με τη βία ακολουθούσαν τους Πέρσες, προφανώς ως ναύτες, ανέφεραν στον Μιλτιάδη ότι οι Πέρσες είχαν χαλαρώσει τα μέτρα ασφαλείας τους και είχαν αποσύρει το ιππικό τους πίσω από τις θέσεις του πεζικού, μεταξύ των ελών και της Μακάριας κρήνης. Η ευκαιρία που ο Μιλτιάδης αναζητούσε είχε εμφανιστεί! Την πληροφορία πάντως περί των Ιώνων αυτόμολων δεν την αναφέρει ο Ηρόδοτος. Αναφέρεται όμως στο περίφημο Λεξικό της Σούδας (ή Σουίδα), το οποίο αναφέρει ότι οι Ίωνες έφτασαν έως τα ξύλινα οχυρώματα και ενημέρωσαν τον Μιλτιάδη ότι περσικό ιππικό ήταν απροετοίμαστο. Τότε αυτός εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία επιτέθηκε στους εχθρούς και τους νίκησε.
Ελληνική επίθεση
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Ο Πλούταρχος τοποθετούσε τη μάχη στις 6 Οκτωβρίου του 490 π.Χ. Συμφώνως όμως με νεότερους υπολογισμούς τρεις θεωρούνται αι πιθανότερες ημερομηνίες διεξαγωγής της μάχης, η 10η Αυγούστου, η 9η Σεπτεμβρίου και η 8η Οκτωβρίου. Γνωρίζουμε όμως ότι ελληνική έφοδος εκδηλώθηκε μια ώρα πριν το ξημέρωμα, αιφνιδιάζοντας τους Πέρσες και αχρηστεύοντας το κυριότερο τους όπλο, το ιππικό. Περί τα 1.500 μέτρα χώριζαν τους δύο αντιπάλους.
Οι Πέρσες, στο άκουσμα της ελληνικής εφόδου, έσπευδαν φύρδην – μίγδην να λάβουν θέσεις μάχης. Οι ιππείς και οι ιπποκόμοι προσπαθούσαν να ετοιμάσουν τους ίππους και να εξοπλισθούν. Βρισκόταν όμως πίσω από τις γραμμές του φίλιου πεζικού και μοιραία, ακόμη και όταν ετοιμάσθηκε για μάχη, ετάχθη πίσω από αυτό, σε δεύτερη γραμμή, ως γενική εφεδρεία, εφόσον δεν υπήρχε χώρος για να ταχθεί στην πρώτη γραμμή.
Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες επιτέθηκαν τρέχοντας κατά των Περσών σε σημείο οι τελευταίοι να τους περάσουν για τρελούς. Κάτι τέτοιο πάντως θα ήταν μάλλον απίθανο να έχει συμβεί. Μεταφέροντες οπλισμό βάρους τουλάχιστον 30 κιλών, οι Έλληνες οπλίτες δε θα άντεχαν να καλύψουν τρέχοντας τα 1.500 μέτρα που τους χώριζαν από τους Πέρσες και στη συνέχεια να τους πολεμήσουν επί τουλάχιστον τρεις ώρες.
Εξάλλου οι Έλληνες οπλίτες δεν εκτελούσαν ποτέ τρέχοντας τις κινήσεις προσπέλασης γιατί και κόπωση στους άνδρες μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε και τη συνοχή, πάνω από όλα, της φάλαγγας θα διατάρασσε. Η ισχύς της φάλαγγας ήταν ακριβώς η συνοχή της. Δεν είχε νόημα να πλήξει ένας οπλίτης την εχθρική παράταξη. Το πλήγμα έπρεπε να είναι συγκεντρωτικό από τον μεγαλύτερο αριθμό ανδρών ταυτοχρόνως.
Εξάλλου δεν υπήρχε λόγος να διανύσουν οι Έλληνες ολόκληρη την απόσταση τρέχοντας, από την στιγμή που το δραστικό βεληνεκές των περσικών τόξων έφτανε τα 200 περίπου μέτρα. Αρκούσε να διανύσουν τρέχοντας ακριβώς τα 200 αυτά μέτρα, στα οποία ήσαν σχετικά τρωτοί από τα περσικά βέλη και να επιπέσουν με ακμαίες τις δυνάμεις τους επί της εχθρικής παρατάξεως.
Αυτό ακριβώς και έπραξαν. Λίγος μετά τις 05.30 το πρωί η ελληνική φάλαγγα, αφού ξεπέρασε χωρίς σοβαρές απώλειες τον περσικό φραγμό βελών, επέπεσε με ορμή στην εχθρική παράταξη και ενεπλάκη σε αγώνα εκ του συστάδην. Τότε ακούστηκε η φρικτή κλαγγή των όπλων καθώς οι ασπίδες έσμιξαν μεταξύ τους και τα δόρατα πήραν τον λόγο. Οι Έλληνες ευθύς εξ αρχής άρχισαν να πιέζουν τους Πέρσες στα δύο κέρατα.
Διέσπασαν το φράγμα των ασπίδων των Περσών και άρχισαν να σφαγιάζουν τους Σάκες τοξότες κατά δεκάδες. Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των πολεμίων ώστε οι απώλειες δεν προκάλεσαν, άμεσα τουλάχιστον, την διάλυση των γραμμών τους.
Στο κέντρο αντιθέτως η λεπτή ελληνική γραμμή, η αποτελούμενη από 2.000 Αθηναίους οπλίτες, πιέστηκε με τη σειρά της και ωθήθηκε προς τα πίσω από το πλήθος των επίλεκτων Περσών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κέντρο πολεμούσε, ως απλός στρατιώτης και ο μετέπειτα σωτήρας της Ελλάδος, ο Θεμιστοκλής. Το σχέδιο πάντως του Μιλτιάδη εξελισσόταν κανονικώς.
Οι Έλληνες έκαναν θραύση στις δύο πτέρυγες, σκοτώνοντας τώρα τους Σάκες κατά εκατοντάδες. Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (περσικά ξιφίδια) των βαρβάρων δεν προξενούσαν την παραμικρή εντύπωση στους καλά θωρακισμένους και άριστα εκπαιδευμένους Έλληνες οπλίτες. Σταδιακά η πίεση και οι απώλειες απέδωσαν και οι Σάκες άρχισαν να «σπάζουν» τους σχηματισμούς τους και να διαρρέουν, αρχικώς σε μικρές ομάδες, προς τα μετόπισθεν.
Συντόμως ο πανικός εξαπλώθηκε και τα δύο κέρατα της περσικής στρατιάς διαλύθηκαν. Την ίδια ώρα στο κέντρο οι 2.000 Αθηναίοι άντεχαν στην περσική πίεση και αν και εξαναγκάσθηκαν σε μικρή υποχώρηση, δεν διασπάστηκαν. Έτσι έδωσαν τον αναγκαίο χρόνο στα δύο νικηφόρα ελληνικά κέρατα να συγκλίνουν προς το κέντρο και να υπερφαλαγγίσου, αρχικά, και να περικυκλώσουν, κατά τα ¾ κατόπιν τους Πέρσες. Ακολούθησε άγρια σφαγή των εχθρών.
Ο Μιλτιάδης φρόντισε να μην κυκλώσει εντελώς τους Πέρσες, αφήνοντάς τους μια οδό διαφυγής προς τα πλοία. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να κατακριθεί από ορισμένους. Ήταν όμως απόλυτα δικαιολογημένη. Αν περικύκλωνε τελείως τους Πέρσες, οι τελευταίο, μη έχοντας άλλη διέξοδο, θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους.
Έπρεπε να εξοντώσουν συντόμως το περσικό πεζικό, πριν το ιππικό προλάβει να επέμβει. Αφήνοντας λοιπόν ανοικτή οδό διαφυγής, ο Μιλτιάδης επέτυχε δύο πράγματα. Πρώτον, προκάλεσε τους Πέρσες να προτιμήσουν την φυγή από τον μέχρις εσχάτων αγώνα και δεύτερον εμπόδισε την εμπλοκή του ιππικού τους στη μάχη.
Όπως ανεφέρθη το περσικό ιππικό μόλις ετοιμάσθηκε, ελλείψει χώρου, ετάχθη σε δεύτερη γραμμή πίσω από το πεζικό. Η φυγή των Σακών όμως, οι οποίοι φεύγοντες διαπέρασαν τις τάξεις του, προκάλεσε σύγχυση και ίσως πανικό. Πριν προλάβει να ανασυνταχθεί το ιππικό βρέθηκε να αντιμετωπίζει ένα νέο κύμα φυγάδων, Περσών αυτή τη φορά.
Έτσι κυριολεκτικώς μπλεγμένοι οι ιππείς ανάμεσα στους πανικόβλητους πεζούς δεν μπορούσαν να πράξουν το παραμικρό, όχι να πολεμήσουν, αλλά ούτε καν να κινηθούν. Μοιραία, ενώπιον της συνεχιζόμενης πίεσης των Ελλήνων, οι άνδρες του Δάτη και του Αρταφέρνη πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε γενική φυγή προς τα πλοία τους, προσπαθώντας να μπουν σε αυτά και να γλιτώσουν αποπλέοντας.
Εκεί όμως επενέβη και η ελληνική γη και εκδικήθηκε την προσβολή που της έκαναν οι Πέρσες πατώντας το χώμα της. Οι Πέρσες πανικόβλητοι έπεσαν μέσα στα έλη. Τα πόδια ανδρών και ίππων κόλλησαν στη λάσπη με αποτέλεσμα να βρουν φρικτό θάνατο. Αρκετοί άλλοι έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν.
Οι Έλληνες στο μεταξύ καταδίωξαν τους Πέρσες. Γνωρίζοντας καλύτερα το έδαφος, πραγματοποίησαν μια μικρή παράκαμψη, απέφυγαν τα έλη και επέπεσαν επί των εχθρών την ώρα που αυτοί επιχειρούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία τους. Τότε έπεσε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, επικεφαλής του ελληνικού δεξιού. Ο θάνατός του δεν σταμάτησε όμως τους Έλληνες από το έργο τους.
Καταδιώκοντας τους Πέρσες οι Έλληνες έφτασαν τελικώς στα πλοία. Εκεί νέες άγριες συμπλοκές πραγματοποιήθηκαν, καθώς οι Έλληνες προσπαθούσαν να κυριεύσουν τα εχθρικά πλοία και οι Πέρσες να σώσουν τις ζωές τους. Σκηνές ομηρικές εκτυλίχθηκαν, με τους Έλληνες να ορμούν στα πλοία των εχθρών. Σε αυτή τη φάση σκοτώθηκε ο Κυναίγειρος, ο αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου.
Τελικώς μόνο 6 εχθρικά πλοία κυριεύθηκαν, τα υπόλοιπα άνοιξαν πανιά και έπλευσαν νότια, κατόπιν οπτικού σήματος που τους εδόθη, από το όρος Αγριλίκι. Αμέσως ο Μιλτιάδης κατάλαβε. Η ώρα ήταν περίπου 08.30. μόλις τρεις ώρες είχε διαρκέσει η ένδοξος μάχη. Οι Πέρσες όμως δεν είχαν ακόμη αποδεχτεί την ήττα τους. Εξάλλου, παρά τις βαρύτατες απώλειες, εξακολουθούσαν να υπερέχουν συντριπτικώς των Ελλήνων σε αριθμό ανδρών.
Στράφηκαν λοιπόν προς τα νότια με σκοπό να αποβιβασθούν στον Φαληρικό όρμο, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν την Αθήνα εξαπίνης. Ο Μιλτιάδης όμως αμέσως αναδιοργάνωσε την στρατιά και αφού άφησε πίσω τα πλέον καταπονημένα τμήματα του κέντρου να φυλάσσουν το πεδίο της μάχης, αναχώρησε ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα με κατεύθυνση ακριβώς το Φάληρο.
Ύστερα από σύντονο, επίπονη πορεία οκτώ ωρών οι Έλληνες έφτασαν πρώτοι στο Φάληρο! Μια ώρα αργότερα, περί τις 17.30, φάνηκαν στον ορίζοντα τα πανιά των περσικών πλοίων. Όταν όμως τα περσικά πλοία πλησίασαν, οι στρατηγοί είδαν τον λαμπρό απογευματινό ήλιο να χρυσώνει με τις αχτίδες του τα όπλα των Μαραθωνομάχων.
Το θέαμα αποκαρδίωσε εντελώς τους Πέρσες στρατηγούς, οι οποίοι αποφάσισαν, αιώνια ντροπιασμένοι, να λάβουν την άγουσα προς την Ασία, μαζί με τους προδότες φίλους τους. Η μάχη του Μαραθώνα είχε λήξει. Οι Έλληνες είχαν συντρίψει τους υπερήφανους Πέρσες, καταρρίπτοντας και τον περί του αήττητού τους μύθο. Οι «Χρυσοφόροι Μήδοι» δεν τρόμαξαν τους λιγοστούς της ελευθερίας προμάχους, ούτε με τον αριθμό τους, ούτε με το χρυσάφι τους.
ΠΗΓΗ defencepoint.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου