Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Οι ιστορικές πόλεις της Θράκης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

Το Βυζάντιο, ή Βυζαντίς, ήταν αρχαία ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μυχό του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Η πόλη του Βυζαντίου ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια.


Φωτογραφία: Τα Άβδηρα, απο τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της Θράκης, υπήρξαν μεγάλο ιωνικό κέντρο καλλιτεχνικής δραστηριότητας και πατρίδα των φιλοσόφων Δημοκρίτου, Λευκίππου και Αναξάρχου, του σοφιστή Πρωταγόρα, του ιστορικού Εκαταίου και του επιγραμματοποιού Νικαινέτη
By No machine-readable author provided. Marsyas assumed (based on copyright claims). – No machine-readable source provided. Own work assumed (based on copyright claims)., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=54760

Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας. Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Η Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο, ως πρωτεύουσα, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική θέση του. Τα εγκαίνια της πόλης τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ και ονομάστηκαν γενέθλια. Στολισμένη με μεγαλοπρέπεια, η Κωνσταντινούπολη διέθετε όλα τα στοιχεία της αστικής ευημερίας, ευνοώντας σε πολιτισμικό επίπεδο τη συγχώνευση των εθίμων, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης Δύσης και Ανατολής. Αποτέλεσε επίσης εκκλησιαστικό κέντρο, καθώς από το 381 αποτελούσε έδρα του πατριάρχη.
Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τεσσάρων αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 -1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια.
Η Αδριανούπολη είναι ιστορική πόλη της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Η Αδριανούπολη υπήρξε η τρίτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1363 ως το 1453, πριν η Κωνσταντινούπολη γίνει η οριστική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Η πόλη (επαν)ιδρύθηκε παίρνοντας το όνομά του από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό (117-138) το 125 στη θέση προγενέστερου Θρακικού οικισμού, που ονομαζόταν Ουσκουδάμα. Ηταν πρωτεύουσα των Βήσσων ή των Οδρυσών.
Ο Αδριανός την έκανε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης, την ανέπτυξε και την εξωράισε (υδραγωγεία, λουτρά, αγορά κλπ.) και η πόλη διατήρησε κατά την κατοπινή εποχή το όνομά του, παρόλο που κατά τα βυζαντινά χρόνια ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα. Βρίσκεται σε καίριο κόμβο του δρόμου ο οποίος ενώνει την κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη και στο σημείο όπου κατέληγαν οι δρόμοι από τα παράλια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου. Ήδη από τα χρόνια της ίδρυσής της εξελίχτηκε σε σπουδαίο συγκοινωνιακό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο.
Η Φιλιππούπολη γνωστή και ως Πλόβντιβ ή Πλόβντιφ, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας. Είναι σημαντικό οικονομικό, συγκοινωνιακό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Η πόλη ονομάστηκε Φιλιππόπολις, το πιθανότερο προς τιμή του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας, ίσως μετά το θάνατό του ή προς τιμή του Φίλιππου Ε΄, όπως το πρώτον μαρτυρείται από τον Πολύβιο σε συνδυασμό με την εκστρατεία του. Το 46 μ.Χ. η πόλη ενσωματώθηκε τελικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο, κατέστη μητρόπολις (πρωτεύουσα) της επαρχίας της Θράκης και απέκτησε καθεστώς πόλης στα τέλη του 1ου αιώνα.
H Ρωμαϊκή εποχή ήταν περίοδος ανάπτυξης και πολιτιστικής υπεροχής. Τα αρχαία μνημεία διηγούνται την ιστορία μιας σφύζουσας αναπτυσσόμενης πόλης, με πολυάριθμα δημόσια κτίρια, ιερά, λουτρά, θέατρα, στάδιο και το μόνο ανεπτυγμένο αρχαίο σύστημα υδροδότησης στη Βουλγαρία. Η πόλη είχε προηγμένα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης. Την υπεράσπιζαν διπλά τείχη, πολλά από τα οποία διατηρούνται ακόμη και είναι ορατά από τους τουρίστες. Σήμερα μόνο να μικρό μέρος της αρχαίας πόλης έχει ανασκαφεί. Με την ίδρυση της Βουλγαρίας το 681, η Φιλιππούπολη έγινε σημαντικό μεθοριακό φρούριο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Καταλήφθηκε από το φύλαρχο Κρούμο το 812, αλλά η περιοχή ενσωματώθηκε πλήρως στην Βουλγαρία το 834 μ.χ.
Το Μπουργκάς ή Πύργος είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στη Βουλγαρική Ακτή της Μαύρης Θάλασσας και η τέταρτη μεγαλύτερη στη Βουλγαρία, μετά την Σόφια, την Φιλιππούπολη και την Βάρνα. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και σημαντικό βιομηχανικό, συγκοινωνιακό, πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο. Ελληνες από την Απολλωνία ίδρυσαν μια αγορά, με το όνομα Πύργος, για εμπόριο με τους Θράκες βασιλιάδες. Κατά την κυριαρχία των Αρχαίων Ρωμαίων ιδρύθηκε κοντά στο Μπουργκάς η Colonia Flavia Deultemsium σαν στρατιωτική αποικία για βετεράνους από το Βεσπασιανό.
Οι Ρωμαίοι ίδρυσαν την Κολονία στον κύριο δρόμο Βία Πόντικα (αρχαίο Ρωμαϊκό δρόμο στη Θράκη κατά μήκος του Εύξεινου Πόντου, από το Βυζάντιο μέχρι την Ρουμανία). Υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έγινε σημαντική πόλη στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Το Μεσαίωνα υπήρχαν στην περιοχή μερικοί σημαντικοί οικισμοί : το φρούριο Σκαφίδα, ο Πόρος, το Ρουσόκαστρον, τα Λουτρά των Βυζαντινών, Βουλγάρων και Οθωμανών ηγετών και χτίστηκε ένα μικρό φρούριο ονόματι Πύργος, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Μπουργκάς, που χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο. Το 1865 το λιμάνι του Μπουργκάς ήταν, μετά την Τραπεζούντα, το δεύτερο σημαντικότερο Οθωμανικό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα.

Η Αγχίαλος είναι πόλη και παραθαλάσσιο θέρετρο της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας. Είναι κτισμένη σε μια στενή και βραχώδη χερσόνησο στον Κόλπο του Μπουργκάς, στη νότια Βουλγαρική Ακτή του Εύξεινου Πόντου. Η πόλη έχει πλούσια ιστορία και σήμερα είναι σημαντικός τουριστικός προορισμός. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Αρχαίους Έλληνες με την ονομασία Αγχίαλος. Το 1934 ανήκε στην Βουλγαρία και μετονομάστηκε Πομόριε, από τα βουλγαρικά. Ιδρύθηκε πιθανόν τον 5ο ή 4ο π.Χ. αιώνα ως αποικία της Απολλωνίας (Σωζόπολης).
Με την κατάλυση του βασιλείου των Οδρυσών το 45 μ.Χ., η Αγχίαλος αποτέλεσε μέρος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης και ανακηρύχθηκε επισήμως πόλη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού. Έλεγχε μια τεράστια περιοχή που συνόρευε με εκείνη της Τραϊανής Αυγούστας (Στάρα Ζαγόρα) και έφθανε μέχρι τον Τούντζα στα δυτικά, συνόρευε με εκείνη της Μεσημβρίας στα βόρεια και τη νότια όχθη της Λίμνης του Μπουργκάς προς τα νότια. Η Αγχίαλος απέκτησε την εμφάνιση ρωμαϊκής πόλης και άκμασε κατά το 2ο και 3ο αιώνα υπό τη Δυναστεία των Σεβήρων, λειτουργώντας ως ο σημαντικότερος εισαγωγικός και εξαγωγικός σταθμός της Θράκης.
Η πόλη καταλήφθηκε για πρώτη φορά από την Βουλγαρία το 812 υπό το φύλαρχο Κρούμο, που εγκαστέστησε στην Αγχίαλο Σλάβους και Βουλγάρους. Οι Βυζαντινοί επανέκτησαν τον έλεγχό της πόλης και της περιοχής το 864. Ηττήθηκαν το 1917 εκεί από τους Βουλγάρους. Μετά την Οθωμανική εισβολή στα Βαλκάνια το 14ο αιώνα, η Αγχίαλος παρέμεινε βυζαντινό προπύργιο μέχρι την υποταγή της το 1453 μαζί με την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829 η Αγχίαλος καταλήφθηκε από τις Ρωσικές δυνάμεις. Εκείνη την εποχή κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, με μειονότητες Βουλγάρων και Τούρκων και είχε πληθυσμό 5.000-6.000, έξι ορθόδοξες εκκλησίες και ένα τζαμί.
Η Τραϊανούπολη είναι κωμόπολη της Θράκης, η οποία βρίσκεται κοντά στον ποταμό Έβρο, περίπου 12 χλμ ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Η Τραϊανούπολη ιδρύθηκε στις αρχές του 2ου μ. Χ. αιώνα από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98 -117 μ. Χ.), στο πλαίσιο της επαρχιακής και αστικής πολιτικής του που απέβλεπε στην αστικοποίηση της Θράκης. Η πόλη χτίστηκε στη θέση αρχαίου θρακικού πολίσματος, σύμφωνα με το πρότυπο της ελληνικής «πόλης-κράτους» και την ελληνιστική μέθοδο του «συνοικισμού». Σύντομα η Τραϊανούπολη αναδείχτηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Θράκης, γνωρίζοντας μάλιστα ιδιαίτερη ακμή επί Διοκλητιανού ως πρωτεύουσα της επαρχίας Ροδόπης.
Στην επιλογή της θέσης της, φαίνεται πως βασικό κριτήριο ήταν, εκτός από την ύπαρξη ιαματικών πηγών, η εξαιρετική συγκοινωνιακή της σημασία στο οδικό δίκτυο της Βαλκανικής και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, από το νοτιοανατολικό άκρο της πόλης διερχόταν η Εγνατία οδός και υπήρχε σε αυτή ρωμαϊκός σταθμός, που βρισκόταν, σύμφωνα με τα Οδοιπορικά, ανάμεσα στους σταθμούς Τέμπυρα και Δύμη. Η Τραϊανούπολη ως πόλη ελληνικού τύπου διέθετε δική της «χώρα» (αστική περιφέρεια). Η πόλη αποτέλεσε το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής για 12 περίπου αιώνες. το 1206, ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτζης άρχισε να λεηλατεί και να γκρεμίζει τις θρακικές πολιτείες, μεταξύ των οποίων και η Τραϊανούπολη.
Το 1329 μια στρατιά Τούρκων αποβιβάζεται με εβδομήντα πλοία στην περιοχή του δέλτα του Έβρου και λεηλατεί την Τραϊανούπολη και τη γειτονική Βήρα. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’, ο οποίος βρισκόταν στο οχυρωμένο Διδυμότειχο μαζί με τον Μεγάλο Δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό, κατάφερε να τους διαλύσει, αλλά μάλλον όχι να αποτρέψει την οριστική εγκατάλειψη της πόλης. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της χήρας του Ανδρονίκου Άννας της Σαβοΐας και του Ιωάννη Καντακουζηνού και η Τραϊανούπολη βρέθηκε στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού, η πόλη ερημώνεται οριστικά.
Η Μαξιμιανούπολις – Μοσυνούπολις είναι ένας αρχαιολογικός χώρος ο οποίος βρίσκεται 7 χιλιόμετρα δυτικά της Κομοτηνής, νότια του χωριού Μίσχος, στην Ροδόπη, σε μικρή απόσταση από την Εγνατία Οδό. Στην περιοχή υπήρχε η αρχαία πόλη Παισούλα. Στην συνέχεια ιδρύθηκε η Μαξιμιανούπολις η οποία αργότερα πήρε το όνομα Μοσυνούπολις (Μοσυνόπολις). Κατά τους ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους ιδρύθηκε η πόλη Μαξιμιανούπολις, παίρνοντας το όνομά της από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Γαλέριο Μαξιμιανό. Από τον 8ο αιώνα αναφέρεται ως επισκοπική έδρα με το όνομα «Μοσυνούπολις». Η Μοσυνούπολη αναπτύχθηκε και έγινε αξιόλογη. Είχε στρατηγική θέση και βρισκόταν πάνω στην Αρχαία Εγνατία οδό.
Από το κάστρο αυτό ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος ξεκίνησε τις τις εκστρατείες του κατά των Βουλγάρων και καταστράφηκε το 1206 από τον τσάρο των Βουλγάρων Ιβάν (Ιωάννης) Α΄ (Καλογιάν ο Ρωμαιοκτόνος). Η πόλη έφτασε σε πλήρη μαρασμό τον 13ο αιώνα όταν στρατοπέδευσε εκεί ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός ανάφερε ότι βρήκε μια πόλη κατεστραμμένη. Οι κάτοικοι μετακόμισαν στην περιοχή της Κομοτηνής.
Η Σευθόπολις ήταν αρχαία πόλη της Θράκης. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 325-315 π.Χ. από τον Θράκα ηγεμόνα Σεύθη Γ΄, με ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, επί παλαιοτέρου θρακικού οικισμού. Επρόκειτο για την πρωτεύουσα του βασιλείου των Οδρυσών. Η Σευθόπολις δεν ήταν ακριβώς μια πόλις, αλλά χρησίμευε ως η έδρα του Σεύθη και της αυλής του. Το παλάτι του ήταν και ιερό των Καβείρων. Ο χώρος της πόλεως ήταν μεστός από επίσημες οικοδομές, ενώ οι κάτοικοι (Θράκες και άλλοι Έλληνες) κατοικούσαν έξω από αυτήν.
Το 281 π.Χ. καταλήφθηκε από τους Κέλτες. Από τον διπλό ρόλο του παλατιού του Σεύθη (ανάκτορο και ιερό των Καβείρων), διαπιστώνεται ότι ο βασιλιάς των Οδρυσών ήταν παράλληλα και ιερέας των Καβείρων. Τα ερείπια της ελληνιστικής πόλεως ανασκάφηκαν από Βούλγαρους αρχαιολόγους το 1948 κατά την κατασκευή της δεξαμενής Κοπρίνκα της επαρχίας Στάρα Ζαγκόρα. Τελικά η κατασκευή της δεξαμενής συνεχίστηκε και η Σευθόπολις πλημμύρισε.
Η Λυσιμάχεια ήταν ελληνιστική πόλη στην Θράκη. Βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο της θρακικής χερσονήσου (ή της Καλλιπόλεως) και κοντά στον Μέλανα κόλπο. Η πόλη κτίστηκε από τον βασιλιά Λυσίμαχο (στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου) κατά το 309 π.Χ. όταν προετοιμαζόταν για μάχη εναντίον των αντιπάλων του. Ήλεγχε την εμπορική οδό από την Σηστό προς την θρακική ενδοχώρα. Προκειμένου να επιτύχει την εγκατάσταση πληθυσμού στην νέα του πόλη, ο Λυσίμαχος κατέστρεψε την γειτονική πόλη Καρδία και άλλοι κάτοικοι των άλλων πόλεων της χερσονήσου εγκαταστάθηκαν εκεί. Η νέα πόλη οδηγήθηκε γρήγορα σε ακμή και έγινε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Μετά τον θάνατο του βασιλιά Λυσιμάχου σε μάχη στο Κύρου πεδίον το 281 π.Χ., ο νικητής του βασιλιάς Σέλευκος Α’ Νικάτωρ κατέλαβε την Λυσιμάχεια.
Το 287 π.Χ. ένας φοβερός σεισμός κατέστρεψε την πόλη, κατά τον ιστορικό Ιουστίνο. Για τελευταία φορά η πόλη αναφέρεται με την ελληνιστική της ονομασία από τον Αμμιανό. Αργότερα ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε την Λυσιμάχεια με ισχυρές οχυρώσεις και έκτοτε καθιερώθηκε η νέα της ονομασία Εξαμίλιον. Στα ερείπια της πόλης του Λυσιμάχου βρίσκεται η σημερινή Eksemil (παραφθορά του Εξαμιλίου) της ανατολικής Θράκης, αν και πλήθος αρχαίων ευρημάτων συναντά κανείς στο γειτονικό χωριό Ortaköy.
Ο αρχαιολογικός χώρος Αναστασιούπολις – Περιθεώριον βρίσκεται νοτιοανατολικά του χωριού Αμαξάδες στο Νομό Ροδόπης στη Θράκη. Σήμερα εκεί σώζονται ερείπια οχυρώσεων της αρχαίας πόλης Αναστασιούπολης (5ος – 9ος αιώνας) και του Περιθεωρίου (9ος αιώνας και μετά) τα οποία χρονολογούνται από τα παλαιοχριστιανικά και μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Αναστασιούπολις και στη συνέχεια πήρε το όνομα Περιθεώριον, ενώ υπάρχει και η θεωρία ότι είναι δύο πόλεις ξεχωριστές. Το όνομα Αναστασιούπολις, κατά τον Καντακουζηνό, πήρε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α’ (491-518) ο οποίος ξεκίνησε τα οχυρωματικά έργα εκεί. Στην συνέχεια ο Ιουστινιανός Α’ έκτισε παράλιο τείχος στη λίμνη Βιστωνίδα αλλά και τείχος μέχρι τους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης, με σκοπό τον έλεγχο της αρχαίας Εγνατίας οδού. Ο Ιουστινιανός έφτιαξε και υδραγωγείο το οποίο μετέφερε νερό από τη Ροδόπη στην πόλη.
Η πόλη αποτελούσε, μέσω της λίμνης Βιστωνίδας, σημαντικό λιμάνι στο Αιγαίο. Κατά τον 9ο αιώνα χρησιμοποιείται το όνομα Περιθεώριον και το οχύρωμα αποκτά στρατηγική σημασία τον έλεγχο της περιοχής. Το 1203 ο Τσάρος Ιωάννης της Βουλγαρίας διεξήγαγε επιδρομή στην περιοχή, καταστρέφοντας την πόλη αυτή όπως και την γειτονική Μαξιμιανούπολη, και μετεγκατέστησε τους κατοίκους της στις όχθες του ποταμού Δούναβη. Στην συνέχεια η πόλη παρακμάζει. Το 1341 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος επισκεύασε την οχύρωση και η πόλη μετά το θάνατό του το 1341 αναβαθμίστηκε σε μητρόπολη.
Η Αλεξάνδρεια των Μαίδων ή Αλεξανδρόπολις Θράκης ιδρύθηκε το 340/339 π.Χ. στην περιοχή όπου κατοικούσαν οι Μαίδοι. Η Αλεξάνδρεια αυτή θεωρείται ότι είναι η πρώτη πόλη που ίδρυσε ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος. Την ύπαρξή της αναφέρει και ο Πλούταρχος κατά την περιγραφή της εκστρατείας του εφήβου Αλεξάνδρου εναντίον των αποστατούντων Μαίδων τους οποίους και νίκησε. Κατά τον Πλούταρχο, ο νεαρός αντιβασιλιάς τους κατετρόπωσε και κατέστρεψε την πρωτεύουσά τους Ιαμφορίνα, την οποία εποίκησε με σύμμικτο πληθυσμό (Μακεδόνων και Θρακών). Η Αλεξάνδρεια των Μαίδων ή Αλεξανδρόπολις ήταν περισσότερο στρατιωτική αποικία, παρά πόλη. Είναι γνωστό ότι το 211 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ υπέταξε την πόλη. Τοποθετείται στη νοτιοδυτική Βουλγαρία. Οι επιστήμονες την τοποθετούν στην περιοχή μεταξύ των πόλεων Πετρίτσι, και Σαντάνσκι.
Ο Αίνος είναι μια από τις αρχαιότερες θρακικές πόλεις. Χτισμένη στις εκβολές του Έβρου ποταμού, που τότε ήταν πλωτός, μπόρεσε, χάρη στη θέση αυτή, να αναπτυχθεί ταχύτατα. Αναφέρεται στους περισσότερους αρχαίους Έλληνες γεωγράφους και Ιστορικούς, από τον Όμηρο μέχρι τον Στράβωνα. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος αναφέρει ότι οι ηγέτες των συμμάχων των Τρώων Θρακών ήσαν οι Ακάμας και Πείρος, προερχόμενοι από την Αίνο. Προς τα τέλη του Μεσαίωνα η Αίνος έγινε η έδρα κάστρου των Γατελούζων, της γενοβέζικης οικογένειας που κυριάρχησε στο χώρο του βόρειου Αιγαίου κατά την εποχή εκείνη.
Τα Άβδηρα είναι κωμόπολη του Νομού Ξάνθης της Θράκης στον Νέστο ποταμό. Υπήρξε πατρίδα του φιλόσοφου Δημόκριτου, του σοφιστή Πρωταγόρα, καθώς και του Λεύκιππου, Εκαταίου, Βίωνα, και Αναξάρχου. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τα Άβδηρα ως Άβδηρον ενώ στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου απαντάται και ως (θηλ.) η Άβδηρα. Μετά τους Περσικούς πολέμους, τα Άβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας πολύ υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος όμως αποδυνάμωσε την πόλη, καθώς επέφερε στάσεις, συγκρούσεις και ανακατατάξεις των συμμαχιών.
Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, οι οποίοι το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Άβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της «ελεύθερης πόλης», η εποχή της ακμής τους όμως είχε πλέον περάσει. Η κατασκευή της νέας βασικής οδικής αρτηρίας, της «Εγνατίας οδού», επιτάχυνε το μαρασμό. Οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα. Έτσι μετατράπηκαν σταδιακά σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη των Ρωμαϊκών Χρόνων.
Στο τέλος των αρχαίων χρόνων η πόλη περιορίστηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης. Η μεγάλη ακμή των Αβδήρων στους αρχαίους χρόνους και ως τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στη μεγάλη έκταση της επικράτειάς της («χώρας»), δεύτερον, οφειλόταν στην εξαιρετικά στρατηγική της θέση. Εξάλλου, από τα λιμάνια της περνούσε ο θαλάσσιος δρόμος που από τα μικρασιατικά παράλια. Έτσι εξηγείται και η παρακμή της πόλης, που άρχισε με την κατασκευή της Εγνατίας οδού.
Η Μαρώνεια ήταν αρχαία πόλη της Θράκης, χτισμένη στην περιοχή του σημερινού νομού Ροδόπης, κοντά στις ακτές του Αιγαίου. Βρισκόταν κοντά στην θέση της Ομηρικής θρακικής πόλης Ίσμαρος. Η πόλη εξελίχθηκε σε ισχυρή τοπική δύναμη. Το τείχος της ξεπερνούσε σε περίμετρο τα 10 χιλιόμετρα γεγονός που φανερώνει πως ήταν πολυάνθρωπη. Τον 5ο αιώνα η πόλη εντάχθηκε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Η Μαρώνεια άκμασε ιδιαίτερα κατά τον 4ο αιώνα κάτι που της έδωσε την δυνατότητα να κόψει χρυσό νόμισμα. Το 350 π.Χ. υποτάχθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο του Φιλίππου.
Μετά το 190 π.Χ. Θράκες πρόσφυγες ίδρυσαν μιαν άλλη Μαρώνεια στην εύφορη Σελευκίδα. Η Μαρώνεια υπήρξε η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη απ’ όλες τις αρχαίες ελληνικές αποικίες των παραλίων της Δυτικής Θράκης και ήταν μάλιστα η μόνη που παρουσιάζει συνεχή ακμή σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Η μεγάλη ακμή που γνώρισε η Μαρώνεια, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οφειλόταν κυρίως στο λιμάνι της. Η πόλη είχε ευνοηθεί ιδιαίτερα από τους Ρωμαίους, οι οποίοι της παραχώρησαν διάφορα προνόμια, όπως ήταν η ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη». Επίσης, επαύξησαν την έκταση της επικράτειάς της («χώρας»). Η πόλη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έγινε έδρα επισκοπής.
Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης περιορίστηκε εξαιτίας συχνών πειρατικών επιδρομών. Η θέση της βυζαντινής Μαρώνειας βρίσκεται στο λιμάνι του Αγίου Χαραλάμπους, γνωστό και ως Παληόχωρα. Η Μαρώνεια τον 11ο αιώνα προβιβάστηκε σε αρχιεπισκοπή και συνέχισε να ακμάζει μέχρι τον 13ο αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: