Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή (1600-1400 π.Χ.), στο μυκηναϊκό κόσμο
εμφανίζονται δύο νέοι τύποι τάφων, οι θαλαμωτοί (θαλαμοειδείς ή
λαξευτοί) και οι θολωτοί και για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται συγχρόνως
με τους λακκοειδείς. Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές
κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το
νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του. Ό,τι
εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες (μνημειώδεις διαστάσεις,
αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να
χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας
ισχύος και γοήτρου) αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα οι θολωτοί τάφοι της
μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά
αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Είναι τα μεγαλύτερα
θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με
την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο
στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική,
μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο. Πρόκειται για τάφους
βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές,
περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά
δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί. Πολλοί από αυτούς έχουν κηρυχθεί ως
προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν όμως
απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την
υγρασία. Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν
συλημένοι ολοκληρωτικά ή μερικώς, γι’ αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
ακριβώς τα έθιμα ταφής.