Τον Φεβρουάριο του 1963, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” ένα
άρθρο του Κ. Λόντου, Αντιπροέδρου του Συνδέσμου των “Φίλων της
Μεταψυχικής”, με τίτλο “Το φάντασμα του νεκροταφείου”. Το άρθρο είχε
δημοσιευτεί, αρχικά, στο περιοδικό “Κόσμος της Ψυχής”.
Στο άρθρο περιγράφεται ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ακριβής ημερομηνία, καθώς επίσης και οι τοποθεσίες όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα, δεν δίνονται από τον αρθρογράφο. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι μία νεαρή κοπέλα η οποία εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της σε μία μεγάλη πόλη της Ελλάδας, αμέσως μετά τον ερχομό τους από τη Μ. Ασία.
Έπειτα από λίγα χρόνια η κοπέλα ορφάνεψε και έτσι αναγκάστηκε να αναζητήσει δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο προκειμένου να επιβιώσει. Οι δουλειές, όμως, “δεν πήγαιναν καλά”, με αποτέλεσμα η άτυχη προσφυγοπούλα να βρεθεί ανάμεσα στις απολυμένες εργάτριες. Απεγνωσμένη, έψαχνε για δουλειά παντού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζούσε με τις πενιχρές οικονομίες που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει για όσο διάστημα δούλευε. Κι αυτές, όμως, τελείωσαν γρήγορα…
Μέσα στην απελπισία της, “πήρε τους δρόμους” ένα πρωί και εντελώς αφηρημένα, έπειτα από αρκετή ώρα άσκοπης περιπλάνησης, βρέθηκε μπροστά στο νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένοι οι δικοί της. Μπήκε, τότε, στο νεκροταφείο και άρχισε να περιπλανάται ανάμεσα στους τάφους, “χαμένη” στις σκέψεις της…
Κάποια στιγμή, το βλέμμα της “έπεσε” στη φωτογραφία ενός νέου ανθρώπου, στο μαρμάρινο σταυρό του μνήματός του. Η κοπέλα λυπήθηκε για τα νιάτα του παλικαριού και προσευχήθηκε για την ψυχή του. Στη συνέχεια πήγε στην εκκλησία όπου προσευχήθηκε για τους γονείς της και έπειτα πήρε και πάλι το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στην πύλη του νεκροταφείου, είδε έναν καλοντυμένο νέο, ο οποίος έδειχνε σαν να την περίμενε! Πράγματι, ο άγνωστος νεαρός τη ρώτησε το λόγο για τον οποίο έδειχνε τόσο στενοχωρημένη. Αφού του εξήγησε η κοπέλα την τραγική κατάστασή της, εκείνος της απάντησε λέγοντας ότι θα της έδινε τη διεύθυνση του σπιτιού μίας κυρίας στην οποία θα μπορούσε να ζητήσει δουλειά. Την διαβεβαίωσε, μάλιστα, πως η άγνωστη γυναίκα θα την δεχόταν αμέσως!
Ζητώντας, μάλιστα, από την κοπέλα ένα κομμάτι χαρτιού που βρισκόταν πεταμένο στο έδαφος, βγάζει από την τσέπη του ένα μολύβι και σημειώνει τη διεύθυνση στην οποία έπρεπε να πάει. Εκείνη, τον ευχαριστεί και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Έπειτα από λίγο, χωρίς να έχει απομακρυνθεί από το σημείο αρκετά και αισθανόμενη την ανάγκη να ευχαριστήσει ξανά τον άγνωστο ευεργέτη της, κοιτάζει προς τα πίσω, αλλά ο άγνωστος νεαρός είχε εξαφανιστεί! Ανυποψίαστη, συνεχίζει το δρόμο της και με μία κρυφή ελπίδα πηγαίνει στη διεύθυνση που της είχε, αναπάντεχα, δοθεί.
Βρίσκει το σπίτι, χτυπάει το κουδούνι και μία σοβαρή, μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίζεται στην πόρτα. Η άγνωστη γυναίκα ρωτάει την κοπέλα τον λόγο της απρόσμενης επίσκεψης. Εκείνη της απαντά λέγοντάς της πώς έχει έρθει συστημένη, προκειμένου να εργαστεί στο σπίτι της. Η μαυροφορεμένη γυναίκα, απαντώντας ευγενικά, της εξηγεί πώς έχει κάνει λάθος, αφού εκείνη δεν αναζητούσε προσωπικό.
Όταν, όμως, ρώτησε να μάθει την πηγή της σύστασης και είδε το σημείωμα που της παρουσίασε η κοπέλα, ταράχτηκε αναγνωρίζοντας τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του, πρόσφατα, νεκρού παιδιού της! Μετά απ’ αυτό, προσκαλεί την κοπέλα να περάσει στο σαλόνι όπου και αρχίζει μία σειρά ερωτήσεων προκειμένου να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το σημείωμα περιήλθε στην κατοχή της. Η κοπέλα περιέγραψε, με κάθε λεπτομέρεια, τη συνάντηση που είχε με τον άγνωστο νεαρό, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο για την οικοδέσποινα της να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο άγνωστος, για τον οποίο μιλούσαν, ήταν ο νεκρός γιος της!
Κάποια στιγμή, το βλέμμα της κοπέλας “πέφτει” σε μία φωτογραφία που βρισκόταν στον χώρο που κάθονταν. Αμέσως, αναγνώρισε σε αυτήν τον άγνωστο άνδρα που συνάντησε στο νεκροταφείο. Έπειτα και από αυτό, η μαυροφορεμένη γυναίκα πείσθηκε για την γνησιότητα του σημειώματος και κράτησε κοντά της την άτυχη προσφυγοπούλα. Την αγάπησε σαν παιδί της και στο τέλος την προίκισε με την περιουσία που προοριζόταν για το παιδί της…
Στο άρθρο περιγράφεται ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ακριβής ημερομηνία, καθώς επίσης και οι τοποθεσίες όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα, δεν δίνονται από τον αρθρογράφο. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι μία νεαρή κοπέλα η οποία εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της σε μία μεγάλη πόλη της Ελλάδας, αμέσως μετά τον ερχομό τους από τη Μ. Ασία.
Έπειτα από λίγα χρόνια η κοπέλα ορφάνεψε και έτσι αναγκάστηκε να αναζητήσει δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο προκειμένου να επιβιώσει. Οι δουλειές, όμως, “δεν πήγαιναν καλά”, με αποτέλεσμα η άτυχη προσφυγοπούλα να βρεθεί ανάμεσα στις απολυμένες εργάτριες. Απεγνωσμένη, έψαχνε για δουλειά παντού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζούσε με τις πενιχρές οικονομίες που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει για όσο διάστημα δούλευε. Κι αυτές, όμως, τελείωσαν γρήγορα…
Μέσα στην απελπισία της, “πήρε τους δρόμους” ένα πρωί και εντελώς αφηρημένα, έπειτα από αρκετή ώρα άσκοπης περιπλάνησης, βρέθηκε μπροστά στο νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένοι οι δικοί της. Μπήκε, τότε, στο νεκροταφείο και άρχισε να περιπλανάται ανάμεσα στους τάφους, “χαμένη” στις σκέψεις της…
Κάποια στιγμή, το βλέμμα της “έπεσε” στη φωτογραφία ενός νέου ανθρώπου, στο μαρμάρινο σταυρό του μνήματός του. Η κοπέλα λυπήθηκε για τα νιάτα του παλικαριού και προσευχήθηκε για την ψυχή του. Στη συνέχεια πήγε στην εκκλησία όπου προσευχήθηκε για τους γονείς της και έπειτα πήρε και πάλι το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στην πύλη του νεκροταφείου, είδε έναν καλοντυμένο νέο, ο οποίος έδειχνε σαν να την περίμενε! Πράγματι, ο άγνωστος νεαρός τη ρώτησε το λόγο για τον οποίο έδειχνε τόσο στενοχωρημένη. Αφού του εξήγησε η κοπέλα την τραγική κατάστασή της, εκείνος της απάντησε λέγοντας ότι θα της έδινε τη διεύθυνση του σπιτιού μίας κυρίας στην οποία θα μπορούσε να ζητήσει δουλειά. Την διαβεβαίωσε, μάλιστα, πως η άγνωστη γυναίκα θα την δεχόταν αμέσως!
Ζητώντας, μάλιστα, από την κοπέλα ένα κομμάτι χαρτιού που βρισκόταν πεταμένο στο έδαφος, βγάζει από την τσέπη του ένα μολύβι και σημειώνει τη διεύθυνση στην οποία έπρεπε να πάει. Εκείνη, τον ευχαριστεί και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Έπειτα από λίγο, χωρίς να έχει απομακρυνθεί από το σημείο αρκετά και αισθανόμενη την ανάγκη να ευχαριστήσει ξανά τον άγνωστο ευεργέτη της, κοιτάζει προς τα πίσω, αλλά ο άγνωστος νεαρός είχε εξαφανιστεί! Ανυποψίαστη, συνεχίζει το δρόμο της και με μία κρυφή ελπίδα πηγαίνει στη διεύθυνση που της είχε, αναπάντεχα, δοθεί.
Βρίσκει το σπίτι, χτυπάει το κουδούνι και μία σοβαρή, μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίζεται στην πόρτα. Η άγνωστη γυναίκα ρωτάει την κοπέλα τον λόγο της απρόσμενης επίσκεψης. Εκείνη της απαντά λέγοντάς της πώς έχει έρθει συστημένη, προκειμένου να εργαστεί στο σπίτι της. Η μαυροφορεμένη γυναίκα, απαντώντας ευγενικά, της εξηγεί πώς έχει κάνει λάθος, αφού εκείνη δεν αναζητούσε προσωπικό.
Όταν, όμως, ρώτησε να μάθει την πηγή της σύστασης και είδε το σημείωμα που της παρουσίασε η κοπέλα, ταράχτηκε αναγνωρίζοντας τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του, πρόσφατα, νεκρού παιδιού της! Μετά απ’ αυτό, προσκαλεί την κοπέλα να περάσει στο σαλόνι όπου και αρχίζει μία σειρά ερωτήσεων προκειμένου να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το σημείωμα περιήλθε στην κατοχή της. Η κοπέλα περιέγραψε, με κάθε λεπτομέρεια, τη συνάντηση που είχε με τον άγνωστο νεαρό, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο για την οικοδέσποινα της να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο άγνωστος, για τον οποίο μιλούσαν, ήταν ο νεκρός γιος της!
Κάποια στιγμή, το βλέμμα της κοπέλας “πέφτει” σε μία φωτογραφία που βρισκόταν στον χώρο που κάθονταν. Αμέσως, αναγνώρισε σε αυτήν τον άγνωστο άνδρα που συνάντησε στο νεκροταφείο. Έπειτα και από αυτό, η μαυροφορεμένη γυναίκα πείσθηκε για την γνησιότητα του σημειώματος και κράτησε κοντά της την άτυχη προσφυγοπούλα. Την αγάπησε σαν παιδί της και στο τέλος την προίκισε με την περιουσία που προοριζόταν για το παιδί της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου