Από τη Συνθήκη του Λονδίνου στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Το
πλήρες κείμενο της συνθήκης. Η οριστική διευθέτηση των ελληνοαλβανικών
συνόρων με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Τα χωριά της Φλώρινας
που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924 και τα ζητήσαμε πίσω (!) λίγα
χρόνια αργότερα. Τι έγραψαν ξένοι διπλωμάτες….
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τις ανιστόρητες και επικίνδυνες κορόνες των γειτόνων αλλά και τα οράματά τους για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας».
Θα χαρακτηρίζαμε την Αλβανία, ένα «μικρό ταραξία των Βαλκανίων». O «μεγάλος ταραξίας των Βαλκανίων» βέβαια είναι χωρίς αντίπαλο η Τουρκία, υποκινητής και αρωγός συχνά των Αλβανών στα επεκτατικά σχέδιά τους.
Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου;
Από ποια έγγραφα καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο;
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913), ίσως για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο. Για να ξέρουμε πού πατάμε και να βλέπουμε ότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε «ριγμένη» και έγινε έρμαιο των διαθέσεων των, τότε, ισχυρών…
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (30/5/1913) – ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΤΟ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ (17/12/1913)
Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η συμφωνία, επαναβεβαιώθηκε στη Ρώμη με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913. Η Αυστροουγγαρία, θεωρούσε την Αλβανία «ειδική ζώνη επιρροής», ενώ η Ιταλία έδειχνε ζωηρότατο ενδιαφέρον και για το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αυλώνας που δεσπόζει στην Αδριατική και απέχει 100 χλμ από τις ιταλικές ακτές.
Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της.
Η Ελλάδα, αν και αρχικά αιφνιδιάστηκε και δεν παρουσίασε ολοκληρωμένες προτάσεις, επέμεινε στη συνέχεια για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου. Τελικά, υπέκυψε στον στυγνό εκβιασμό του Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Edward Grey (1862-1913), ο οποίος, όπως γράφει ο Σ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Οι Συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», «… είπεν εις τους Βαλκανικούς πληρεξούσιους ότι όσοι εξ αυτών επιθυμούν να υπογράψουν, ως έχει, την Συνθήκην πρέπει να το πράξουν άνευ αργοπορίας. Οι μη διατεθειμένοι να υπογράψουν, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, διότι είναι ανωφελές να παραμένουν και να παρατείνουν τη συζήτηση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα είναι αναβολή ατέρμων. Όσοι υπογράψουν θα έχουν την ηθική ημών (ενν. των Βρετανών) συνδρομήν… »:
Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί ανεξάρτητο αλβανικό κράτος σε βάρος βορειοηπειρωτικών εδαφών, οι κάτοικοι των περιοχών (της Β. Ηπείρου), κατέκλυσαν το Συνέδριο στο Λονδίνο με χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Σχετικό υπόμνημα, κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και συγκεκριμένα τους: Θεμιστοκλή Μπαχίμα (Δέλβινο), Βλάση Λέκκα (Χειμάρρα), Βασίλειο Ζούστη (Αργυρόκαστρο), Ιωσήφ Μπένια (Πρεμετή) και Πέτρο Ζάππα (Τεπελένι).
Βαρυσήμαντα υπομνήματα, έστειλαν ακόμα οι εκπρόσωποι των περιοχών: Δυρραχίου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Βιγλίστας, Μοσχόπολης και Κολωνίας Βορείου Ηπείρου.
Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν να παρουσιάσουν οι ίδιοι το υπόμνημα, κάτι που δεν έγινε δεκτό, μετά από επίμονη άρνηση του Ιταλού και του Βρετανού εκπροσώπου. Στο υπόμνημα, οι Βορειοηπειρώτες αποδείκνυαν με ατράνταχτα στοιχεία την ελληνικότητα της Ηπείρου και πέρα από την Αυλώνα και επισήμαιναν τον κίνδυνο μελλοντικών περιπλοκών από τη δημιουργία αλβανικού κράτους σε βάρος ελληνικών εδαφών.
Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων», δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού αλλά μόνο τη γλωσσική του σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλαχόφωνους, αλβανόφωνους κλπ. να δοθούν στο (μελλοντικό) αλβανικό κράτος. Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «… όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας…». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία…
Παράλληλα, η συνδιάσκεψη, αρνήθηκε την ελληνική πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις περιοχές της Β. Ηπείρου, προκειμένου ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι για το μέλλον τους. Δέχτηκε μόνο τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη σύνθεση του πληθυσμού με κριτήριο τη γλώσσα και αποκλειστικά για το νομό Αργυροκάστρου. Παράλληλα, ξεκίνησε το έργο της η Επιτροπή για τον ακριβή καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τα μέλη της, ήταν οι: Tierry (Γερμανία), Billinsky και Buchberger (Αυστροουγγαρία), Lallemand και Krayer (Γαλλία), Doughty – Wylle και King (Αγγλία), Labia και Gastoldi (Ιταλία) και Goudim Len Kovitch (Ρωσία), η οποία θα τελείωνε τις εργασίες της στις 30 Νοεμβρίου.
Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο εργασίας και την επιθεώρηση των καθορισμένων τόπων. Απ’ όπου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής, οι κάτοικοι Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, ελληνόγλωσσοι, δίγλωσσοι και βλαχόφωνοι διαδήλωναν την ελληνικότητα και την επιθυμία για ένωσή τους με την Ελλάδα.
Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.
Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι, απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.
Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.
Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.
Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ’ όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».
Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.
Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
«Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.»
Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.
Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (σημ. Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».
Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής:
«Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι
ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι
πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών»
τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η
καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).
Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.
Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.
Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες!
ΤΑ 14 ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΊΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΤΟ 1924 – Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ «ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ» Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΤΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΥΤΑ
Η περιοχή αυτή, που με υπόδειξη της Ιταλίας δόθηκε στην Αλβανία, βρίσκεται, όπως είπαμε κοντά στις Πρέσπες. Έτσι, 14 ελληνικά χωριά που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.
Το εντυπωσιακό είναι, ότι στο διαδίκτυο ΜΟΝΟ στο florina-history.blogspot.gr, βρήκαμε πρόσθετα στοιχεία. Στα, αρκετά, βιβλία που διαθέτουμε, γραμμένα από διαπρεπείς ιστορικούς, δεν υπάρχει αναφορά σ’ αυτή την παραχώρηση, εκτός από το «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ», η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Χρήστου Ρήγα).
Στο σάιτ λοιπόν που αναφέραμε παραπάνω, διαβάζουμε ότι:
«Την ίδια εποχή (1924), παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα, τα παρακάτω 14 χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό στην Αλβανία για διόρθωση (sic) των συνόρων των δύο χωρών: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε.
Με λίγα λόγια δηλαδή, επειδή δεν κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά καθόλου χριστιανικοί πληθυσμοί, τα … χαρίσαμε στην Αλβανία!!!».
Επειδή κάποιοι θα σκεφτούν ότι τα περισσότερα από τα χωριά αυτά δεν έχουν ελληνικά ονόματα, να σημειώσουμε ότι πάρα πολλά χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είχαν ξενικά ονόματα. Το 1928, τα ονόματα αυτά άλλαξαν και αντικαταστάθηκαν από ελληνικά. Πάντως, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ή το θρήσκευμα των κατοίκων κάποιων περιοχών, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ δύο χωρών.
Τα χωριά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήφθηκαν από τα στίφη Τουρκαλβανών που συγκροτούσαν τον αλβανικό στρατό στις 30/10/1924.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών επιδιώκοντας την επανάκτησή τους, μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση:
«Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι»…
Ο Βασ. Γεωργίου, στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει ότι αυτό έγινε στις 20/8/1927.
Όμως τότε δεν υπήρχε κυβέρνηση Βενιζέλου. Πιθανότατα, αυτό έγινε το 1929, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Υπουργός Εξωτερικών (από 6/7/1929) ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και ο Μπριάν ήταν Υπουργός Εξωτερικών. (Μάλιστα από 29/7/1929 ως 22/10/1929, ο Μπριάν ήταν και πρωθυπουργός).
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους:
Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι γνωστή η κήρυξη της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914, ο ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του νεοσύστατου αλβανικού στρατού ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 5 Μαΐου 1914. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα τα εξετάσουμε, όπως αναφέραμε, σε μελλοντικό άρθρο.
Ας δούμε όμως τι έγραψαν κάποιοι ξένοι για την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (1883-1951), γνωστός μας κι από το άρθρο για το «Κρυφό Σχολειό», στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Δυστυχισμένη Ήπειρος», γράφει:
«Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος και η τύχη των μερών της Β. Ηπείρου θα έχει ήδη κανονιστεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμεναι προ των ιταλικών ορέξεων θα έχουν παραχωρήσει εις το υποθετικό βασίλειον της Αλβανίας εδάφη κατοικημένα από Έλληνες πατριώτες, παραδίδουσαι αυτούς εις την τυραννίαν των Αλβανών… Η Ιταλία ζητούσα να κάμει την Αλβανίαν όσο το δυνατόν μεγάλην, προς μόνον σκοπόν να τη μοιραστεί αργότερα με την Αυστροουγγαρίαν, νομίζοντας ότι η συνένοχός της θα την αφήσει να εγκατασταθεί εις τον Αυλώνα και να τον κάμει πρωτεύουσα της «Ιταλικής αποικίας εις Αλβανίαν».
Ο Γάλλος, τότε πρωθυπουργός , Κλεμανσό, έγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L’ Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά:
«Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν.
Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην … καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»
Ζορζ Κλεμανσό, Γάλλος πολιτικός (1841-1929)
Κλείνοντας, αναφέρουμε το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, που υπέβαλε ο Ιωάννης Καποδίστριας, επωφελούμενος κι από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Μ’ αυτό, ο Κυβερνήτης, έθετε το ζήτημα των συνόρων σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια» από τον κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τις Σαγιάδες (Θεσπρωτίας), παρότι φυσικότερη και προσήκουσα οροθεσία θα ήταν από τον Θερμαϊκό έως τον Πάνορμο της Χειμάρρας, στην Αδριατική, βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων.
(D.C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Θεσσαλονίκη 1970).
Το υπόμνημα έφερε αποτελέσματα, καθώς προς τον Βορρά, η ελληνική μεθόριος καθοριζόταν από τη λεγόμενη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Μετά από 85 χρόνια και δύο νικηφόρους πολέμους, πανηγυρίζαμε γιατί τα σύνορα της χώρας μας έφτασαν στα βορειοδυτικά, εκεί που βρίσκονται μέχρι σήμερα…
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τις ανιστόρητες και επικίνδυνες κορόνες των γειτόνων αλλά και τα οράματά τους για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας».
Θα χαρακτηρίζαμε την Αλβανία, ένα «μικρό ταραξία των Βαλκανίων». O «μεγάλος ταραξίας των Βαλκανίων» βέβαια είναι χωρίς αντίπαλο η Τουρκία, υποκινητής και αρωγός συχνά των Αλβανών στα επεκτατικά σχέδιά τους.
Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου;
Από ποια έγγραφα καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο;
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913), ίσως για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο. Για να ξέρουμε πού πατάμε και να βλέπουμε ότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε «ριγμένη» και έγινε έρμαιο των διαθέσεων των, τότε, ισχυρών…
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (30/5/1913) – ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΤΟ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ (17/12/1913)
Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η συμφωνία, επαναβεβαιώθηκε στη Ρώμη με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913. Η Αυστροουγγαρία, θεωρούσε την Αλβανία «ειδική ζώνη επιρροής», ενώ η Ιταλία έδειχνε ζωηρότατο ενδιαφέρον και για το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αυλώνας που δεσπόζει στην Αδριατική και απέχει 100 χλμ από τις ιταλικές ακτές.
Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της.
Η Ελλάδα, αν και αρχικά αιφνιδιάστηκε και δεν παρουσίασε ολοκληρωμένες προτάσεις, επέμεινε στη συνέχεια για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου. Τελικά, υπέκυψε στον στυγνό εκβιασμό του Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Edward Grey (1862-1913), ο οποίος, όπως γράφει ο Σ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Οι Συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», «… είπεν εις τους Βαλκανικούς πληρεξούσιους ότι όσοι εξ αυτών επιθυμούν να υπογράψουν, ως έχει, την Συνθήκην πρέπει να το πράξουν άνευ αργοπορίας. Οι μη διατεθειμένοι να υπογράψουν, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, διότι είναι ανωφελές να παραμένουν και να παρατείνουν τη συζήτηση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα είναι αναβολή ατέρμων. Όσοι υπογράψουν θα έχουν την ηθική ημών (ενν. των Βρετανών) συνδρομήν… »:
Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί ανεξάρτητο αλβανικό κράτος σε βάρος βορειοηπειρωτικών εδαφών, οι κάτοικοι των περιοχών (της Β. Ηπείρου), κατέκλυσαν το Συνέδριο στο Λονδίνο με χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Σχετικό υπόμνημα, κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και συγκεκριμένα τους: Θεμιστοκλή Μπαχίμα (Δέλβινο), Βλάση Λέκκα (Χειμάρρα), Βασίλειο Ζούστη (Αργυρόκαστρο), Ιωσήφ Μπένια (Πρεμετή) και Πέτρο Ζάππα (Τεπελένι).
Βαρυσήμαντα υπομνήματα, έστειλαν ακόμα οι εκπρόσωποι των περιοχών: Δυρραχίου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Βιγλίστας, Μοσχόπολης και Κολωνίας Βορείου Ηπείρου.
Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν να παρουσιάσουν οι ίδιοι το υπόμνημα, κάτι που δεν έγινε δεκτό, μετά από επίμονη άρνηση του Ιταλού και του Βρετανού εκπροσώπου. Στο υπόμνημα, οι Βορειοηπειρώτες αποδείκνυαν με ατράνταχτα στοιχεία την ελληνικότητα της Ηπείρου και πέρα από την Αυλώνα και επισήμαιναν τον κίνδυνο μελλοντικών περιπλοκών από τη δημιουργία αλβανικού κράτους σε βάρος ελληνικών εδαφών.
Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων», δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού αλλά μόνο τη γλωσσική του σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλαχόφωνους, αλβανόφωνους κλπ. να δοθούν στο (μελλοντικό) αλβανικό κράτος. Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «… όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας…». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία…
Παράλληλα, η συνδιάσκεψη, αρνήθηκε την ελληνική πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις περιοχές της Β. Ηπείρου, προκειμένου ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι για το μέλλον τους. Δέχτηκε μόνο τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη σύνθεση του πληθυσμού με κριτήριο τη γλώσσα και αποκλειστικά για το νομό Αργυροκάστρου. Παράλληλα, ξεκίνησε το έργο της η Επιτροπή για τον ακριβή καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τα μέλη της, ήταν οι: Tierry (Γερμανία), Billinsky και Buchberger (Αυστροουγγαρία), Lallemand και Krayer (Γαλλία), Doughty – Wylle και King (Αγγλία), Labia και Gastoldi (Ιταλία) και Goudim Len Kovitch (Ρωσία), η οποία θα τελείωνε τις εργασίες της στις 30 Νοεμβρίου.
Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο εργασίας και την επιθεώρηση των καθορισμένων τόπων. Απ’ όπου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής, οι κάτοικοι Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, ελληνόγλωσσοι, δίγλωσσοι και βλαχόφωνοι διαδήλωναν την ελληνικότητα και την επιθυμία για ένωσή τους με την Ελλάδα.
Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.
Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι, απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.
Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.
Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.
Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ’ όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».
Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.
Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
«Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.»
Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.
Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (σημ. Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».
Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής:
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).
Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.
Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.
Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες!
ΤΑ 14 ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΊΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΤΟ 1924 – Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ «ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ» Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΤΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΥΤΑ
Η περιοχή αυτή, που με υπόδειξη της Ιταλίας δόθηκε στην Αλβανία, βρίσκεται, όπως είπαμε κοντά στις Πρέσπες. Έτσι, 14 ελληνικά χωριά που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.
Το εντυπωσιακό είναι, ότι στο διαδίκτυο ΜΟΝΟ στο florina-history.blogspot.gr, βρήκαμε πρόσθετα στοιχεία. Στα, αρκετά, βιβλία που διαθέτουμε, γραμμένα από διαπρεπείς ιστορικούς, δεν υπάρχει αναφορά σ’ αυτή την παραχώρηση, εκτός από το «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ», η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Χρήστου Ρήγα).
Στο σάιτ λοιπόν που αναφέραμε παραπάνω, διαβάζουμε ότι:
«Την ίδια εποχή (1924), παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα, τα παρακάτω 14 χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό στην Αλβανία για διόρθωση (sic) των συνόρων των δύο χωρών: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε.
Με λίγα λόγια δηλαδή, επειδή δεν κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά καθόλου χριστιανικοί πληθυσμοί, τα … χαρίσαμε στην Αλβανία!!!».
Επειδή κάποιοι θα σκεφτούν ότι τα περισσότερα από τα χωριά αυτά δεν έχουν ελληνικά ονόματα, να σημειώσουμε ότι πάρα πολλά χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είχαν ξενικά ονόματα. Το 1928, τα ονόματα αυτά άλλαξαν και αντικαταστάθηκαν από ελληνικά. Πάντως, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ή το θρήσκευμα των κατοίκων κάποιων περιοχών, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ δύο χωρών.
Τα χωριά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήφθηκαν από τα στίφη Τουρκαλβανών που συγκροτούσαν τον αλβανικό στρατό στις 30/10/1924.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών επιδιώκοντας την επανάκτησή τους, μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση:
«Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι»…
Ο Βασ. Γεωργίου, στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει ότι αυτό έγινε στις 20/8/1927.
Όμως τότε δεν υπήρχε κυβέρνηση Βενιζέλου. Πιθανότατα, αυτό έγινε το 1929, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Υπουργός Εξωτερικών (από 6/7/1929) ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και ο Μπριάν ήταν Υπουργός Εξωτερικών. (Μάλιστα από 29/7/1929 ως 22/10/1929, ο Μπριάν ήταν και πρωθυπουργός).
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους:
Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι γνωστή η κήρυξη της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914, ο ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του νεοσύστατου αλβανικού στρατού ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 5 Μαΐου 1914. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα τα εξετάσουμε, όπως αναφέραμε, σε μελλοντικό άρθρο.
Ας δούμε όμως τι έγραψαν κάποιοι ξένοι για την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (1883-1951), γνωστός μας κι από το άρθρο για το «Κρυφό Σχολειό», στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Δυστυχισμένη Ήπειρος», γράφει:
«Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος και η τύχη των μερών της Β. Ηπείρου θα έχει ήδη κανονιστεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμεναι προ των ιταλικών ορέξεων θα έχουν παραχωρήσει εις το υποθετικό βασίλειον της Αλβανίας εδάφη κατοικημένα από Έλληνες πατριώτες, παραδίδουσαι αυτούς εις την τυραννίαν των Αλβανών… Η Ιταλία ζητούσα να κάμει την Αλβανίαν όσο το δυνατόν μεγάλην, προς μόνον σκοπόν να τη μοιραστεί αργότερα με την Αυστροουγγαρίαν, νομίζοντας ότι η συνένοχός της θα την αφήσει να εγκατασταθεί εις τον Αυλώνα και να τον κάμει πρωτεύουσα της «Ιταλικής αποικίας εις Αλβανίαν».
Ο Γάλλος, τότε πρωθυπουργός , Κλεμανσό, έγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L’ Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά:
«Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν.
Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην … καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»
Ζορζ Κλεμανσό, Γάλλος πολιτικός (1841-1929)
Κλείνοντας, αναφέρουμε το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, που υπέβαλε ο Ιωάννης Καποδίστριας, επωφελούμενος κι από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Μ’ αυτό, ο Κυβερνήτης, έθετε το ζήτημα των συνόρων σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια» από τον κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τις Σαγιάδες (Θεσπρωτίας), παρότι φυσικότερη και προσήκουσα οροθεσία θα ήταν από τον Θερμαϊκό έως τον Πάνορμο της Χειμάρρας, στην Αδριατική, βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων.
(D.C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Θεσσαλονίκη 1970).
Το υπόμνημα έφερε αποτελέσματα, καθώς προς τον Βορρά, η ελληνική μεθόριος καθοριζόταν από τη λεγόμενη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Μετά από 85 χρόνια και δύο νικηφόρους πολέμους, πανηγυρίζαμε γιατί τα σύνορα της χώρας μας έφτασαν στα βορειοδυτικά, εκεί που βρίσκονται μέχρι σήμερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου